Εναπόκειται τώρα στους Βρετανούς ψηφοφόρους να αποφασίσουν εάν το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση –όχι στους ξένους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, και της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, οι οποίοι έχουν προσφέρει τις συμβουλές τους για το ποιά θα μπορούσε να είναι η σωστή επιλογή. Οι ψηφοφόροι, όμως, καλά θα κάνουν να μην απορρίψουν αυτόματα αυτά που έχουν πει ο Ομπάμα και η Λαγκάρντ. Μάλλον, θα πρέπει να προβληματιστούν σχετικά με την ουσιαστική αξία τους.
Η αλήθεια είναι ότι η υπόθεση του Brexit δεν ευσταθεί. Αν και υπάρχουν πολλά να επικριθούν για την ΕΕ, η ύπαρξή της αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα, το οποίο θα τεθεί σε κίνδυνο από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από το μπλοκ. Οι Συντηρητικοί, οι κλασικοί φιλελεύθεροι, και οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στο να γίνουν οι προπομποί για την διάλυση της ΕΕ [2]. Αντ’ αυτού, θα έπρεπε να είναι στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για την μεταρρύθμιση και την βελτίωση του μπλοκ.
ΟΙ υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς και οι συντηρητικοί εκτός των κομμάτων μπορεί να βλέπουν τον ευρωσκεπτικισμό ως φυσική προέκταση των καταδικαστικών αποφάσεων της ελεύθερης αγοράς. Για τους ένθερμους πιστούς στην δύναμη του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων νομισμάτων και ρυθμιστικών και φορολογικών συστημάτων, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να μοιάζει με μια ασύνετη προσπάθεια για την ολοκλήρωση της αγοράς μέσω μιας περιττής συγκέντρωσης της λήψης πολιτικών αποφάσεων. Και έτσι φαίνεται λογικό για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας της Τσεχίας, Βάτσλαβ Κλάους, να συγκρίνει την ΕΕ με την πρώην Σοβιετική Ένωση, και για τις δεξαμενές σκέψης (think tank) υπέρ της ελεύθερης αγοράς να επικρίνουν την λαϊκίστικη πολυνομία της ΕΕ, το κοινό νόμισμα και την κοινή γεωργική πολιτική, μεταξύ άλλων.
Αλλά ο ευρωσκεπτικισμός δεν είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της συντηρητικής σκέψης για την ελεύθερη αγορά -κάτι που οι γραφικές φωνές του κινήματος της ελεύθερης αγοράς κατανοούν καλά. Ο Friedrich von Hayek ήθελε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Έκανε έκκληση για την «κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας» που θα επιφέρει μια «λογική ολοκλήρωση του φιλελεύθερου προγράμματος [δηλαδή, της ελεύθερης αγοράς]». Ο Hayek, που αργότερα έλαβε το βραβείο Νόμπελ για την Οικονομία, αναγνώρισε ότι οι προσπάθειες για την απελευθέρωση του εμπορίου στον 19ο αιώνα είχαν τελικά αποτύχει γιατί οι ευρωπαϊκές χώρες δεν διέθεταν ένα κοινό σύστημα διακυβέρνησης που θα κρατούσε σε απόσταση τον εγχώριο προστατευτισμό και τον εθνικισμό.
Τα ψηφοδέλτια της 23ης Ιουνίου για το δημοψήφισμα του BREXIT, όταν οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν εάν η Βρετανία θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. RUSSELL BOYCE / REUTERS
-----------------------------
Η σκέψη του Hayek για τον διεθνή φεντεραλισμό αναπτύχθηκε παράλληλα με αυτή του Wilhelm Röpke, ενός Γερμανού οικονομολόγου της ελεύθερης αγοράς ο οποίος υποστήριξε ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης θα πρέπει να περιλαμβάνει μια κλιμάκωση του ελβετικού μοντέλου διακυβέρνησης στην διεθνή σφαίρα, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα επιτρέψει την δημιουργία ενός συστήματος διακυβέρνησης που θα είναι ταυτόχρονα αποκεντρωμένο και θα επιτρέπει την από κοινού παροχή θεμελιωδών, πανευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών -κυρίως την οικονομική ανοικτότητα και την ασφάλεια.
Ακόμα και ο μέντορας του Hayek, ο Ludwig von Mises, ο οποίος θεωρήθηκε γενικά ως ένας πολύ πιο ριζοσπάστης της ελεύθερης αγοράς από τον προστατευόμενό του, έγραψε το 1944 ότι για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης «η εναλλακτική λύση για ενσωμάτωση σε ένα νέο δημοκρατικό υπερεθνικό σύστημα δεν είναι η απεριόριστη κυριαρχία αλλά η τελική υποταγή από τις ολοκληρωτικές δυνάμεις». Και, όταν η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έκανε εκστρατεία για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1975, αναγνώρισε ότι« σχεδόν κάθε μεγάλη χώρα έχει υποχρεωθεί ... να συγκεντρώσει σημαντικούς τομείς της εθνικής κυριαρχίας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν πιο αποτελεσματικές πολιτικές μονάδες».
Ο σημερινός κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον της δεκαετίας του 1940 ή του 1970. Αλλά αυτό δεν κάνει το ευρωπαϊκό σχέδιο άνευ σημασίας. Μάλλον το αντίθετο. Ακόμη και οι φαινομενικά οικονομικές συνιστώσες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η ενιαία αγορά, απαιτούν σημαντική συγκέντρωση πολιτικής κυριαρχίας, μια γραφειοκρατία, και δικαστήρια για να επιβάλλουν τους κανόνες. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια ενιαία αγορά πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το θέμα των δασμών που, μέχρι το 1968, χώριζαν τις αγορές στις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Επεδίωξε να περιορίσει τον ρυθμιστικό προστατευτισμό και άλλα, πιο λεπτά εμπόδια στο εμπόριο, συμπεριλαμβανομένων των στρεβλωτικών δαπανών των κρατικών ενισχύσεων που απευθύνοντο σε εθνικούς [επιχειρηματικούς] πρωταθλητές.
Η ενιαία αγορά δεν έχει προκύψει εν μία νυκτί. Χρειάστηκαν δεκαετίες πολιτικής και νομοθετικής προσπάθειας, κυρίως με την μορφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (Single European Act), με αιχμή του δόρατος την Θάτσερ και συντηρητικούς πολιτικούς και τελικά τον Ευρωπαίο Επίτροπο, Arthur Cockfield, για να φτάσει στον βαθμό της οικονομικής ανοικτότητας που υπάρχει στην ΕΕ σήμερα. Η ενιαία αγορά είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι κάνει καλύτερα η ΕΕ -δηλαδή, ότι χρησιμεύει ως ένας παράγων δέσμευσης.
Όταν οι ευρωσκεπτικιστές παραπονούνται για τους περιορισμούς που επιβάλλει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην εθνική κυριαρχία, χάνουν έτσι το νόημα. Οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, ολόκληρο το σώμα της νομοθεσίας της ΕΕ, και οι Αρχές λήψης αποφάσεων απεμπλέχθηκαν από τις εθνικές πολιτικές για έναν καλό λόγο -για να επιτρέψουν στους πολιτικούς στα κράτη-μέλη να παρακάμψουν το πρόβλημα της αξιόπιστης δέσμευσης, η οποία είναι διάχυτη στις δημοκρατίες, και η οποία περιλαμβάνει τον πανταχού παρόντα πειρασμό των πολιτικών να αθετήσουν τις υποσχέσεις τους.
Για να δείτε πώς, μελετήστε τους μεταρρυθμιστές της Ανατολικής Ευρώπης σε μέρη όπως η Σλοβακία και η Πολωνία που χρησιμοποίησαν την προοπτική της ένταξης στην ΕΕ ως γλυκαντική ουσία για εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που διαφορετικά θα ήταν δυσάρεστες. Για χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, η πολιτική της ΕΕ είναι συχνά το μόνο πράγμα που κρατά τους ηγέτες τους από το να επιστρέψουν στην ιστορική παράδοση της παροχής κρατικών ενισχύσεων στους εθνικούς πρωταθλητές των χωρών τους. Στο κάτω-κάτω, ήταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία ανάγκασε την Ιταλία να διαλύσει την κρατική χαλυβουργία της στην δεκαετία του 1990 και έσπρωξε την Γαλλία προς το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας το 1999. Χωρίς την φωνή του Ηνωμένου Βασιλείου στο τραπέζι, η ΕΕ θα καταστεί αναπόφευκτα μια πολύ ασθενέστερη δύναμη προς την οικονομική φιλελευθεροποίηση, και μερικά από τα προηγούμενα επιτεύγματά της θα μπορούσαν ακόμα και να αντιστραφούν.
Οι ευρωσκεπτικιστές έχουν ένα δίκιο όταν λένε ότι υπάρχει μια άλλη όψη της ενιαίας αγοράς -δηλαδή, η ύπαρξη ενός μεγάλου και επαχθούς συστηματος ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα ήταν πολύ καλύτερα, υποστηρίζουν, αν τα κράτη-μέλη απλώς αναγνώριζαν τους κανονισμούς και τα τεχνικά πρότυπα ενός εκάστου, χωρίς την επιβολή μιας ενιαίας λύσης προς όλους. Αλλά η άνευ όρων αμοιβαία αναγνώριση δεν είναι ρεαλιστική, σε μεγάλο βαθμό επειδή οι κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να δεσμευτούν αξιόπιστα σε μια τέτοια πολιτική. Ως εκ τούτου, αν και οι κοινές οδηγίες της ΕΕ επιβάλλουν σίγουρα μια επιβάρυνση στην ευρωπαϊκή οικονομία, η επιβάρυνση θα πρέπει να συγκρίνεται με το βάρος των 28 διαφορετικών και ενδεχομένως ασυμβίβαστων ρυθμιστικών συστημάτων, που θα εμπόδιζαν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και των ανθρώπων.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, με τον ευμεγέθη τομέα του των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ωφελείται σημαντικά από το «οικονομικό διαβατήριο» που επιτρέπει σε τράπεζες και άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να λειτουργούν σε οποιοδήποτε σημείο της ΕΕ. Το City του Λονδίνου είναι επίσης το σπίτι της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority), μιας πανευρωπαϊκής οικονομικής ρυθμιστικής Αρχής, επί της οποίας το Ηνωμένο Βασίλειο είχε σημαντική επιρροή. Μια αποχώρηση από την ΕΕ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις ρυθμίσεις αυτές και να αυξήσει τις αμφιβολίες για το μέλλον της πόλης ως οικονομικής πρωτεύουσας του κόσμου.
Ένα αυτοκόλλητο που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την ΕΕ σε ένα αυτοκίνητο, στο Llandudno, στην Ουαλία, στις 27 Φεβρουαρίου 2016. PHIL NOBLE / REUTERS
-----------------------------------------
Τα παράπονα σχετικά με τους κανονισμούς της ΕΕ είναι ένα μόνο παράδειγμα των ανόμοιων συγκρίσεων του ευρωσκεπτικισμού. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οργάνωση με πολλά ελαττώματα. Ωστόσο, δεν έχει νόημα να την συγκρίνουμε με απίθανες εναλλακτικές λύσεις. Το σχετικό αντιπαράδειγμα στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η Ευρώπη του προστατευτισμού, τα εθνικιστικά κράτη που ήταν από μακρού χρόνου η βασική γραμμή της ιστορίας της ηπείρου.
Ακόμη και το τέλος του 19ου αιώνα, που μερικές φορές αποκαλείται ως η Πρώτη Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, ήταν η περίοδος των δασμών «σιδήρου και σίκαλης» του Γερμανού καγκελάριου Ότο φον Βίσμαρκ, των γαλλικών δασμών Méline, καθώς και μιας πανευρωπαϊκής μετατόπισης προς τον προστατευτισμό. Το 1913, οι δασμοί για τα βιομηχανικά προϊόντα κατά μέσο όρο ήταν στο 18% στην Αυστρία-Ουγγαρία, στο 13% στην Γερμανία, στο 20% στην Γαλλία, στο 41% στην Ισπανία, και ένα εντυπωσιακό 84% στην Ρωσία. Εκείνη την εποχή, το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανιζόταν συγκριτικά ως ένα έθνος ελεύθερων συναλλαγών, χωρίς δασμούς για τα βιομηχανικά προϊόντα και έναν μέσο δασμό γύρω στο 5% για όλες τις εισαγωγές. Ωστόσο, σε ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ιδιαίτερα προστατευτικό, με μέσο όρο δασμών υψηλότερο εκείνου της Γαλλίας.
Με την έλευση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθούμενου από τη Μεγάλη Ύφεση και, στην συνέχεια, από την πιο αιματηρή σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, το διεθνές εμπόριο ουσιαστικά κατέρρευσε, επιδεινώνοντας σημαντικά την ανθρώπινη δυστυχία που χαρακτήριζε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Με αυτή την λογική, τα τελευταία 70 χρόνια της ευρωπαϊκής ιστορίας, κατά την οποία η Ευρώπη έχει γίνει οικονομικά πιο ανοικτή, δημοκρατική και ειρηνική από ποτέ, αποτελούν μια πλήρη ιστορική ανωμαλία. Εάν κάποιος πιστεύει ότι η ΕΕ αξίζει κάποια πίστωση για αυτό το αποτέλεσμα, θα πρέπει να σκεφτεί δύο φορές πριν προσπαθήσει να πειραματιστεί με το σύστημα της διεθνούς πολιτικής αρχιτεκτονικής που υπάρχει στην Ευρώπη.
Η ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν απαραίτητη για την ύπαρξη και την επιτυχία αυτού του συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της ενιαίας αγοράς, αλλά και με την εστίαση της προσοχής της Ευρώπης στις απειλές που αντιμετωπίζει η ήπειρος, όπως η άνοδος της ρεβιζιονιστικής Ρωσίας. Και παρ’όλο που το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να ευημερήσει ακόμη και εκτός της ΕΕ, το Brexit αναπόφευκτα θα θέσει σε κίνηση φυγόκεντρες δυναμικές στην ήπειρο, ενισχύοντας τους εθνικιστές σε χώρες που δεν έχουν καμία πιθανότητα επιτυχίας εκτός της ΕΕ. Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, εμπνευσμένα από το επερχόμενο βρετανικό δημοψήφισμα, 92 από τα 200 μέλη του τσεχικού κοινοβουλίου ψήφισαν υπέρ της πρότασης –που ηττήθηκε με μικρή διαφορά- να διοργανωθεί δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας από την ΕΕ.
Προς το παρόν, η Ευρώπη περιέρχεται υπό μιας άνευ προηγουμένου πίεσης. Από τα οικονομικά δεινά της ευρωζώνης, μέσω των πολιτικών εντάσεων που επέφερε η κρίση των προσφύγων, μέχρι την χρήση της προπαγάνδας και των ενεργειακών δεσμών από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για να υπονομεύσει την φιλελεύθερη δημοκρατία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η ήπειρος είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο διολίσθησης στο χάος από όσο σε οποιοδήποτε άλλο σημείο στην μεταπολεμική ιστορία της. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι σήμερα, όχι η απειλή ενός πανευρωπαϊκού αυταρχικού υπερκράτους.
Είναι επιτακτική η ανάγκη οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς, αμφότεροι οι κλασικοί φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί, να διπλασιάσουν την άμυνα της διεθνούς πολιτικής τάξης στην Ευρώπη, η οποία συνέπεσε με την τρέχουσα περίοδο ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας στην ήπειρο.
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.