Το 1924, ο Τούρκος ηγέτης Κεμάλ Ατατούρκ κατάργησε επισήμως το οθωμανικό χαλιφάτο. Σήμερα, οι περισσότερες δυτικές συζητήσεις για το Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και της αλ-Σαμ (ISIS), την εξτρεμιστική ομάδα που έχει ανακηρύξει χαλιφάτο σε πολλά μέρη τού Ιράκ και της Συρίας, αρχίζουν με την παραπομπή σε αυτό το γεγονός ως σαν να επρόκειτο για ένα περισπούδαστο σημείο καμπής στην ισλαμική ιστορία. Μερικοί σύγχρονοι ισλαμιστές σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο, επίσης: Υπάρχει λόγος, για παράδειγμα, που το «Λιονταράκι» (Lion Cub), η παιδική εκδοχή τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, κάποτε απένειμε στον «Εβραίο» «προδότη» Ατατούρκ [1] πολλαπλά πρώτα βραβεία στον διαγωνισμό «Γνωρίστε τους Εχθρούς τής Θρησκείας σας».
Ακόμη και αν οι σημερινοί ισλαμιστές αναφέρονται στους Οθωμανούς, όμως, οι περισσότεροι από αυτούς είναι πολύ πιο επικεντρωμένοι στην προσπάθεια να αναδημιουργήσουν τα αρχικά Χαλιφάτα: Για παράδειγμα, η εποχή των τεσσάρων Ορθώς Καθοδηγούμενων Χαλίφηδων, οι οποίοι κυβέρνησαν αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ τον 7ο αιώνα, ή το χαλιφάτο των Αββασιδών, το οποίο υπήρξε με την μια ή την άλλη μορφή από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα (προτού καταργηθεί επίσημα από τους Μογγόλους). Με το να συγχωνεύσουν στον 19ο αιώνα την Οθωμανική βασιλική οικογένεια με αυτούς τους προ χιλιετίας ή και περισσότερο χαλίφηδες, οι Δυτικές αυθεντίες και οι νοσταλγικοί Μουσουλμάνοι στοχαστές εξίσου, έχουν δημιουργήσει μια αφήγηση περί το χαλιφάτο ως έναν διαρκή θεσμό, στο επίκεντρο του Ισλάμ και της ισλαμικής σκέψης μεταξύ του 7ου και του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα, το χαλιφάτο είναι μια πολιτική ή θρησκευτική ιδέα τής οποίας η συνάφεια έχει αυξομειώσεις ανάλογα με την περίσταση.
Η πιο πρόσφατη ιστορία τού χαλιφάτου υπό τους Οθωμανούς δείχνει γιατί ο θεσμός είναι καλύτερα να εκλαμβάνεται ως πολιτική φαντασίωση –ένας κενός χώρος το ίδιο ομιχλώδης όπως η «δικτατορία τού προλεταριάτου»- την οποία οι σύγχρονοι ισλαμιστές σε μεγάλο βαθμό φτιάχνουν καθώς προχωρούν. (Αν δεν ήταν, το ISIS δεν θα μπορούσε τόσο εύκολα να χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο για να περιγράψει το αδίστακτο και αιματηρό κρατίδιό του που οι Βρετανοί Μουσουλμάνοι επιχειρηματίες χρησιμοποιούν για να εκφράσουν την ιδέα ενός εκλεγμένου και δημοκρατικού ηγέτη για τον ισλαμικό κόσμο). Επιπλέον, η ιστορία του οθωμανικού χαλιφάτου προτείνει επίσης ότι, προσπαθώντας να πραγματοποιήσουν σχεδόν οποιαδήποτε εκδοχή αυτής της φαντασίωσης, οι σύγχρονοι ισλαμιστές μπορεί κάλλιστα να αντιμετωπίσουν τις ίδιες αντιφάσεις που βασάνισαν τους Οθωμανούς πριν από έναν αιώνα.
ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΕΠΑΝΑΛΑΝΣΑΡΙΣΜΑ
Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε την Αίγυπτο και την Αραβική Χερσόνησο το 1517, ο σουλτάνος Σελίμ ο Βλοσυρός διεκδίκησε επίσημα τον τίτλο τού χαλίφη για τον εαυτό του και τους κληρονόμους του. Εκτός από την ανάληψη του ελέγχου των πόλεων Μέκκα και Μεδίνα, ο Σελίμ ενίσχυσε την διεκδίκησή του με το να φέρει μια συλλογή από ενδύματα και τρίχες από τα γένια τού προφήτη πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Αιώνες μετά το γεγονός, οι Οθωμανοί αποφάσισαν ότι έπρεπε να κάνουν την όλη διαδικασία να φαίνεται λίγο πιο σοβαρή, οπότε οι βασιλικοί ιστορικοί άρχισαν να ισχυρίζονται ότι ο τελικός κληρονόμος τού χαλιφάτου των Αββασιδών, ζώντας εξόριστος στο Κάιρο αιώνες αφότου είχε χάσει τον θρόνο του, είχε οικειοθελώς απονείμει τον τίτλο του στον Σελίμ. Πιο πρακτικά, οι Οθωμανοί ενίσχυσαν την διεκδίκησή τους στην ισλαμική ηγεσία υπηρετώντας ως φύλακες των χατζ [των χατζήδων] και στέλνοντας έναν περίτεχνα διακοσμημένο επίχρυσο μανδύα για να καλύπτει το Κάαμπα, [ο «κύβος» ή «οίκος τού Θεού», το πιο ιερό σύμβολο των Μουσουλμάνων στην Μέκκα] κάθε χρόνο.
Για να βάλει ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β’ την ανάληψη τού τίτλου σε μια προοπτική, όταν κατέλαβε την βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, 64 χρόνια πριν κατακτήσει ο Σελίμ την Αίγυπτο, διεκδίκησε τον τίτλο τού Καίσαρα της Ρώμης για τους απογόνους του. Όμως, το να είναι Καίσαρας δεν του έδινε περισσότερη ισχύ στους Οθωμανούς στα τέλη τού 19ου αιώνα από το να είναι χαλίφης, και τούτο ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας πολιτικής εκστρατείας [2] εκ μέρους τού σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β’ να συσπειρώσει αντιαποικιακά συναισθήματα στο οθωμανικό κράτος και να ενισχύσει την δική του εσωτερική νομιμοποίηση. Οι τεχνικές του περιελάμβαναν το να διαβάζεται το όνομά του στις προσευχές τής Παρασκευής και να διανέμει Κοράνια [3] σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο από την Αφρική μέχρι την Ινδονησία.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πολλοί Μουσουλμάνοι, αντιμέτωποι με τον θρίαμβο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στις δικές τους χώρες, έφτασαν να θαυμάζουν την ιδέα ενός ευσεβούς και ισχυρού ηγέτη όπως ο Οθωμανός σουλτάνος που αψηφά τον δυτικό ιμπεριαλισμό εξ ονόματος ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου. Βεβαίως, Βρετανοί και Γάλλοι αξιωματούχοι εξέφρασαν αυξανόμενο φόβο για την δυνητική δύναμή του σε μουσουλμανικά αποικιακά θέματα στην Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόθυμος να προσπαθήσει να μοχλεύσει τέτοιους φόβους, ακόμη και ο Αμπντουλχαμίντ είχε τις επιφυλάξεις του [4] σχετικά με το πόσο πραγματική επιρροή επετύγχαναν οι προσπάθειές του σε αυτές τις τόσο απομακρυσμένες περιοχές.
Ένα πράγμα που τον ανησυχούσε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι δεν αποδέχοντο όλοι [5] τους ισχυρισμούς του σχετικά με το χαλιφάτο. Ανεξάρτητα από εκείνους που συσπειρώθηκαν γύρω από Αμπντουλχαμίντ λόγω θρησκευτικής αλληλεγγύης, υπήρξαν άλλοι, παρακινημένοι από αραβικό εθνικισμό ή δυσαρέσκεια από την τυραννία του Αμπντουλχαμίντ, ο οποίος αμφισβήτησε τα θρησκευτικά θεμέλια της εξουσίας του. Αυτοί οι στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου σε ορισμένα σημεία και του Rashid Rida [6], δικαιολόγησαν την δημιουργία ενός διαφορετικού, αραβικού χαλιφάτου, με το να ισχυριστούν ότι ο Μωάμεθ είπε ότι ο πραγματικός χαλίφης έπρεπε να είναι ένας απόγονος των Κουραϊσιτών, της φυλής τού Προφήτη. (Οι Οθωμανοί, όπως φαίνεται, αποδέχθηκαν την εγκυρότητα αυτής της ρήσης, αλλά έδωσαν την δική τους ερμηνεία [5], σύμφωνα με την οποία ο Προφήτης στην πραγματικότητα εννοούσε ότι ο χαλίφης δεν ήταν αναγκαίο να είναι απόγονος των Κουραϊσιτών).
Αλλά σε κάθε περίπτωση, οι βίαιες πολιτικές στις αρχές τού 20ού αιώνα ξεπέρασαν γρήγορα την θεολογία. Παρά τις προσπάθειές του ως υπερασπιστής τής πίστης, ο Αμπντουλχαμίντ συνέχισε να χάνει έδαφος και πολιτική δύναμη έναντι των χριστιανικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό βοήθησε τους κοσμικούς ηγέτες τού κινήματος των Νεότουρκων, όπως ο Ενβέρ Πασά, να παραγκωνίσουν τον σουλτάνο και να πάρουν την εξουσία για τον εαυτό τους, τις παραμονές τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία τότε απόλαυσε κάποια στρατιωτική επιτυχία, και μετά έκανε επιτυχίες ο ίδιος στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, ο Ενβέρ έγινε πηγή έμπνευσης στον μουσουλμανικό κόσμο. Πράγματι, ο κατάλογος των μωρών που πήραν το όνομά του εκείνη την εποχή περιλαμβάνει τον Ενβέρ Χότζα, τον μελλοντικό ηγέτης τής Αλβανίας, και τον Ανουάρ αλ Σαντάτ, τον μελλοντικό ηγέτη τής Αιγύπτου.
ΑΡΑΒΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ
Φυσικά, το άστρο τού Ενβέρ ξεθώριασε επίσης, με την οθωμανική ήττα στο τέλος τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ατατούρκ γρήγορα αναδείχθηκε ως ο νέος ήρωας οδηγώντας μια επιτυχημένη εκστρατεία για απώθηση των γαλλικών, ιταλικών, βρετανικών και ελληνικών στρατιών έξω από την οθωμανική Ανατολία. Γρήγορα, μερικοί από τους ίδιους πολιτικά δεκτικούς Μουσουλμάνους που είχαν υποστηρίξει το αντι-ιμπεριαλιστικό χαλιφάτο τού Αμπντουλχαμίντ θαύμασαν ακόμη περισσότεροι την ένοπλη περιφρόνηση του Ατατούρκ προς την ευρωπαϊκή ισχύ. Στην Παλαιστίνη, για παράδειγμα, [7], οι Μουσουλμάνοι που είχαν κάποτε στραφεί προς τον Οθωμανό χαλίφη για προστασία ενάντια στους σιωνιστές εποίκους και τους Βρετανούς κατακτητές, άρχισαν να επιδοκιμάζουν τον Ατατούρκ, κάνοντας ένα καχύποπτο Βρετανό αξιωματικό να ανησυχεί ότι αυτή η τουρκική προσωπικότητα αυτό είχε γίνει «ένας νέος σωτήρας τού Ισλάμ».
Ταυτόχρονα, η μείωση της οθωμανικής ισχύος πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο προσέδωσε αυξανόμενη αξιοπιστία στην ιδέα ενός νέου, μη-οθωμανού χαλίφη στον αραβικό κόσμο. Αλλά ποτέ δεν ήταν απολύτως σαφές ποιος ακριβώς Άραβας χαλίφης θα μπορούσε να είναι αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν ο Ατατούρκ κατήργησε επιτέλους τον θεσμό τού χαλιφάτου το 1924, δεν υπήρξε καμιά σαφής ή συνεκτική κατακραυγή από τον μουσουλμανικό κόσμο συνολικά. Πολλοί Μουσουλμάνοι, ιδιαίτερα εκείνοι στην Ινδία για τους οποίους τα πανισλαμικά σύμβολα, όπως ο χαλίφης ήταν ένα σημαντικό μέρος τής αντι-αποικιοκρατίας, διαμαρτυρήθηκαν. Άλλοι ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να ελιχθούν για να διεκδικήσουν τον τίτλο για τον εαυτό τους.
Ο πιο διάσημος ήταν ο Χουσείν ιμπν Αλί, ο κυβερνήτης τής Μέκκας, ο οποίος είναι γνωστός στους θαυμαστές τού Λόρενς τής Αραβίας για τον ηγετικό ρόλο του στην αραβική εξέγερση. Ως τοπικός ηγέτης με έλεγχο στην Μέκκα και την Μεδίνα -και υποτιθέμενη ευθεία καταγωγή από την φυλή τού προφήτη – ο Χουσεΐν πιστεύεται ότι αφότου οδήγησε τους Οθωμανούς έξω από την Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να γίνει ένας Άραβας βασιλιάς, με όλες τις θρησκευτικές και κοσμικές αρμοδιότητες του χαλίφη. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, όταν ο Ατατούρκ εξόρισε τον Οθωμανό σουλτάνο, ο Χουσεΐν τον κάλεσε στην Μέκκα [8]. (Ο εξόριστος μονάρχης σύντομα αποφάσισε ότι προτιμούσε την ιταλική Ριβιέρα).
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο γιος τού Χουσεΐν, Abdullah –ο ιδρυτής τής ιορδανικής μοναρχίας- θα δηλώσει [9] ότι, με τον τερματισμό τού χαλιφάτου, οι Τούρκοι είχαν «προσφέρει την μεγαλύτερη δυνατή υπηρεσία στους Άραβες», για την οποία ένιωθε ότι έπρεπε να «στείλει ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα στον Μουσταφά Κεμάλ». Φυσικά, τα σχέδια του Χουσεΐν δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως το περίμενε. Παρά το γεγονός ότι είχε βρετανική υποστήριξη για το σχέδιό του νωρίς στον πόλεμο, ο ίδιος διαβοήτως περιέπεσε σε σύγκρουση με την συμφωνία Sykes-Picot. Οι Γάλλοι οδήγησαν τον γιο του έξω από την Συρία, και πριν περάσει πολύς καιρός, οι Σαουδάραβες τον οδήγησαν έξω από την Αραβική Χερσόνησο. Μέχρι την στιγμή που ο Χουσεΐν αυτοανακηρύχθηκε επισήμως χαλίφης, υποτίθεται μετά την επιμονή μιας επίλεκτης ομάδας Μουσουλμάνων ηγετών, η δύναμή του είχε συρρικνωθεί στο σημείο που η δήλωσή του φαινόταν σαν πράξη καθαρής απελπισίας.
Η αιγυπτιακή μοναρχία, εν τω μεταξύ, είχε να προχωρήσει μια δική της διεκδίκηση. Παρά το γεγονός ότι ευθυγραμμιζόταν στενά με τους Βρετανούς και καταγόταν από Κιρκάσιους Αλβανούς προγόνους, χωρίς δεσμούς με την οικογένεια του προφήτη, ο βασιλιάς Φουάντ συγκεκαλυμμένα προέβαλε [10] την υπόθεσή του να διαδεχθεί τους Οθωμανούς. Σύμφωνα με τα λόγια [10] ενός ισλαμιστή λόγιου, η Αίγυπτος ταίριαζε καλύτερα με το χαλιφάτο από όσο, ας πούμε, ένας νομάδας τής ερήμου όπως ο Χουσεΐν «επειδή ανέλαβε την ηγεσία στην θρησκευτική εκπαίδευση και είχε έναν τεράστιο αριθμό Μουσουλμάνων υψηλής εξειδίκευσης και ευφυΐας». Ο βασιλιάς Ιντρίς Α’ τής Λιβύης επίσης φαινόταν να εξετάζει το ενδεχόμενο να προσπαθήσει να πάρει τον τίτλο, αλλά, όπως και ο Φουάντ, τελικά αποφάσισε ότι είχε πολύ λίγη υποστήριξη για να το κάνει επίσημα.
Ο βασιλιάς τής Σαουδικής Αραβίας, Σαούντ, παρότι τελικά κατέλαβε τους Άγιους Τόπους από τον Χουσεΐν, ήταν ένας από τους λίγους ηγέτες που ουδέποτε διεκδίκησε το χαλιφάτο, αν και η ιδέα σίγουρα συζητήθηκε. Ο Σαούντ ευθυγραμμίστηκε με το κίνημα των Ουαχάμπι, το οποίο προέκυψε ως μια εξέγερση ενάντια στην υποτιθέμενη παρακμή τής οθωμανικής κυβέρνησης στον 18ο αιώνα. Κατά ειρωνικό τρόπο, αν και η αντίθεσή του στους οθωμανικού στιλ χαλίφηδες ήταν κοινή με άλλους Άραβες, ο ιδιαίτερος θρησκευτικός του κλάδος ήταν πολύ ριζοσπαστικός [10] ώστε να σκεφτεί ποτέ ότι είχε πολλές πιθανότητες να γίνει ο ίδιος χαλίφης.
Στο τέλος, όμως, η απρέπεια των εν λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων ήταν μόνο ένας από τους παράγοντες που βοήθησαν να βάλουν την συζήτηση περί χαλιφάτου στο περιθώριο μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Πολλοί Μουσουλμάνοι είχαν αντιδράσει στην κατάργησή του εντείνοντας τις προσπάθειές τους να οικοδομήσουν κοσμικές συνταγματικές κυβερνήσεις στις χώρες τους. Πράγματι, ορισμένες από τις ισχυρότερες αντιδράσεις στις χαλιφατικές προσδοκίες τού Αιγύπτιου βασιλιά ήρθαν από [10] Αιγύπτιους φιλελεύθερους, οι οποίοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να αυξήσει την δύναμη της μοναρχίας. Ο Αιγύπτιος μελετητής Αλί Αμπντ αλ-Ραζίκ, στην διαβόητη αμφιλεγόμενη κριτική του για την ίδια την ιδέα ενός χαλιφάτου, το προχώρησε τόσο μακριά ώστε να υποστηρίξει [11] ότι το Κοράνι δεν περιέχει «καμία αναφορά στο χαλιφάτο για το οποίο οι Μουσουλμάνοι απευθύνουν έκκληση». Αυτή ήταν επίσης η περίοδος όπου ένας αριθμός στοχαστών, κοσμικών και ευσεβών Μουσουλμάνων, άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο ότι ο χαλίφης πρέπει να είναι μια καθαρά θρησκευτική προσωπικότητα, σαν ένας «ισλαμικός πάπας», απαλλαγμένος από οποιαδήποτε κοσμική εξουσία.
ΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι τα ισλαμικά κινήματα του 21ου αιώνα που προσπαθούν να αναβιώσουν το χαλιφάτο, το πράττουν στο όνομα μιας σαφούς και καλά καθορισμένης ισλαμικής εντολής. Μάλλον, είναι απλά διαφορετικοί δρώντες σε μια μακραίωνη συζήτηση για μια ιδέα που μόνο περιστασιακά έχει κερδίσει ευρύ ενδιαφέρον στον ισλαμικό κόσμο.
Η κληρονομιά των προηγούμενων γύρων αυτού του επιχειρήματος μπορεί ακόμα να γίνει αισθητή σήμερα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, ως ιστορική πηγή έμπνευσης, το οθωμανικό χαλιφάτο κατέχει την περισσότερη επιρροή μεταξύ των Τούρκων ισλαμιστών, των οποίων η νοσταλγία χρωστάει πολύ περισσότερα [12] στον τρόπο που οι Τούρκοι εθνικιστές δόξασαν την αυτοκρατορία από όσα [χρωστά] στην ευσέβεια των σουλτάνων. Αντίθετα, η θρησκευτική κληρονομιά τής κριτικής τού Αμπντ αλ-Ουαχάμπ στον 18ο αιώνα για το οθωμανικό κράτος, σε συνδυασμό με την πολιτική κληρονομιά τού πιο πρόσφατου αντι-οθωμανικού αραβικού εθνικισμού, δίνει σε πλειάδα μη-Τούρκων ισλαμιστών αρκετούς λόγους να προτιμούν το προηγούμενο ενός αραβικού χαλιφάτου.
Με το να αντιμετωπίζουν το οθωμανικό χαλιφάτο ως το τελικό σημείο ιστορικής αναφοράς για το ποιο ρεύμα φιλοδοξούν οι σημερινοί ισλαμιστές, οι Δυτικές αυθεντίες συγχέουν το σύγχρονο όνειρο περί ενός ισχυρού, καθολικά σεβαστού Μουσουλμάνου ηγέτη με το αποτυχημένο όνειρο του τελευταίου Οθωμανού σουλτάνου να γίνει ο ίδιος μια τέτοια προσωπικότητα. Οι περιστάσεις που ενώνουν αυτά τα όνειρα -και το δέλεαρ της ισχυρής θρησκευτικής εξουσίας απέναντι στην Δυτική πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύ- μπορεί να είναι οι ίδιες. Αλλά το ίδιο είναι και οι προκλήσεις. Οι σύγχρονοι διεκδικητές τού τίτλου τού χαλίφη μπορεί να βρεθούν γρήγορα στην ίδια βάρκα με τους Οθωμανούς χαλίφηδες. Η πολιτική ή η στρατιωτική επιτυχία, παρά η ιστορία ή η θεολογία, μπορεί να φέρει μια βραχύβια νομιμοποίηση, αλλά η αποτυχία σε αυτές τις σφαίρες θα φέρει και άλλους διεκδικητές τής εξουσίας.
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.