Δεκεμβρίου 18, 2010
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε στον
δυτικό κόσμο μια ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά τα
εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και, ως εκ τούτου, τις ίδιες τις
συνθήκες ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Η δυσμενέστατη αυτή εξέλιξη
οφείλεται κυρίως στη συνδυασμένη πίεση που ασκούν δύο παράγοντες:
αφενός, η σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση νεοφιλελεύθερων ιδεών (που
εκπορεύονται από επιχειρηματικούς κύκλους, ΜΜΕ και διάφορους στοχαστές –
εντός ή εκτός εισαγωγικών – και πολιτικούς), τις οποίες (μάλλον
παραδόξως) ασμένως έχουν αποδεχτεί οι πολιτικές ηγεσίες των περισσοτέρων
κρατών, καθώς και διάφοροι υπερεθνικοί οργανισμοί, αφετέρου, η
πανθομολογούμενη οικονομική κρίση (που οφείλεται σε εγγενείς παθογένειες
του καπιταλιστικού συστήματος οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών, τις
οποίες εν πολλοίς έχουν οξύνει οι προαναφερθείσες νεοφιλελεύθερες
ιδεοληψίες και οι πρακτικές των οικονομικών παραγόντων). Ειδικά στη χώρα
μας η επιδείνωση αυτή είναι κάτι παραπάνω από σαφής, συντελείται δε με
ρυθμούς όλο και πιο ραγδαίους και με τρόπους βίαιους και κυνικούς. Την
υπόθεση τη γνωρίζουμε όλοι: επιδίωξη απότομης συρρίκνωσης του δημόσιου
τομέα, ο οποίος κρίνεται ως εξ ορισμού “κακός, άχρηστος κι επιζήμιος”
(χωρίς να γίνεται ποτέ συζήτηση για την ορθολογική αναδιοργάνωσή του και
την καταπολέμηση των παθογενειών του προκειμένου να καταστεί
λειτουργικότερος και αποδοτικότερος), ενώ οι εργαζόμενοι σ’ αυτόν
στοχοποιούνται συλλήβδην ως αδικαιολόγητα προνομιούχοι και προτείνεται η
καταδίκη τους στην πυρά ή τη γκιλλοτίνα. Κατάργηση εργασιακών
δικαιωμάτων σε βαθμό αδιανόητο, ψαλίδισμα των κοινωνικοασφαλιστικών
δικαιωμάτων, εξαφάνιση κάθε στοιχείου κοινωνικής πρόνοιας με “λογικές”
ψευδοεξοικονόμησης πόρων. Συνολικά διαπιστώνεται μια τάση που θέτει
τελικά εν αμφιβόλω την ύπαρξη της ίδιας της ουσίας του δημοκρατικού
κράτους δικαίου και πρόνοιας που γνωρίζουμε. Αρχίζουμε να
συνειδητοποιούμε ότι ίσως η κατάσταση που ζήσαμε ως τώρα δεν
ήταν παρά ένα απλό διάλειμμα ευημερίας και δικαιοσύνης που αφορούσε ένα
μικρό χρονικό διάστημα μέσα στην απεραντοσύνη του ιστορικού χρόνου (δηλ. μερικές δεκαετίες, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) κι ένα περιορισμένο κομμάτι της ανθρωπότητας
(τον δυτικό κόσμο που λέγαμε και πιο πάνω). Επιστρέφουμε πλέον σε
εποχές του παρελθόντος, πολύ πιο σκληρές απ’ ό,τι γνωρίσαμε στο σύντομο
διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής.
Επιστροφή στο παρελθόν λοιπόν, αλλά σε ποιό ακριβώς; Εδώ φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία. Επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα! Το
λένε τόσοι άνθρωποι που δικαιολογημένα αγανακτούν και αντιδρούν στις
διαφαινόμενες εξελίξεις. Ανάμεσά τους και πολλοί φίλοι (της πραγματικής
ζωής και διαδικτυακοί), αλλά και άνθρωποι τους οποίους, χωρίς να γνωρίζω
προσωπικά, θαυμάζω για τις πάντα εναργείς και εύστοχες πολιτικές και
κοινωνικές τους αναλύσεις. Χαρά ο φίλος σας που θα έχει την τύχη να
ζήσει την αναβίωση της αγαπημένης του ιστορικής περιόδου; Όχι ακριβώς.
Γιατί αν νομίσατε προς στιγμήν ότι ο Ρογήρος ετοιμαζόταν να σας σερβίρει
ένα (μάλλον κοινότοπο) ποστ πολιτικού περιεχομένου, πασπαλισμένο έστω
με λίγη νοσταλγία κάνατε λάθος. Ο Ρογήρος θα συνεχίσει το βιολί του που
είναι η υπεράσπιση της πιο συκοφαντημένης εποχής της Ιστορίας. Γιατί η φράση περί επιστροφής στον Μεσαίωνα δεν είναι παρά ένα ακόμη στερεότυπο που συνήθως εκφέρεται με όρους συμβατικού λόγου (είναι κάτι που το κοινό αναμένει και κατανοεί με σαφώς συγκεκριμένους όρους), χωρίς να προϋποθέτει διαδικασία επιβεβαίωσης ως προς την ιστορική αλήθεια.
Συνήθως, αλλά όχι πάντα. Ορισμένοι από τους υποστηρικτές της ανάλυσης
αυτής επιχειρούν να τεκμηριώσουν την άποψή τους, αναζητώντας σε
θεωρητικό επίπεδο αναλογίες μεταξύ της σημερινής ζοφερής κατάστασης και
του Μεσαίωνα. Τα επιχειρήματα είναι κατά κανόνα τα εξής: πρώτον, τέτοιες
δυσμενείς συνθήκες εργασίας και ζωής μόνο στον Μεσαίωνα πρέπει να
υπήρχαν. Δεύτερον, κι εδώ το επιχείρημα είναι πιο ενδιαφέρον γιατί
ξεφεύγει εντελώς από τη συναισθηματική/ θυμική θεώρηση των πραγμάτων, η
βασική αντιστοιχία των δύο περιόδων έγκειται στην ουσιώδη αποδυνάμωση
της ισχύος των κρατικών οντοτήτων και στην ενίσχυση των ιδιωτικών
κέντρων εξουσίας: στον Μεσαίωνα ήταν οι φεουδάρχες, σήμερα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα.
Είτε είναι συμβατικού ή θυμικού
χαρακτήρα, είτε εκλογικευμένες και κατά τα φαινόμενα τεκμηριωμένες, οι
απόψεις περί επιστροφής στον Μεσαίωνα γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία.
Άλλωστε, δεν έχετε παρά να γκουγκλίσετε τη λέξη “Μεσαίωνας” για να
διαπιστώσετε τη διάδοσή τους: στα πρώτα εκατό αποτελέσματα θα
συναντήσετε γύρω στις 60 αναφορές στον “εργασιακό Μεσαίωνα” κι άλλες
εικοσιπέντε στη σύγκριση μεταξύ δυστυχιών του σήμερα και του τότε.
Ωστόσο, με ή χωρίς περίβλημα επιχειρηματολογίας, οι απόψεις αυτές απλώς
απηχούν (ενσυνείδητα ή όχι) ένα κλισέ που δεν ανταποκρίνεται στην
ιστορική πραγματικότητα. Ας δούμε εν συντομία το γιατί.
Ι. Η πλάνη ως προς τη μεθοδολογία
1. Η επί της αρχής πλάνη: Καταρχήν και καταρχάς η
σύγκριση μεταξύ δύο χρονικά απομακρυσμένων περιόδων της Ιστορίας είναι
ως εκ της φύσεώς της παρακινδυνευμένη και, μάλλον εντελώς, αλυσιτελής,
κατά μείζονα λόγο όταν δεδηλωμένος σκοπός της είναι η επιβεβαίωση
ομοιοτήτων την ύπαρξη των οποίων έχουμε εκ των προτέρων αποδεχτεί. Πώς
μπορούμε να συγκρίνουμε δύο εποχές των οποίων διαφέρουν ριζικά οι
θεσμοί, η πολιτική και κοινωνική οργάνωση, οι τρόποι άσκησης εξουσίας
και πολιτικής και οικονομικής εκμετάλλευσης, οι αντιλήψεις και οι
νοοτροπίες των ανθρώπων κάθε περιόδου, ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνουν
τις κοινωνικές σχέσεις ή το μεταφυσικό; Η ύπαρξη ή όχι καπιταλιστικής
οργάνωσης της οικονομίας και οι συνέπειές της σε επίπεδο θεσμών, δομών
και ιεράρχησης της κοινωνίας, θα έπρεπε να αρκεί για να διαφοροποιήσει
ριζικά τις δύο εποχές και να καταστήσει ατελέσφορη τη μεταξύ τους
σύγκριση. Στην πραγματικότητα, η “επιτυχής” διεκπεραίωση του
εγχειρήματος προϋποθέτει την προκρούστεια προβολή των ιδεών και των
αντιλήψεων του σήμερα σε μια εποχή του παρελθόντος.
2. Ποιός Μεσαίωνας; Πότε και πού;
Ακόμη, όμως, κι αν υποτεθεί ότι η σύγκριση είναι δυνατή, απαιτείται να
καθορισθούν επακριβώς και οι προς σύγκριση περίοδοι. Ένας τέτοιος
προσδιορισμός αφορά τόσο τον χρόνο όσο και τον τόπο.
Είναι παράλογο να αντιμετωπίζουμε ως όλως ομοιόμορφη και στατική μια εποχή χιλίων περίπου χρόνων,
της οποίας δυσκολευόμαστε αφάνταστα να ορίσουμε την αρχή και το τέλος
ακόμη και εντελώς συμβατικά (πότε τελειώνει η Ύστερη Αρχαιότητα; πότε
αρχίζει η Αναγέννηση;),
όπως επίσης είναι παράλογο, αν επιτέλους κατορθώσουμε να οριοθετήσουμε τη χρονική περίοδο αναφοράς,
να πιστέψουμε ότι η κοινωνική και πολιτική οργάνωση ήταν παντού η ίδια.
Καθώς οι υποστηρικτές της άποψης ότι η παρούσα συγκυρία σηματοδοτεί
επιστροφή στον Μεσαίωνα δεν κατονομάζουν, ούτε οριοθετούν χρονικά και
τοπικά τί ονομάζουν Μεσαίωνα, πρέπει να συναγάγουμε από τα γραφόμενά
τους την περίοδο και τον τόπο στον οποίο αναφέρονται. Όλες οι αναφορές
και τα παραδείγματά τους φαίνεται να παραπέμπουν στην εποχή κατά την
οποία και στους τόπους όπου επικράτησε το
φεουδαλικό σύστημα οργάνωσης.
Σύμφωνα
με το προτεινόμενο μοντέλο σύγκρισης, τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα
ταυτίζονται με τους φεουδάρχες, ενώ οι εργαζόμενοι της σύγχρονης εποχής
με τους δουλοπάροικους. Ανταποκρίνεται αυτό το σχήμα στην ιστορική πραγματικότητα, έστω και σε ένα περιορισμένο πεδίο σύγκρισης;
ΙΙ. Η πλάνη ως προς τα ιστορικά δεδομένα
1. Η επικράτηση της φεουδαρχίας δεν είναι ούτε καθολική, ούτε διαχρονική: Παρότι για τον σύγχρονο άνθρωπο η
φεουδαρχία
παρουσιάζεται ως το σήμα κατατεθέν του Μεσαίωνα, στην πραγματικότητα
δεν αφορά ούτε ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ούτε φυσικά όλες τις
περιοχές της Ευρώπης (έστω της Δυτικής). Στην ολοκληρωμένη μορφή του, το
φεουδαλικό σύστημα επικρατεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου
τριών αιώνων (από το δεύτερο μισό του 11ου έως τα μέσα του 14ου αι.) και
απαντά κυρίως στη Βόρεια Γαλλία (όπου και το αρχέτυπο του συστήματος),
σε σημαντικό βαθμό στην Αγγλία των Νορμανδών και λιγότερο σε αγροτικές
περιοχές της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Σημαντικό μέρος της
Ευρώπης δεν γνωρίζει ουσιαστικά ποτέ τη φεουδαρχία. Οι εμπορικές
“δημοκρατίες” της Ιταλίας διοικούνται συλλογικά από μια αριστοκρατία
εμπόρων και επιχειρηματιών εν γένει: ήδη από το δεύτερο μισό του 10ου
αι., το Αμάλφι εμφανίζει τα χαρακτηριστικά αυτά και προαναγγέλει τη
δράση των πιο ολοκληρωμένων και σαφώς μακροβιότερων περιπτώσεων της
Βενετίας, της Γένοβας ή της Πίζας. Στην πραγματικότητα, όλες σχεδόν οι
ιταλικές πόλεις λειτουργούν με τον τρόπο αυτό (που είναι σαφέστατα
περισσότερο συγκρίσιμος με τον καπιταλισμό των νεότερων χρόνων απ’ ό,τι η
φεουδαρχία). Τα ίδια ισχύουν για τις πολυάριθμες ελεύθερες πόλεις της
γερμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και για άλλους τόπους με αντίστοιχη
κοινωνική και οικονομική εξέλιξη.
2. Η εξομοίωση των σύγχρονων εργαζομένων με τους δουλοπάροικους του Μεσαίωνα είναι προβληματική: ας περιοριστούμε στον χώρο κυριαρχίας του φεουδαλικού συστήματος. Είναι δυνατό και θεμιτό να θεωρηθούν οι δουλοπάροικοι διαχρονικό συνώνυμο της ανθρώπινης εξαθλίωσης, όπως τουλάχιστον φαίνεται να πιστεύει ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος; Η απάντηση είναι αρνητική, τούτο δε για πλείονες λόγους.
Πρώτον, μολονότι και για τους
δουλοπάροικους τα μεσαιωνικά κείμενα χρησιμοποιούν τον όρο servus,
δηλαδή αυτόν ακριβώς που για τους Ρωμαίους σήμαινε τον δούλο,
το νομικό καθεστώς και η θέση των
δουλοπάροικων
του Μεσαίωνα απέχει παρασάγγες από αυτήν των δούλων της Αρχαιότητας,
τουλάχιστον της ρωμαϊκής. Τόσο πολύ που αν ψάχνουμε να βρούμε μια τέτοια
ρωμαϊκή αντιστοιχία, η σχέση κυρίου και δουλοπάροικου κατά τον Μεσαίωνα
βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη σχέση κυρίου και πελάτη στα χρόνια της
Ρώμης.
Ο δουλοπάροικος, καταρχάς,
έχει νομική προσωπικότητα, αντιθέτως προς τον δούλ
ο.
Ως υποκείμενο δικαίου διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα, έχει τη δική
του περιουσία και φυσικά συνάπτει συμβάσεις για τη διαχείρισή της.
Επιπλέον,
η μεσαιωνική κοινωνία, ακόμη και στη φεουδαλική εκδοχή της,
δεν χαρακτηρίζεται από τα στεγανά που εμείς τις αποδίδουμε.
Όπως μαρτυρούν τα έγγραφα της εποχής, ένας δουλοπάροικος δεν είναι
απαραίτητο καν να είναι αγρότης, μπορεί να είναι τεχνίτης που κατοικεί
σε μια πόλη, ενώ επίσης μπορεί να συνάψει γάμο με άτομο που τυπικά έχει
την ιδιότητα του ελεύθερου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που
αναφέρει ο
Ζωρζ Ντυμπύ , σχολιάζοντας το έγγραφο μιας δικαιοπραξίας που βρισκόταν στα αρχεία της μονής του Κ
λυνύ:
ο δουλοπάροικος Αλώμ, κάτοικος της κωμόπολης του Μπλανό, νυμφεύεται στο
γειτονικό Οζάν τη Μαρχίλδη, γυναίκα που νομικά χαρακτηρίζεται ως
ελεύθερη. Μαζί αποκτούν περιουσιακά στοιχεία τα οποία και διαθέτουν
ελεύθερα, ενώ τα παιδιά τους υπάγονται στο νομικά ευνοϊκότερο καθεστώς,
εν προκειμένω αυτό του ελεύθερου (Georges Duby “
L’histoire continue“, coll.
Points, εκδ. Seul, Παρίσι 1991, σελ. 63 επ.).
Αν
υπάρχει ένας σαφής περιορισμός για τον δουλοπάροικο, αυτός έγκειται στο
ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει άνευ άλλου τινός τη γη που καλλιεργεί. Και πάλι,
ο περιορισμός είναι σχετικός:
αν το θέλει οπωσδήποτε, ο δουλοπάροικος μπορεί, με λίγο θάρρος, να
εγκαταλείψει τον τόπο του και να αναζητήσει τη τύχη του αλλού. Αν
ταξιδέψει κάπως μακριά (ας πούμε 500 χιλιόμετρα), δηλώσει ψευδώς ότι
είναι ελεύθερος και δώσει όρκο υποταγής στον τοπικό άρχοντα (που δεν
είναι απαραίτητα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να πρόκειται για μια μονή ή έναν
καθεδρικό ναό) θα καταφέρει να εγκατασταθεί και να προκόψει χωρίς
πολλές σκοτούρες ή προβλήματα. Τα εργατικά χέρια είναι πάντα και παντού
ευπρόσδεκτα στον Μεσαίωνα κι οι ντόπιοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να
ψάξουν διεξοδικά μήπως ο νεοφερμένος έχει κάποιον αφέντη που βρίσκεται
πέντε μέρες μακριά (πρβλ. το παράδειγμα του πατέρα της Μαρχίλδης στο
έγγραφο που παραθέτει ο Ντυμπύ,
ibid., σελ. 59-60).
Δεύτερον, όπως ήδη διαπιστώσαμε, οι δουλοπάροικοι αποτελούν απλώς ένα τμήμα της φεουδαλικής κοινωνίας.
Τα περισσότερα άτομα έχουν την ιδιότητα του ελεύθερου και φυσικά
διαθέτουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην καθημερινότητά τους.
Βεβαίως, ο άρχοντας ασκεί εξουσία, επιβάλλει και εισπράττει φόρους,
δικάζει και τιμωρεί, άρα εκ των πραγμάτων καταπιέζει τους υποτελείς του.
Ωστόσο, ουδόλως προκύπτει ότι αυτή η καταπίεση παρεκκλίνει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση δεν έχει τον χαρακτήρα της αμεσότητας που μας κάνουν
να πιστεύουμε οι διάφορες ανιστόρητες μυθοπλασίες των νεότερων χρόνων,
του στυλ jus primae noctis. Ακόμη και σε περιοχές όπου επικρατεί η
φεουδαρχία, ο περισσότερος κόσμος δεν πρόκειται να δει σχεδόν ποτέ αυτόν
που τυπικά είναι κυρίαρχός του. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του
Μονταγιού (βλ. Emmanuel Le Roy Ladurie “Montaillou, village occitan, de 1294 à 1324“,
Gallimard, Παρίσι 1975): το μικρό χωριό των Πυρηναίων υπάγεται στη
δικαιοδοσία του κόμητος της Φουά. Αυτός ασκεί την εξουσία του μέσω δύο
προσώπων: του καστελλάνου, όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας, και του
βαΐλου, για τις αστικές υποθέσεις (ο δεύτερος είναι σχεδόν πάντα κάποιος
από τους προύχοντες του χωριού). Ο κόμης δεν πρέπει να έχει εμφανιστεί
ποτέ στο χωριό. Η – απομακρυσμένη – εξουσία του δεν εκλαμβάνεται ως
καταπίεση από τους κατοίκους. Αντιθέτως, ο κόμης είναι ιδιαίτερα
αγαπητός, κυρίως γιατί αποτελεί τη μόνη ελπίδα προστασίας των χωρικών,
πολλοί από τους οποίους έχουν ασπασθεί την “αίρεση” των Καθαρών, έναντι
της Εκκλησίας και ειδικά της Ιεράς Εξέτασης.
Συμπερασματικά, αν κάποιος θέλει
να βρει παραδείγματα εξαθλίωσης για να τα συγκρίνει με τις ζοφερές
προοπτικές των σύγχρονων εργαζομένων, δεν έχει λόγο να τα αναζητήσει
ειδικά στο Μεσαίωνα. Για να δούμε όμως αν μπορεί να σταθεί
λογικά το δεύτερο σκέλος του μοντέλου σύγκρισης, δηλαδή η ταύτιση των
φεουδαρχών του Μεσαίωνα με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής
μας.
3. Η εξομοίωση των σύγχρονων οικονομικού χαρακτήρα κέντρων εξουσίας με τους φεουδάρχες είναι προβληματική: Ως
κοινός παρονομαστής μεταξύ του Μεσαίωνα και των εξελίξεων της εποχής μας προβάλλεται
η απίσχνανση της κεντρικής εξουσίας του κράτους και η αντίστοιχη
ενδυνάμωση ιδιωτικών κέντρων εξουσίας.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εσχάτως οι κρατικές οντότητες εμφανίζονται να
παραιτούνται από σημαντικό μέρος των εξουσιών τους, τις οποίες
μεταθέτουν ή αποδέχονται τον σφετερισμό τους από πόλους εξουσίας
οικονομικού/ επιχειρηματικού χαρακτήρα. Η τάση αυτή επιδεινώνεται
εξαιτίας της αδυναμίας (και της έλλειψης βουλήσεως) που επιδεικνύει η
κρατική εξουσία όσον αφορά τον έλεγχο των οικονομικών παραγόντων,
έλεγχος που έχει καταστεί εκ των πραγμάτων δύσκολος εξαιτίας του
σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος. “Παρομοίως”,
στον Μεσαίωνα η κεντρική εξουσία εμφανίζεται εξαιρετικά αδύναμη έναντι
των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι ασκούν σχεδόν απόλυτη εξουσία στην
περιοχή δικαιοδοσίας τους.
Εντούτοις, και στην περίπτωση αυτή οι ομοιότητες είναι μάλλον επιφανειακές. Η σύγκριση πάσχει για τους λόγους που θα παραθέσουμε συνοπτικά κατωτέρω.
α. Η διαφορά ως προς τον τρόπο κατανομής και άσκησης της εξουσίας:
με αρκετή ελευθερία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατανομή της εξουσίας
στον Μεσαίωνα (βασιλιάς-φεουδάρχες) είναι μάλλον κάθετη, ενώ στην εποχή
μας (κρατικές οντότητες-οικονομικά συμφέροντα) οριζόντια. Στον Μεσαίωνα υπάρχει κατά τόπον κατάτμηση ομοειδούς εξουσίας.
Η εξουσία που ασκεί ο βασιλιάς δεν διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν
που ασκούν οι φεουδάρχες, παρά μόνον ως προς τα όρια της κατά τόπον
δικαιοδοσίας. Κατά τα λοιπά, τόσο στην περίπτωση του βασιλιά
όσο και αυτή των φεουδαρχών πρόκειται για την κλασσική μορφή εξουσίας
που συναντούμε, σε πιο εξελιγμένη μορφή, και στα σύγχρονα κράτη
(εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, στρατιωτική και αστυνομική,
επιβολής φόρων κ.ο.κ.). Το μόνο που ξεχωρίζει την κεντρική εξουσία από
τις κατά τόπους, είναι τελικά η θέση του βασιλιά ως επικυρίαρχου των
φεουδαρχών, η οποία ισοδυναμεί με μια μάλλον χαλαρή εποπτεία. Σήμερα,
αντιθέτως, οι οικονομικοί παράγοντες δεν ασκούν εξουσία με τον ίδο τρόπο
που το πράττουν τα κράτη: καθορίζουν τις συνθήκες των αγορών, ασκούν
οικονομικές και άλλες πιέσεις στην εκτελεστική εξουσία, χειραγωγούν την
κοινή γνώμη μέσω φίλα προσκείμενων ΜΜΕ κ.ο.κ. Επιπλέον, το ίδιο
οικονομικό κέντρο εξουσίας δεν δρα στην επικράτεια ενός μόνον κρατικού
μορφώματος, αλλά περισσοτέρων, ενδεχομένως και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συνεπώς, ο ένας πόλος διαφοροποιείται από τον άλλο ως προς την
άσκηση εξουσίας και τοπικά και ποιοτικά, στοιχείο που δεν υπάρχει στη
φεουδαρχία του Μεσαίωνα.
β. Η διαφορά ως προς τον χαρακτήρα της εξουσίας: Είναι προφανές ότι σήμερα η εξουσία που ασκείται από οικονομικά συμφέροντα είναι απρόσωπη.
Φορείς της είναι επιχειρηματικά σχήματα με μορφή συνήθως εταιρική που
είναι δύσκολο έως αδύνατο να προσωποποιηθούν. Άλλωστε και αφεαυτής η
άσκηση τέτοιας εξουσίας έχει ακαθόριστο χαρακτήρα, από την άποψη ότι δεν
μπορεί να προσδιορισθεί σε ποιό ποσοστό καθόρισε την μία ή την άλλη
εξέλιξη καθένας από τους οικονομικούς παράγοντες ξεχωριστά. Σε κάθε
περίπτωση, η εξουσία των οικονομικών συμφερόντων εκλαμβάνεται ως
απρόσωπη από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους (οι οποίοι συχνά αδυνατούν
να κατανοήσουν ποιός ακριβώς είναι ο υπεύθυνος για κάποιο δυσμενές γι’
αυτούς αποτέλεσμα, για αυτό και κατηγορούν συλλήβδην τα κέντρα
οικονομικής εξουσίας, συνήθως μαζί με τους εκάστοτε φορείς της
εκτελεστικής εξουσίας, ή καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας). Στο σημείο αυτό, η διαφορά με την κατάσταση στα χρόνια του Μεσαίωνα είναι χαοτική.
Η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου κατά τον Μεσαίωνα είναι σαφώς προσωπική. Η σύναψή της προϋποθέτει την αποδοχή και των δύο μερών. Δεν υπάρχει τίποτε χαρακτηριστικότερο ή πιο συμβολικό για τη
φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα από το
hommage (λατ. hommagium, hominium hominagium, βλ. René Fédou e.a. “
Lexique historique du Moyen Âge“, coll.
cursus, εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1995, λήμμα
hommage,
σελ. 85-86). Στα ελληνικά το αποδίδουμε συνήθως ως “όρκο υποτελείας”,
αλλά η μετάφραση αυτή αδυνατεί να περιγράψει πλήρως την έννοια του
θεσμού. Το hommage περιλαμβάνει βεβαίως μια τελετή, κατά την οποία ο
υποτελής-βασσάλος γονατίζει μπροστά στον επικυρίαρχό του, του δίνει τα
χέρια του και στη συνέχεια προφέρει τον όρκο υποτελείας σ’ αυτόν.
Πρωτίστως, όμως, είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση μεταξύ του βασσάλου και του επικυρίαρχου.
Ο βασσάλος αναλαμβάνει στρατιωτική υποχρέωση, δεσμευόμενος να συνδράμει
στην άμυνα και ασφάλεια των εδαφών του επικυρίαρχου (ost, υποχρέωση
χρονικής διάρκειας 40 ημερών ετησίως) και να συμμετέχει σε στρατιωτικές
επιχειρήσεις του δεύτερου εκτός των εδαφών του (chevauchée), να τον
συμβουλεύει σε θέματα διοίκησης, άμυνας και απονομής δικαιοσύνης και,
τέλος, να του παράσχει τη βοήθειά του στις λεγόμενες τέσσερις
περιπτώσεις (συνεισφορά στα λύτρα για την απελευθέρωση του κυρίου σε
περίπτωση αιχμαλωσίας του, στα έξοδα για την εκπαίδευση του πρωτότοκου
γιου του κυρίου ως ιππότη, στα έξοδα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης του
και στις δαπάνες που θα υποβληθεί ο κύριος αν εκστρατεύσει σε
σταυροφορία). Από την πλευρά του, ο επικυρίαρχος εγγυάται για την
ασφάλεια του βασσάλου, της οικογένειας και των ανθρώπων του και του
παραχωρεί ένα φέουδο, μεταβιβάσιμο κληρονομικά στους απογόνους του
βασσάλου (βλ. Didier Cariou “
La Méditerranée au XIIe siècle“, coll.
Que sais-je?,
αριθ. 3299, εκδ. PUF, Παρίσι.1997, σελ. 9). Βέβαια, οι δομές και οι
σχέσεις της μεσαιωνικής κοινωνίας αποδεικνύονται πάντα πιο σύνθετες απ’
ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως: τίποτε δεν εμποδίζει έναν κατώτερο
άρχοντα να δώσει όρκο υποτελείας σε περισσότερους του ενός
επικυρίαρχους. Η πλειονότητα κυρίων μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση
καθηκόντων στον βασσάλο, στην όχι και τόσο απίθανη περίπτωση που θα
έρθουν αντιμέτωποι δύο από τους επικυρίαρχούς του. Προκειμένου να
επιλυθούν τέτοιες συγκρούσεις, ο Μεσαίωνας εφευρίσκει τον θεσμό του
hommage lige, την κατά προτεραιότητα υποτέλεια δηλαδή: στρατιωτική
υποχρέωση οφείλεται πρωτίστως στον άρχοντα του οποίου κατέστη λίζιος ο
βασσάλος.
Το hommage δεν περιορίζεται στις σχέσεις μεταξύ αρχόντων. Έστω και χωρίς το ίδιο λαμπρές τελετές, επικυρώνει την ιεραρχική υποταγή και του απλού λαού,
περιλαμβανομένων και των δουλοπάροικων. Κατά κανόνα, άλλωστε, κανένα
από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη σχέση υποτέλειας.
Όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει η κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, αλλά και
γιατί πρακτικά η σχέση είναι ακριβώς αυτή της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Ο άρχοντας υποχρεούται να εγγυηθεί την προστασία όλων των υποτελών του. Στο κάτω-κάτω, αυτή την έννοια δεν έχει κι η γνωστή γαλλική φράση “noblesse oblige”; Το να είσαι άρχοντας συνεπάγεται υποχρώσεις. Αυτό δηλαδή που δεν συμβαίνει με τους “φεουδάρχες” της εποχής μας,
που διεκδικούν τα πάντα, ζητούν οτιδήποτε, επιβάλλουν όσα επιθυμούν,
ενώ οι υποτελείς τους (που δεν έδωσαν κανένα όρκο υποτελείας) καταλήγουν
να έχουν μόνο υποχρεώσεις.
Συνεπώς, η όποια ομοιότητα Μεσαίωνα
και σύγχρονων δεινών είναι απλώς φαινομενική. Κι αν επιθυμούμε
οπωσδήποτε να μιλήσουμε για επιστροφή στο παρελθόν, δεν υπάρχει λόγος να
αναζητήσουμε το πρότυπο σε μακρινές εποχές. Αυτό που μας απειλεί δεν
είναι άλλο από μια επιστροφή στην εποχή του πρωτόγονου, άγριου και χωρίς
κανόνες καπιταλισμού του τέλους του 18ου και του 19ου αι., εποχή κατά
την οποία (παρά τον Διαφωτισμό, θα συμπλήρωνα με κάποια δόση
χαιρεκακίας) οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα πέραν του
πενιχρού μισθού τους, ενώ οι έννοιες της ασφάλισης, της σύνταξης και των
άλλων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι εντελώς άγνωστες.
Όπως, όμως, έχουμε ξαναπεί, συμφέρει καλύτερα ο αποπροσανατολισμός μέσω
της παραπομπής σε μια εποχή πιο μακρινή, ουσιαστικά άγνωστη εκτός από τη
μυθοποιημένη εικόνα της. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι επικίνδυνοι
συνειρμοί και η σύνδεση με πιο κοντινές ιστορικές περιόδους, ευχερέστερα
συγκρίσιμες με το παρόν. Η καμπούρα της φεουδαρχίας μπορεί να εισπράξει περισσότερες ξυλιές απ’ ό,τι ο πρώιμος καπιταλισμός.
Ετικέτες:
aide aux quatre cas,
Emmanuel Le Roy Ladurie,
Georges Duby,
hommage,
hommage lige,
υποτελής,
φεουδαλική κοινωνία,
όρκος υποτελείας,
Ιστορία,
Μεσαίωνας,
Μονταγιού,
Πολιτική,
Φεουδαρχία,
βασσάλος,
βασσαλική στρατιωτική υποχρέωση (ost & chevauchée),
δουλοπάροικοι,
επικυρίαρχος,
εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα,
εξουσία,
κράτος,
καπιταλισμός,
νεοφιλελευθερισμός,
οικονομικά συμφέροντα,
οικονομική κρίση,
René Fédou Αναρτήθηκε στις
Ιστορία,
Πολιτική |
63 σχόλια »
Μαρτίου 12, 2010
Αυτή η ανάρτηση ήταν προγραμματισμένο
να δημοσιευθεί στις 8 Μαρτίου, ώστε να συμπέσει με την Ημέρα της
Γυναίκας. Φαίνεται όμως ότι οι συγκυρίες συμμάχησαν με την άποψη που
θεωρεί κενές περιεχομένου τις γιορτές και επετείους αυτού του τύπου:
εκτός από τον φόρτο εργασίας, με τσάκισε και μια αναθεματισμένη ίωση, με
συνέπεια το άρθρο να δημοσιεύεται με σημαντική καθυστέρηση. Ας
προχωρήσουμε όμως στο θέμα που θα μας απασχολήσει. Ο μέσος
σύγχρονος άνθρωπος είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι η θέση της γυναίκας στα
χρόνια του Μεσαίωνα πρέπει να ήταν άθλια. Καταπιεσμένες από αυταρχικούς
και βίαιους συζύγους, καταπιεσμένες από τους φεουδάρχες, καταπιεσμένες
από την Εκκλησία που τις θεωρεί σύμβολα της αμαρτίας και του κακού, όταν
δεν τις στέλνει στην πυρά για να τις κάψει σαν μάγισσες, οι γυναίκες
του Μεσαίωνα φαίνεται να ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας.
Επιβεβαιώνεται η αντίληψη αυτή από τα ιστορικά στοιχεία; Την απάντηση τη
μαντέψατε: όχι, καθόλου! Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι η γυναίκα του 21ου
αιώνα θα αντάλλασσε ανεπιφύλακτα τη θέση της με αυτήν της μεσαιωνικής
γυναίκας, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι ο Μεσαίωνας υπήρξε πολύ
καλύτερος για τις γυναίκες απ’ ό,τι η Αρχαιότητα (ιδίως η ελληνική και
ρωμαϊκή) ή οι αιώνες που ακολούθησαν την “εποχή της φεουδαρχίας”.
Ουσιαστικά, πρέπει να φτάσουμε στον 20ό αιώνα (και μάλιστα στο δεύτερο
μισό του) για να διαπιστώσουμε θεαματική βελτίωση.
Βασικός οδηγός στην προσπάθειά μας να
κατανοήσουμε τη θέση της γυναίκας στον Μεσαίωνα είναι το σύντομο
σύγγραμμα της Γαλλίδας ιστορικού Ρεζίν Περνού (1909-1998) “Pour en finir avec le Moyen Âge
”
(εκδ. Seuil, Παρίσι 1979), το οποίο αποτελεί γενικά μια από τις πιο
σημαντικές προσπάθειες αντίκρουσης των στερεοτύπων με τα οποία οι
νεότερες εποχές αμαύρωσαν την εικόνα του Μεσαίωνα. Το έκτο κεφάλαιο του
βιβλίου (“La femme sans âme
“) είναι αφιερωμένο στη θέση της γυναίκας.
Ι. Γυναίκες και εξουσία: ”Οι
γυναίκες δεν ήταν υπόδουλες και υποταγμένες στο πλαίσιο ενός κόσμου ο
οποίος εμφανίζεται να κυριαρχείται από τις αντρικές αρετές ιπποτών ή
ασκητικών μοναχών; Η εξουσία δεν απέκλειε τις γυναίκες από την κορυφή
της κοινωνίας; Η υπόμνηση μερικών ονομάτων αρκεί για να αποδείξει το
αντίθετο. Η Αλιενόρ της Ακυιτανίας, η Λευκή της Καστίλλης κι άλλες
λιγότερο γνωστές διοίκησαν επικράτειες και κυβέρνησαν υπηκόους” [Sylvain Gouguenheim "Regards sur le Moyen Âge", Tallandier, Παρίσι 2009, κεφ. 10: "Ces Femmes qui eurent le pouvoir (Xe-XIVe siècles)",
σελ. 103-111, ειδ. σελ. 103]. Πράγματι, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα
γυναικών που ασκούν τη βασιλική εξουσία όταν ο σύζυγός τους απουσιάζει ή
ασθενεί ή αυτών στις οποίες έχει νομίμως ανατεθεί η αντιβασιλεία μέχρι
την ενηλικίωση του γιου τους. Άλλες πάλι είναι αρκούντως δυναμικές ώστε
να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και χωρίς να συμβαίνει κάτι από τα
παραπάνω.
Αλιενόρ: Η
Αλιενόρ της Ακυιτανίας (θα
μπορούσαμε να μεταγράψουμε το όνομά της ως Ελεονόρα, αλλά οι Γάλλοι και
σήμερα την αποκαλούν με το οξιτανικό της όνομα ”Αλιενόρ” κι όχι με τη
μορφή που αυτό είχε στη langue d’ oil, δηλαδή Eléonore ή Eléanor) είναι
μια από τις δυναμικότερες γυναικείες μορφές του Μεσαίωνα. Κληρονόμος του
ισχυρού δουκάτου της Ακυιτανίας, παντρεύεται το 1137 (σε ηλικία 15
ετών) τον βασιλιά της Γαλλίας
Λουδοβίκο Ζ΄. Η
νεαρή με τα πλούσια ενδιαφέροντα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο βρίσκει
σαφώς βαρετό τον μονόχνωτο και ασκητικό σύζυγό της. Η ασυμφωνία
χαρακτήρων είναι προφανής: η ρήξη στις σχέσεις των συζύγων καθίσταται
οριστική κατά τη διάρκεια της Β΄ Σταυροφορίας (όταν, μεταξύ των άλλων,
οι κακές γλώσσες καταλογίζουν στην Αλιενόρ και μια εξωσυζυγική
περιπέτεια με τον θείο της και ηγεμόνα της Αντιόχειας, τον Ραϋμόνδο του
Πουατιέ). Με την επιστροφή στη Γαλλία, η Αλιενόρ παίρνει την πρωτοβουλία
και, το 1152, χωρίζει τον Λουδοβίκο (καθόσον νομικά δεν υφίστατο
διαζύγιο, τυπικά επρόκειτο για ακύρωση του γάμου λόγω… μακρινής
συγγένειας μεταξύ των συζύγων). Έξι μόλις εβδομάδες μετά την ακύρωση του
πρώτου της γάμου παντρεύεται στο Πουατιέ τον
Ερρίκο,
δούκα της Νορμανδίας και κόμη του Ανζού και του Μαιν, ο οποίος θα γίνει
δύο χρόνια αργότερα βασιλιάς της Αγγλίας (ως Ερρίκος Β΄). Ως κυρία της
Ακυιτανίας, η Αλιενόρ θα ανατρέψει υπέρ της Αγγλίας την ισορροπία
δυνάμεων μεταξύ των δύο βασιλείων. Ως βασίλισσα δεν θα αρκεσθεί στη
διοίκηση των προσωπικών κτήσεών της και στην οικονομική διαχείριση της
μεγάλης περιουσίας της, ούτε στον ρόλο της προστάτιδας των γραμμάτων και
των τεχνών: από το 1160 και μετά είναι ουσιαστικά αυτή που κυβερνά την
Αγγλία. Θα φτάσει μέχρι του σημείου να προτρέψει τους γιους της να
στασιάσουν κατά του πατέρα τους (1173). Η κίνηση θα στοιχίσει στην
Αλιενόρ σχεδόν 15 χρόνια αιχμαλωσίας. Μετά τον θάνατο του συζύγου της
(1189), θα επιστρέψει στην πολιτική σκηνή υποστηρίζοντας τον γιο της
Ριχάρδο, νέο βασιλιά της Αγγλίας. Μέχρι τον θάνατό της (1204) θα
παραμείνει δραστήρια, αναλαμβάνοντας διπλωματικές πρωτοβουλίες και
επιχειρώντας να καθορίσει σύμφωνα με τις απόψεις της τις
λεπτές ισορροπίες μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας (για την Αλιενόρ, βλ.
Régine Pernoud “
Aliénor d’ Aquitaine“, Albin Michel, Παρίσι 1966/ Jean Flori “
Aliénor d’ Aquitaine: la reine insoumise“, Payot, Παρίσι 2004).
Λευκή της Καστίλλης: Εγγονή της Αλιενόρ, η
Λευκή της Καστίλλης (βλ. Régine Pernoud “
La Reine Blanche“, Albin Michel, Παρίσι 1972/ Gérard Sivéry “
Blanche de Castille“, Fayard, Παρίσι 1994) παντρεύεται σε ηλικία 12 ετών τον διάδοχο του γαλλικού θρόνου (τον μετέπειτα
Λουδοβίκο Η΄). Μετά τον θάνατο του συζύγου της (1226) θα κυβερνήσει το βασίλειο έως την ενηλικίωση του γιου της (
Λουδοβίκου Θ΄). Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της θα διαπραγματευθεί (με επιτυχία) τους όρους της
Συνθήκης του Μω (1229),
με την οποία τερματίζεται η σύγκρουση μεταξύ Γαλλίας και κομητείας της
Τουλούζης (που προκλήθηκε λόγω της υποστήριξης των αρχόντων της δεύτερης
προς την αίρεση των Καθαρών). Η συνθήκη διασφαλίζει κατά τον καλύτερο
τρόπο τα συμφέροντα της Γαλλίας, απαλλάσσοντάς την ταυτόχρονα από τον
κίνδυνο της συνέχισης μιας επικίνδυνης σύρραξης με απρόβλεπτες
συνέπειες. Έχοντας εμπιστοσύνη στις πολιτικές ικανότητες της μητέρας
του, ο Λουδοβίκος Θ΄ της αναθέτει την αντιβασιλεία κατά την αναχώρησή
του για την Ζ΄ Σταυροφορία (1248).
Και πολλές ακόμη: Τα δύο
πολύ γνωστά παραδείγματα από τη γαλλική μεσαιωνική ιστορία δεν είναι
φυσικά τα μόνα. Στα τέλη του 10ου αιώνα, η βυζαντινή πριγκίπισσα
Θεοφανώ (ανηψιά
του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή) παντρεύτηκε τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Β΄. Η
Θεοφανώ, που δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής σε πολλούς Δυτικούς και
πρωτίστως στην πεθερά της, δεν έφερε απλώς στη Δύση τις συνήθειες της
βυζαντινής αυλής, καθώς και τα γράμματα και τον πολιτισμό της πατρίδας
της: μετά τον θάνατο του άντρα της και ως την ενηλικίωση του γιου της
(του Όθωνα Γ΄), κυβέρνησε την αυτοκρατορία. Αναφερόμενη ήδη ως
“συναυτοκράτειρα” (“coimperatrix”) ενώ ζει ο σύζυγός της, υπογράφει
αποφάσεις στα χρόνια διακυβέρνησής της φέροντας τον τίτλο “Theophanius
gratia divina imperator augustus”, σαν να ήταν άντρας (Gouguenheim,
όπ.π., σελ. 110). Στον μακρινό βορρά, η βασίλισσα
Μαργαρίτα κατόρθωσε να ενώσει σε ένα βασίλειο, του οποίου ηγήθηκε, τη Σουηδία, τη Δανία και τη Νορβηγία (1397). Στην Ιταλία, η
Ματθίλδη της Τοσκάνης (1046-1115)
υπήρξε η ισχυρότερη πολιτική προσωπικότητα στην Ιταλία του καιρού της:
σε δική της πρωτοβουλία οφείλεται η “συμφιλίωση” μεταξύ του πάπα
Γρηγόριου Ζ΄ και του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, με την ταπείνωση του
δεύτερου στην Κανόσσα (1077). Αλλά και στην ιστορία των Νορμανδών της
Κάτω Ιταλίας την οποία αφηγούμαστε συναντήσαμε πολλές δυναμικές
γυναικείες μορφές, από την κόμισσα Αδελαΐδα τη Μομφερρατική (σύζυγο του
Ρογήρου Α΄), η οποία συνέβαλε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του
διαπολιτισμικού χαρακτήρα του νορμανδικού κράτους, έως την Κωνσταντία
των Ωτβίλλ, μητέρα του Φρειδερίκου Β΄ των Χοχενστάουφεν. Στα μέρη μας,
τέλος, η πριγκίπισσα της Αχαΐας
Ισαβέλλα Βιλλαρδουίνη (1263-1312, η πριγκίπισσα Ζαμπέα του
Χρονικού του Μορέως και “
Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ”
του ομώνυμου μυθιστορήματος του Άγγελου Τερζάκη) κατέβαλε κάθε δυνατή
προσπάθεια για να διασφαλίσει την επιβίωση της φραγκικής Πελοποννήσου,
παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς που της επέβαλλε η Συνθήκη του
Βιτέρμπο (την οποία σύναψε, σε στιγμές μεγάλης πολιτικής αδυναμίας, ο
πατέρας της
Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος με τον
Κάρολο Α΄ τον Ανδεγαυικό: βάσει της συνθήκης ο ανδεγαυικός οίκος, ως επικυρίαρχος, έπρεπε να εγκρίνει τους γάμους της διαδόχου του πριγκιπάτου).
Σύμβολα και μέσα της γυναικείας εξουσίας:
Όπως διαπιστώνουμε, η άσκηση της εξουσίας από γυναίκες είναι φαινόμενο
αρκετά συνηθισμένο στα χρόνια του Μεσαίωνα. Αντιθέτως, στην Αρχαιότητα
και στους νεότερους χρόνους (ως τον 20ό αιώνα) έχουμε ελάχιστα
παραδείγματα γυναικών με ουσιαστική εξουσία. Ενδεικτικό των μεσαιωνικών
αντιλήψεων είναι και το γεγονός ότι στις γυναίκες που είναι φορείς
εξουσίας (δυνητικά ή ουσιαστικά) παρέχεται τόσο η συμβολική αναγνώριση
του ρόλου αυτού όσο και τα αναγκαία υλικά μέσα. Σε συμβολικό επίπεδο
(και το συμβολικό στοιχείο έχει μεγάλη σημασία για τη συγκεκριμένη
εποχή) παρατηρείται ότι όλες οι βασίλισσες στέφονται, όπως ακριβώς και
οι βασιλείς (Pernoud,
όπ.π., σελ. 85). Η τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας που στέφθηκε ήταν, το 1610, η
Μαρία των Μεδίκων (δεύτερη
σύζυγος του Ερρίκου Δ΄ των Βουρβόνων). Εκτός από το στέμμα μπορούμε να
αναφέρουμε την προσωπική σφραγίδα της βασίλισσας ή τα νομίσματα που
φέρουν το όνομά της (περίπτωση της Ισαβέλλας της Αχαΐας). Σε επίπεδο
υλικών μέσων, όλες οι βασίλισσες και οι γυναίκες της ανώτερης
αριστοκρατίας έχουν την προσωπική περιουσία τους: εκτός από την
περιουσία με την οποία προικίσθηκαν από τις οικογένειές τους έχουν στην
κυριότητά τους και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία τους δωρίζει ο
βασιλιάς ή φεουδάρχης σύζυγός τους. Για παράδειγμα, η αυτοκράτειρα
Θεοφανώ λαμβάνει από τον Όθωνα εκτάσεις από τη Θουριγγία και τη Σαξονία
μέχρι τη βορειοανατολική Ιταλία (βλ. Gouguenheim,
όπ.π., σελ. 104-105).
Αν όμως οι γυναίκες μπορούν να ασκήσουν
εξουσία, δεν είναι προαπαιτούμενο να έχουν και πολιτικά δικαιώματα και
συμμετοχή στα κοινά;
ΙΙ. Γυναίκες και πολιτικά δικαιώματα: Όπως
γνωρίζουμε, στα χρόνια της ελληνικής και ρωμαϊκής Αρχαιότητας η γυναίκα
στερείται πλήρως πολιτικών δικαιωμάτων. Στους Νεότερους Χρόνους πρέπει
να φτάσουμε στον 20ό αιώνα για να δοθεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου.
Στο Μεσαίωνα βλέπουμε τις γυναίκες να ψηφίζουν στις συνελεύσεις πόλεων
και χωριών που καλύπτουν ένα ευρύ τμήμα της δυτικής Ευρώπης. Βεβαίως,
στην εποχή αυτή δεν ψηφίζουν τα άτομα, αλλά οι οικογένειες, οι οποίες
πράγματι εκπροσωπούνται συνήθως από τον άντρα. Όταν όμως αυτός
αδυνατεί να συμμετάσχει στη διαδικασία (απουσία ή ασθένεια) ή έχει
πεθάνει, τότε η οικογένεια εκπροσωπείται από τη γυναίκα. Ένα ωραίο
σχετικό παράδειγμα μας δίνει η Ιστορία της φραγκικής Πελοποννήσου.
“
Το Παρλαμέντο των Γυναικών”: Το 1259 συγκρούστηκαν στην
Πελαγονία
(στον δρόμο από την Καστοριά προς το Μοναστήρι) ο Φράγκος ηγεμόνας της
Πελοποννήσου Γουλιέλμος Βιλλαρδουίνος και ο αυτοκράτορας της Νίκαιας
Μιχαήλ Παλαιολόγος. Προδομένος από τους συμμάχους του, τους δεσπότες της
Ηπείρου, ο Βιλλαρδουίνος συνετρίβη και αιχμαλωτίστηκε ο ίδιος, καθώς
και οι περισσότεροι από τους υποτελείς του φεουδάρχες και ιππότες.
Αναγκασμένος να διαπραγματευθεί με τον Παλαιολόγο, συμφώνησε τελικά να
εξαγοράσει την ελευθερία του (και την ελευθερία των υποτελών του),
παραχωρώντας στους Βυζαντινούς ορισμένα στρατηγικής σημασίας κάστρα της
Πελοποννήσου. Η συμφωνία αυτή έπρεπε να κυρωθεί από την αυλή του
πριγκιπάτου. Έτσι, το 1260, συγκεντρώθηκαν στο Νίκλι (κοντά στην Τεγέα)
οι ελάχιστοι άνδρες ευγενείς που δεν είχαν αιχμαλωτισθεί στην Πελαγονία
και οι εκπρόσωποι όλων των άλλων φέουδων της Πελοποννήσου, εν προκειμένω
και κατ’ ανάγκη, οι γυναίκες των αιχμαλώτων ευγενών. Για αυτό τον λόγο
άλλωστε η συνέλευση έμεινε γνωστή και ως “παρλαμέντο των γυναικών”. Για
την ιστορία, σημειώνουμε ότι βεβαίως οι κυρίες ενέκριναν τη συμφωνία του
ηγεμόνα τους, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε σε μια από τις συνθήκες του
Νυμφαίου, κι έτσι ο Βιλλαρδουίνος και οι σύζυγοι των κυριών επέστρεψαν
(έστω και με κομμένα τα φτερά) στην
Πελοπόννησο.
“Και μετά ταύτα εμίσσεψαν αμφότεροι οι δύο.
Από την Κόρινθο επέρασαν και ήλθαν εις το Νίκλι·
εκεί ηύρον την πριγκίπισσαν με τες κυράδες όλες
όλης της Πελοπόνεσσος, τον λέγουσιν Μορέαν,
όπου είχαν ποήσει σώρεψιν να επάρουν την βουλή τους
διά τα μαντάτα όπου ήκουσαν των τρίων κάστρων εκείνων,
όπου έδιδεν ο πρίγκηπας του βασιλέως ετότε
δια να έβγη από την φυλακήν εκείνος κι’ ο λαός του
οι άπαντες όλοι του Μωρέως, οι φλαμουριάροι όλοι
και οι καβαλλάροι μετ’ αυτούς που ήσαν εκεί στην Πόλιν.
Δια τούτο ήσαν οι αρχόντισσες εκείνων οι γυναίκες
εκεί με την πριγκήπισσαν στο κάστρο του Αμυκλίου
και εκάμνασιν το παρλαμά και επαίρναν την βουλήν τους
και ουκ είχασιν άλλους τινές άντρες εκεί μετ’ αύτες
μόνον και τον μισίρ Λινάρτ όπου ήταν λογοθέτης
και τον μισίρ Πιέρη ντε Βας τον φρόνιμον εκείνον,
όπου ήτο ο φρονιμώτερος όλου του πριγκηπάτου.
Αυτείνοι οι δύο ευρέθησαν στο παρλαμά εκείνο”.
(“Το Χρονικόν του Μορέως“, στίχοι 4390-4407)
ΙΙΙ. Η γυναίκα στις αγροτικές κοινωνίες – Το παράδειγμα του Μονταγιού: Τα ανωτέρω μοιάζουν πολύ ωραία, αλλά θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι αφορούν μόνο τα ανώτατα κοινωνικά στρώματα, όπου παραδ
οσιακά
η γυναίκα τυγχάνει καλύτερης μεταχείρισης. Ας δούμε λοιπόν τί συνέβαινε
και στο πλαίσιο της οπωσδήποτε συντηρητικής αγροτικής κοινωνίας,
εξετάζοντας το πολύ γνωστό παράδειγμα του μικρού οξιτανικού χωριού
Μονταγιού (στα γαλλικά Πυρηναία). Ο Ιάκωβος Φουρνιέ, κληρικός
εξαιρετικής μόρφωσης παρά την ταπεινή κοινωνική καταγωγή του και ο
οποίος εξελέγη το 1334 πάπας με το όνομα
Βενέδικτος ΙΒ΄,
υπήρξε επίσκοπος της πόλης Παμιέ στη νοτιοδυτική Γαλλία από το 1317 ως
το 1326. Με την ιδιότητά του αυτή προήδρευε του τοπικού δικαστηρίου της
Ιεράς Εξέτασης, στα όρια της κατά τόπον αρμοδιότητας του οποίου
περιλαμβανόταν περιοχές όπου επιβίωνε η αίρεση των Καθαρών (μεταξύ αυτών
και το
Μονταγιού).
Χάρη στην οξυδέρκεια, την εργατικότητα, την προσοχή στη λεπτομέρεια και
τη σχολαστική τήρηση της ποινικής δικονομίας (ως και το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα σώπαινε… εντάξει λέμε και καμιά
υπερβολή: οι δίκες της Ιεράς Εξέτασης διεξάγονταν χωρίς την παρουσία
δικηγόρου του κατηγορουμένου και δεν ήταν δεκτικές εφέσεως) που
χαρακτήριζαν τον Φουρνιέ γνωρίζουμε σήμερα τα πάντα για την καθημερινή
ζωή στο Μονταγιού, όσον αφορά περίοδο τριάντα χρόνων. Σχηματίστηκαν 98
δικογραφίες που αφορούσαν 114 άτομα (25 από αυτά ήταν από το Μονταγιού).
Από τις υποθέσεις μόνο 5 κατέληξαν στην επιβολή της θανατικής ποινής σε
αιρετικούς (4 μέλη της αίρεσης των λεγόμενων “Πτωχών της Λυών” ή
“Βωντουά” και ένας καθ’ υποτροπήν Καθαρός). Το αρχείο ιεροεξεταστή του
Φουρνιέ (λατινικό χειρόγραφο αριθ. 4080 της βιβλιοθήκης του Βατικανού
εκδόθηκε και μεταφράστηκε στα γαλλικά με επιμέλεια του Ζαν Ντυβερνουά
(Τουλούζ, 1965, 3 τόμοι). Υπήρξε επίσης το βασικό υλικό για τη μνημειώδη
μελέτη του Γάλλου ιστορικού
Εμμανυέλ Λε Ρουά Λαντυρί με θέμα την κοινωνία του Μονταγιού (“
Montaillou, village occitan, de 1294 à 1324“, Gallimard, Παρίσι 1975).
Από τη μελέτη του Λαντυρί (κεφ. XII “Mariage et condition féminine“,
σελ. 279 επ.) προκύπτουν τα εξής στοιχεία: πράγματι, η θέση της
γυναίκας στη συντηρητική αγροτική κοινωνία του Μονταγιού είναι χειρότερη
από αυτήν που διαπιστώθηκε όσον αφορά την αριστοκρατία. Υπάρχει
μισογυνισμός στη νοοτροπία των χωρικών, καθώς και αρκετά παραδείγματα
ενδοοικογενειακής βίας. Εντούτοις, υπάρχουν σχεδόν ισάριθμες περιπτώσεις
γυναικών υποταγμένων στους συζύγους τους και γυναικών που έχουν
επιβληθεί κυριολεκτικά σ’ αυτούς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων
υπάρχει ισορροπία στους ρόλους των συζύγων όσον αφορά τη διαχείριση των
οικιακών και οικογενειακών θεμάτων. Η μόνη γυναίκα ευγενής που
διαμένει κατά διαστήματα στο χωριό, η καστελλάνα Βεατρίκη του Πλανισσόλ
(χήρα του καστελλάνου του χωριού, δηλαδή του στρατιωτικού
διοικητή-εκπροσώπου του τοπικού φεουδάρχη, εν προκειμένω του κόμη της
Φουά) αποδεικνύει ότι η θέση της γυναίκας των ανώτερων τάξεων είναι
σαφώς καλύτερη. Η ερωτική ζωή της είναι αρκετά ελεύθερη: οι δύο
σημαντικότεροι εραστές της είναι ιερωμένοι! Αν στην περίπτωση του
πρώτου, μπορούμε να μιλήσουμε για αποπλάνηση της γυναίκας (ο ιερέας του
χωριού Πιερ Κλεργκ είναι κλασσική μορφή Καζανόβα), σ’ αυτή του δεύτερου,
ο ρόλος του “κυνηγού” ανήκει σαφώς στη Βεατρίκη (ο Βαρθολομαίος Αμιλιάκ
είναι σχεδόν είκοσι χρόνια νεότερός της). Η τολμηρή
καστελλάνα κατορθώνει μάλιστα να πείσει τον τελευταίο να μετοικήσουν σε
εκκλησιαστική περιφέρεια όπου η συμβίωση ιερωμένου με γυναίκα είναι
ανεπίσημα ανεκτή.
IV. Η θέση της γυναίκας και το δίκαιο:
Τίποτε δεν είναι περισσότερο ενδεικτικό της εκάστοτε κοινωνικής
κατάστασης από το δίκαιο. Στην Αρχαία Ελλάδα, η γυναίκα ακόμη κι αν έχει
κάποια περιουσία δεν έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία (Edmond Lévy “La Grèce au Ve siècle, de Clisthène à Socrate“, συλλογή “Nouvelle Histoire de l’ Antiquité“, τ. 2, εκδ. Seuil, σελ. 135 επ., ειδ. σελ. 138/ P. Briant, P. Lévêque, P. Brulé, R. Descat, M.-M. Mactoux “Le Monde Grec aux temps classiques“, τ. I “Le Ve siècle“, Nouvelle Clio,
PUF, Παρίσι 1995, σελ. 252-253). Χαρακτηριστικός της θέσης της γυναίκας
είναι ο θεσμός της επίκληρης. Η “επίκληρος” είναι η γυναίκα χωρίς
αδελφούς και χωρίς αρσενικά παιδιά που κανονικά θα έπρεπε να
κληρονομήσει την οικογενειακή περιουσία: δεν είναι όμως πραγματικά
κληρονόμος, καθώς, όπως μαρτυρά και ο όρος, απλώς “μεταφέρει” την
περιουσία. Για να μη χαθεί η περιουσία από την ευρύτερη οικογένεια, η
επίκληρος είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί τον εγγύτερο άρρενα συγγενή
της (π.χ. θείο της), τούτο δε ακόμη κι αν είναι παντρεμένη, οπότε
υποχρεούται πρώτα να χωρίσει τον ως τότε σύζυγό της (στη Σπάρτη, η
αντίστοιχη περίπτωση της πατρούχου ρυθμίζεται πάντως κατά τρόπο που
δείχνει κάποιο σεβασμό στη γυναίκα). Στη Ρώμη το οικογενειακό δίκαιο
επιβάλλει τον νόμο του pater familias, ο οποίος έχει εξουσία ζωής και
θανάτου επί της συζύγου και των τέκνων του. Η εξουσία αυτή κατέχεται δια
βίου, δεν σταματά λ.χ. με την ενηλικίωση των παιδιών (αυτό το στοιχείο
είχε προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα στις περιοχές της αυτοκρατορίας με
ελληνικό πληθυσμό: οι Έλληνες που αποκτούσαν την ιδιότητα του Ρωμαίου
πολίτη ανακάλυπταν και τις παρενέργειες τις εφαρμογής του ρωμαϊκού
δικαίου. Η αδυναμία ενηλίκων να διαχειριστούν την περιουσία τους, μια
και χρειάζονταν την έγκριση του πατέρα τους, απαίτησε στην πράξη
απίστευτα νομικά τεχνάσματα για να ξεπεραστεί!). Στον Μεσαίωνα αντίθετα ο
άντρας είναι διαχειριστής και όχι κύριος (Pernoud, όπ.π., σελ.
88). Δεν μπορεί λ.χ. να αποκληρώσει τον γιο του. Επίσης, σε περιπτώσεις
γάμου χωρίς τέκνα, τα περιουσιακά στοιχεία καθενός από τους συζύγους
κληρονομούνται από τις οικογένειές τους αντιστοίχως: paterna paternis,
materna maternis (Pernoud, όπ.π.)
Η μελέτη των συμβάσεων και ειδικότερα των
συμβολαιογραφικών πράξεων της μεσαιωνικής περιόδου είναι ιδιαίτερα
αποκαλυπτική. Σε αντίθεση με τις προγενέστερες και μεταγενέστερες
ιστορικές περιόδους, οι γυναίκες του Μεσαίωνα έχουν πλήρη δικαιοπρακτική
ικανότητα και δική τους περιουσία, την οποία διαχειρίζονται μόνες τους
χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε έγκριση του συζύγου, του πατέρα ή του
γιου τους. Η διαπίστωση αυτή αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις (βλ.
Georges Duby “La Société aux XIe et XIIe siècles dans la région mâconnaise”, Éditions de l’École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1953, και “L’Histoire continue”,
Odile Jacob, Παρίσι 1991). Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τη
μελέτη των δωρεών προς τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα που έχουν ως
σκοπό την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων (Ναΐτες και Ιωαννίτες): περίπου το
40 % των δωρεών προέρχεται από γυναίκες (βλ. Alain Demurger “Chevaliers du Christ, les ordres religieux militaires au Moyen Âge”,
εκδ. Seuil, Παρίσι 2002). Από τα συμβόλαια αποδεικνύεται επίσης ότι οι
γυναίκες του Μεσαίωνα ασκούσαν σχεδόν όλα τα επαγγέλματα: τόσο αυτά που
απαιτούν μόρφωση (εκπαιδευτικοί, γιατροί, φαρμακοποιοί, εικονογράφοι
βιβλίων) όσο και τα τεχνικά, καθώς και κάθε είδους εμπορική και
επιχειρηματική δραστηριότητα (Pernoud, όπ.π., σελ. 96-97).
Φυσικά το συνηθισμένο επιχείρημα αυτών που κατηγορούν τον Μεσαίωνα είναι η επίκληση του λεγόμενου
Νόμου των Σάλιων Φράγκων,
σύμφωνα με τον οποίο υποτίθεται ότι οι γυναίκες αποκλείονταν από την
κληρονομική διαδοχή. Ο Σαλικός Νόμος με αυτή την μορφή δεν είναι παρά
ένας ακόμη μύθος, ένα ερμηνευτικό κατασκεύασμα των Γάλλων νομικών των
αρχών του 14ου αιώνα, στην προσπάθεια να αποκλειστούν από τον γαλλικό
θρόνο κάποια ανεπιθύμητα γυναικεία μέλη της βασιλικής οικογένειας (ή
μάλλον οι ανεπιθύμητοι σύζυγοί τους). Στην πραγματικότητα ο Νόμος των
Σάλιων Φράγκων απέκλειε τις γυναίκες από την κληρονομική διαδοχή
ορισμένων εδαφών, των οποίων η κυριότητα συνδεόταν με κάποιας μορφής
υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας – εξ ου και η λογική του αποκλεισμού –
(βλ. Gouguenheim,
όπ.π., σελ. 105-106).
Η επιδείνωση της θέσης της γυναίκας
συμπίπτει με την εκ νέου “ανακάλυψη” του ρωμαϊκού δικαίου από τον δυτικό
κόσμο (Ιταλία και νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας, Γαλλία
και βασιλεία του
Φίλιππου του Ωραίου,
ο οποίος περιτριγυριζόταν από νομικούς καταγόμενους από τον γαλλικό
Νότο και, επομένως, άριστους κατά τεκμήριο γνώστες του ρωμαϊκού
δικαίου). Το ρωμαϊκό δίκαιο παρουσιάζει δύο πλεονεκτήματα: είναι σαφώς
καταλληλότερο από τα μεσαιωνικά έθιμα για τη ρύθμιση των εμπορικών και
επιχειρηματικών εν γένει συναλλαγών και ευνοεί τη συγκέντρωση της
εξουσίας και δη της κρατικής (για αυτό και θα το λατρέψουν πάπες και
αυτοκράτορες, βλ. Pernoud,
όπ.π., σελ. 86-88). Ταυτόχρονα,
όμως, είναι εξαιρετικά δυσμενές για τη γυναίκα, που σταδιακά θα βρεθεί
σε θέση παρία. Το 1593, εν μέσω της Αναγέννησης, οι γυναίκες θα
αποκλειστούν στη Γαλλία από κάθε δημόσιο αξίωμα. Τον 18ο αιώνα θα
υποχρεωθούν να παίρνουν το επώνυμο του συζύγου. Το 1804, ο Ναπολεόντειος
αστικός κώδικας (άρθρο 1224) καθιστά τις γυναίκες άτομα περιορισμένης
(ή μάλλον ανύπαρκτης) δικαιοπρακτικής ικανότητας: “
Les personnes privées de droits juridiques sont les mineurs, les femmes mariées, les criminels et les débiles mentaux“.
Για οποιαδήποτε συναλλαγή με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερο από αυτό που
έχουν… τα ψώνια της λαϊκής, η γυναίκα χρειάζεται πλέον την έγκριση του
συζύγου (αφέντη) της. Διαφωτισμός και Γαλλική Επανάσταση προσέφεραν
σπουδαίες υπηρεσίες στη γυναίκα!
V. Γυναίκες και Εκκλησία:
Υπάρχουν βεβαίως τα γνωστά μισογυνικά στερεότυπα που παρουσιάζουν τη
γυναίκα ως προσωποποίηση της αμαρτίας. Υπάρχουν και τα ιστορικά στοιχεία
που παρέχουν μια πολύ πιο ισορροπημένη εικόνα. Καταρχάς, η μεσαιωνική
Εκκλησία δεν διστάζει να αναθέσει σε γυναίκες θέσεις ευθύνης με πολιτική
και οικονομική ισχύ. Οι ηγούμενες των μονών ασκούν εξουσία και
διαχειρίζονται πολλές φορές τεράστιες περιουσίες. Και, όσον αφορά την
εκτίμηση της Εκκλησίας προς τις γυναικείες ικανότητες ας δούμε ακόμη ένα
παράδειγμα που παραθέτει η Περνού (
όπ.π., σελ. 93): όταν ο μοναχός
Ροβέρτος του Αρμπρισέλ, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του δυτικού μοναστικού κινήματος, αποφασίζει να οργανώσει το
αββαείο του Φοντεβρώ,
ιδρύει δύο κοινόβια (ένα ανδρών και ένα γυναικών). Ο άνθρωπος αυτός,
αληθινός φεμινιστής, θα αναθέσει τη διοίκηση του αββαείου σε μια
ηγουμένη, την μόλις 22 ετών Πετρονίλλα του Σεμιγέ (1115)!
Ανάμεσα στις σημαντικές γυναικείες μορφές
της Καθολικής Εκκλησίας του Μεσαίωνα δεν λείπουν και οι δυναμικές
προσωπικότητες που δεν θα διστάσουν να αναμετρηθούν με την κοσμική
εξουσία υπερασπίζοντας τα πιστεύω τους. Έτσι, η ηγουμένη Χίλντεγκαρντ
του Μπίνγκεν θα απευθύνει στον πανίσχυρο αυτοκράτορα Φρειδερίκο Α΄
Βαρβαρόσα επιστολές με ιδιαίτερα θαρραλέο, έως και απειλητικό,
περιεχόμενο, προκειμένου να σταματήσει την αντιπαπική, και κατ’ επέκταση
αντιεκκλησιαστική, πολιτική του (1168).
Στα μεσαιωνική Ευρώπη Εκκλησία και
γράμματα είναι συνήθως αλληλένδετα. Όπως είναι λογικό οι γυναίκες δεν
λείπουν από τον τομέα αυτό. Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια της μεσαιωνικής Δύσης
συγγράφηκε από γυναίκα: πρόκειται για τον “
Hortus deliciarum“ της Αλσατής ηγουμένης
Ερράδης του Λάντσμπεργκ (12ος
αι.). Μερικές φορές, οι πνευματικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες
των γυναικών της Εκκλησίας εκπλήσσουν: στο αββαείο του
Γκάντερσάιμ
στη Σαξονία βρέθηκαν χειρόγραφα του 10ου αιώνα που περιείχαν κωμωδίες
σε στίχους με ομοιοκαταληξία, σε μίμηση των κωμωδιών του Τερέντιου (βλ.
Pernoud,
όπ.π., σελ. 92)!
Γενικά, η θέση της γυναίκας στο πλαίσιο
της καθολικής Εκκλησίας είναι ακριβώς αυτή που κατέχει η γυναίκα στην
κοινωνία τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο (Pernoud,
όπ.π.,
σελ. 94-95). Έτσι, η επιδείνωση παρατηρείται ταυτόχρονα στην κοινωνία
και στην Εκκλησία: το 1298 ο πάπας Βονιφάτιος Η΄ επιβάλλει στις μοναχές
αυστηρότερους περιορισμούς απ’ ό,τι στους άνδρες μοναχούς ή μέλη
θρησκευτικών ταγμάτων, αποκλείοντάς τις από κάθε επαφή με τον έξω κόσμο.
Η απώλεια της “αυτονομίας” θα ολοκληρωθεί στη Γαλλία όταν η διοίκηση
της Εκκλησίας θα περάσει στα χέρια της κοσμικής εξουσίας: με το
Κονκορδάτο της Μπολόνιας (1516) ο πάπας εκχωρεί στον βασιλιά της Γαλλίας την εξουσία να διορίζει επισκόπους και ηγουμένους.
Και οι… μάγισσες; Καλά
όλα αυτά θα μου πείτε, αλλά…να, στον Μεσαίωνα δεν έκαιγαν μάγισσες; Όχι
και τόσο, ή μάλλον σχεδόν καθόλου, θα σας απαντήσω. Οι πρώτες δίκες
(προσοχή, όχι οι πρώτες καταδίκες σε θάνατο) καταγράφονται στην περιοχή
της Τουλούζ τον 14ο αιώνα. Τα πρώτα εγχειρίδια οδηγιών για την
καταπολέμηση της μαγείας συγγράφονται μετά το 1480 (οι Γερμανοί
Δομηνικανοί μοναχοί Ερρίκος Κράμερ, γνωστότερος ως Ινστιτόρις, και
Ιάκωβος Σπρέγγερ δημοσιεύουν το διαβόητο σύγγραμα ”
Malleus Maleficarum“ το 1486-1487, ο
Ζαν Μποντέν δημοσιεύει τη “
Démonomanie des sorciers” το 1580). Το πραγματικό κυνήγι μαγισσών ανάγεται στα χρόνια της Αναγέννησης κι αργότερα: η διαβόητη δίκη των
Μαγισσών του Σάλεμ έγινε
το 1698 κι όχι βέβαια κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα! Στη Γαλλία, η
τελευταία δίκη για μαγεία καταγράφεται στο Μπορντώ το 1718. Όπως βλέπετε
δεν υπάρχει καμία μανία κατά των ”μαγισσών” στον Μεσαίωνα. Οι άνθρωποι
της εποχής αντιμετώπιζαν τη μαγεία περισσότερο ως εκδήλωση ψυχικής
ασθένειας, αντίληψη που μοιάζει αρκετά σύγχρονη.
Συμπέρασμα:
Αυτό πρέπει να το αφήσουμε δικαιωματικά στη Ρεζίν Περνού. Τα ιστορικά
στοιχεία αποδεικνύουν ότι ο Μεσαίωνας και αναγνώριζε στη γυναίκα θέση
πολύ καλύτερη απ’ ό,τι οι περισσότερες περίοδοι της Ιστορίας και δεχόταν
την ιδιαιτερότητα του φύλου της, στοιχείο πολύ σημαντικό όταν στην
εποχή μας το πρότυπο που, σχεδόν αποκλειστικά, προσφέρεται στη σύγχρονη
γυναίκα είναι αυτό της μίμησης του άντρα. Η Γαλλίδα ιστορικός ευχόταν,
με μια δόση υπερβολής, οι διαπιστώσεις αυτές να προκαλέσουν την επιθυμία
για μια καλύτερη γνώση του Μεσαίωνα σε όλους αυτούς που “καλόπιστα
πιστεύουν ότι η γυναίκα βγαίνει επιτέλους από τον Μεσαίωνα: οι γυναίκες
θα πρέπει να κάνουν πολλά για να ξαναβρούν τη θέση που είχαν στα χρόνια
της βασίλισσας Αλιενόρ και της βασίλισσας Λευκής” (όπ.π., σελ. 98-99).
http://rogerios.wordpress.com/tag/emmanuel-le-roy-ladurie/