Εξωτερικές προκλήσεις της Κίνας
12/04/2013
To νέο βιβλίο του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποιότητα.
Δεδομένων των μεγάλων εσωτερικών προκλήσεών της αλλά και της
εξάρτησης της αναπτυξιακής δυναμικής της από τις εξαγωγές, η Κίνα από
την εποχή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ υιοθέτησε το δόγμα της εξωτερικής
πολιτικής χαμηλών τόνων («κρύβε το λαμπερό, καλλιέργησε αφάνεια»). Πιο
πρόσφατα αναπτύχθηκε η θεωρία της «ειρηνικής ανόδου της Κίνας». Δύο
λόγοι εξηγούν τη στάση αυτή. Πρώτον, η Κίνα ως ο μεγαλύτερος ίσως
πρόσφατος ωφελημένος από το ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα, που
έστησαν μεταπολεμικά και συνεχίζουν να διαχειρίζονται οι ΗΠΑ, δεν θέλει
λόγω διεθνών τριβών να προκαλέσει δυτικά μέτρα προστατευτισμού εναντίον
της. Δεύτερον, δεν θέλει η άνοδός της σε υλικούς συντελεστές ισχύος να
προκαλέσει συσπείρωση εναντίον της από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.[1]
Ενάντια σε αυτήν τη στάση όμως λειτουργεί ο συναισθηματικά φορτισμένος
κινεζικός εθνικισμός, που θυμίζει τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς στις
αρχές του 20ου αιώνα. Καθώς το ΚΚΚ δεν νομιμοποιείται πλέον με βάση τον
μαρξισμό-λενινισμό και τον μαοϊσμό (έστω και αν στα πανεπιστήμια όλοι οι
φοιτητές ανεξαρτήτως επιστημονικού κλάδου παίρνουν υποχρεωτικά μαθήματα
περί της ιδεολογίας του Μαρξ, του Λένιν, του Μάο και του Ντενγκ),
στηρίζεται στον εθνικισμό, που αποτελεί έναν από τους δύο πυλώνες
νομιμοποίησης του μονοπωλίου της εξουσίας του – ο άλλος πυλώνας είναι η
οικονομική ανάπτυξη. Καθώς το ΚΚΚ υποστηρίζει, ότι ο «αιώνας των
ταπεινώσεων» έληξε με τη σύσταση της ΛΔΚ, αυτοπαρουσιάζεται ως ο
θεματοφύλακας των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής υπερηφάνειας της
Κίνας.
Επομένως η ΛΔΚ αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο επιταγών. Από τη μια μεριά
θέλει να αποφύγει σοβαρές τριβές με τη Δύση, για να συνεχίσει να
αναπτύσσεται εκμεταλλευόμενη την πρόσβασή της στα δυτικά διεθνή
οικονομικά δίκτυα. Από την άλλη μεριά χρειάζεται να ικανοποιεί τον
συναισθηματικά φορτισμένο κινεζικό εθνικισμό, δείχνοντας ότι
υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα και το γόητρο της Κίνας. Η δεύτερη
επιταγή έχει δημιουργήσει δυνητικές συγκρούσεις της Κίνας με άλλες
δυνάμεις σε τρία θέματα: την Ταϊβάν, τη θάλασσας της Νότιας Κίνας και τη
θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Η ΛΔΚ θεωρεί την Ταϊβάν, που κατέκτησε η δυναστεία Τσινγκ στα τέλη
του 17ου αιώνα, ως εθνικό έδαφός της. Την ίδια στάση υιοθέτησε το
καθεστώς Γκουόμιντανγκ του Τσιανγκ Καϊσέκ, που επικράτησε στην Ταϊβάν το
1949. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν ωστόσο είναι μικτός, καθώς 12% αποτελείται
από Κινέζους που μετανάστευσαν το 1949 υποχωρώντας από την ηπειρωτική
Κίνα με το Γκουόμιντανγκ, ενώ οι υπόλοιποι απαρτίζονται από παλαιότερα
κινεζικά μεταναστευτικά ρεύματα. Μετά τον θάνατο του Τσιανγκ Καϊσέκ το
1975 τον διαδέχθηκε ως δικτάτορας ο γιός του Τσιανγκ Τσινγκουό, που μαζί
με τους διαδόχους του σταδιακά μετέτρεψαν το αυταρχικό καθεστώς σε
δημοκρατία κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Στις εκλογές του 2000
έχασε την εξουσία το Γκουόμιντανγκ και αντικαταστάθηκε από το
Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, που το 2007 υιοθέτησε κομματικό ψήφισμα
υπέρ της υιοθέτησης από την Ταϊβάν δικής της εθνικής ταυτότητας
ξεχωριστής από την κινεζική. Παραδόξως στο θέμα αυτό το ΚΚΚ και το
Γκουόμιντανγκ είναι σύμμαχοι ενάντια σε κάθε τάση ανεξαρτησίας της
Ταϊβάν.[2]
Για την ΛΔΚ η όποια ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν είτε με
δημοψήφισμα είτε με τροποποίηση του συντάγματος είναι casus belli. Το
ψήφισμα του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος στην Ταϊβάν το φθινόπωρο
του 2007 προκάλεσε μεγάλη έξαρση του εθνικισμού και του
αντιαμερικανισμού στη ΛΔΚ.[3] Η στάση των ΗΠΑ είναι, ότι η Ταϊβάν
αποτελεί κινεζικό εθνικό έδαφος. ¨Έχουν όμως επίσης διακηρύξει, ότι θα
εναντιωθούν σε ενδεχόμενη προσπάθεια βίαιης επανένωσής της με την
ηπειρωτική Κίνα. Η μεγάλη ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων της ΛΔΚ κατά την
τελευταία δεκαετία, που έδωσε έμφαση στην αεροπορία, το ναυτικό και
διάφορα πυραυλικά συστήματα, έχει ως πρωτεύοντα σκοπό να καταστήσει
απαγορευτικά υψηλό για τις ΗΠΑ το κόστος τυχόν στρατιωτικής εμπλοκής
τους ενάντια σε προσπάθεια της ΛΔΚ να κυριαρχήσει στην Ταϊβάν με
στρατιωτικά μέσα.[4]
Το ζήτημα της θάλασσας της Νότιας Κίνας επίσης φέρνει τη ΛΔΚ
αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ, αν και είναι λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε
κάποιου είδους στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ τους. Το 1947 το καθεστώς
Γκουόμιντανγκ υιοθέτησε τη «γραμμή με τις έντεκα παύλες», που έβαζε
σχεδόν ολόκληρη τη θάλασσα της Νότιας Κίνας μαζί με πολλές βραχονησίδες
στην κινεζική επικράτεια, ακόμα και περιοχές που είναι πιο κοντά σε όλα
τα άλλα κράτη της θάλασσας αυτής παρά στην Κίνα. Το 1953 η ΛΔΚ υιοθέτησε
τη «γραμμή με τις 9 παύλες», που ήταν σχεδόν ίδια με την προηγούμενη.
Κανένα άλλο κράτος δεν έχει συμφωνήσει με τις θέσεις αυτές, που είναι
ασύμβατες με το διεθνές δίκαιο (θα ήταν σαν η Ελλάδα να διεκδικεί όλη
την Ανατολική Μεσόγεια μέχρι πολύ κοντά στις ακτές της Λιβύης, της
Αιγύπτου, της Γάζας, του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας και της
Τουρκίας). Ο κινεζικός εθνικισμός όμως έχει εγκλωβισθεί στη θέση αυτή,
φέρνοντας τη ΛΔΚ αντιμέτωπη με όλα τα άλλα κράτη στη θάλασσα αυτή.
Επιπλέον η ΛΔΚ προσπαθεί να προωθήσει μια ερμηνεία της ΑΟΖ της, που
είναι 200 μίλια, σαν να πρόκειται για χωρικά ύδατα. Καθώς οι ΗΠΑ δεν το
δέχονται αυτό και συχνά στέλνουν ναυτικές δυνάμεις εντός της ΑΟΖ της ΛΔΚ
αλλά εκτός των 12 μιλίων, που είναι το διεθνώς καθιερωμένο όριο των
χωρικών υδάτων, προκύπτουν κάθε τόσο διμερείς αεροναυτικές
αντιπαραθέσεις.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990 το ζήτημα της θάλασσας της Νότιας Κίνας
προκαλούσε εντάσεις στις σχέσεις της ΛΔΚ με τις ΗΠΑ. Ένας ανώτερος
αξιωματικός του ΛΑΣ δήλωνε σε ομάδα αμερικανών αναλυτών: «Ο ΛΑΣ είναι
αποφασισμένος να αναπτύξει επαρκή στρατιωτική ικανότητα για να
εξασφαλίσει δύο πράγματα: πρώτον, να λύσει το πρόβλημα της Ταϊβάν, με
στρατιωτική ισχύ αν είναι απαραίτητο, και δεύτερον, να σπρώξει την
αμερικανική παρουσία έξω από τη Νοτιοανατολική Ασία. Εσείς οι Αμερικανοί
έχετε πεδία για να κάνετε παιχνίδι σε όλον τον κόσμο, αυτό όμως το
πεδίο είναι δικό μας. Μας ανήκει, δεν έχετε λόγω να βρίσκεστε εκεί.»
Η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη
θάλασσα της Νότιας Κίνας έχει οξύνει τις αντιπαραθέσεις. Στη σύνοδο της
ΑΣΕΑΝ (περιφερειακή ένωση της νοτιοανατολικής Ασίας) τον Ιούλιο 2010 η
αμερικανίδα υπουργός εξωτερικών Hillary Clinton υιοθέτησε τη στάση, ότι
α) οι διαφορές στη θάλασσα της Νότιας Κίνας πρέπει να λυθούν ειρηνικά σε
πολυμερές πλαίσιο και β) η διέλευση της ναυτιλίας στη θάλασσα πρέπει να
παραμείνει ελεύθερη. Όταν τα περισσότερα κράτη της ΑΣΕΑΝ συμφώνησαν με
τις μάλλον κοινότυπες αυτές θέσεις, ο υπουργός εξωτερικών της ΛΔΚ
ξέσπασε κατηγορώντας τα ότι συσπειρώνονται ενάντια στην Κίνα, που είναι
μεγάλη ενώ αυτά είναι μικρά κράτη. Η Κίνα επιδιώκει να λύσει τις
διαφορές της με τα άλλα κράτη σε διμερή πλαίσια και όχι πολυμερώς.[5]
Στη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας η ΛΔΚ βρίσκεται αντιμέτωπη με την
Ιαπωνία για τις βραχονησίδες Ντιαογιού/Σενκάκου στα κινεζικά και στα
ιαπωνικά αντίστοιχα, που ελέγχει η Ιαπωνία, καθώς και με τη Νότια Κορέα
και την Ιαπωνία για την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους. Δεδομένων των εθνικών
ταπεινώσεων και καταστροφών που υπέστη η Κίνα από την Ιαπωνία κατά την
περίοδο 1894-1945, ο κινεζικός εθνικισμός είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο
θέμα των βραχονησίδων, τον έλεγχο των οποίων απέκτησε η Ιαπωνία κατά
τον σινο-ιαπωνικό πόλεμο του 1894-1895. Από το 2008 λαμβάνουν χώρα
μερικά επεισόδια κάθε χρόνο, όπου συχνά ιαπωνικά σκάφη της ακτοφυλακής
απομακρύνουν αλιευτικά της ΛΔΚ ή της Ταϊβάν (στα ζητήματα των θαλασσών
της Νότιας και της Ανατολικής Κίνας οι θέσεις της ΛΔΚ και της Ταϊβάν
συμπίπτουν). Τον Σεπτέμβριο 2012, όταν το ιαπωνικό κράτος εθνικοποίησε
τις τελευταίες βραχονησίδες ιαπωνικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, στη ΛΔΚ
ξέσπασαν μεγάλες διαδηλώσεις σε τουλάχιστον 80 κινεζικές πόλεις και στις
κινεζικές συνοικίες μερικών αμερικανικών πόλεων. Ιαπωνικά προξενεία και
εταιρείες στη ΛΔΚ υπέστησαν ζημιές.[6] Στο Πεκίνο διαδηλωτές εμπόδισαν
το αυτοκίνητο του πρέσβη των ΗΠΑ να μπει στην ιαπωνική πρεσβεία και του
έριξαν μπουκάλια νερού.[7 ]Το ΚΚΚ φαίνεται αρχικά να ενθάρρυνε τις
διαδηλώσεις για την εκτόνωση του πληθυσμού, στη συνέχεια ωστόσο πέρασε
γραμμή μέσω των μελών του να τις σταματήσουν και επενέβη με τα σώματα
ασφαλείας για τον τερματισμό τους.[8]
Διαφορετικού τύπου τριβές με τη Δύση προκαλεί η ενεργειακή πολιτική
της ΛΔΚ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η Κίνα μετατράπηκε από
εξαγωγέα σε ολοένα και πιο μεγάλο εισαγωγέα ενέργειας. Για να καλύψει
τις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες της, η ΛΔΚ κάνει συμφωνίες με αρκετά
κράτη-παραγωγούς ενέργειας, που βρίσκονται στο στόχαστρο της Δύσης όπως
π.χ. το Ιράν, το Σουδάν, το Ουζμπεκιστάν και η Βενεζουέλα. Καθώς η ΛΔΚ
δεν δέχεται ότι εξωτερικοί παράγοντες έχουν το δικαίωμα να της ασκούν
κριτική για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της,
παραβλέπει η ίδια ακόμα και μαζικές παραβιάσεις σε κράτη όπως το Σουδάν
(σφαγές στη Νταρφούρ). Οι κινεζικές αυτές πρακτικές μοιάζουν να απειλούν
την κυρίαρχη φιλελεύθερη διεθνή τάξη.[9]
Από τη σκοπιά της ενεργειακής ασφάλειας η ΛΔΚ έχει λόγους να ανησυχεί
για την κυριαρχία του ναυτικού των ΗΠΑ στα στενά Μάλαγκα (μεταξύ
Μαλαισίας και Ινδονησίας), από όπου περνάει μεγάλο μέρος των κινεζικών
εισαγωγών πετρελαίου. Καθώς σε περίπτωση πολέμου είτε για την Ταϊβάν
είτε για τις θάλασσες της Νότιας ή της Ανατολικής Κίνας οι ΗΠΑ θα
μπορούσαν να μπλοκάρουν τις θαλάσσιες εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας, το
Πεκίνο επιδιώκει να αναπτύξει εναλλακτικές χερσαίες διόδους, έστω και
αν αυτές είναι υψηλότερου κόστους. Ως εκ τούτου έχει επενδύσει σε καλές
σχέσεις με το Ιράν και τα κράτη της Κεντρικής Ασίας επιδιώκοντας να
καλύψει μέρος των ενεργειακών αναγκών της μέσω αγωγών από τις χώρες
αυτές.[10]
Δεδομένων των τριβών της ΛΔΚ με τα κράτη της ανατολικής και της
νότιας περιφέρειάς της, καθώς και με τη Δύση, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η
επιτυχία της στην προώθηση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης
(ΟΣΣ), ιδρύθηκε το 2001 αποτελώντας τη συνέχεια της «πρωτοβουλίας της
Σαγκάης» του 1996), που συμπεριλαμβάνει, εκτός από την Κίνα, τη Ρωσία
και τα περισσότερα κράτη της Κεντρικής Ασίας ως μέλη, με την Ινδία, το
Πακιστάν, το Ιράν, το Αφγανιστάν και τη Μογγολία να συμμετέχουν ως
παρατηρητές. Ο ΟΣΣ έχει προωθήσει τη στρατιωτική συνεργασία των μελών
του ιδιαίτερα σε θέματα αντιμετώπισης μη κρατικών απειλών (πχ.
τρομοκρατία και αποσχιστικά κινήματα) δρομολογώντας παράλληλα και
βαθύτερες οικονομικές σχέσεις μεταξύ των μελών του. Η μετεξέλιξή του σε
συμμαχία τύπου ΝΑΤΟ ωστόσο φαίνεται δύσκολη όσο συμμετέχουν τόσο η Κίνα
όσο και η Ρωσία, καθώς οι μακροπρόθεσμες σχέσεις μεταξύ τους ενδέχεται
στο μέλλον να χαρακτηρισθούν από την αναβίωση των παλιών γεωπολιτικών
ανταγωνισμών τους, με την Κίνα όμως να βρίσκεται πλέον στη θέση της
γεωπολιτικά επεκτεινόμενης δύναμης.[11]
Προβλήματα στην Κεντρική Ασία έχει η ΛΔΚ κυρίως εντός των συνόρων της
στις περιοχές Σιντζιάνγκ και Θιβέτ, που μαζί έχουν το 30% του εδάφους
της Κίνας και που κατακτήθηκαν από τη δυναστεία Τσινγκ κατά τον 18ο
αιώνα, την ίδια εποχή που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποκτούσαν τις
αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Τόσο μεταξύ των μουσουλμάνων Ουιγούρων
της Σιντζιάνγκ όσο και μεταξύ των Θιβετιανών υπάρχουν αποσχιστικές
τάσεις. Καθώς η Κίνα θεωρεί τις πολύ μεγάλες αλλά αραιοκατοικημένες
αυτές περιοχές ως εθνικό έδαφός της, έχει προσφύγει στην παραδοσιακή
αυτοκρατορική πρακτική της ενθάρρυνσης κινέζων Χαν να μεταναστεύουν
εκεί, ώστε σταδιακά να κυριαρχήσουν δημογραφικά. Στη Σιντζιάνγκ το
ποσοστό του πληθυσμού που είναι Χαν έχει ανέβη από 5% το 1940 σε πάνω
από 40% τώρα. Στο Θιβέτ το ποσοστό τους παραμένει πολύ χαμηλότερο, ίσως
επειδή η «αυτόνομη περιφέρεια του Θιβέτ» στη ΛΔΚ έχει μέσο υψόμετρο
4.500 μέτρων. Η δημογραφική αλλαγή προκαλεί κάθε τόσο βίαιες
αναμετρήσεις μεταξύ των ντόπιων και των Χαν μεταναστών, που συνήθως
ξεκινούν με επιθέσεις των ντόπιων ενάντια στους Χαν. Επιπλέον πάνω από
60 Θιβετιανοί αυτοκτόνησαν με αυτοπυρπολισμό κατά τη διετία 2011-2012
διαμαρτυρόμενοι ενάντια στο κινεζικό καθεστώς. Η δημογραφική επέκταση
των Χαν πάντως καθιστά μάλλον απίθανη την απόσχιση των περιοχών
αυτών.[12]
Εφόσον η Κίνα υλοποιήσει τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που θα της
επιτρέψουν να διατηρήσει επί μακρόν μια καλή αναπτυξιακή δυναμική, θα
προκύψει σε βάθος λίγων ενδεχομένως δεκαετιών ζήτημα μειζόνων
ανακατατάξεων στην παγκόσμια πολιτική. Σύμφωνα με την προσέγγιση του
θεσμικού φιλελευθερισμού μια ενδεχόμενη αλλαγή από τη σημερινή πρωτιά
των ΗΠΑ σε μια πρωτιά της Κίνας στην παγκόσμια κατάταξη των υλικών
συντελεστών ισχύος είναι εφικτή σε πλαίσια ειρήνης και διεθνούς
συνεργασίας, εφόσον η Κίνα έχει κοινωνικοποιηθεί στους κανόνες και τις
αξίες της υφιστάμενης φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και εφόσον έχει
ενσωματωθεί στους διεθνείς θεσμούς και τα διεθνή οικονομικά δίκτυά της.
Υπάρχουν ωστόσο τρία ερωτηματικά όσον αφορά αυτήν την προοπτική.
Πρώτον, το ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα, το οικονομικό δηλαδή
σκέλος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, ενδέχεται να μην αντέξει την
άνοδο της κινεζικής οικονομίας. Ήδη πληθαίνουν οι φωνές στο Κογκρέσο
υπέρ αμερικανικών προστατευτικών μέτρων ενάντια στις φτηνές κινεζικές
εισαγωγές. Δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς έναν «εμπορικό πόλεμο» στο
μέλλον, με τις μεγαλύτερες οικονομίες να γίνονται λιγότερο ανοικτές μέσω
μέτρων και αντιμέτρων τελωνειακού προστατευτισμού.
Δεύτερον, το ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα χρειάζεται έναν
διαχειριστή, που εξασφαλίζεται ευκολότερα, όταν υπάρχει μια ηγεμονική
οικονομία όπως η Μεγάλη Βρετανία κατά τον 19ο αιώνα και οι ΗΠΑ μετά το
1945. Στον μεσοπόλεμο, όταν η Μεγάλη Βρετανία είχε παρακμάσει, δεν
υπήρχε διαχειριστής με την ικανότητα ή τη βούληση να διαχειριστεί το
σύστημα, που κατάρρευσε κατά τη δεκαετία του 1930. Μέχρι στιγμής η Κίνα
δεν φαίνεται να εισέρχεται στη λογική της συνδιαχείρισης του ανοικτού
διεθνούς οικονομικού συστήματος. Αντίθετα επιδιώκει να το εκμεταλλευτεί
μεγιστοποιώντας τα στενά εθνικά οφέλη της, όπως έκαναν οι ΗΠΑ στο
δεύτερο ήμισυ του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Καθώς οι ΗΠΑ
συνέχισαν να δρουν το 1930 με τη λογική του στενού ενικού συμφέροντος
περνώντας τον ολέθριο νόμο προστατευτισμού Smoot-Hawley, συνέβαλαν στην
κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου σε εκείνη τη δεκαετία. Η Κίνα με την
πολιτική του υποτιμημένου γιουάν, που της δίνει ένα κατά τη Δύση αθέμιτο
πλεονέκτημα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της, συμβάλει
ως εκ τούτου στη διατήρηση των μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων της, που
δημιουργούν δυνητικά επικίνδυνες διεθνείς χρηματοοικονομικές
ανισορροπίες. Δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο, ότι θα λειτουργήσει στο
μέλλον με βάση μια λογική διαχείρισης του ανοικτού διεθνούς οικονομικού
συστήματος αντί τις λογικής του στενού βραχυπρόθεσμου εθνικού
συμφέροντος.
Τρίτον, η Κίνα έχει παραδόσεις χιλιετιών του «μεσαίου βασιλείου», που
βρίσκεται στο κέντρο μιας διεθνούς κοινωνίας και θέτει τους κανόνες
της. Με βάση την ιστορική εμπειρία να περίμενε κανείς η Κίνα να
επιδιώξει να διαμορφώσει μια νέα διεθνή τάξη, που να αντικατοπτρίζει τις
δικές της αξίες και συμφέροντα, αντί απλά να λειτουργήσει ως συνεχιστής
της σημερινής φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, που αντικατοπτρίζει τις
αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Μια αλλαγή όμως από μία διεθνή τάξη σε
άλλη με διαφορετικά χαρακτηριστικά συμβαίνει ιστορικά μονάχα έπειτα από
διεθνείς αναμετρήσεις μεγάλης κλίμακας, στις οποίες επικεντρώνεται η
προσέγγιση της ρεαλιστικής σχολής.
Όπως διαπίστωνε ο Halford Mackinder το 1919, παγκόσμιοι πόλεμοι
λάμβαναν χώρα κάθε εκατό περίπου χρόνια και τα αίτιά τους ήταν η άνιση
ανάπτυξη. Η εκάστοτε ανερχόμενη δύναμη αμφισβητούσε την υφιστάμενη
διεθνή τάξη, που αντικατόπτριζε παλαιότερους συσχετισμούς ισχύος, και
συγκρουόταν ως αναθεωρητική δύναμη με τις δυνάμεις του status quo. Οι
συγκρούσεις αυτές, που συμπαρέσυραν όλες τις μεγάλες δυνάμεις και
καθόριζαν τη νέα κατάταξή τους και τη νέα διεθνή τάξη, ήταν ο
Τριακονταετής Πόλεμος στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, ο Πόλεμος της
Ισπανικής Διαδοχής στις αρχές του 18ου αιώνα, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι
στις αρχές του 19ου αιώνα και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι στο πρώτο μισό
του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό αν συνεχίσει η άνοδος της
Κίνας, θα προκύψει κάποτε μια γιγαντιαία αναμέτρησή της με τις ΗΠΑ, που
θα πολώσει το διεθνές σύστημα. Είναι απίθανο η αναμέτρηση αυτή να πάρει
τη μορφή ολοκληρωτικού πολέμου λόγω της πυρηνικής αποτροπής. Ενδέχεται
όμως να μοιάζει κάπως με την αναμέτρηση των δύο υπερδυνάμεων στον Ψυχρό
Πόλεμο.
Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψει κανείς, αν οι μελλοντικές εξελίξεις
θα είναι πιο κοντά στον θεσμικό φιλελευθερισμό ή στον ρεαλισμό. Αδύναμο
πάντως είναι το επιχείρημα, ότι η Κίνα έχει κυρίαρχες παραδόσεις
αμυντικής στρατιωτικής στρατηγικής και ειρηνικής διαχείρισης του
γεωπολιτικού περιβάλλοντός της. Είναι γεγονός, ότι η παραδοσιακή
κινεζική διπλωματία επιδίωκε να διαχειρίζεται την περιφέρειά της με
ειρηνικά μέσα. Είναι επίσης γεγονός όμως, ότι η μισή σημερινή Κίνα
κατακτήθηκε με επεκτατικούς πολέμους στα τέλη του 17ου και κατά τον 18ο
αιώνα.[13]
Εφόσον πάντως συνεχισθεί η αναπτυξιακή δυναμική της Κίνας επί μακρόν,
θα υπάρξει ένα βαρυσήμαντο ιστορικό τέλος εποχής. Παραδοσιακά η Κίνα
ήταν συνήθως το πλουσιότερο και το πιο αναπτυγμένο από τα τέσσερα μεγάλα
κέντρα πολιτισμού του Ανατολικού Ημισφαιρίου (Ευρώπη, Μέση Ανατολή,
Ινδία και Κίνα). Αυτό άλλαξε κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες, όταν
ξεπετάχθηκαν προς τα εμπρός οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και κυριάρχησαν
παγκοσμίως. Ακόμα και επί Ψυχρού Πολέμου το επίκεντρο της παγκόσμιας
πολιτικής ήταν η Ευρώπη, όπου κρίθηκε η αναμέτρηση των δύο υπερδυνάμεων,
που ήταν προϊόντα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ήδη το κέντρο βάρους της
παγκόσμιας πολιτικής μετατοπίζεται από την Ευρώπη και τον Ατλαντικό προς
τον Ειρηνικό. Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες καμία από τις τρεις
μεγαλύτερες οικονομίες δεν είναι ευρωπαϊκή (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία). Η
άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας έχει προκαλέσει κούρσα
εξοπλισμών στην περιφέρειά της, με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το
Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες και άλλες δυνάμεις να αυξάνουν τις αμυντικές
δαπάνες τους, ενώ οι ΗΠΑ μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις από την Ευρώπη
και τη Μέση Ανατολή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Στην Ευρώπη αντίθετα
μειώνονται οι αμυντικές δαπάνες. Εφόσον συνεχισθούν αυτές οι τάσεις κατά
τις επόμενες δεκαετίες, δεν αποκλείεται το κέντρο βάρους της παγκόσμιας
πολιτικής να βρεθεί σε περιοχές, που θεωρούν ότι η κοιτίδα του
πολιτισμού τους δεν είναι η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη αλλά η αρχαία Κίνα
και ότι τα θεμέλια της φιλοσοφικής παράδοσής τους έθεσαν όχι ο Σωκράτης,
ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης αλλά ο Κομφούκιος και ο Μένκιος.
Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Παντείου και Αν. Διευθυντής ΙΔΙΣ.