Το τέλος του G20
Το γκρουπ έχει χάσει τον σκοπό του;
Κατά την διάρκεια του Σαββατοκύριακου της Ημέρας της Εργασίας, οι ηγέτες των χωρών του G-20 συγκεντρώθηκαν στην Hangzhou, στην Κίνα, για την ετήσια σύνοδο κορυφής τους. Στόχος τους το τρέχον έτος: Σώστε το καλό όνομα της παγκοσμιοποίησης, η οποία πρόσφατα δέχεται πλήγματα. Στον απόηχο του Brexit, της υποψηφιότητας για την προεδρία των ΗΠΑ του Ρεπουμπλικανού υποψήφιου Donald Trump, της ανόδου της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, και του αντι-Δυτικισμού της ίδιας της Κίνας, οι ηγέτες του G-20 έπρεπε να ανανεώσουν την δέσμευσή τους για την συλλογική οικονομική ανάπτυξη και το ανοικτό διασυνοριακό εμπόριο και τις επενδύσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι, μερικές από τις χώρες-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, ενδιαφέρονται για την προώθηση των στόχων αυτών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το εμπόριο ρέπει ολοένα και περισσότερο προς τον προστατευτισμό. Και οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι αντιτίθενται στην εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership με την αιτιολογία ότι οι εργαζόμενοι και η βιομηχανία των ΗΠΑ θα βγουν στο τέλος χαμένοι. Οι προορισμοί των κινεζικών επενδύσεων, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αφρική αρνούνται όλο και πιο υψηλού προφίλ διασυνοριακές συμφωνίες με κινεζικές εταιρείες, λόγω υποτιθέμενων ανησυχιών εθνικής ασφάλειας. Από την πλευρά της, η Κίνα δεδομένης της επιβράδυνση της δικής της οικονομίας θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί μια εξωστρεφή πολιτική.
Είναι ειρωνικό, δεδομένου ότι στην σχεδόν χωρίς καμία γκάφα, λαμπερή σειρά της Κίνας ως οικοδεσπότης του G-20, ολοκληρωθείσα από ένα ανακοινωθέν που υπόσχεται όλες τις σωστές λύσεις για τα παγκόσμια προβλήματα, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της συνόδου κορυφής είναι ότι γίνεται σαφές πως ο κόσμος χρειάζεται να αξιολογήσει εκ νέου τον ρόλο του ίδιου του οργανισμού. Το είδος του συντονισμού της εγχώριας πολιτικής που θεωρεί ως άγιο δισκοπότηρο έχει αυστηρά όρια όταν δοκιμάζεται από τις πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες επί του εδάφους. Μετά από δύο ημέρες συνεδριάσεων, και ενός έτους παράπλευρες συναντήσεις μεταξύ των υπουργών Οικονομικών και άλλων αξιωματούχων, η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα ήταν η μόνη πρωτοβουλία με συγκεκριμένες απαιτήσεις στις οποίες μπόρεσε να συμφωνήσει το G-20. Αυτό είναι ένα ισχυρό μήνυμα ότι άλλα ζητήματα που στο παρελθόν είχαν φανταστεί ως παγκόσμιου χαρακτήρα, στην πραγματικότητα δεν είναι.
Οι ηγέτες ποζάρουν για μια οικογενειακή φωτογραφία κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής του G20 στην Hangzhou, στην επαρχία Zhejiang, στην Κίνα, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2016. DAMIR SAGOLJ / REUTERS
--------------------------------------
--------------------------------------
ΣΦΥΡΗΛΑΤΗΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Η παράδοση της συνόδου κορυφής του G-20 καθιερώθηκε στα τέλη του 2008 ως απάντηση στην οικονομική κρίση και στην αναγνώριση ότι οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις έξω από το G-7 θα είναι καθοριστικές για την επανεξισορρόπηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στην σύνοδο κορυφής του Νοεμβρίου του 2008, οι ηγέτες του G-20 συμφώνησαν να συνεισφέρουν 1.100 τρισεκατομμύρια δολάρια στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, μεταξύ άλλων διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Αυτά τα χρήματα στην συνέχεια θα χρησιμοποιούνταν για εγχύσεις κεφαλαίων προς χώρες σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας, εμποδίζοντας μια πιο ευρείας κλίμακας «μόλυνση». Οι χώρες συμφώνησαν επίσης να κάνουν αυστηρότερη την ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των hedge funds. Πιο εκπληκτικό, και ίσως ως ένδειξη της πίεσης που αισθάνθηκαν οι ηγέτες να ενεργήσουν για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 είναι ότι δεσμεύθηκαν να συνεργαστούν για διεθνή μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, μια πρωτοβουλία που θα σήμαινε παραχώρηση κάποιας κυριαρχίας επί των εγχώριων πολιτικών παραγωγής [κρατικών] εσόδων.
Από την πλευρά του, επί της συνεισφοράς του 1,1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, το νέο τμήμα του G-20 από την αναδυόμενη αγορά δεν έφυγε με άδεια χέρια. Από το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε, 43 δισεκατομμύρια δολάρια προέρχονταν από την Κίνα. Επιπλέον, το Πεκίνο συμφώνησε να περάσει μια δέσμη δημοσιονομικών κινήτρων ύψους 586 δισ. δολαρίων. Η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία και η Νότια Αφρική κατέλαβαν επίσης περίοπτη θέση στην εκστρατεία για κεφάλαια του ΔΝΤ. Στην σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ το 2009, οι ηγέτες του G-20 συμφώνησαν να αυξήσουν την ισχύ της ψήφου των αναπτυσσόμενων χωρών στο ΔΝΤ κατά 5% και στην Παγκόσμια Τράπεζα κατά 3%. Η Κίνα τότε ξεπέρασε την Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία διατηρώντας το τρίτο μεγαλύτερο κομμάτι των μετοχών και των ψήφων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αυτή η αναγνώριση της ανάδυσης της Κίνας ως παγκόσμιου ηγέτη έχει οδηγήσει σε άλλα σημαντικά επιτεύγματα για το Πεκίνο, επίσης: Το γιουάν είναι τώρα μέρος του καλαθιού νομισμάτων του ΔΝΤ, και μια μεγάλη εκστρατεία βρίσκεται σε εξέλιξη για να βεβαιώσει ότι η Κίνα θα κερδίσει την αναγνώριση του καθεστώτος «οικονομίας της αγοράς» στο πλαίσιο του ΠΟΕ στις αρχές του επόμενου έτους. Η φιλοξενία της συνόδου κορυφής του G-20 για πρώτη φορά στην Κίνα, δεν ήταν παρά η τελευταία εκδήλωση του πρωτόγνωρου κύρους της χώρας.
Οι προσπάθειες του G-20 στον άμεσο απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 έχουν γενικά επαινεθεί. Για εκείνους που ονειρεύονταν πλήρη συνεργασία και συντονισμό μεταξύ των χωρών για να ξεκλειδώσουν το πλήρες δυναμικό της παγκοσμιοποίησης, η ελπίδα ήταν ότι οι πρωτοβουλίες στο ίδιο πνεύμα θα συνεχιστούν. Χωρίς την πίεση της καταστροφής, ωστόσο, το G-20 επανήλθε στον πριν από το 2008 τρόπο λειτουργίας του. Αντί για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, θα διευρυνθεί το πεδίο των σκοπών του ώστε να συμπεριλάβει την αλλαγή του κλίματος, τις επενδυτικές πρωτοβουλίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καθώς τα μέλη του σε μεγάλο βαθμό δεν μπορούν να έρθουν σε ουσιαστική συναίνεση σε αυτό το διευρυμένο φάσμα θεμάτων, το G-20 στην συνέχεια έγινε κάτι σαν μια «δεξαμενή σκέψης» (think tank). Σε συνδυασμό με άλλους πολυμερείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το G-20 παράγει εκθέσεις και υποτροφίες για συνταγές πολιτικής που ελπίζεται ότι θα ενημερώνουν τις ενέργειες των ηγετών στις συνόδους κορυφής και άλλες παράπλευρες συναντήσεις.
Παράσταση κατά την διάρκεια ενός γκαλά για την σύνοδο κορυφής του G20 στην Δυτική Λίμνη της Hangzhou, στην επαρχία Zhejiang, στην Κίνα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2016. REUTERS
-------------------------------------------------
-------------------------------------------------
ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΟΙ ΠΟΝΟΙ
Κατά το 2014, ωστόσο, οι χώρες του G-20 άρχισαν να ανησυχούν για την αργή ταχύτητα της ανάκαμψης μετά την οικονομική κρίση του 2008. Στην σύνοδο κορυφής στο Brisbane της Αυστραλίας, το έτος εκείνο, οι ηγέτες συμφώνησαν να στοχεύσουν έναν παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης 2,1% από το 2018. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ, το ένα τέταρτο αυτής της αύξησης θα προερχόταν από θετικές παράπλευρες επιδράσεις από τις χώρες του G-20 που θα εφάρμοζαν ταυτόχρονα τα συμφωνημένα αναπτυξιακά μέτρα. Οι πολιτικές αυτές περιλάμβαναν: Αύξηση των επενδύσεων σε έργα υποδομής, ενίσχυση του ανταγωνισμού, μείωση των φραγμών στο εμπόριο και την επιχειρηματική δραστηριότητα στο εξωτερικό, και δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα για τους νέους.
Δύο χρόνια αργότερα, το ΔΝΤ εξέφρασε την ανησυχία ότι το G-20 ήταν σε τροχιά που υπολειπόταν του στόχου του, κυρίως επειδή οι ρυθμοί ανάπτυξης των προηγμένων βιομηχανικών οικονομιών παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα. Εκτός από τις δημογραφικές εξελίξεις και την χαμηλή παραγωγικότητα, το ΔΝΤ απέδωσε την χαμηλή ανάπτυξη σε αυτές τις χώρες στην έλλειψη επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα στην Σύνοδο της φετινής χρονιάς, η γενική αντίληψη ήταν ότι, προκειμένου να σωθεί το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα πρέπει να αυξηθούν, έτσι ώστε οι πληθυσμοί να μην την χρησιμοποιούν πλέον ως αποδιοπομπαίο τράγο. Έγινε όλο και πιο επιτακτικό, λοιπόν, να ξαναγυρίσουν στην πορεία [επίτευξης] του στόχου της συνόδου κορυφής στο Brisbane για ανάπτυξη 2,1%.
Η φετινή σύνοδος κορυφής έθεσε πρόσθετες δεσμεύσεις με στόχο την προώθηση της συλλογικής ανάπτυξης. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η προώθηση της καινοτομίας. Οι χώρες υποσχέθηκαν μεγαλύτερη διαφάνεια στις οικονομίες τους, προσανατολισμένες προς την προώθηση ενός φιλικού περιβάλλοντος για την λεγόμενη νέα βιομηχανική επανάσταση. Η ψηφιακή οικονομία της κάθε χώρας θα λάβει στήριξη μέσω ανταλλαγών ανθρώπινου κεφαλαίου, διασυνοριακών συνεργασιών και επενδύσεων κεφαλαίου. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα απολαύσουν ιδιαίτερη προσοχή στο ξεπέρασμα του ψηφιακού χάσματος. Δημιουργώντας ενδιαφέρον, το ανακοινωθέν περιλάμβανε λίγα για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ή την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε διεθνές επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, οι εθελοντικές μεταβιβάσεις τεχνολογίας θα πρέπει να ενθαρρυνθούν.
Οι χώρες συμφώνησαν επίσης να συνεχίσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Όπως πάντα, οι χώρες θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αντισταθούν στον προστατευτισμό του εμπορίου και στους υπερβολικά περιοριστικούς ελέγχους επί των κεφαλαίων. Πριν από την σύνοδο κορυφής, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου, ανακοίνωσε ότι είχε μεσολαβήσει για μια συμφωνία μεταξύ των χωρών του G-20 ώστε να υιοθετήσουν επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική στην υπηρεσία της παγκόσμιας ανάπτυξης αντί για λιτότητα. Ο Καναδάς, η Κίνα, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και άλλες χώρες στην Ευρώπη θα περάσουν ανάλογα μέτρα εντός του τρέχοντος έτους για να καθυστερήσουν αυξήσεις φόρων ή να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες τους.
Παρά το ότι συνεκλήθη και πάλι στην σκιά της κρίσης, το G-20 κατά πάσα πιθανότητα διαπίστωσε ότι λίγα από τα μέτρα ανάπτυξης που τέθηκαν στο 2014 είχαν υλοποιηθεί φέτος, και σίγουρα όχι με έναν συντονισμένο τρόπο μεταξύ των χωρών-μελών. Οι πρωτοβουλίες που τώρα επιδιώκουν να αναλάβουν είναι αρκετά διαφορετικές από μια και μοναδική έγχυση μετρητών που κατέστη δυνατή από μια βραχυπρόθεσμη επεκτατική νομισματική πολιτική, ή ακόμα και από τις «πράσινες» πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αυτές ήταν απαντήσεις στα πραγματικά παγκόσμια προβλήματα, όπου οι συνέπειες αναγνωρίζονται ευρέως ως μη έχουσες σύνορα από την φύση τους, και οι κίνδυνοι μπορούν να μειωθούν σημαντικά με την διεθνή συνεργασία. Οι μέθοδοι για την ανάπτυξη, από την άλλη πλευρά, είναι γενικά αρμοδιότητα της εσωτερικής πολιτικής.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ακόμα κι αν οι χώρες μπορούν να δεσμευτούν ότι θα συντονιστούν, οι εγχώριες πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες σημαίνουν ότι τα εθνικά συμφέροντα έρχονται πρώτα. Πράγματι, η φωνή της Κίνας ως έθνος υποδοχής μπορούσε να ακουστεί στο φετινό G-20 με επαναλαμβανόμενες παραλλαγές της φράσης «σύμφωνα με τις εθνικές συνθήκες». Για παράδειγμα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σημαίνουν αυξανόμενους πόνους και εκείνοι που είναι εδραιωμένοι στο τρέχον θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να εκτοπιστούν. Στην περίπτωση της Κίνας, η οικονομική επιβράδυνση, επομένως, δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να τα εφαρμόσει αυτά με ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα ή σύμφωνα με τις διεθνείς εντολές, όταν οι τοπικές συνθήκες ενδέχεται να απαιτούν διαφορετικές λύσεις.
Τείχη έχουν υψωθεί για τις διασυνοριακές επενδύσεις κατά το τελευταίο έτος καθώς οι χώρες γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικές σχετικά με την ξένη ιδιοκτησία πολύτιμων εθνικών περιουσιακών στοιχείων. Η τεχνολογική καινοτομία είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό ένα εγχώριο πρόγραμμα στο οποίο οι συνέπειες της εθνικής ασφάλειας γίνονται όλο και πιο ευαίσθητες. Μπορεί να λεχθεί ότι ακόμη και εταιρείες τεχνολογίας για καταναλωτές έχουν κινδύνους ασφαλείας που δεν αξίζουν το ότι είναι σε θέση να λειτουργούν ή να αγοράζουν ελεύθερα εταιρείες στο εξωτερικό. Τέλος, μένει να δούμε την μοίρα του προστατευτισμού. Αν το πολιτικό κλίμα δεν αλλάξει σημαντικά στις δυτικές βιομηχανικές χώρες έως το τέλος του έτους, το άνοιγμα του εμπορίου θα υποφέρει. Και πάλι, οι χώρες κάνουν αυτόν τον υπολογισμό για τον εαυτό τους, όχι επειδή δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει το ελεύθερο εμπόριο και το συγκριτικό πλεονέκτημα. Αντίθετα, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι χώρες μπορούν να αποκτήσουν βραχυπρόθεσμα οφέλη από την προώθηση των εγχώριων βιομηχανιών.
ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η μεγαλύτερη ανησυχία δεν είναι ότι το G-20, ή οποιοσδήποτε άλλος πολυμερής οργανισμός, είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για να συντονίζουν τα εθνικά τους προγράμματα για την ανάπτυξη, αλλά ότι τα μέλη του G-20 εξακολουθούν να δέχονται την ορθόδοξη άποψη ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη είναι καλή. Η δυσαρέσκεια που οδηγεί στην αντι-παγκοσμιοποίηση δεν προέρχεται από την έλλειψη ανάπτυξης όσο από την ανισότητα. Παρά το γεγονός ότι η οικονομική ανοικτότητα έχει κατευθύνει ένα μερίδιο του πλούτου προς τις αναπτυσσόμενες χώρες και μείωσε το χάσμα μεταξύ αυτών και του Δυτικού βιομηχανοποιημένου κόσμου, η ανισότητα στο εσωτερικό των χωρών έχει αυξηθεί. Οι λύσεις στο πρόβλημα αυτό είναι σχεδόν αποκλειστικά εγχώριες: Μεγαλύτερες επενδύσεις στην εκπαίδευση, επανακατάρτιση εργαζομένων, πιο επιθετικά προγράμματα φορολογίας και μεταφοράς, και τα παρόμοια.
Ένας τομέας στον οποίο η διεθνής συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας, ωστόσο, είναι στις φορολογικές ρυθμίσεις που εμποδίζουν την φοροδιαφυγή. Υψηλής καθαρής αξίας ιδιώτες και επιχειρήσεις είναι σε θέση να μεταφέρουν το εισόδημά τους σε χώρες με χαμηλότερους φόρους, τις περισσότερες φορές με νόμιμα μέσα. Αυτή η ικανότητα να κρύψουν εισοδήματα εμποδίζει τα προγράμματα φορολογίας και μεταφοράς [κεφαλαίων], για να μην αναφέρουμε ότι έχει σημάνει ένα σημαντικό πλήγμα στα κυβερνητικά έσοδα εξίσου σε προηγμένες και σε αναπτυσσόμενες χώρες. Σε απάντηση, το G-20 και ο ΟΟΣΑ συνεργάστηκαν για να εκπονήσουν και να εφαρμόσουν ένα πλαίσιο για την φορολογική μεταρρύθμιση που μεμονωμένες χώρες μπορούν να εφαρμόσουν με έναν προσαρμοσμένο ρυθμό η καθεμιά. Η επιτυχία της πρωτοβουλίας αυτής μένει να φανεί, δεδομένου ότι διεθνοποιεί ένα εργαλείο που βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομικής κυριαρχίας μιας χώρας.
Το να ζητάται από χώρες σταδιακά αλλά γενικά να εγκαταλείψουν αυτήν την κυριαρχία δεν είναι μια αξιόλογη προσπάθεια για το G-20, ή για οποιονδήποτε πολυμερή οργανισμό. Θα εξυπηρετούσε καλύτερα η εστίαση σε προβλήματα που αναγνωρίζονται ως παγκόσμιου χαρακτήρα και με την ενθάρρυνση των χωρών να συνεργαστούν σε άλλα οικονομικά ζητήματα, χωρίς τυποποιημένες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ή την επιβολή αναπτυξιακών στόχων. Στο τέλος, αφού οι σύνοδοι κορυφής τελειώσουν, η δουλειά της σωτηρίας της παγκοσμιοποίησης εξακολουθεί να περιμένει τους ηγέτες κατά την επιστροφή στην πατρίδα τους.
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου