Μπορεί το χρόνιο οικονομικό μας πρόβλημα να είναι πρωτίστως πολιτικό επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πλαίσιο ενός πελατειακού συστήματος και ενός στρεβλού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης. Είναι, ωστόσο, λάθος να παραγνωρίζεται το κληρονομικό βάρος του νέου ελληνικού κράτους. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή δείχνει τη «γενετική αδυναμία» ενός κράτους το οποίο δεν έζησε ούτε μιαν ώρα ζωής ελεύθερης από δανειακές υποχρεώσεις προς τους ξένους.
Τα πρώτα δάνεια από ξένους ιδιώτες συνήφθησαν όσο η Ελλάδα ήταν στο βιολογικό στάδιο της σύλληψης, το 1824 και το 1825. Η επαναστατική κυβέρνηση υπέγραψε ομόλογα συνολικού ύψους 2,8 εκ. στερλινών, ονομαστικής αξίας έκαστον 100 στερλινών αλλά πραγματικής 59 στερλινών για το δάνειο του 1824 και 55,5 στερλινών για εκείνο της επόμενης χρονιάς. Και παρά ταύτα, όχι μόνον δεν εισέπραξε τα συμφωνηθέντα 1,572 εκατ. στερλίνες, αλλά μόνον το ένα τρίτο εξ αυτών, ήτοι 540.000 στερλίνες. Τα «ρέστα» παρακρατήθηκαν από τους Βρετανούς τραπεζίτες, τους Έλληνες και ξένους διαμεσολαβητές και κυρίως τους διαχειριστές του δανείου (Δερτιλής 2006, 117). Τα περιβόητα «δάνεια της ανεξαρτησίας» δεν μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν από μια επαναστατική κυβέρνηση που ούτε επαρκή έσοδα είχε, ούτε και μπορούσε να θέσει ως προτεραιότητα την εξόφληση των δανειακών της υποχρεώσεων έναντι της πολεμικής προσπάθειας, ακόμα και αν ήθελε. [1] Έτσι, δύο χρόνια αργότερα κήρυξε παύση πληρωμών. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι στη συμμετοχή των τριών προστάτιδων δυνάμεων στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, βάρυνε και η ανησυχία των δανειστών για την επιβίωση των οφειλετών.
Ευτυχώς, την ίδια χρονιά στην Τροιζήνα εξέλεξαν τον Καποδίστρια ο οποίος, εκτός από κράτος, προσπάθησε να φτιάξει και τα δημόσια οικονομικά αναζητώντας ήδη από το 1830 ένα νέο δάνειο. Αδυνατώντας να ανανεώσει την εξυπηρέτηση των δανείων της ανεξαρτησίας, αναζήτησε εγγυήσεις εκεί που μπορούσε, δηλ. στις τρεις προστάτιδες δυνάμεις. Δυστυχώς, πριν προλάβει να κλείσει την συμφωνία για νέο δάνειο, δολοφονήθηκε το 1831. Με την συνθήκη του Λονδίνου της 7/5/1832, πήραμε το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων, αλλά μαζί με αυτό αποκτήσαμε και τον νεαρό Όθωνα ο οποίος πριν καλά-καλά αποβιβαστεί στο Ναύπλιο συμφώνησε ότι προηγούνται οι αποπληρωμές των χρεολυσίων έναντι οποιασδήποτε άλλης κρατικής δαπάνης (Ανδρεάδης 1904, 82). Αυτά ήταν τα καλά νέα! Τα χειρότερα ήταν ότι από τα 60 εκ. φράγκα, στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Οι δανειστές μας όχι μόνον παρακράτησαν έναντι προηγούμενων οφειλών 2 εκατ., όχι μόνον πήραν προμήθεια άλλα τόσα, αλλά υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε 11 εκατ. στο Σουλτάνο για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας που είχαμε ήδη απελευθερώσει δια των όπλων! Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, στους όρους του δανείου προβλέπονταν μια σειρά «ανωφελών δαπανών» όπως τις χαρακτήρισε ο Ανδρέας Ανδρεάδης (1904, 86) που αφορούσαν στα έξοδα της Αντιβασιλείας και σε μισθούς στρατιωτικών, κυρίως Βαυαρών (5.142 εκ των 8.205 ανδρών του νεοσύστατου Ελληνικού Στρατού). Εν κατακλείδι, από τα 60 εκατ. στα ταμεία του κράτους, υπέρ των ελληνικών κρατικών δαπανών εκταμιεύτηκαν μόνον 2,7 εκατ. φράγκα (Κωστής 2006, 317).
Με τα ελάχιστα δημόσια έσοδα της από την φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής, η Ελλάδα εξυπηρέτησε το δάνειο αυτό κακήν κακώς μέχρι τον Μάιο του 1843, οπότε ο Όθων ανέστειλε οριστικά τις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων. Η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός αγορών για τριανταπέντε χρόνια μετά την πτώχευση του ’43. Μπορεί μεν οι ιδιώτες ομολογιούχοι να εξοφλήθηκαν στο άρτιο από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, αυτές όμως προσπάθησαν με κάθε μέσο πολιτικού πειθαναγκασμού να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή τους (Δερτιλής 2006, 128). Στις αέναες διαπραγματεύσεις που περιγράφει λεπτομερώς ο Ανδρεάδης (1904, 92 κ.ε.) η ελληνική πλευρά συζητούσε μόνο για το δάνειο του 1832 και οι δανειστές αποφάσισαν να πιέσουν δραστικά εκμεταλλευόμενοι το «λάθος» του Όθωνα να συνδράμει στρατιωτικά τους Ρώσους στην διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου 1854-56. Οι Αγγλο-γάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά για τρία χρόνια, δηλ. και μετά την λήξη του πολέμου, δικαιολογώντας την κατοχή του με βάση τους όρους του δανείου που προέβλεπε την κατά προτεραιότητα είσπραξη των τελωνειακών εσόδων έναντι των οφειλών (Δερτιλής 2006, 294).
Η επιτροπή εκείνης της τρόικας εγκαταστάθηκε εν Αθήναις επί τριετίαν ώστε «να μελετήση την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος και να ορίση το ποσόν όπερ το Ελληνικόν κράτος ηδύνατο να πληρώση». Οι εκπρόσωποι των τριών Δυνάμεων αποφανθήκαν ότι «η Ελλάς καλώς διοικούμενη θα ήτο εις θέσιν να τηρήση όλας τα υποχρεώσεις αυτής» (βλ. Ανδρεάδης 1904, 96-7). Έτσι, ο μοχλός των δανείων χρησιμοποιήθηκε και για την επιβολή της Δυναστείας του Γεωργίου του Α’ σε αντικατάσταση του όχι καλώς διοικούντα Βαυαρού ηγεμόνα. Ενόσω η Ελλάδα παρέμενε εκτός αγορών, οι Βρετανοί επέβαλαν τον εξάδελφο της Βικτωρίας προικίζοντάς τον εκτός από τα Επτάνησα και με μια βασιλική χορηγία 300.000 φράγκων, κουρεύοντας ισόποσα το ελληνικό χρέος.
Το τέταρτο εξωτερικό δάνειο συνάφθηκε το 1879, οπότε και η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της, παλαιούς και νέους, αφού ο καγκελάριος Βίσμαρκ απείλησε να μπλοκάρει την συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας αν δεν εξοφλούντο άμεσα οι Βαυαροί κληρονόμοι (Ανδρεάδης 1904, 111). Ο οδυνηρός συμβιβασμός περιέλαβε όχι μόνο τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832, αλλά και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας που αγόρασαν στην δευτερογενή αγορά μέχρι και 5 δρχ. ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100. Όπως αναφέρει ο Δερτιλής (2006, 324), κάποιοι Ολλανδοί ομολογιούχοι εξοφλήθηκαν το 1930, «105 χρόνια μετά την διασπάθιση των δανείων του 1824-1845».
Ωστόσο, το άνοιγμα των αγορών έφερε μέσα στα επόμενα 14 χρόνια τον επταπλασιασμό του δημοσίου χρέους. Η παρεμβατική πολιτική Τρικούπη με τα τεράστια δημόσια έργα (οδικό δίκτυο, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αποξηραντικά έργα, Ισθμός Κορίνθου) εκτίναξε τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό δανεισμό, παρά την ραγδαία φορολογική επιβάρυνση των κατοίκων των πόλεων με έμμεσους φόρους. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων του 1879, ακολούθησε νέο δάνειο 120 εκατ. φράγκων το 1881, και τρίτο 100 εκατ. φράγκων το 1884, και τέταρτο 135 εκατ. φράγκων το 1887 και ούτω καθ’εξής. (βλ. Κωστής 2006, 319). Συνολικά από το 1879 έως το 1893, η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα ενώ κατέβαλε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά περίπου 536! Μόνο το 6% των δανείων χρησιμοποιήθηκε για παραγωγικές επενδύσεις (Τσουλφίδης 2009, 193). Το πασίγνωστο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ειπώθηκε όταν πλέον τα τοκοχρεολύσια έφτασαν να απορροφούν το 50% των δημοσίων εσόδων. Αυτή την φορά, εντούτοις, οι δανειστές μας αντέδρασαν πιο δημιουργικά. Δεν είχαμε ούτε αλλαγή βασιλέα, ούτε κανονιοφόρους στον Πειραιά, παρά μόνον το εθνικό δράμα της ήττας του 1897. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος επέβαλλε το 1898 στην Ελλάδα νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία που οδήγησε σε πτώση των τιμών και εκσυγχρονισμό του νομισματικού συστήματος, αφήνοντας στην ελληνική κυβέρνηση την ευχέρεια να αλλάξει μόνη της το φορολογικό σύστημα (Ψαλιδόπουλος 2010, 118).
Το ότι η φορολογική μεταρρύθμιση παρέμεινε ζητούμενο αποτελεί ένα μόνιμο πρόβλημα, ασφαλώς συγγενές με αυτό του δημόσιου χρέους. Αλλά ούτε καν ο εκσυγχρονισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν επιτεύχθηκε άμεσα. Ιδιωτικές τράπεζες, όπως η Κωνσταντινουπόλεως του Συγγρού και του Σκουλούδη και η νεοσύστατη Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας του Συγγρού, συνέχιζαν να διαχειρίζονται κατ’ αποκλειστικότητα τις πληρωμές των τοκοχρεολυσίων της Ελλάδας προς τους δανειστές και να εισπράττουν προμήθεια επί των συναλλαγών (Δερτιλής 2006, 534). Για να υπάρξει κρατικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος χρειάστηκε να περιμένουμε άλλα τριάντα χρόνια.
Παρόντος του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η Ελλάδα έμεινε στις διεθνείς αγορές παρά την πτώχευση του 1893 και συνέχισε να δανείζεται μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους επιπλέον 376 εκατ. γαλλικά φράγκα. Η πολεμική προσπάθεια και οι εξοπλισμοί εκτίναξαν το δημόσιο χρέος. Κατά την περίοδο 1893-1912 οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους και οι στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 65% του κρατικού προϋπολογισμού (Κωστής 2006, 305). Τα δέκα χρόνια πολέμου που ακολούθησαν μέχρι το τραγικό 1922, οδήγησαν την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σε πλήρες αδιέξοδο. Η εθνική προσπάθεια έφερε το 1914 το μεγαλύτερο εξωτερικό δάνειο της (ως τότε) ελληνικής ιστορίας, 500 εκ. γαλλικών φράγκων, χάρη στις διεθνείς επαφές του Βενιζέλου αλλά και με την διαμεσολάβηση της ιδιωτικής Εθνικής Τράπεζας, δάνειο που λόγω του Παγκοσμίου Πολέμου δεν εκταμιεύτηκε πλήρως (Κωστής 2013, 567).
Μετά την λήξη του πολέμου, οι σύμμαχοι άνοιξαν μια πιστοληπτική γραμμή στην Ελλάδα συνολικού ύψους 850 εκ. δρχ. ως κάλυμμα για την νομισματική επέκταση που είχε ανάγκη. Νέες πιστώσεις 100 εκ. φράγκων ήρθαν να ανταμείψουν τη νέα συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία το 1919, άλλο αν δαπανήθηκαν στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Η αλλαγή στάσης των Συμμάχων άφησε προσωρινά εκτός αγορών την Ελλάδα στην χρηματοδότηση της Εκστρατείας η οποία στηρίχτηκε αποκλειστικά στη συνεχή διόγκωση της νομισματικής κυκλοφορίας (από 159 εκατ. δρχ. το 1911 σε 4,7 δισ. το 1923). Ελλείψει εξωτερικού δανεισμού οδηγηθήκαμε το Μάρτιο του 1922 στο διαβόητο αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη ύψους 1,6 δισ. με διχοτόμηση των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων! Παράλληλα, αποφασίστηκε η γενναία υποτίμηση της δραχμής έναντι της αγγλικής λίρας (από 24 σε 166 δρχ.), εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό.
Μέχρι το 1928, η Εθνική Τράπεζα επιτελούσε και τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας: Εξέδιδε νόμισμα, δάνειζε το κράτος όταν χρειαζόταν να καλύψει τις πολλές έκτακτες ανάγκες του και, έναντι αυτών, συνέλεγε τις καταθέσεις των δημόσιων οργανισμών. Συχνότατα, όμως, το κράτος κατέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Έτσι, το 1926 η δικτατορία Πάγκαλου ζήτησε και έλαβε καινούργιο δάνειο με νέα μείωση της αξίας της δραχμής κατά 33%. Στις αρχές του 1927, η «οικουμενική κυβέρνηση» Kαφαντάρη επεδίωξε την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και την σταθεροποίηση του εθνικού νομίσματος υιοθετώντας τον κανόνα συναλλάγματος-χρυσού, συνδέοντας την δραχμή με την λίρα στερλίνα, ώστε να προσελκύσει νέα κεφαλαία από το εξωτερικό. Η Κοινωνία των Εθνών απαίτησε τότε από την ελληνική κυβέρνηση ως όρο για νέο δανεισμό την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας και τον έλεγχο του δημόσιου χρέους (Τσουλφίδης 2009, 227).
Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το Μάιο του 1928, παρ’όλο που σαφώς εξυπηρετούσε τις εθνικές ανάγκες ελέγχου της τραπεζικής πίστης, επιβλήθηκε από τους δανειστές ως όρος ώστε να επανασυνδεθεί η Ελλάδα με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι συνέπειες της κρίσης του 1929, αν και περιορισμένες, έφεραν πολλά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους λόγω της κατάρρευσης του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Τα βάρη του χρέους αντιπροσώπευαν 40,7% των δημοσίων δαπανών το 1929 (Κωστής 2013, 634). Ο Βενιζέλος αναζήτησε μάταια νέους δανειστές τους τρεις πρώτους μήνες του 1932, το χρέος διογκώνονταν λόγω της σύνδεσής του με τον κανόνα του χρυσού ώσπου την Πρωτομαγιά αναγκάστηκε να κηρύξει χρεοστάσιο. Το ελληνικό κράτος πτώχευσε επίσημα για τέταρτη φορά στα εκατό πρώτα χρόνια της ζωής του.
Στην δεκαετία του 1940 η Ελλάδα είχε πολύ πιο δραματικά προβλήματα να αντιμετωπίσει από το ύψος του δημοσίου χρέους. Εξάλλου, ο υπερπληθωρισμός του 1944-45 είχε και μια απροσδόκητη θετική συνέπεια αφού εκμηδένισε το εσωτερικό χρέος. Η σταθεροποίηση της οικονομίας και η αποκατάσταση των δημοσίων εσόδων επιτεύχθηκε με πολλαπλές νομισματικές μεταρρυθμίσεις και χάρη στην αμερικανική βοήθεια. Η οριστική αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας ήλθε χάρη στην ραγδαία υποτίμηση της δραχμής κατά 100% από την κυβέρνηση Παπάγου τον Απρίλιο του 1953 και την σταθεροποίηση της ισοτιμίας δραχμής/δολαρίου για δύο δεκαετίες. Τα χρόνια της λεγόμενης «οκταετίας Καραμανλή» 1955-1963, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με πρωτοφανείς ρυθμούς, που το 1961 φτάνουν το ασύλληπτο 13%. Χωρίς καμία υπερβολή, η περίοδος 1953 -1981 είναι η μόνη κατά την οποία η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα υπέρογκου δημοσίου χρέους το οποίο κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω από 40% του ΑΕΠ (Τσουλφίδης 2009, 330).
Τα μικρά δημόσια ελλείμματα που κληρονομήθηκαν από την δικτατορία και την δεύτερη οκταετία Καραμανλή αυξήθηκαν ουσιαστικά μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ το 1981 πάνω από το 10%. Το πελατειακό σύστημα στην Ελλάδα έδωσε τη δυνατότητα στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις να κτίσουν ένα κράτος άδικο και αναποτελεσματικό, ωφέλιμο σε όσους πολίτες είχαν πρόσβαση στην κατανομή της όποιας εξουσίας, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.
Μετά το 1981, το πελατειακό κράτος απλώς «κοινωνικοποιήθηκε» επιδιώκοντας την ικανοποίηση όλων των αντιφατικών κοινωνικών συμφερόντων των «μη-προνομιούχων», μέσα από την επέκταση του κράτους, τις κοινοτικές επιδοτήσεις αλλά και τον δημόσιο δανεισμό (Καζάκος 2001, 355). Έτσι, το δημόσιο χρέος από 20% του ΑΕΠ το 1974, κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 48% στην περίοδο των κυβερνήσεων Παπανδρέου (1982-1989), έφτασε στο 90% κατά την περίοδο Μητσοτάκη (1990-1993), ανέβηκε στο 109% επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου (1994-96), για να υποχωρήσει προσωρινά στο 99% το 2001 επί Σημίτη λόγω εισόδου στην ΟΝΕ και να ξανανέβει στο 112% το 2004 (Γιαννίτσης 2005, 82). Όπως όλοι θυμόμαστε οι δύο κυβερνήσεις Καραμανλή εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος στο 129% του ΑΕΠ το 2009. Μπορεί η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου χρηματοδότησης το Μάιο του 2010 να απέτρεψε επίσημα την πέμπτη πτώχευση του ελληνικού κράτους, ωστόσο το δημόσιο χρέος, που ξεπέρασε το 2014 το 177%, παραμένει μη εξυπηρετήσιμο όσο δεν υπάρχει σταθερή ανάπτυξη.
Η παραπάνω καταγραφή ασφαλώς δεν εμπεριέχει καμία πρωτοτυπία. Φωτίζει όμως την ιστορία του Ελληνικού κράτους μέσα από μίαν ιδιαίτερη και λιγότερο γνωστή προοπτική, αυτήν της χρόνιας εξάρτησής του από τον εξωτερικό δανεισμό. Είδαμε ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τα δημόσια εξωτερικά χρέη συνδέονται με μεγάλα εθνικά γεγονότα: Τα πρώτα δάνεια με την εθνική ανεξαρτησία, το δάνειο του 1832 με την επιλογή του Όθωνα, η πτώχευση του 1843 με την αλλαγή δυναστείας και τα Επτάνησα, η έξοδος στις διεθνείς αγορές του 1879 με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, η πτώχευση του 1893 με τον Διεθνή Έλεγχο και την χρηματοδότηση των Βαλκανικών πολέμων, η Μικρασιατική Καταστροφή και η δημοσιονομική κατάρρευση με την αναγκαστική εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος αλλά και με την πτώχευση του 1932, και τελικά η ανεπίσημη πτώχευση του 2010 με τη στρεβλή σχέση μας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σε αυτήν την μακρά διάρκεια, οι διεθνείς κρίσεις –τότε και τώρα- διόγκωσαν τα δικά μας προβλήματα που σχετίζονται με το δικό μας «μοντέλο» ανάπτυξης και τις δικές μας πολιτικές ευθύνες και καιροσκοπικές συμπεριφορές (Δοξιάδης 2013, 196 κ.έ.).
Η ελληνική ιστορία του δημοσίου χρέους είναι ένα υπόδειγμα κακοδιαχείρισης, εξάρτησης (addiction) από την ξένη βοήθεια και κοντόθωρης σύνδεσης με την εκάστοτε επείγουσα αναγκαιότητα της ιστορικής συγκυρίας. Διαρθρωτικά προβλήματα σε όλους τους κλάδους παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης είχαμε και πριν από το ευρώ, και πριν την ΕΟΚ, και πριν την κρίση του ’29, και πριν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Άραγε, πόσες ευκαιρίες δικαιούται να χάσει μια χώρα για να αναπτυχθεί κανονικά;
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Για μια γλαφυρή περιγραφή της κατασπατάλησης των χρημάτων των πρώτων δανείων αξίζει να διαβάσει κανείς την προσωπική μαρτυρία του Βρετανού φιλέλληνα Georges Finlay (1861, 300-303).
Βιβλιογραφία:
Ανδρεάδης Α. (1904) Ιστορία των εθνικών δανείων, Αθήνα: Εστία.
Γιαννίτσης, Τ. (2005) Η Ελλάδα και το μέλλον. Πραγματισμός και ψευδαισθήσεις, Αθήνα: Πόλις.
Δερτιλής, Γ. (2006) Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 2 τόμοι, Αθήνα: Εστία.
Δοξιάδης, Α. (2013) Το αόρατο ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία, Αθήνα: Ίκαρος.
Finlay G. (1861) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μτφ. Α. Κοτζιά, πρόλογος Γ.Κορδάτου, Αθήνα: Άτλας 1960.
Καζάκος, Π. (2001) Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, Αθήνα: Πατάκης.
Καζάκος, Π. (2010) Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση-μεταρρυθμίσεις χρέη και αδράνειες, 1996-2010, Αθήνα: Πατάκης.
Κωστής, Κ. (2006) «Δημόσια οικονομικά», στο Κ. Κωστής και Σ. Πετμεζάς Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά τον 19ο αιώνα (1830-1914), Αθήνα: Ιστορικό αρχείο Alpha Bank
Κωστής, Κ. (2013) Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, 18ος-21ος αι., Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.
Ψαλιδόπουλος, Μ. (2010) Οικονομολόγοι και οικονομική πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις.
Τσουλφίδης, Λ. (2009) Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, β’ έκδοση.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.