Η διπλωματία του Πάπα
Πώς κάνει εξωτερική πολιτική το Βατικανό
Καθώς ο Πάπας Βενέδικτος XVI αποσύρεται, οι
παρατηρητές έχουν επικρίνει την θητεία του ως ελλιπή από πλευράς
διπλωματικής εστίασης. Στην πραγματικότητα, χάρη στις προσπάθειες του,
το Βατικανό ήταν σε θέση να αναπτύξει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με
αρκετές νέες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, και να βελτιώσει
τους δεσμούς του με πολλές άλλες, όπως με την Σαουδική Αραβία.
Ο EDWARD PENTIN είναι ανταποκριτής στην Ρώμη για την εφημερίδα National Catholic Register.
Καθώς ο Πάπας Βενέδικτος XVI παραιτείται από τον παπικό θρόνο,
αποσυρόμενος σε μια ζωή προσευχής και μελέτης, αφήνει πίσω του ένα
αξιοθαύμαστο, αν και κάπως πολυτάραχο, αποτύπωμα στις διεθνείς σχέσεις.
Η επιρροή του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής - όπως και όλων των Παπών -
υπήρξε σημαντική. Ως ένα πραγματικά παγκόσμιο σώμα με πάνω από ένα
δισεκατομμύριο μέλη, η παλαιότερη διπλωματική υπηρεσία στον κόσμο και
ένα τεράστιο δίκτυο οργανώσεων ανθρωπιστικής βοήθειας, η Καθολική
Εκκλησία είναι αναμφισβήτητα σε θέση να πλαισιώσει την εξωτερική
πολιτική με έναν τρόπο που κανένας άλλος θεσμός δεν μπορεί.
Αυτό ήταν ίσως πιο εμφανές κατά την διάρκεια της θητείας του Πάπα
Ιωάννη Παύλου Β’, όταν το Βατικανό τάχθηκε με τη Δύση στον αγώνα να
ανατρέψει τον σοβιετικό κομμουνισμό. Αλλά ο Πάπας και η Αγία Έδρα δεν
είναι θεσμοί χάραξης εξωτερικής πολιτικής - μπορούν μόνο να καθοδηγήσουν
τις παγκόσμιες δυνάμεις προς ένα συγκεκριμένο όραμα δικαιοσύνης και
ειρήνης.
Για να κατανοήσουμε την προσέγγιση του Βενέδικτου XVI στα θέματα
εξωτερικής πολιτικής, είναι σημαντικό να σημειωθεί το υπόβαθρό του ως
καθηγητής. Περισσότερο με τα βιβλία παρά με το διπλωματικό σώμα (πολλοί
από τους τελευταίους προκατόχους του ήταν εκπαιδευμένοι πολιτικοί),
προσπάθησε κατά κύριο λόγο να φέρει τα διδάγματα της Καθολικής Εκκλησίας
στην παγκόσμια σκηνή, αντί να σταθεί στις πρακτικές. Ήταν μια
προσέγγιση που με πολλούς τρόπους αποδείχθηκε ότι αποτελούσε ένα
πλεονέκτημα: Χωρίς περιορισμούς από τα πρωτόκολλα της διπλωματίας, θα
μπορούσε να διακηρύξει με περισσότερη ευθύτητα το χριστιανικό μήνυμα σε
ένα παγκόσμιο ακροατήριο - και οι μέθοδοί του απέδωσαν καρπούς, αν και
είχαν κάποιο κόστος.
Οι δηλώσεις του, οι οποίες συχνά πήγαιναν ακριβώς στον πυρήνα του
θέματος, πολλές φορές θεωρήθηκαν ως διπλωματικές γκάφες. Το πιο γνωστό
παράδειγμα συνέβη κατά το lectio magistralis το 2006 στο Πανεπιστήμιο
του Ρέγκενσμπουργκ. Στην ομιλία του, ο Βενέδικτος ΙΣΤ' ανέφερε έναν
μεσαιωνικό αυτοκράτορα ο οποίος άφησε να εννοηθεί ότι ο Μωάμεθ είχε
διαδώσει το Ισλάμ μόνο με την βία. Παρά το γεγονός ότι η διάλεξη
πρωτίστως επεδίωκε να δείξει ότι ο σύγχρονος μαχητικός Δυτικός
φιλελευθερισμός και η σύγχρονη μαχητική μερίδα του Ισλάμ μοιράζονται την
ίδια εσφαλμένη προσέγγιση στην αλήθεια, η αναφορά του ξεκίνησε μια
θύελλα, δοκιμάζοντας τις σχέσεις της Αγίας Έδρας με τα έθνη ισλαμικής
πλειοψηφίας και ανάγκασε τον Πάπα να απολογηθεί για την αντίδραση που
προκάλεσε.
Και όμως τα σχόλια του άγγιξαν μια χορδή σε πολλούς που άρχισαν να
σκέφτονται το πρόβλημα της βίας από ορισμένες ισλαμικές ομάδες, ακόμη
και αν ήταν απρόθυμοι να διατυπώσουν το θέμα δημοσίως. Τα σχόλιά του
ξεκίνησαν τον προβληματισμό σχετικά με το τι σημαίνει να αγαπάς τον Θεό
και την αγάπη προς τον πλησίον και έκαναν επείγουσα την ανάγκη για έναν
συνεχή διάλογο Καθολικών - Μουσουλμάνων: Δεν επρόκειτο πλέον για απλώς
ευγενικές κουβέντες, αλλά περισσότερο για μια πραγματική επαφή.
Συγκεκριμένα, οδήγησε το βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Αμπντάλα να κάνει
μια ιστορική επίσκεψη στο Βατικανό το 2007 και να φτιάξει πέρσι το δικό
του ίδρυμα, με στόχο την βελτίωση της διαθρησκευτικής κατανόησης.
Την ίδια στιγμή, ο Βενέδικτος εργαζόταν σκληρά για να βοηθήσει στην
προώθηση της ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Αν και
υποστήριξε το πρόσφατο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την
αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης, ταυτόχρονα μπόρεσε να βελτιώσει
τις σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και του Ισραήλ με υπομονετικές και
επίμονες διμερείς συζητήσεις για την διευθέτηση της «Θεμελιώδους
Συμφωνίας» - μιας ατελούς συμφωνίας του 1993, που αποτέλεσε τη βάση των
διπλωματικών σχέσεων της Αγίας Έδρας με το Ισραήλ - και με την επίσκεψη
στους Αγίους Τόπους το 2009. Ο Ισραηλινός πρόεδρος, Σιμόν Πέρες,
περιέγραψε πρόσφατα τις σχέσεις Βατικανού - Ισραήλ ως «τις καλύτερες που
είχαν ποτέ». Οι Ισραηλινοί και οι Εβραίοι ηγέτες θα παρατηρούσαν συχνά
ότι ήταν πιο εύκολο να συνεργαστούν με τον Βενέδικτο, γιατί «μαζί του
ήξερες πού στεκόσουν».
Κατά την διάρκεια της θητείας του Βενέδικτου, η Αγία Έδρα, επίσης,
καθιέρωσε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Ρωσία, την Μποτσουάνα, τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Μαλαισία, το Μαυροβούνιο και πιο πρόσφατα
με το Νότιο Σουδάν - ανεβάζοντας το σύνολο των χωρών που έχουν επίσημες
σχέσεις με το Βατικανό στις 180.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πάπας ήταν σε θέση να επιτύχει όλους τους
βασικούς στόχους του - δηλαδή, να καθιερώσει επίσημες διπλωματικές
σχέσεις μεταξύ του Βατικανού και της Σαουδικής Αραβίας, της Κίνας και
του Βιετνάμ.
Εκτός από την επίσκεψη του Αμπντουλάχ, σημειώθηκε μικρή πρόοδος όσον
αφορά την επίτευξη θρησκευτικής ελευθερίας στην Σαουδική Αραβία. Οι
εκκλησίες εξακολουθούν να απαγορεύονται εκεί και οι ιερείς πρέπει να
λειτουργούν αυστηρά μυστικά. Ακόμα κι έτσι, ο βασιλιάς αποδυνάμωσε κάπως
την επίφοβη θρησκευτική αστυνομία της χώρας.
Στην Κίνα, ο Πάπας προσπάθησε σκληρά να βελτιώσει τις ζωές των
Καθολικών. (Οι Κινέζοι Καθολικοί πιστοί στην Ρώμη αναγκάζονται να
προσεύχονται σε υπόγεια και μόνο η κρατική εκκλησία, η Πατριωτική Ένωση,
αναγνωρίζεται επίσημα). Ο Πάπας, ο οποίος έκανε σαφή την επιθυμία του
να επισκεφτεί την κομμουνιστική χώρα, έκανε το ασυνήθιστο βήμα να γράψει
ένα γράμμα στους Κινέζους Καθολικούς το 2007 στο οποίο έκανε έκκληση
για ενότητα της Εκκλησίας και πρότεινε τρόπους για την επίτευξή της.
Παρά το γεγονός ότι η δήλωση αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους
πιστούς της χώρας, προκάλεσε αμηχανία στις κινεζικές αρχές. Σχεδόν έξι
χρόνια μετά, οι διπλωματικές σχέσεις είναι λίγο πιο κοντά στο να
αποκατασταθούν. Οι Κινέζοι Καθολικοί πιστοί στη Ρώμη εξακολουθούν να
φυλακίζονται και να διώκονται και η Πατριωτική Εκκλησία συνεχίζει να
χειροτονεί «επισκόπους» χωρίς την άδειά της Ρώμης.