Ας μας φυλάει ο Θεός από το απλό όραμα και τον ύπνο του Νεύτωνα. Ουίλιαμ Μπλέικ
Από ένα ποίημα που περιλαμβανόταν σε ένα γράμμα προς τον Τόμας Μπατς (1802)
***
Είναι η άγνοια αυτή που συχνά κερδίζει
την εμπιστοσύνη, παρά η γνώση:
είναι εκείνοι που ξέρουν λίγα και
όχι εκείνοι που γνωρίζουν πολλά,
αυτοί που μας διαβεβαιώνουν με τόση σιγουριά
ότι το ένα ή το άλλο πρόβλημα
δεν θα λυθεί ποτέ από την επιστήμη.
Κάρολος Δαρβίνος Εισαγωγή, Η καταγωγή τον Ανθρώπου (1871)
Με τον “ύπνο του Νεύτωνα”, ο ποιητής, ζωγράφος και επαναστάτης Ουίλιαμ Μπλέικ φαίνεται να εννοούσε κάποιο υποχθόνιο όραμα που υποβόσκει στην προοπτική της Φυσικής του Νεύτωνα, καθώς και την αποδέσμευση (όχι πλήρως) του ίδιου του Νεύτωνα από τον μυστικισμό. Ο Μπλέικ θεωρούσε την ιδέα της ύπαρξης των ατόμων και των μορίων ελαφρώς διασκεδαστική και την επιρροή του Νεύτωνα πάνω στο είδος μας “σατανική”.
Συχνά επικρίνουν την επιστήμη ότι είναι πολύ περιοριστική. Εξαιτίας της δηλωμένης πιθανότητας να κάνει κανείς κάποιο λάθος, δεν λαμβάνει υπόψη της μια μεγάλη ποικιλία από ενθουσιώδεις ιδέες, αντιλήψεις, σοβαρό μυστικισμό και καταπληκτικά θαύματα. Η επιστήμη δεν παραδέχεται τα πνεύματα, τις ψυχές, τους αγγέλους, τους διαβόλους, τα σώματα Ντάρμα του Βούδα, ή τις επισκέψεις από εξωγήινους χωρίς σοβαρές αποδείξεις.
Ο Αμερικανός ψυχολόγος Τσαρλς Ταρτ, που πιστεύει ότι οι αποδείξεις για την εξωαισθητηριακή αντίληψη είναι πειστικές, γράφει:
Ένας σημαντικός παράγοντας της δημοτικότητας που έχουν σήμερα οι ιδέες της “Νέας Εποχής”, είναι μια αντίδραση στις απάνθρωπες και μη πνευματικές επιδράσεις του επιστημονισμού, στη φιλοσοφική άποψη (που μεταμφιέζεται σε αντικειμενική επιστήμη και επιδοκιμάζει τη συναισθηματική εμμονή του ξαναγεννημένου φονταμενταλισμού) ότι δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά υλικά όντα. Το να αγκαλιάζει κανείς απερίσκεπτα οτιδήποτε και όλα όσα έχουν την ταμπέλα “πνευματικό” ή “ψυχολογικό” ή “Νέα Εποχή” είναι φυσικά ανόητο, αφού πολλές από αυτές τις ιδέες είναι στην πραγματικότητα εσφαλμένες, όσο και αν είναι ευγενείς ή εμπνευσμένες. Από την άλλη αυτό το ενδιαφέρον για τη Νέα Εποχή είναι μια νομότυπη αναγνώριση κάποιων αληθινών καταστάσεων της ανθρώπινης φύσης: ο κόσμος είχε πάντα και συνεχίζει να έχει εμπειρίες που μοιάζουν να είναι “ψυχικές” ή “πνευματικές”.
Αλλά γιατί άραγε οι “ψυχικές” εμπειρίες να αναιρούν την άποψη ότι είμαστε φτιαγμένοι από ύλη και τίποτα άλλο; Υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες ότι στον καθημερινό κόσμο η ύλη (και η ενέργεια) υπάρχει. Οι αποδείξεις είναι ολόγυρα μας. Αντιθέτως, όπως ανέφερα νωρίτερα, οι αποδείξεις για κάτι μη υλικό που ονομάζεται “πνευματικό” ή “ψυχικό”, είναι πολύ αμφίβολες.
Φυσικά, ο καθένας μας έχει μια πλούσια εσωτερική ζωή. Ωστόσο, αν σκεφτούμε τη θαυμαστή περιπλοκότητα της ύλης, πώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι η εσωτερική μας ζωή δεν οφείλεται απόλυτα στην ύλη; Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν πολλά γύρω από την ανθρώπινη συνείδηση που δεν καταλαβαίνουμε απόλυτα και δεν μπορούμε ακόμα να τα εξηγήσουμε με όρους της νευροβιολογίας. Οι άνθρωποι υπόκεινται σε περιορισμούς και κανείς δεν το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τους επιστήμονες.
Εν τούτοις, μια πληθώρα από απόψεις γύρω από το φυσικό κόσμο που θεωρούνταν θαυματουργές λίγες μόνο γενιές πριν, τώρα έχουν γίνει πλήρως κατανοητές με όρους της φυσικής και της χημείας. Κάποια εξάλλου από τα μυστήρια του σήμερα θα έχουν λυθεί με κατανοητό τρόπο από τους απογόνους μας. Το γεγονός ότι εμείς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε λεπτομερώς, ας πούμε, τις τροποποιημένες καταστάσεις της συνείδησης με όρους της χημείας του εγκεφάλου, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει ένας “πνευματικός κόσμος”. Όπως για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένα ηλιοτρόπιο ακολουθεί τον ήλιο στην πορεία του κατά μήκος του ουρανού, αποτελούσε κυριολεκτικά την ένδειξη ενός θαύματος, προτού μάθουμε για το φωτοτροπισμό και τις ορμόνες των φυτών.
Και αν ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μας, άραγε είναι λάθος της επιστήμης ή εκείνων που επιβάλλουν τις δικές τους επιθυμίες στον κόσμο; Όλα τα θηλαστικά – και πολλά άλλα ζώα – νιώθουν κάποια συναισθήματα: φόβο, λαγνεία, ελπίδα, πόνο, αγάπη, μίσος καθώς και την ανάγκη να τους καθοδηγεί κάποιος. Δεν υπάρχει τίποτα το μοναδικό στα συναισθήματα των ανθρώπων. Από την άλλη, κανένα άλλο είδος δεν ασκεί την επιστήμη τόσο πολύ ή τόσο καλά όσο εμείς. Πώς λοιπόν μπορεί η επιστήμη να γίνεται “απάνθρωπη”;
Ωστόσο μοιάζει άδικο: μερικοί από μας πεθαίνουν από την πείνα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ενώ άλλοι – από μια τυχαία σύμπτωση – γεννιούνται και ζουν τη ζωή τους με πλούτο και μεγαλοπρέπεια. Μπορεί να έχουμε γεννηθεί σε μια διεφθαρμένη οικογένεια ή σε μια διασυρμένη εθνική ομάδα, ή να αρχίζουμε τη ζωή μας με κάποια αναπηρία· ή μήπως διανύουμε τη ζωή μας με σημαδεμένη την τράπουλα σε βάρος μας και έπειτα πεθαίνουμε; Αυτό είναι όλο; Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ατέλειωτος ύπνος χωρίς όνειρα; Πού είναι η δικαιοσύνη;
Είναι σκληρό, απάνθρωπο και άκαρδο. Δεν θα έπρεπε να έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία σε κάποιο άλλο επίπεδο; Θα ήταν καλύτερα να ξαναγεννιόμαστε υπό κάποιες συνθήκες όπου θα λαμβανόταν υπόψη το πόσο καλά είχαμε παίξει το ρόλο μας στην προηγούμενη ζωή, αδιαφορώντας για το πόσο σημαδεμένη θα ήταν τότε η τράπουλα σε βάρος μας. Ή αν υπήρχε η Ώρα της Κρίσης αφού πεθάνουμε, τότε θα έπρεπε – στο βαθμό που τα έχουμε πάει καλά με το πρόσωπο που μας είχαν δώσει σε αυτή τη ζωή και είμαστε ταπεινοί, πιστοί και όλα τα συναφή – να ανταμειφθουμε ζώντας ευτυχισμένα αιωνίως σε ένα μόνιμο καταφύγιο, μακριά από τις αγωνίες και τις αναταραχές αυτού του κόσμου. Έτσι θα έπρεπε να ήταν ο κόσμος αν τον είχαν προσχεδιάσει δίκαια. Έτσι θα έπρεπε να ήταν, αν όλοι όσοι υπέφεραν από πόνους και βάσανα, μπορούσαν να τύχουν κάποιας παρηγοριάς, όπως πραγματικά τους αξίζει.
Έτσι οι κοινωνίες που διδάσκουν τη συγκατάβαση απέναντι στην παρούσα κατάσταση της ζωής, προσδοκώντας μια μεταθανάτια ανταμοιβή, έχουν την τάση να διαποτίζονται από αντεπαναστατικές ιδέες. Επιπλέον, ο φόβος του θανάτου, που από κάποια άποψη είναι δυνατόν να προσαρμοστεί στον εξελικτικό αγώνα επιβίωσης, δεν είναι δεκτικός προσαρμογής σε κατάσταση πολέμου. Πάντως, οι θρησκείες που διδάσκουν μια μετά θάνατο ζωή μακαριότητας για τους ήρωες – ή έστω για εκείνους που απλώς έκαναν ό,τι τους είπαν αυτοί που κατείχαν την εξουσία – μπορούν να κερδίσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Άρα, η ιδέα ενός πνευματικού τμήματος της φύσης μας που επιβιώνει μετά θάνατο, η ιδέα της μέλλουσας ζωής, θα έπρεπε να πουλιέται εύκολα από τις θρησκείες και τα έθνη. Αυτό δεν είναι ένα θέμα το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εύκολα με σκεπτικισμό. Οι άνθρωποι θα θέλουν να πιστεύουν σε αυτή την ιδέα, έστω και αν οι αποδείξεις είναι ελάχιστες έως μηδαμινές.
Είναι αλήθεια ότι οι βλάβες του εγκεφάλου μπορεί να μας προκαλέσουν απώλεια μεγάλων τμημάτων της μνήμης, ή να μας μετατρέψουν από μανιακούς σε ήρεμους και το αντίθετο. Όπως και οι μεταβολές στη χημεία του εγκεφάλου μπορούν να μας πείσουν ότι υπάρχει μια μαζική συνωμοσία εναντίον μας ή να μας κάνουν να νομίζουμε ότι ακούμε τη φωνή του Θεού.
Αλλά παρά το γεγονός ότι κάποιες επιτακτικές μαρτυρίες σαν και αυτές, ορίζουν ότι η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, η μνήμη – αν θέλετε και η ψυχή – εδρεύουν στην ύλη του εγκεφάλου, είναι εύκολο να μην επικεντρωθούμε σε αυτή την ιδέα, αλλά να βρούμε τρόπους να αποφύγουμε το βάρος των αποδείξεων.
Μιας και υπάρχουν ισχυροί κοινωνικοί θεσμοί που επιμένουν ότι υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως όσοι αντιτίθενται στην επίσημη Εκκλησία, τείνουν να είναι λίγοι, σιωπηλοί και πικραμένοι. Μερικές ανατολικές και χριστιανικές θρησκείες ή κάποιες θρησκείες της Νέας Εποχής καθώς και ο πλατωνισμός, θεωρούν ότι ο κόσμος είναι μη πραγματικός και ότι τα βάσανα, ο θάνατος και η ίδια η ύλη είναι ψευδαισθήσεις και τίποτα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μόνο η “διάνοια”.
Αντίθετα, η κυρίαρχη επιστημονική άποψη είναι ότι η διάνοια είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτό που κάνει ο εγκέφαλος, δηλαδή είναι μια ιδιότητα των εκατοντάδων τρισεκατομμυρίων νευρικών συνδέσεων μέσα στον εγκέφαλο.
Υπάρχει μια περίεργα διευρυμένη ακαδημαϊκή άποψη, με ρίζες στη δεκαετία του ’60, που θεωρεί ότι όλες οι απόψεις είναι το ίδιο αυθαίρετες και ότι το “σωστό” ή το “λάθος” είναι μια αυταπάτη. Ίσως αυτό είναι μια απάθεια κάποιων να ανακτήσουν υπεροχή επί των επιστημόνων, που πολύ καιρό ισχυρίζονται ότι η λόγια κριτική, η θρησκεία, η αισθητική και μεγάλος μέρος της φιλοσοφίας και της ηθικής δεν είναι παρά υποκειμενικές απόψεις επειδή δεν μπορούν να αποδειχτούν όπως ένα θεώρημα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, αλλά ούτε και με πειραματική δοκιμασία.
Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν τα πάντα να είναι πιθανά. Η φαντασία μας και οι ανάγκες μας απαιτούν περισσότερα. Αισθανόμαστε ότι για τα ελάχιστα που διδάσκει η επιστήμη, πρέπει να βεβαιωθούμε με λογικό τρόπο. Πολλοί από τους γκουρού της Νέας Εποχής – και ανάμεσά τους και η ηθοποιός Σίρλεΰ Μακ Λέιν – προχωρούν μακριά μέχρι του σημείου να ασπάζονται τον σολιψισμό * και υποστηρίζουν ότι η μοναδική πραγματικότητα είναι οι ίδιες τους οι σκέψεις .
“Εγώ είμαι ο Θεός” λένε στην πραγματικότητα. «Πραγματικά πιστεύω ότι εμείς δημιουργούμε μόνοι μας την πραγματικότητά μας», είπε κάποτε η Μακ Λέιν έναν σκεπτικιστή. «Πιστεύω ότι εγώ σε δημιουργώ αυτή τη στιγμή».
Αν ονειρεύομαι ότι ξαναενώνομαι με τους νεκρούς γονείς μου ή το παιδί μου ποιος μου λέει ότι αυτό δεν συνέβη πραγματικά; Αν έχω ένα όραμα βλέπονται εαυτό μου να αιωρείται στο διάστημα κοιτώντας κάτω στη Γη, ίσως να ήμουν πραγματικά εκεί. Ποιοι είναι αυτοί οι επιστήμονες, που δεν μοιράστηκαν και αυτή την εμπειρία και θα μου πουν ότι όλα αυτά είναι μονάχα στο μυαλό μας.
Αν η θρησκεία μου διδάσκει ότι αυτός είναι ο αναλλοίωτος και αλάνθαστος Λόγος του Θεού, ότι το Σύμπαν είναι μερικών χιλιάδων ετών, τότε οι επιστήμονες γίνονται προσβλητικοί και ασεβείς και μάλιστα κάνουν λάθος όταν ισχυρίζονται ότι αυτό είναι μερικών δισεκατομμυρίων ετών.
Γενικά, η επιστήμη επιχειρεί να θέτει όρια, με έναν τρόπο εκνευριστικό σε αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Ποιος ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να τα ταξιδέψουμε γρηγορότερα από το φως; Κάποτε το ισχυρίζονταν και για τον ήχο, έτσι δεν είναι; Ποιος θα μας σταματήσει, αν έχουμε αληθινά ισχυρά όργανα για να μετρήσουμε τη θέση και την ορμή ενός ηλεκτρονίου ταυτόχρονα; Γιατί δεν μπορούμε, αφού είμαστε τόσο έξυπνοι, να φτιάξουμε ένα αεικίνητο “πρώτου είδους” (που να δημιουργεί περισσότερη ενέργεια απ’ όση του παρέχεται)? ή. ένα αεικίνητο “δεύτερου είδους” (που να μην σταματάει ποτέ); Ποιος τολμά να βάλει όρια στην ανθρώπινη εφευρετικότητα;
Στην πραγματικότητα, η Φύση το κάνει. Μια κατανοητή και ευσύνοπτη ανάλυση των νόμων της Φύσης, σχετική με τη λειτουργία του Σύμπαντος, περιέχει έναν τέτοιο κατάλογο από απαγορευμένες πράξεις. Πολύ εύστοχα, η ψευδοεπιστήμη και οι προλήψεις τείνουν να μην αναγνωρίζουν περιορισμούς στη Φύση. Αντιθέτως, λένε ότι “όλα είναι δυνατά”. Υπόσχονται έναν απεριόριστο αριθμό δυνατοτήτων, παρότι οι οπαδοί τους έχουν συχνά απογοητευτεί και προδοθεί.
* Σ.τ.Μ.: Θεωρία βάσει της οποίας το μόνο που υπάρχει πραγματικά είναι το υποκειμενικό
https://antikleidi.com/2018/05/26/sagan_newton/