Translate

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013


 Κρήτη: Κατασκεύασαν αυτοκίνητο υδρογόνου ~ Απαγορεύεται η αξιοποίησή του!
Πρόκειται για ένα όχημα που θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει στη μαζική παραγωγή.Αυτοκίνητο υδρογόνου, έτοιμο να βγει στην αγορά, κατασκεύασε ομάδα του Πολυτεχνείου Κρήτης, ωστόσο η ελληνική νομοθεσία εμποδίζει την εμπορική αξιοποίηση του εντός συνόρων!

O λόγος για το Εco Racer, αυτοκίνητο 100% ελληνικής σύλληψης, σχεδίασης και κατασκευής, που «γεννήθηκε» στα εργαστήρια του… Πολυτεχνείου Κρήτης από μια ομάδα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών. Κινείται με υδρογόνο και με εξαιρετικές επιδόσεις στην εξοικονόμηση ενέργειας, αφού χρειάζεται ένα λίτρο καύσιμου για 434 χιλιόμετρα.

Πρόκειται για ένα όχημα που θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει στη μαζική παραγωγή με κάποιες τροποποιήσεις, ακόμη και με κόστος κάτω των 10.000 ευρώ, ώστε να κατασκευάζεται πλήρως στη χώρα μας και να εξάγεται όχι να εισάγεται!

Το αμάξωμα του οχήματος είναι κατασκευασμένο από ανθρακονήματα για να έχει χαμηλό βάρος, διαθέτει σασί αλουμινίου από ειδικά κράματα και κινείται από κυψέλες υδρογόνου, είναι αθόρυβο, και αυτό που παράγει ως αποτέλεσμα της κίνησης του είναι απλώς νερό, δηλαδή εκπέμπει μηδενικούς ρύπους.

Το Eco Racer δεν εχει τίποτα να ζηλέψει από ανάλογα μοντέλα που αναπτύσσονται σε εργαστήρια και αυτοκινητοβιομηχανίες του εξωτερικού, και επιβραβεύθηκε σε διεθνείς διαγωνισμούς με το 1ο βραβείο ασφάλειας και το 4ο εξοικονόμησης καύσιμου.

Αν το ζητούμενο στη χώρα μας είναι η ανάπτυξη, αυτή τη στιγμή λείπει το θεσμικό πλαίσιο ώστε να επιτρέπεται η μαζική παραγωγή αυτού του οχήματος. Ακόμη και αν εμφανιστεί ενδιαφερόμενος επενδύτης δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την κατασκευή του Εco Racer στην Ελλάδα γιατί ο νόμος δεν το επιτρέπει!   «Ελπίζω η Ελλάδα να αλλάξει, να αλλάξουν οι νομοθεσίες να γίνει πιο ευέλικτη. Ιδέες όπως βλέπετε υπάρχουν και ελπίζουμε να υπάρξουν πρωτοβουλίες για να συνδεθεί η επιχειρηματικότητα με το Πολυτεχνείο» σχολίασε στο Eco News ο φοιτητής Παναγιώτης Μπάζιος.
Σημειώνεται ότι η ομάδα Eco Racer του Πολυτεχνείου της Κρήτης μετέχει φέτος στο TedxΑcademy συνεισφέροντας μαζί με αλλά δημιουργικά ανήσυχα και καινοτόμα και μυαλά από τους χώρους της επιστήμης του πνεύματος και των τεχνών στο όραμα για μια Ελλάδα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον που θα βρίσκεται στην πρωτοπορία και όχι στα μετόπισθεν…

Κατερίνα Χριστοφιλίδου – επιμέλεια: Στέλιος Κάνδιας

http://www.iliofos.gr/

Η διπλωματία του Πάπα

Πώς κάνει εξωτερική πολιτική το Βατικανό
Καθώς ο Πάπας Βενέδικτος XVI αποσύρεται, οι παρατηρητές έχουν επικρίνει την θητεία του ως ελλιπή από πλευράς διπλωματικής εστίασης. Στην πραγματικότητα, χάρη στις προσπάθειες του, το Βατικανό ήταν σε θέση να αναπτύξει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με αρκετές νέες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, και να βελτιώσει τους δεσμούς του με πολλές άλλες, όπως με την Σαουδική Αραβία.
Ο EDWARD PENTIN είναι ανταποκριτής στην Ρώμη για την εφημερίδα National Catholic Register.
Καθώς ο Πάπας Βενέδικτος XVI παραιτείται από τον παπικό θρόνο, αποσυρόμενος σε μια ζωή προσευχής και μελέτης, αφήνει πίσω του ένα αξιοθαύμαστο, αν και κάπως πολυτάραχο, αποτύπωμα στις διεθνείς σχέσεις.
Η επιρροή του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής - όπως και όλων των Παπών - υπήρξε σημαντική. Ως ένα πραγματικά παγκόσμιο σώμα με πάνω από ένα δισεκατομμύριο μέλη, η παλαιότερη διπλωματική υπηρεσία στον κόσμο και ένα τεράστιο δίκτυο οργανώσεων ανθρωπιστικής βοήθειας, η Καθολική Εκκλησία είναι αναμφισβήτητα σε θέση να πλαισιώσει την εξωτερική πολιτική με έναν τρόπο που κανένας άλλος θεσμός δεν μπορεί.
Αυτό ήταν ίσως πιο εμφανές κατά την διάρκεια της θητείας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, όταν το Βατικανό τάχθηκε με τη Δύση στον αγώνα να ανατρέψει τον σοβιετικό κομμουνισμό. Αλλά ο Πάπας και η Αγία Έδρα δεν είναι θεσμοί χάραξης εξωτερικής πολιτικής - μπορούν μόνο να καθοδηγήσουν τις παγκόσμιες δυνάμεις προς ένα συγκεκριμένο όραμα δικαιοσύνης και ειρήνης.
Για να κατανοήσουμε την προσέγγιση του Βενέδικτου XVI στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, είναι σημαντικό να σημειωθεί το υπόβαθρό του ως καθηγητής. Περισσότερο με τα βιβλία παρά με το διπλωματικό σώμα (πολλοί από τους τελευταίους προκατόχους του ήταν εκπαιδευμένοι πολιτικοί), προσπάθησε κατά κύριο λόγο να φέρει τα διδάγματα της Καθολικής Εκκλησίας στην παγκόσμια σκηνή, αντί να σταθεί στις πρακτικές. Ήταν μια προσέγγιση που με πολλούς τρόπους αποδείχθηκε ότι αποτελούσε ένα πλεονέκτημα: Χωρίς περιορισμούς από τα πρωτόκολλα της διπλωματίας, θα μπορούσε να διακηρύξει με περισσότερη ευθύτητα το χριστιανικό μήνυμα σε ένα παγκόσμιο ακροατήριο - και οι μέθοδοί του απέδωσαν καρπούς, αν και είχαν κάποιο κόστος.
Οι δηλώσεις του, οι οποίες συχνά πήγαιναν ακριβώς στον πυρήνα του θέματος, πολλές φορές θεωρήθηκαν ως διπλωματικές γκάφες. Το πιο γνωστό παράδειγμα συνέβη κατά το lectio magistralis το 2006 στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ. Στην ομιλία του, ο Βενέδικτος ΙΣΤ' ανέφερε έναν μεσαιωνικό αυτοκράτορα ο οποίος άφησε να εννοηθεί ότι ο Μωάμεθ είχε διαδώσει το Ισλάμ μόνο με την βία. Παρά το γεγονός ότι η διάλεξη πρωτίστως επεδίωκε να δείξει ότι ο σύγχρονος μαχητικός Δυτικός φιλελευθερισμός και η σύγχρονη μαχητική μερίδα του Ισλάμ μοιράζονται την ίδια εσφαλμένη προσέγγιση στην αλήθεια, η αναφορά του ξεκίνησε μια θύελλα, δοκιμάζοντας τις σχέσεις της Αγίας Έδρας με τα έθνη ισλαμικής πλειοψηφίας και ανάγκασε τον Πάπα να απολογηθεί για την αντίδραση που προκάλεσε.
Και όμως τα σχόλια του άγγιξαν μια χορδή σε πολλούς που άρχισαν να σκέφτονται το πρόβλημα της βίας από ορισμένες ισλαμικές ομάδες, ακόμη και αν ήταν απρόθυμοι να διατυπώσουν το θέμα δημοσίως. Τα σχόλιά του ξεκίνησαν τον προβληματισμό σχετικά με το τι σημαίνει να αγαπάς τον Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον και έκαναν επείγουσα την ανάγκη για έναν συνεχή διάλογο Καθολικών - Μουσουλμάνων: Δεν επρόκειτο πλέον για απλώς ευγενικές κουβέντες, αλλά περισσότερο για μια πραγματική επαφή. Συγκεκριμένα, οδήγησε το βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Αμπντάλα να κάνει μια ιστορική επίσκεψη στο Βατικανό το 2007 και να φτιάξει πέρσι το δικό του ίδρυμα, με στόχο την βελτίωση της διαθρησκευτικής κατανόησης.
Την ίδια στιγμή, ο Βενέδικτος εργαζόταν σκληρά για να βοηθήσει στην προώθηση της ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Αν και υποστήριξε το πρόσφατο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης, ταυτόχρονα μπόρεσε να βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του Ισραήλ με υπομονετικές και επίμονες διμερείς συζητήσεις για την διευθέτηση της «Θεμελιώδους Συμφωνίας» - μιας ατελούς συμφωνίας του 1993, που αποτέλεσε τη βάση των διπλωματικών σχέσεων της Αγίας Έδρας με το Ισραήλ - και με την επίσκεψη στους Αγίους Τόπους το 2009. Ο Ισραηλινός πρόεδρος, Σιμόν Πέρες, περιέγραψε πρόσφατα τις σχέσεις Βατικανού - Ισραήλ ως «τις καλύτερες που είχαν ποτέ». Οι Ισραηλινοί και οι Εβραίοι ηγέτες θα παρατηρούσαν συχνά ότι ήταν πιο εύκολο να συνεργαστούν με τον Βενέδικτο, γιατί «μαζί του ήξερες πού στεκόσουν».
Κατά την διάρκεια της θητείας του Βενέδικτου, η Αγία Έδρα, επίσης, καθιέρωσε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Ρωσία, την Μποτσουάνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Μαλαισία, το Μαυροβούνιο και πιο πρόσφατα με το Νότιο Σουδάν - ανεβάζοντας το σύνολο των χωρών που έχουν επίσημες σχέσεις με το Βατικανό στις 180.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πάπας ήταν σε θέση να επιτύχει όλους τους βασικούς στόχους του - δηλαδή, να καθιερώσει επίσημες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του Βατικανού και της Σαουδικής Αραβίας, της Κίνας και του Βιετνάμ.
Εκτός από την επίσκεψη του Αμπντουλάχ, σημειώθηκε μικρή πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη θρησκευτικής ελευθερίας στην Σαουδική Αραβία. Οι εκκλησίες εξακολουθούν να απαγορεύονται εκεί και οι ιερείς πρέπει να λειτουργούν αυστηρά μυστικά. Ακόμα κι έτσι, ο βασιλιάς αποδυνάμωσε κάπως την επίφοβη θρησκευτική αστυνομία της χώρας.
Στην Κίνα, ο Πάπας προσπάθησε σκληρά να βελτιώσει τις ζωές των Καθολικών. (Οι Κινέζοι Καθολικοί πιστοί στην Ρώμη αναγκάζονται να προσεύχονται σε υπόγεια και μόνο η κρατική εκκλησία, η Πατριωτική Ένωση, αναγνωρίζεται επίσημα). Ο Πάπας, ο οποίος έκανε σαφή την επιθυμία του να επισκεφτεί την κομμουνιστική χώρα, έκανε το ασυνήθιστο βήμα να γράψει ένα γράμμα στους Κινέζους Καθολικούς το 2007 στο οποίο έκανε έκκληση για ενότητα της Εκκλησίας και πρότεινε τρόπους για την επίτευξή της. Παρά το γεγονός ότι η δήλωση αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους πιστούς της χώρας, προκάλεσε αμηχανία στις κινεζικές αρχές. Σχεδόν έξι χρόνια μετά, οι διπλωματικές σχέσεις είναι λίγο πιο κοντά στο να αποκατασταθούν. Οι Κινέζοι Καθολικοί πιστοί στη Ρώμη εξακολουθούν να φυλακίζονται και να διώκονται και η Πατριωτική Εκκλησία συνεχίζει να χειροτονεί «επισκόπους» χωρίς την άδειά της Ρώμης.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Έχει η Γαλλία στρατηγική αποχώρησης από το Μάλι;

 

Η επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της κατοχής και της αποχώρησης
Περίληψη: 
Η παρέμβαση της Γαλλίας στο Μάλι είναι μέχρι τώρα επιτυχημένη, αλλά η εκδίωξη των ισλαμιστών μαχητών ήταν το εύκολο κομμάτι. Τώρα το Παρίσι πρέπει να στρέψει τα τακτικά επιτεύγματά του σε μια διαρκή νίκη - η οποία θα απαιτήσει μία διακριτική αλλά διαρκή παρουσία στην χώρα.
Ο ETIENNE DE DURAND είναι διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές.
Παρά τα ακανθώδη πολιτικά ζητήματα που βρίσκονται μπροστά, η συνολική επιτυχία της παρέμβασης της Γαλλίας στο Μάλι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Σε λίγες εβδομάδες, τα γαλλικά στρατεύματα απώθησαν τους ισλαμιστές μαχητές από τα αστικά κέντρα στο βόρειο Μάλι, αποκαθιστώντας, σε ένα βαθμό, τον έλεγχο της κυβέρνησης. Επίσης, κατάφεραν να διαλύσουν την άποψη ότι οι Ευρωπαίοι είναι απαραίτητα εσωστρεφείς, στερούνται σημαντικών στρατιωτικών δυνατοτήτων και είναι ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν βία. Αλλά, αν οι αμερικανικές ήττες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ αποτελούν κάποιου είδους «μπούσουλα», το Παρίσι αντιμετωπίζει τώρα μια πολύ πιο μεγάλη πρόκληση: να μετατρέψει τα τακτικά επιτεύγματά του σε μια διαρκή νίκη ή τουλάχιστον να αποχωρήσει από την χώρα ομαλά.
Φαινομενικά, μια στρατηγική εξόδου είναι ήδη σε ισχύ. Μια δύναμη που αποστέλλεται από την Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής και το Τσαντ υποτίθεται ότι θα αντικαταστήσει τους Γάλλους, και μια ευρωπαϊκή εκπαιδευτική αποστολή θα επιχειρήσει να ανασυστήσει τον στρατό του Μάλι. Αλλά οι προσπάθειες αυτές είναι πιθανό να αποτύχουν στο Μάλι, όπως απέτυχαν και αλλού, δεδομένου ότι είναι τεχνικές απαντήσεις σε αυτό που στον πυρήνα του είναι ένα πολιτικό πρόβλημα. Προχωρώντας, η Γαλλία θα πρέπει να επικεντρωθεί στην τοπική πολιτική διαδικασία και να βρει την σωστή ισορροπία ανάμεσα σε δύο εξίσου επικίνδυνες επιλογές: την άμεση απόσυρση και μια παρατεταμένη, μεγάλη, και ιδιαίτερα εμφανή κατοχή.
Η κατάσταση στο Μάλι υποβάλλει την Γαλλία σε μια σειρά από προκλήσεις. Τα εδάφη είναι η πρώτη. Το Βόρειο Μάλι, αλλά και ολόκληρη η περιοχή του Σαχέλ, είναι μια μεγάλη και επιβλητική έρημος. Οι Γάλλοι θα το βρουν απογοητευτικά δύσκολο να κυνηγήσουν τις άπιαστες μαχητικές ομάδες, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αρκετά τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη ή άλλες πληροφορίες, επιτήρηση και πλατφόρμες αναγνώρισης στην περιοχή. Η Γαλλία, επίσης, δεν διαθέτει τα στρατεύματα για να «καθαρίσει, να κρατήσει και να οικοδομήσει» τον βορρά, όπως απαιτεί μια εξελισσόμενη κανονική εκστρατεία αντιεξέγερσης, ούτε έχουν αρκετά χρήματα για να κρατήσουν επ' αόριστον στην χώρα κάποιες χιλιάδες στρατιώτες. Το γεγονός ότι η αλ Κάιντα στην ισλαμική Μαγκρέμπ (AQIM) και οι σύμμαχοί της έχουν κρατήσει δυτικούς ως ομήρους, μεταξύ των οποίων επτά Γάλλους υπηκόους, θα περιπλέξει επίσης τα ζητήματα για τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.
Πέρα από τέτοιου είδους τακτικές ερωτήσεις, η Γαλλία θα πρέπει επίσης να εξετάσει ορισμένες μεγαλύτερες πολιτικές και στρατηγικές προκλήσεις. Στρατηγικά, το Παρίσι θα πρέπει να αποφύγει την εξέγερση από την πλευρά των Τουαρέγκ, που, ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα, κατ’ επανάληψιν έχει ζητήσει περισσότερη αυτονομία από την Μπαμάκο και έχει πάρει κατά καιρούς τα όπλα για το σκοπό αυτό. Εκτός από τις πρόσφατες επιθέσεις αυτοκτονίας στην Γκάο, δεν έχει υπάρξει ακόμη καμιά ευρεία λαϊκή αντίσταση απέναντι στην γαλλική παρουσία. Αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει αν οι Γάλλοι παρατείνουν την ευπρόσδεκτη παραμονή τους και δεν βοηθήσουν να ανασυσταθεί το κράτος του Μάλι, με τρόπο που να είναι (το κράτος) αποδεκτό από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των Τουαρέγκ. Σε περίπτωση που διάφορες ομάδες ενωθούν σε μια εξέγερση, η Γαλλία θα έπρεπε να ανησυχεί για τα διάτρητα σύνορα του Μάλι και για τους αδιάφορους ή αδύναμους γείτονές του, μερικοί από τους οποίους είναι πιθανό να παράσχουν καταφύγιο στους αντάρτες.
Σε πολιτικό επίπεδο, το πιο σημαντικό βραχυπρόθεσμο έργο για τη Γαλλία είναι η πρόληψη πράξεων εκδίκησης και σφαγών εναντίον των Τουαρέγκ και των άλλων μειονοτήτων στον βορρά από τα χέρια των κυρίαρχων αφρικανικών εθνικών ομάδων ή των φατριών των Μαλιανών στρατιωτικών. Μακροπρόθεσμα, ο στόχος θα είναι να αποφευχθεί η πλήρης διάλυση της χώρας, η οποία μπορεί να απαιτήσει την ειρήνευση στο βόρειο Μάλι, χορηγώντας του έναν βαθμό αυτονομίας. Μια πολιτική διεργασία τέτοιας κλίμακας θα απαιτήσει πραγματική γνώση της τοπικής πολιτικής, σημαντική εμπειρία στην διακυβέρνηση και την ανάπτυξη, μεγάλους στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους και πολλή υπομονή. Αν αυτό ακούγεται σαν ένας υψηλός στόχος, τούτο συμβαίνει γιατί όντως είναι: Πώς θα μπορούσε η Γαλλία να πετύχει κάνοντας αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρ’ όλες τους τις δυνάμεις, απέτυχαν να ολοκληρώσουν στο Αφγανιστάν;
Ωστόσο, οι βιαστικές συγκρίσεις μπορεί να είναι παραπλανητικές. Στο Μάλι, όπου γενικά έχει επικρατήσει η ανοχή, δεν υπάρχει αντιστοιχία στον αφγανικό συνδυασμό του ριζοσπαστικού ισλαμικού κλάδου «Deobandi» με την ενίσχυση των πεποιθήσεων της τζιχάντ, που πραγματοποιήθηκε υπό την σοβιετική κατοχή. Σε αντίθεση με τους Παστούν, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού του Αφγανιστάν και πυροδότησαν την εξέγερση εκεί, οι Τουαρέγκ είναι μια μικρή μειοψηφία στο Μάλι. Επίσης, είναι διαιρεμένοι - οι Τουαρέγκ που ζουν στην κοιλάδα του Νίγηρα, και κατάγονται από σκλάβους, δεν έχουν καμία επιθυμία να κυβερνηθούν και πάλι από τους ευγενείς από τα βορειοανατολικά, τους κυβερνήτες των προγόνων τους. Και, σε αντίθεση με το Πακιστάν στον πόλεμο του Αφγανιστάν, η Αλγερία φαίνεται απίθανο να παρέχει ενεργό καταφύγιο για την AQIM και τους συμμάχους της, τις ομάδες που στάθηκε τόσο δύσκολο να εκδιωχθούν σε πρώτη φάση.
Επιπλέον, η Γαλλία δεν είναι ξένη προς το Μάλι, μία από τις πρώην αποικίες της, όπου τα γαλλικά έχουν παραμείνει η επίσημη γλώσσα. Υπάρχει επίσης μια αρκετά μεγάλη μειονότητα Γάλλων πολιτών και κατοίκων της Γαλλίας που έχουν οικογενειακούς δεσμούς στο Μάλι. Όλα αυτά θα πρέπει να βοηθήσουν την Γαλλία, δεδομένου ότι αγωνίζεται να κατανοήσει την κοινωνία του Μάλι, να συλλέξει πληροφορίες και να κερδίσει εσωτερική υποστήριξη για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της. Όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Γάλλοι ήταν πολύ πιο πιθανό να αναγνωρίσουν την ανάγκη να αναλάβουν δράση στο Μάλι, ακόμη και ρισκάροντας να έχουν ανθρώπινες απώλειες, από ό, τι ήταν ποτέ για το Αφγανιστάν.Ο ETIENNE DE DURAND είναι διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές.http://www.foreignaffairs.gr/articles/69198/etienne-de-durand/exei-i-gallia-stratigiki-apoxorisis-apo-to-mali

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Tα μαθηματικά δεν φέρνουν την κρίση... Η δημοφιλής απάντηση είναι πάντα η ίδια, όπως δήλωσε ο Warren Buffett το 2009: «Φοβού τους ειδικούς και υπολογισμούς φέροντες.» ...

Στις 19 Οκτωβρίου 1987, κατέρρευσε ο κόσμος των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ο Dow Jones Industrial Average υποχώρησε 508 μονάδες, ή περίπου 23 τοις εκατό. Η «Μαύρη Δευτέρα», όπως έχει γίνει γνωστή, παραμένει στην ιστορία ως η μεγαλύτερη πτώση της αγοράς σε μία μέρα.
Ο ένοχος ήταν ένα νέο είδος επενδυτικού προϊόντος γνωστό ως ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο. Με βάση ένα μαθηματικό μοντέλο για επιλογές τιμολόγησης, το ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο αποτελείται από μια στρατηγική πώλησης συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και αγοράς άλλων μετοχών. Σύμφωνα με το μοντέλο Black-Scholes, ένα γεγονός όπως η Μαύρη Δευτέρα δεν θα μπορούσε να συμβεί.
Μετά τη συντριβή, οι επενδυτές ούρλιαζαν ότι τα μαθηματικά του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου είχαν αποτύχει. Και από τότε, η ιστορία έχει επαναληφθεί. Όταν κατέρρευσε το 1997 η Long Term Capital Management, κατηγορήθηκαν τα μαθηματικά μοντέλα. Η κρίση του 2007-08; Πάλι τα ίδια. Έτσι, επίσης, και με το φιάσκο της «φάλαινας του Λονδίνου» που κόστισε στην JPMorgan Chase πάνω από 6 δισ. δολάρια πέρυσι. Η δημοφιλής απάντηση είναι πάντα η ίδια. Όπως δήλωσε ο Warren Buffett το 2009: «Φοβού τους ειδικούς και υπολογισμούς φέροντες.» ...
Όμως, επικρίνοντας τα μαθηματικά είναι εύκολο. Τα μοντέλα δεν είναι το πρόβλημα - είναι το πώς σκεφτόμαστε για τα μοντέλα, και πώς τα χρησιμοποιούμε ως αποτέλεσμα.
Τα μαθηματικά μοντέλα στην καρδιά της σύγχρονης χρηματοδότησης συχνά θεωρούνται περίπλοκα και δυσνόητα. Αλλά αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός για το πώς λειτουργούν. Είναι ο κόσμος που είναι περίπλοκος. Τα μοντέλα είναι δραματικές απλοποιήσεις, με σκοπό να δώσουν κάποια μικρή ποσοτική λύση σχετικά με τα προβλήματα που θα μπορούσαν αλλιώς να είναι δυσεπίλυτα.
Για την επίτευξη αυτών των απλουστεύσεων, οι ειδικοί κάνουν υποθέσεις για το πώς λειτουργεί ο κόσμος - παραδοχές που σπάνια κατέχουν ακριβώς και συχνά αποτυγχάνουν θεαματικά.
Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας αποτρέπει από τη χρήση μοντέλων ως κεντρικό μέρος της οικονομικής λήψης αποφάσεων αλλά μάλλον να οξύνει το ενδιαφέρον μας για το τι ακριβώς υποθέσεις κάνουν τα μοντέλα αυτά, και πώς αυτές οι υποθέσεις μπορούν να αποτύχουν.
Δεν κατέρρευσαν όλοι στο κραχ του 1987. Μια εταιρία στο Σικάγο η O'Connor & Associates, τα πήγε μάλλον καλά. Ο λόγος δεν ήταν ότι απέφυγε τα μοντέλα ή ότι έμεινε μακριά από τις επιλογές των αγορών. Ο συν-ιδρυτής της επιχείρησης, Michael Greenbaum, και ο διευθυντής ανάληψης κινδύνου, Clay Struve, είδαν τις αδυναμίες. Αναγνώρισαν ότι το μοντέλο Black-Scholes ουσιαστικά παρέβλεπε τις κρίσεις της αγοράς. Έτσι βελτίωσαν το μοντέλο.
Ενώ όλοι συνέχιζαν, ελαφρά τη καρδία, θεωρώντας το μοντέλο ως πραγματικότητα, η O'Connor χρησιμοποίησε ένα ευρύτερο φάσμα μεθόδων. Οι μέθοδοι αυτές, που περιλαμβάνουν προσομοίωση stress τεστ του χαρτοφυλακίου της εταιρείας λάμβαναν υπόψη γεγονότα που τα μοντέλα θεωρούσαν αδύνατα, και είχαν σχεδιαστεί για να αποδίδουν ακόμη και αν οι αγορές έκαναν το αδύνατο.
Γι 'αυτούς, τα μοντέλα ήταν μια πηγή πληροφοριών, τα εργαλεία που θα μπορούσαν να παρέχουν κάποια ποσοτική διορατικότητα, αλλά όχι περισσότερο. Ένα μοντέλο όπως το Black-Scholes μπορεί να σας πει πόσο θα πρέπει να αξίζει η επιλογή σας αν μέχρι τη λήξη της είναι γεμάτη με ‘κανονικές΄ μέρες διαπραγμάτευσης - και όχι τι θα συμβεί αν οι αγορές χτυπήσουν κόκκινο. Αυτό το είδος των πληροφοριών για την καλύτερο δυνατό σενάριο μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για τη λήψη αποφάσεων, αλλά ποτέ δεν μας λένε όλη η ιστορία.
Το πρόβλημα με τα μοντέλα δεν προκύπτει, επειδή μερικές φορές μπορεί να αποτύχουν, αλλά επειδή είναι συχνά κατασκευάζονται με τρόπους που μας αναγκάζουν να τα εμπιστευόμαστε απόλυτα. Οι περισσότερες επενδυτικές εταιρείες χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης κινδύνων για τον περιορισμό του κινδύνου. Τα συστήματα αυτά είναι κομμάτι της υποδομής των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης και οι traders και διευθυντές τα επικαλούνται.
Αλλά είναι τόσο ευαίσθητα σε υποθέσεις όπως και κάθε άλλο μοντέλο - και ενδέχεται να αποτύχουν. Πράγματι, μια αποτυχία σε αυτά τα συστήματα ήταν ότι αρχικά συγκαλύπτεται τις συναλλαγές Whale London από στελέχη της JPMorgan, επιτρέποντας τις απώλειες να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.
Ακόμη και η γλώσσα των traders, οι οποίοι συχνά μιλούν στον κώδικα των ελληνικών γραμμάτων, όπως δέλτα και γάμμα, στηρίζεται σε παραδοχές που αναγνωρίζουν την πιθανότητα κατάρρευσης της αγοράς. Και εδώ βρίσκεται ο πραγματικός κίνδυνος. Θα πρέπει να φοβόμαστε τα μαθηματικά μοντέλα μόνο στο βαθμό που είμαστε σε θέση να ξεχνάμε ότι τα χρησιμοποιούμε. Τότε είναι εύκολο να μπερδέψουμε τα όρια μεταξύ απλουστεύσεων και πραγματικού κόσμου.
==========================
 "O σιωπών δοκεί συναινείν"

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Φεβ 212013
 
kami-kotobi-observing-the-observer
Δύο θεμελιώδεις πεποιθήσεις έχουν καθορίσει την οικονομική πολιτική ανά τον κόσμο τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη είναι ότι η παγκόσμια οικονομία υποφέρει από έλλειψη ζήτησης σε σχέση με την προσφορά. Η δεύτερη είναι ότι τα σχέδια ανάκαμψης, με μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής θα κλείσουν το χάσμα.
Είναι μήπως πιθανόν η διάγνωση να είναι σωστή, αλλά η θεραπεία εσφαλμένη; Αυτό θα εξηγούσε γιατί έχουμε παρουσιάσει ελάχιστη πρόοδο στην αποκατάσταση των ρυθμών ανάπτυξης σε προ κρίσης επίπεδα. Θα σήμαινε επίσης ότι οφείλουμε να επενεξετάσουμε τη θεραπεία.
Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη καταδεικνύουν ότι η ζήτηση υστερεί της δυνητικής προσφοράς. Αν και η ανεργία είναι αισθητά υψηλότερη σε τομείς, που ανθούσαν πριν από την κρίση, όπως ο κατασκευαστικός στις ΗΠΑ, εκτείνεται σε ευρύτατο πεδίο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι απαιτείται υψηλότερη ζήτηση για την αποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης.
Οι αρμόδιοι αρχικά κατέφυγαν στις κρατικές δαπάνες και τα χαμηλά επιτόκια για να τονώσουν τη ζήτηση. Καθώς τα κρατικά χρέη παραφούσκωσαν και τα επιτόκια έφτασαν στον πάτο, οι κεντρικές τράπεζες εστιάζουν την προσοχή τους σε ολοένα και πιο καινοτόμες πολιτικές για την τόνωση της ζήτησης. Παρ” όλα αυτά, οι ρυθμοί ανάπτυξης συνεχίζουν να είναι επώδυνα βραδείς. Γιατί;
Waterloo
Μήπως το πρόβλημα είναι η υπόθεση πως όλη η ζήτηση δημιουργείται ισομερώς; Γνωρίζουμε ότι η προ κρίσης ζήτηση ενισχύθηκε από την έκρηξη του δανεισμού. Οταν η πρόσβαση σε δάνεια διευκολύνεται, δεν είναι οι εύποροι που αυξάνουν την κατανάλωση, αλλά οι φτωχότερες και νεώτερες οικογένειες, των οποίων οι ανάγκες και τα όνειρα υπερβαίνουν τα εισοδήματα. Οι ανάγκες τους μπορεί να είναι διαφορετικές από εκείνες των πλουσίων.
Επιπλέον, τα αγαθά που είναι πιο εύκολο να αγοράσει κανείς είναι και αυτά που μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως υποθήκη -σπίτια, αυτοκίνητα και όχι αναλώσιμα. Και οι αυξανόμενες τιμές στέγης σε ορισμένες περιοχές διευκολύνουν το δανεισμό, αλλά και τις δαπάνες για άλλα είδη, που καλύπτουν καθημερινές ανάγκες, όπως οι πάνες και οι παιδικές τροφές.
Η στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση πηγάζει από συγκεκριμένα νοικοκυριά σε συγκεκριμένες περιοχές και για συγκεκριμένα αγαθά. Αν και πυροδοτεί μια ευρύτερη ζήτηση -ο ηλικιωμένος υδραυλικός, που εργάζεται περισσότερες ώρες σε περιόδους άνθισης, δαπανά περισσότερα για τη συλλογή γραμματοσήμων- δεν είναι παράλογο να πιστέψουμε ότι μεγάλο μέρος της στηριζόμενης στο χρέος ζήτησης είναι εστιασμένη σε συγκεκριμένους τομείς. Οταν λοιπόν οι πιστώσεις στερεύσουν, τα δανειζόμενα νοικοκυριά δεν μπορούν πλέον να δαπανήσουν και η ζήτηση για συγκεκριμένα αγαθά αλλάζει δυσανάλογα, ιδιαίτερα σε τομείς που προηγουμένως ανθούσαν.
Βεβαίως, οι συνέπειες εκτείνονται σε ολόκληρη την οικονομία, καθώς η ζήτηση για αυτοκίνητα υποχωρεί, η ζήτηση για χάλυβα επίσης υποχωρεί και οι εργαζόμενοι των χαλυβουργιών απολύονται. Η ανεργία, όμως, είναι υψηλότερη στον κατασκευαστικό κλάδο και στην αυτοκινητοβιομηχανία ή σε περιοχές, όπου οι τιμές των κατοικιών είχαν καταγράψει ραγδαία πτώση.
Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί ένα γενικό σχέδιο τόνωσης της ζήτησης, όπως η μείωση του φόρου μισθωτών υπηρεσιών, μπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσματικός για την επαναφορά της οικονομίας σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Τα γενικά σχέδια απευθύνονται σε όλους, όχι μόνο στους πρώην δανειολήπτες. Και οι καταναλωτικές συνήθειες του καθενός διαφέρουν. Οι μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές και τα πιο εύπορα νοικοκυριά αγοράζουν κοσμήματα από τα Tiffany, αντί για αυτοκίνητο από την General Motors Και ακόμη και οι πρώην δανειολήπτες δεν είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από τα σχέδια ανάκαμψης για να πληρώσουν για νέα στέγη. Τα όνειρά τους έχουν κλονιστεί.
602715_331067910332888_737138763_nΠράγματι, επειδή οι τάσεις της ζήτησης μεταβάλλονται βάσει των αλλαγών ως προς την πρόσβαση σε δανεισμό, ο ρυθμός με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μία οικονομία, χωρίς πληθωρισμό, μπορεί επίσης να μειωθεί. Με υπερβολικά πολλούς εργαζομένους στον κατασκευαστικό κλάδο και πολύ λίγους σε εκείνον των κοσμημάτων, η υψηλότερη ζήτηση έχει μάλλον ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των κοσμημάτων αντί την αύξηση της παραγωγής.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, το σπάσιμο της φούσκας ύστερα από χρόνια στηριζόμενης στο χρέος ανάπτυξης, αφήνει πίσω μια οικονομία, η οποία προσφέρει υπερβολικά πολλά από το λάθος είδος. Σε αντίθεση με μια φυσιολογική κυκλική ύφεση, στην οποία η ζήτηση υποχωρεί σε όλους τους κλάδους και η ανάκαμψη απλώς προϋποθέτει την επαναπρόσληψη εργαζομένων στην παλιά τους εργασία, η οικονομική ανάκαμψη, η οποία έρχεται ύστερα από μία φούσκα δανεισμού, απαιτεί συνήθως την κινητικότητα των εργαζομένων προς νέους τομείς και θέσεις.
Υπάρχει μια λεπτή, αλλά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην άποψή μου για τη στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση και τη νεο-κεϋνσιανή εξήγηση ότι η απομόχλευση (η αποταμίευση από τους δανειολήπτες) ή η πίεση του χρέους (η αδυναμία των χρεωμένων νοικοκυριών να δαπανήσουν) ευθύνεται για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην μετά κρίσης εποχή. Και οι δύο απόψεις δέχονται ότι η κεντρική πηγή της αδύναμης ζήτησης είναι η εξαφάνιση της ζήτησης από τους πρώην δανειολήπτες. Διαφέρουν, όμως, στις προτεινόμενες λύσεις.
Ο νεο-κεϋνσιανός οικονομολόγος θέλει να τονώσει τη ζήτηση γενικά. Αλλά εάν πιστέψουμε ότι η στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση είναι διαφορετική, ένα γενικό σχέδιο ανάκαμψης θα λειτουργήσει στην καλύτερη περίπτωση σαν παυσίπονο. Η διαγραφή των χρεών των πρώην δανειοληπτών ενδεχομένως να είναι ελαφρώς πιο αποτελεσματική στην παραγωγή του παλαιού προτύπου ζήτησης, αλλά πιθανότατα δεν θα την αποκαταστήσει στα προ κρίσης επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, θέλουμε πραγματικά οι πρώην δανειολήπτες να οδηγηθούν εκ νέου μέσω δανεισμού σε προβλήματα;
Η μόνη βιώσιμη λύση είναι να επιτρέψουμε στην προσφορά να προσαρμοστεί σε πιο φυσιολογικές και βιώσιμες πηγές ζήτησης -να διευκολύνει τους εργαζομένους των κατασκευών και της αυτοκινητοβιομηχανίας να επανακαταρτιστούν για εργασία σε ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους. Το χειρότερο που μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις είναι να σταθούν εμπόδιο, στηρίζοντας μη βιώσιμες επιχειρήσεις ή διατηρώντας τη ζήτηση σε μη βιώσιμους κλάδους μέσω του εύκολου δανεισμού.
Οι προσαρμογές στο μέτωπο της προσφοράς θέλουν χρόνο και ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης, οι οικονομίες έχουν καταγράψει πρόοδο. Αλλά το να συνεχίζουμε την εσφαλμένη διάγνωση θα έχει μόνιμες επιπτώσεις. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα χρειαστούν δεκαετίες για να απαλλαγούν από τα χρέη του βάρους, ενώ οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ξεφουσκώσουν τους ισολογισμούς τους και να υπαναχωρήσουν από τις δεσμεύσεις για στήριξης, από τις οποίες οι αγορές τείνουν να εξαρτώνται.
Δυστυχώς η νέα ιαπωνική κυβέρνηση προσπαθεί ακόμη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, που άφησε πίσω του το σπάσιμο της φούσκας στην αγορά στέγης πριν από δύο δεκαετίες. Κανείς μπορεί μόνο να ελπίζει ότι δεν θα καταφύγει στο είδος των δαπανών, που έχουν ήδη αποδειχθεί τόσο αναποτελεσματικές και οι οποίες έχουν αφήσει την Ιαπωνία να παλεύει με το υψηλότερο χρέος (περίπου 230% του ΑΕΠ) μεταξύ των χωρών του OOΣΑ. Η ιστορία, όμως, αφήνει λίγα περιθώρια αισιοδοξίας.
___
   RAGHURAM RAJAN, καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Booth School of Business στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και επικεφαλής της ομάδας συμβούλων του υπουργείου Οικονομικών της Ινδίας.
  Copyright: Project Syndicate, 2013.  www.project-syndicate.org   
  Εφημερίδα Ναυτεμπορική 1/2/2012
Φεβ 212013
 
kami-kotobi-observing-the-observer
Δύο θεμελιώδεις πεποιθήσεις έχουν καθορίσει την οικονομική πολιτική ανά τον κόσμο τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη είναι ότι η παγκόσμια οικονομία υποφέρει από έλλειψη ζήτησης σε σχέση με την προσφορά. Η δεύτερη είναι ότι τα σχέδια ανάκαμψης, με μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής θα κλείσουν το χάσμα.
Είναι μήπως πιθανόν η διάγνωση να είναι σωστή, αλλά η θεραπεία εσφαλμένη; Αυτό θα εξηγούσε γιατί έχουμε παρουσιάσει ελάχιστη πρόοδο στην αποκατάσταση των ρυθμών ανάπτυξης σε προ κρίσης επίπεδα. Θα σήμαινε επίσης ότι οφείλουμε να επενεξετάσουμε τη θεραπεία.
Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη καταδεικνύουν ότι η ζήτηση υστερεί της δυνητικής προσφοράς. Αν και η ανεργία είναι αισθητά υψηλότερη σε τομείς, που ανθούσαν πριν από την κρίση, όπως ο κατασκευαστικός στις ΗΠΑ, εκτείνεται σε ευρύτατο πεδίο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι απαιτείται υψηλότερη ζήτηση για την αποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης.
Οι αρμόδιοι αρχικά κατέφυγαν στις κρατικές δαπάνες και τα χαμηλά επιτόκια για να τονώσουν τη ζήτηση. Καθώς τα κρατικά χρέη παραφούσκωσαν και τα επιτόκια έφτασαν στον πάτο, οι κεντρικές τράπεζες εστιάζουν την προσοχή τους σε ολοένα και πιο καινοτόμες πολιτικές για την τόνωση της ζήτησης. Παρ” όλα αυτά, οι ρυθμοί ανάπτυξης συνεχίζουν να είναι επώδυνα βραδείς. Γιατί;
Waterloo
Μήπως το πρόβλημα είναι η υπόθεση πως όλη η ζήτηση δημιουργείται ισομερώς; Γνωρίζουμε ότι η προ κρίσης ζήτηση ενισχύθηκε από την έκρηξη του δανεισμού. Οταν η πρόσβαση σε δάνεια διευκολύνεται, δεν είναι οι εύποροι που αυξάνουν την κατανάλωση, αλλά οι φτωχότερες και νεώτερες οικογένειες, των οποίων οι ανάγκες και τα όνειρα υπερβαίνουν τα εισοδήματα. Οι ανάγκες τους μπορεί να είναι διαφορετικές από εκείνες των πλουσίων.
Επιπλέον, τα αγαθά που είναι πιο εύκολο να αγοράσει κανείς είναι και αυτά που μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως υποθήκη -σπίτια, αυτοκίνητα και όχι αναλώσιμα. Και οι αυξανόμενες τιμές στέγης σε ορισμένες περιοχές διευκολύνουν το δανεισμό, αλλά και τις δαπάνες για άλλα είδη, που καλύπτουν καθημερινές ανάγκες, όπως οι πάνες και οι παιδικές τροφές.
Η στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση πηγάζει από συγκεκριμένα νοικοκυριά σε συγκεκριμένες περιοχές και για συγκεκριμένα αγαθά. Αν και πυροδοτεί μια ευρύτερη ζήτηση -ο ηλικιωμένος υδραυλικός, που εργάζεται περισσότερες ώρες σε περιόδους άνθισης, δαπανά περισσότερα για τη συλλογή γραμματοσήμων- δεν είναι παράλογο να πιστέψουμε ότι μεγάλο μέρος της στηριζόμενης στο χρέος ζήτησης είναι εστιασμένη σε συγκεκριμένους τομείς. Οταν λοιπόν οι πιστώσεις στερεύσουν, τα δανειζόμενα νοικοκυριά δεν μπορούν πλέον να δαπανήσουν και η ζήτηση για συγκεκριμένα αγαθά αλλάζει δυσανάλογα, ιδιαίτερα σε τομείς που προηγουμένως ανθούσαν.
Βεβαίως, οι συνέπειες εκτείνονται σε ολόκληρη την οικονομία, καθώς η ζήτηση για αυτοκίνητα υποχωρεί, η ζήτηση για χάλυβα επίσης υποχωρεί και οι εργαζόμενοι των χαλυβουργιών απολύονται. Η ανεργία, όμως, είναι υψηλότερη στον κατασκευαστικό κλάδο και στην αυτοκινητοβιομηχανία ή σε περιοχές, όπου οι τιμές των κατοικιών είχαν καταγράψει ραγδαία πτώση.
Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί ένα γενικό σχέδιο τόνωσης της ζήτησης, όπως η μείωση του φόρου μισθωτών υπηρεσιών, μπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσματικός για την επαναφορά της οικονομίας σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Τα γενικά σχέδια απευθύνονται σε όλους, όχι μόνο στους πρώην δανειολήπτες. Και οι καταναλωτικές συνήθειες του καθενός διαφέρουν. Οι μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές και τα πιο εύπορα νοικοκυριά αγοράζουν κοσμήματα από τα Tiffany, αντί για αυτοκίνητο από την General Motors Και ακόμη και οι πρώην δανειολήπτες δεν είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από τα σχέδια ανάκαμψης για να πληρώσουν για νέα στέγη. Τα όνειρά τους έχουν κλονιστεί.
602715_331067910332888_737138763_nΠράγματι, επειδή οι τάσεις της ζήτησης μεταβάλλονται βάσει των αλλαγών ως προς την πρόσβαση σε δανεισμό, ο ρυθμός με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μία οικονομία, χωρίς πληθωρισμό, μπορεί επίσης να μειωθεί. Με υπερβολικά πολλούς εργαζομένους στον κατασκευαστικό κλάδο και πολύ λίγους σε εκείνον των κοσμημάτων, η υψηλότερη ζήτηση έχει μάλλον ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των κοσμημάτων αντί την αύξηση της παραγωγής.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, το σπάσιμο της φούσκας ύστερα από χρόνια στηριζόμενης στο χρέος ανάπτυξης, αφήνει πίσω μια οικονομία, η οποία προσφέρει υπερβολικά πολλά από το λάθος είδος. Σε αντίθεση με μια φυσιολογική κυκλική ύφεση, στην οποία η ζήτηση υποχωρεί σε όλους τους κλάδους και η ανάκαμψη απλώς προϋποθέτει την επαναπρόσληψη εργαζομένων στην παλιά τους εργασία, η οικονομική ανάκαμψη, η οποία έρχεται ύστερα από μία φούσκα δανεισμού, απαιτεί συνήθως την κινητικότητα των εργαζομένων προς νέους τομείς και θέσεις.
Υπάρχει μια λεπτή, αλλά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην άποψή μου για τη στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση και τη νεο-κεϋνσιανή εξήγηση ότι η απομόχλευση (η αποταμίευση από τους δανειολήπτες) ή η πίεση του χρέους (η αδυναμία των χρεωμένων νοικοκυριών να δαπανήσουν) ευθύνεται για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην μετά κρίσης εποχή. Και οι δύο απόψεις δέχονται ότι η κεντρική πηγή της αδύναμης ζήτησης είναι η εξαφάνιση της ζήτησης από τους πρώην δανειολήπτες. Διαφέρουν, όμως, στις προτεινόμενες λύσεις.
Ο νεο-κεϋνσιανός οικονομολόγος θέλει να τονώσει τη ζήτηση γενικά. Αλλά εάν πιστέψουμε ότι η στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση είναι διαφορετική, ένα γενικό σχέδιο ανάκαμψης θα λειτουργήσει στην καλύτερη περίπτωση σαν παυσίπονο. Η διαγραφή των χρεών των πρώην δανειοληπτών ενδεχομένως να είναι ελαφρώς πιο αποτελεσματική στην παραγωγή του παλαιού προτύπου ζήτησης, αλλά πιθανότατα δεν θα την αποκαταστήσει στα προ κρίσης επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, θέλουμε πραγματικά οι πρώην δανειολήπτες να οδηγηθούν εκ νέου μέσω δανεισμού σε προβλήματα;
Η μόνη βιώσιμη λύση είναι να επιτρέψουμε στην προσφορά να προσαρμοστεί σε πιο φυσιολογικές και βιώσιμες πηγές ζήτησης -να διευκολύνει τους εργαζομένους των κατασκευών και της αυτοκινητοβιομηχανίας να επανακαταρτιστούν για εργασία σε ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους. Το χειρότερο που μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις είναι να σταθούν εμπόδιο, στηρίζοντας μη βιώσιμες επιχειρήσεις ή διατηρώντας τη ζήτηση σε μη βιώσιμους κλάδους μέσω του εύκολου δανεισμού.
Οι προσαρμογές στο μέτωπο της προσφοράς θέλουν χρόνο και ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης, οι οικονομίες έχουν καταγράψει πρόοδο. Αλλά το να συνεχίζουμε την εσφαλμένη διάγνωση θα έχει μόνιμες επιπτώσεις. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα χρειαστούν δεκαετίες για να απαλλαγούν από τα χρέη του βάρους, ενώ οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ξεφουσκώσουν τους ισολογισμούς τους και να υπαναχωρήσουν από τις δεσμεύσεις για στήριξης, από τις οποίες οι αγορές τείνουν να εξαρτώνται.
Δυστυχώς η νέα ιαπωνική κυβέρνηση προσπαθεί ακόμη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, που άφησε πίσω του το σπάσιμο της φούσκας στην αγορά στέγης πριν από δύο δεκαετίες. Κανείς μπορεί μόνο να ελπίζει ότι δεν θα καταφύγει στο είδος των δαπανών, που έχουν ήδη αποδειχθεί τόσο αναποτελεσματικές και οι οποίες έχουν αφήσει την Ιαπωνία να παλεύει με το υψηλότερο χρέος (περίπου 230% του ΑΕΠ) μεταξύ των χωρών του OOΣΑ. Η ιστορία, όμως, αφήνει λίγα περιθώρια αισιοδοξίας.
___
   RAGHURAM RAJAN, καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Booth School of Business στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και επικεφαλής της ομάδας συμβούλων του υπουργείου Οικονομικών της Ινδίας.
  Copyright: Project Syndicate, 2013.  www.project-syndicate.org   
  Εφημερίδα Ναυτεμπορική 1/2/2012