Από το 2012 η συριακή κρίση απέκτησε κλιμακούμενη περιφερειακή διάσταση, με διεθνείς απολήξεις. Με επίκεντρο την Συρία διαμορφώθηκαν δύο ανταγωνιστικά υποσυστήματα: αφενός μεν το Ιράν, η λιβανική σιιτική οργάνωση Χεζμπολά, το Ιράκ και η Ρωσία, υποστηρικτές τού καθεστώτος Άσαντ και αφ' ετέρου η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, το Κατάρ, τα ΗΑΕ και οι υπερσυστημικοί παράγοντες ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία, υποστηρικτές των σουνιτικών εξτρεμιστικών και κοσμικών αντικαθεστωτικών ομάδων [1]. Αμερικανός αξιωματούχος προέβη στην εξής προσφυή παρατήρηση καταγραφείσα σε πρόσφατη έκθεση τού International Crisis Group: «Η κρίση στην Συρία έχει μεταλλαχθεί: από έναν συριακό πόλεμο με περιφερειακές επιπτώσεις μετατρέπεται σε έναν περιφερειακό πόλεμο με συριακό επίκεντρο» [2].
Η ρευστότητα στο πεδίο των συγκρούσεων, ενταθείσα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2013, οδήγησε σε απώλεια στρατηγικού εδάφους από τις κυβερνητικές δυνάμεις (την βόρεια περιοχή τού Χαλεπίου, την περιφερειακή πρωτεύουσα Ράκα στα ανατολικά και την στρατηγική πόλη Κουσάιρ στα δυτικά, πλησίον των συρο-λιβανικών συνόρων), έχουσα ως συνέπεια την απειλή της επιβιώσεως του καθεστώτος Άσαντ. Επιπλέον, αντικαθεστωτικές ομάδες ήλεγχαν περιοχές περιμετρικά της Δαμασκού.
Το ενδεχόμενο της πτώσεως του καθεστώτος Άσαντ θεωρήθηκε από την Τεχεράνη ως ζωτικής σημασίας απειλή για τα συμφέροντα του Ιράν εντός τού συστήματος της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η Συρία κατέχει κεντρικό ρόλο στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς τού Ιράν. Το κοσμικό, μπααθικό καθεστώς τού Χάφεζ αλ Άσαντ (πατρός τού σημερινού προέδρου) ήταν το πρώτο το οποίον αναγνώρισε, τον Φεβρουάριο του 1979, την Ισλαμική Δημοκρατία την ιδρυθείσα υπό του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί στο Ιράν. Πρόκειται περί στρατηγικής συνεργασίας τριών δεκαετιών μη βασιζομένης επί θρησκευτικών ή ιδεολογικών θεμελίων, αλλά επί γεωπολιτικών δεδομένων και γεωστρατηγικών συμφερόντων. Το καθεστώς Άσαντ παρέχει στο Ιράν ζωτικό στρατηγικό βάθος, προσφέροντας στην Τεχεράνη κρίσιμη πρόσβαση προς το γεωπολιτικό σύστημα της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτή η πρόσβαση παρέχει πολλαπλά πλεονεκτήματα στο σιιτικό Ιράν. Πρωτίστως, δίδει την δυνατότητα στην Τεχεράνη να μεταφέρει οπλικά συστήματα και ευρύτερη υποστήριξη προς την λιβανική οργάνωση Χεζμπολά. Μέσω της παρουσίας τής σιιτικής Χεζμπολά στο νότιο Λίβανο, η Τεχεράνη δύναται να ασκεί πιέσεις στο Ισραήλ και συνεπώς να αποκτά στρατιωτική και διπλωματική ισχύ στον ανταγωνισμό της με την Ιερουσαλήμ.
Επιπλέον, μετά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003 και την διάλυση του μπααθικού καθεστώτος (με σουνιτικό πολιτιστικό υπόβαθρο) του Σαντάμ Χουσεΐν, το Ιράν και η Συρία απέκτησαν την δυνατότητα ελέγχου των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων επί του ιρακινού εδάφους και σταδιακά μπορούσαν να προβάλλουν την de facto επιρροή τής Τεχεράνης επί της εύθραυστης κυβερνήσεως της Βαγδάτης. Το γεγονός τούτο επιτρέπει στο Ιράν την συγκρότηση ενός δικού του πλέγματος γεωστρατηγικής ισχύος. Πρόκειται περί μιας οριζοντίου ευθυγραμμίσεως κρατών και συμμάχων, εκτεινομένη εκ της Κεντρικής Ασίας μέχρι την ακτή τής Μεσογείου. Αποτελεί συνεπώς στρατηγική ευθυγράμμιση, που ξεκινά από την Τεχεράνη, διατρέχει το Ιράκ (κυβέρνηση του σιίτη Νούρι αλ Μαλίκι) και την Συρία (καθεστώς τού Αλαουίτη Μπασάρ αλ Άσαντ) και καταλήγει στον Λίβανο (σιιτική οργάνωση Χεζμπολά).
Συνεπώς, η Συρία, δια της, ιδιαίτερης γεωπολιτικής σπουδαιότητας, γεωγραφικής της θέσεως, αποτελεί το κέντρο βάρους και την επικοινωνιακή δικλείδα τού ανωτέρω ιρανικού ηγεμονικού υποσυστήματος. Το καθεστώς Άσαντ, που συνιστά γεωπολιτικό ακρογωνιαίο λίθο αυτής της ευθυγραμμίσεως, αποτελεί διττά το στρατηγικό βάθος, αφενός μεν εξ ανατολών προς τις, ιρακινής προελεύσεως, σιιτικές οργανώσεις (την Asa'ib Ahl Al-Haq and την Kataeb Hezbollah [3]), και εκ δυσμών προς την λιβανική (Hezbollah).
Η κλιμακούμενη, τον Μάρτιο του 2013, απειλή των αντικαθεστωτικών δυνάμεων εναντίον τού καθεστώτος Άσαντ, έθεσε σε δεινή δοκιμασία την γεωστρατηγική περιφερειακή αρχιτεκτονική τής Τεχεράνης. Η πτώση τού καθεστώτος Άσαντ αυτομάτως θα διέλυε, στο κέντρο τού μεσανατολικού συστήματος, το γεωστρατηγικό πλέγμα τής ιρανικής προβολής ισχύος. Συνεπώς, προς βορρά θα ενισχύετο ο περιφερειακός ρόλος τής Τουρκίας, ενώ θα επέτρεπε στα σουνιτικά κράτη τού Κόλπου, και κυρίως στη Σαουδική Αραβία, να χρησιμοποιήσουν τα συριακά εδάφη για την δική τους αμφίπλευρη προβολή ισχύος επί του Λιβάνου και του Ιράκ, ενισχύοντας το σουνιτικό στοιχείο έναντι του σιιτικού, στις δύο αυτές χώρες.
Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΙΤΙΚΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ
Τον Απρίλιο του 2013, η Τεχεράνη αποφάσισε να εντατικοποιήσει την άμεση εμπλοκή της στον συριακό πόλεμο, επιθυμούσα την διασφάλιση της βιωσιμότητας του καθεστώτος Άσαντ και συνεπώς την μακροημέρευση του γεωστρατηγικού πλέγματος της ιρανικής προβολής ισχύος. Η κλιμακούμενη ενεργοποίηση του σιιτικού παράγοντα επρόκειτο να τεθεί υπό το συντονισμό τής επίλεκτης μονάδας των «Φρουρών τής Επανάστασης», δηλαδή της «Δύναμης Αλ Κουντς», έχοντας ως κύρια αιχμή τις μονάδες τής λιβανικής σιιτικής παραστρατιωτικής οργάνωσης Χεζμπολά και απολαμβάνοντας την υποστήριξη ιρακινών σιιτικών παραστρατιωτικών ομάδων (Asa'ib Ahl Al-Haq και Kataeb Hezbollah).
Η κατεύθυνση της γεωστρατηγικής ενεργοποιήσεως του σιιτικού παράγοντα εντός του συριακού εδάφους ήταν διττής φύσεως: αμυντική και επιθετική. Ο κύριος στόχος ήταν η διατήρηση ενός ζωτικού εδαφικού διαδρόμου στην κεντρική Συρία, εκτεινομένου εκ των συνόρων τής ανατολικής Συρίας με το Ιράκ και μέσω της Δαμασκού ο οποίος καταλήγει στις μεσογειακές συριακές ακτές. Στον εδαφικό αυτόν διάδρομο, τον διαπερνώντα την συριακή ενδοχώρα, κατοικούν οι Αλαουίτες (η θρησκευτική ομάδα στην οποία ανήκει η οικογένεια Άσαντ) και η πλειοψηφία των Χριστιανών και Δρούζων, μειονότητες οι οποίες στην πλειοψηφία τους δεν στρέφονται εναντίον τού καθεστώτος Άσαντ [4].
Επιπλέον, η διατήρηση του προαναφερθέντος διαδρόμου, διευκολύνει την άμυνα της Δαμασκού, που αποτελεί το στρατηγικό κέντρο βάρους τού καθεστώτος, ενώ συνδέει την Δαμασκό με τις ζωτικές και κυρίως αλαουιτικές παραλιακές πόλεις τής Λατάκιας και της Ταρσού, όπου η Ρωσία, υποστηρίζουσα το καθεστώς Άσαντ, διατηρεί και την μοναδική της στρατιωτική διευκόλυνση, στην Ανατολική Μεσόγειο. (Χάρτης 1)
Αποκορύφωμα της συντονισμένης σιιτικής αντεπιθέσεως στο συριακό έδαφος ήταν η επιχείρηση ανακαταλήψεως της στρατηγικής πόλης Κουσάιρ στην επαρχία Χομς, που βρίσκεται επί της ζωτικής σημασίας ζώνης η οποία συνδέει την Δαμασκό με τον Λίβανο και τα συριακά παράλια. Που βρίσκεται, δηλαδή, στο επίκεντρο των διαδρομών μεταφοράς μαχητών, όπλων και ενεργειακών πόρων. Την 5η Ιουνίου 2013, κατόπιν δύο εβδομάδων εντόνων συγκρούσεων εντός «αστικού θεάτρου μάχης», το Κουσάιρ περιήλθε στον έλεγχο της Χεζμπολά και των συριακών κυβερνητικών μονάδων. Η Χεζμπολά είχε χρησιμοποιήσει την εμπειρία της στις τακτικές ασύμμετρου πολέμου και την εκπαίδευσή της στις μάχες «αστικού θεάτρου» και είχε καταφέρει να μετατοπίσει την ισορροπία αυτής της κρίσιμης συγκρούσεως προς όφελος του καθεστώτος Άσαντ.
Η ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΗΠΑ-ΡΩΣΙΑΣ
Την 21η Αυγούστου 2013 συνέβη ένα από τα πλέον κρίσιμα και καθοριστικά γεγονότα της συριακής κρίσεως: η επίθεση με χημικά αέρια εναντίον τού ανατολικού προαστίου Γούτα τής Δαμασκού, περιοχής διεκδικουμένης από τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε με πυραύλους εδάφους-εδάφους και το χρησιμοποιηθέν αέριο ήταν το «σαρίν» [5].
Μετά την χημική επίθεση, η Ουάσιγκτον προώθησε την επιλογήν ενός πυραυλικού πλήγματος κατά του καθεστώτος Άσαντ, επιλογή υποστηριχθείσα ενθέρμως από την Γαλλία, το Ριάντ και την Άγκυρα. Αν και με διαφορετικές περιφερειακές προτεραιότητες, αλλά και πολιτικές ιδεολογίες, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία στόχευαν σε κοινό στόχο: την πτώση τού καθεστώτος Άσαντ και την αντικατάστασή του από άλλο, φιλικό προς αυτές, σουνιτικό καθεστώς. Αυτό θα έδινε την ευκαιρία στην ισλαμική κυβέρνηση Ερντογάν να επιχειρήσει να προβάλει, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, την τουρκική ισχύ στον πυρήνα τού συστήματος της Μέσης Ανατολής. Για την Σαουδική Αραβία, η πτώση τού καθεστώτος Άσαντ θα αποτελούσε μοναδική γεωστρατηγική ευκαιρία ώστε να επιφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στην κλιμακούμενη, κατά την τελευταία δεκαετία, ιρανική επιρροή επί του συστήματος της Μέσης Ανατολής.
Η αμερικανο-ρωσική συμφωνία περί καταστροφής τού χημικού οπλοστασίου τής Συρίας, συναφθείσα την 14η Σεπτεμβρίου και επικυρωθείσα την 26η Σεπτεμβρίου δια του σχετικού Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας τού ΟΗΕ [6], αποτέλεσε σημαντική γεωστρατηγική αναστολή, τόσο για την Τουρκία, όσον, και κυρίως, για την Σαουδική Αραβία, η οποία θεωρούσε ως βασική της περιφερειακή προτεραιότητα, την ανατροπή τού Μπασάρ αλ Ασάντ και την ρηγμάτωση της ιρανικής γεωστρατηγικής αρχιτεκτονικής στο σύστημα της Μέσης Ανατολής.
Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου παρατηρήθηκαν και τα πρώτα σημεία τής διπλωματικής προσεγγίσεως Ουάσιγκτον-Τεχεράνης, που όπως θα απεδεικνύετο κατόπιν, ήταν αποτέλεσμα των μυστικών επαφών αξιωματούχων των δύο χωρών με την διαμεσολάβηση του Ομάν [7]. Η πρώτη, άμεση αντίδραση του Ριάντ ήταν, την 7η Οκτωβρίου, η –για πρώτην φορά στα χρονικά- απόρριψη της καλύψεως της θέσεως στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ. Θέση, την οποίαν η Σαουδική Αραβία είχε επιδιώξει και στην οποίαν είχε, τελικώς, καταφέρει να εκλεγεί [8].
Οι άμεσες γεωπολιτικές επιδράσεις τής αμερικανο-ρωσικής συμφωνίας υπήρξαν καταλυτικές: η αποτροπή ενός πυραυλικού χτυπήματος της Δύσεως κατά της Δαμασκού σήμαινε την σταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ, τον περαιτέρω κατακερματισμό των αντικαθεστωτικών δυνάμεων (με μεγαλύτερη ενεργοποίηση των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων που σχετίζονται με την αλ Κάιντα) και την έναρξη των διαπραγματεύσεων των Έξι Δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία και Γερμανία) με την Τεχεράνη αναφορικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Η ανακοίνωση της συμφωνίας των Έξι Δυνάμεων με το Ιράν, την 24η Νοεμβρίου 2013, ανέτρεψε γεωπολιτικά δεδομένα τριών δεκαετιών. Με βάση την συμφωνία τής 24ης Νοεμβρίου, το Ιράν και οι έξι συμμετέχουσες δυνάμεις συμφώνησαν στην ελάφρυνση των κυρώσεων της Δύσης επί του ιρανικού καθεστώτος, με αντάλλαγμα τον περιορισμό του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος από πλευράς Τεχεράνης [9].
ΟΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΤΗΣ ΣΑΟΥΔΙΚΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ
Οι γεωπολιτικοί κραδασμοί τής συμφωνίας των Έξι με το Ιράν έγιναν ιδιαζόντως διακριτοί στο Ισραήλ και κυρίως στην Σαουδική Αραβία. Κατά την ημέρα τής ανακοινώσεως της συμφωνίας, ο Αμερικανός διπλωμάτης Ρόμπερτ Τζόρνταν, διατελέσας πρέσβης των ΗΠΑ στην Σαουδική Αραβία (2001-2003), δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερς ότι «η συμφωνία μπορεί να ανακουφίζει τους Σαουδάραβες αναφορικά με την αποτροπή μιας πυρηνικής απειλής από το Ιράν, όμως δεν αποτρέπει τις γεωπολιτικές τους ανησυχίες που ενδέχεται να είναι περισσότερο βαθιές» [10]. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η ανάλυση του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στα πανεπιστήμια του Βερμόντ και της Ντόχα, Γκρέγκορι Γκάουζ: «Οι Σαουδάραβες δεν ανησυχούν απλώς για τις πυρηνικές φιλοδοξίες τού Ιράν. Έχουν έναν πιο βαθύ φόβο: τα γεωπολιτικά ρεύματα στην Μέση Ανατολή ευθυγραμμίζονται εναντίον τους, απειλώντας τόσο την περιφερειακή τους θέση όσο και την εσωτερική τους ασφάλεια» [11].
Οι γεωπολιτικές ανησυχίες τής Σαουδικής Αραβίας σε αυτά τα δύο πεδία είναι πολυδιάστατες: αρχικά, η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει με μεγάλη ανησυχία την αυξημένη επιρροή τού Ιράν επί σημαντικών, γεωπολιτικά, χωρών τού συστήματος της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και ο Λίβανος, καθώς και την επιβίωση –μέσω της καταλυτικής εμπλοκής τού Ιράν και της Χεζμπολά στο συριακό έδαφος- του φιλο-ιρανικού καθεστώτος τού Μπασάρ αλ Άσαντ. Το Ριάντ αντιμετωπίζει αυτές τις χώρες (Ιράκ, Συρία και Λίβανο) ως το κύριο πεδίο περιφερειακής αντιπαραθέσεως με την Τεχεράνη, αλλά και ως την πρώτη γραμμή της σαουδαραβικής άμυνας εναντίον τής κλιμακούμενης ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή.
Υπ' αυτόν το πρίσμα, κάθε γεωπολιτική υποχώρηση σ’ αυτές τις χώρες, αυτομάτως ενεργοποιεί τις ακόμη βαθύτερες ανησυχίες τής Σαουδικής Αραβίας περί την ασφάλεια του υποσυστήματος του Περσικού Κόλπου, και ειδικότερα την ασφάλεια των σουνιτικών καθεστώτων των χωρών τού Οργανισμού Συνεργασίας τού Κόλπου (Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ομάν). Το Ριάντ ανησυχεί ότι τυχόν εδραίωση της ιρανικής επιρροής επί του υποσυστήματος Ιράκ-Συρίας-Λιβάνου θα ενεργοποιήσει το σιιτικό στοιχείο των χωρών τού υποσυστήματος του Κόλπου, απειλώντας την σταθερότητα όχι μόνο των άλλων σουνιτικών καθεστώτων τού Κόλπου, αλλά και του ιδίου του σαουδαραβικού καθεστώτος (βλ. Χάρτης 2).
Αυτές τις σαουδαραβικές γεωπολιτικές ανησυχίες, αλλά και την απόφαση του Ριάντ να ακολουθήσει μια πιο αποφασιστική περιφερειακή πολιτική έναντι του Ιράν, εξέφρασε με άρθρο-παρέμβαση στους Τάιμς τής Νέας Υόρκης ο πρεσβευτής τής Σαουδικής Αραβίας στην Μεγάλη Βρετανία, Μοχάμεντ μπιν Ναοουάφ μπιν Αμπντουλαζίζ. Το άρθρο με τίτλο «Η Σαουδική Αραβία θα προχωρήσει μόνη της» ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Πιστεύουμε πως πολλές από τις πολιτικές τής Δύσης αναφορικά με το Ιράν και την Συρία θέτουν σε κίνδυνο την σταθερότητα και την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο ρίσκο, για το οποίο δεν μπορούμε να παραμείνουμε σιωπηλοί και αδρανείς (…) Αυτό σημαίνει πως το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνει πιο δυναμικό στα διεθνή ζητήματα (…) Η Σαουδική Αραβία, ως το λίκνο του Ισλάμ και μια από τις πιο σημαντικές πολιτικές δυνάμεις τού αραβικού κόσμου, έχει τεράστιες περιφερειακές υποχρεώσεις. Επιπλέον, ως η ντε φάκτο κεντρική ενεργειακή τράπεζα, έχει οικονομικές και πολιτικές υποχρεώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο (…) Θα ενεργήσουμε ώστε να εκπληρώσουμε αυτές τις υποχρεώσεις, με ή χωρίς την στήριξη των δυτικών εταίρων μας».
Ενώ και ο πρίγκηπας Τούρκι αλ Φαϊζάλ, μεταξύ άλλων και πρώην επικεφαλής τής Υπηρεσίας Πληροφοριών τής Σαουδικής Αραβίας και πρέσβης της στις ΗΠΑ, σε πρόσφατη επίσκεψή του στο Λονδίνο, τόνισε πως «η Σαουδική Αραβία θα αντιταχθεί σε κάθε ενέργεια του Ιράν σε άλλες χώρες, γιατί η θέση της είναι πως το Ιράν δεν έχει κανένα δικαίωμα να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, και ειδικότερα σε εκείνες των αραβικών κρατών».
ΤΟ ΣΑΟΥΔΑΡΑΒΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ ΤΗΣ ΙΡΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ
Βάσει των νέων περιφερειακών συνθηκών που διαμορφώθηκαν ως απόρροια των δύο συμφωνιών για την Συρία και το Ιράν, η Σαουδική Αραβία προχώρησε στην συγκρότηση μιας στρατηγικής ανασχέσεως της αυξημένης ιρανικής επιρροής στην Μέση Ανατολή και ειδικότερα στο ασταθές υποσύστημα Συρίας-Λιβάνου.
Το κύριο πεδίο ανασχέσεως της ιρανικής επιρροής παραμένει το συριακό έδαφος, με μόνιμο στόχο την ανατροπή τού καθεστώτος τού Μπασάρ αλ Άσαντ. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, το Ριάντ έχει αποφασίσει την εκπαίδευση στρατού Σύρων αντικαθεστωτικών ο οποίος θα αλλάξει τους συσχετισμούς ισχύος εντός τής Συρίας και θα συμβάλλει καταλυτικά στην ανατροπή τού υπάρχοντος καθεστώτος τής Δαμασκού. Οι πρώτες κινήσεις έχουν ήδη γίνει, δια της συνθέσεως διαφόρων μονάδων αντικαθεστωτικών σε έναν σχηματισμό υπό την ονομασία «Στρατός τού Ισλάμ» (Jaysh al Islam), από τον οποίο έχουν εξαιρεθεί εξτρεμιστικές οργανώσεις σχετιζόμενες με την αλ Κάιντα, ιδεολογικό αντίπαλο του σαουδαραβικού καθεστώτος. Επικεφαλής τού νέου σχηματισμού έχει τεθεί ο σαλαφιστής Ζαχράν Αλούς [12]. Ο Αλούς είναι επίσης επικεφαλής τής μεγαλύτερης οργάνωσης που αποτελεί τον πυρήνα τού «Στρατού τού Ισλάμ», δηλαδή της «Ταξιαρχίας Λίβα αλ Ισλάμ», την οποία ίδρυσε σε συνεργασία με τον σαλαφιστή κληρικό πατέρα του Αμπντάλα, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Σαουδική Αραβία [13].
O κύριος γεωστρατηγικός στόχος αυτής της σαουδαραβικής πρωτοβουλίας είναι πάντοτε η ανάσχεση της ιρανικής επιρροής στην Συρία, που προϋποθέτει την ανατροπή τού καθεστώτος Άσαντ. Σημαίνει, επίσης, τον στρατιωτικό, και επομένως, πολιτικό έλεγχο της Συρίας μετά την αλλαγή καθεστώτος. Ωστόσο, στο άμεσο μέλλον, και δεδομένου του γεγονότος ότι το καθεστώς Άσαντ εμφανίζεται σταθερότερο από ό,τι προ ενός έτους, δηλοί την ανάγκη αυξήσεως της στρατιωτικής και πολιτικής προβολής ισχύος τής Σαουδικής Αραβίας επί του συριακού πεδίου των συγκρούσεων.
Ένας δεύτερος στόχος αυτής της γεωστρατηγικής πρωτοβουλίας, στερρώς συνδεδεμένος με τον πρώτο, είναι ο περιορισμός τής προσφάτως αυξημένης ισχύος και επιρροής των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων που επιχειρούν στην Συρία και που συνδέονται με την αλ Κάιντα ή ενεργούν κατά τα ιδεολογικά πρότυπά της (κυρίως το «Μέτωπο Αλ Νούσρα» και το «Ισλαμικό Κράτος στην Συρία και την Λεβαντίνη»).
Η στήριξη από το Ριάντ αντικαθεστωτικών οργανώσεων και ηγετών σαλαφιστικής ιδεολογίας στοχεύει ακριβώς σε αυτόν τον περιορισμό της ισχύος εντός της Συρίας των εξτρεμιστικών οργανώσεων και των ηγετών που διατηρούν σχέσεις με την αλ Κάιντα. Το σαλαφιστικό ισλαμιστικό κίνημα -που πηγάζει από το Ουαχαβιτικό Ισλάμ, το οποίον είναι στενά συνδεδεμένο με το σαουδαραβικό καθεστώς- διακρίνεται ιδεολογικά από την αλ Κάιντα. Ενώ οι Σύριοι σαλαφιστές επιδιώκουν την ανατροπή τού καθεστώτος Άσαντ και την δημιουργία ενός ισλαμικού κράτους στα συριακά εδάφη, οι οργανώσεις που έχουν υιοθετήσει την ιδεολογία τής Αλ Κάιντα στην Συρία, επιδιώκουν την ανατροπή όλων των καθεστώτων τής περιοχής, συμπεριλαμβανομένου και του σαουδαραβικού, και την εδραίωση ενός ενιαίου ισλαμικού χαλιφάτου. Πάντως, οι πρακτικές τους, όπως και η κοσμο-αντίληψη των σάλαφι, κατ' ουδένα τρόπο δεν δύνανται να θεωρηθούν προοδευτικές και προξενούν μέγα φόβο προς όλους τους αλλόδοξους κατοίκους τής περιοχής, λόγω του άκρως μισαλλόδοξου δείγματος γραφής που έχουν επιδείξει μέχρι σήμερον ως προς αυτούς (διωγμοί, δολοφονίες, κ.τ.λ.).
Το δεύτερον πεδίο τής σαουδαραβικής προσπάθειας ανασχέσεως της ιρανικής επιρροής είναι ο Λίβανος. Βασικός στόχος των σαουδαραβικών επιδιώξεων εντός του λιβανικού πεδίου είναι ο περιορισμός τής στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος τής σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολά, που αποτελεί στρατηγικό εταίρο τού Ιράν, αλλά και το πλέον επιτυχημένο παράδειγμα εξαγωγής τής ιρανικής ισλαμικής επανάστασης.
Η Χεζμπολά, ιδρυθείσα στην Κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου το 1982 από επίλεκτες ιρανικές μονάδες, λειτουργεί βασιζομένη σε τρεις θεμελιώδεις γεωστρατηγικές προϋποθέσεις: Πρώτον, την διατήρηση του στρατηγικού βάθους που παρέχεται από το καθεστώς Άσαντ στην Χεζμπολά, κυρίως όσον αφορά στην αντιπαράθεση της σιιτικής οργάνωσης με το Ισραήλ. Δεύτερον, την διατήρηση των διαύλων μεταφοράς οπλικών συστημάτων από το Ιράν και την Συρία. Τρίτον, την διατήρηση της στρατιωτικής υπεροχής της, εντός του λιβανικού εδάφους.
Η έκταση και η ένταση της συριακής κρίσεως κατέστησαν ζωτικότερη την διατήρηση της στρατιωτικής υπεροχής τής σιιτικής οργάνωσης έναντι των σουνιτών αντιπάλων της εντός τού Λιβάνου: η σεκταριστική ριζοσπαστικοποίηση μέρους τού σουνιτικού λιβανικού πληθυσμού, ειδικότερα στην Τρίπολη, την Σιδώνα και την επαρχία Άκκαρ, συνδυαζόμενη με την είσοδο στα λιβανικά εδάφη άνω του ενός εκατομμυρίου προσφύγων εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία είναι Σύριοι σουνίτες, έχουν θέσει νέες προκλήσεις στην Χεζμπολά. Η καταλυτική στρατιωτική εμπλοκή τής Χεζμπολά στην συριακή κρίση οφείλεται, εν μέρει, στην επιδίωξη της οργάνωσης να αποτρέψει την ανακατανομή ισχύος στην Συρία, η οποία, υπό μορφή αλυσιδωτής αντιδράσεως, θα οδηγούσε κατόπιν στην ανακατανομή ισχύος στον Λίβανο. Ειδικότερα, αλλαγή καθεστώτος στην Δαμασκό, δηλαδή, αντικατάσταση του φιλο-ιρανικού Αλαουιτικού καθεστώτος Άσαντ από ένα άλλο, σουνιτικό (και πιθανότατα φίλα προσκείμενο ή ακόμη και ελεγχόμενο από την Σαουδική Αραβία) καθεστώς, θα έθετε εντός επικινδύνου κλοιού την Χεζμπολά, καθώς θα την περιόριζε μεταξύ της Μεσογείου, των ισραηλινών συνόρων στον Νότο, τον-κυρίως σουνιτικό- λιβανικό βορρά και τού νέου, εχθρικού προς αυτήν, σουνιτικού καθεστώτος στην Συρία. Συνεπώς, εάν το καθεστώς Άσαντ ανατραπεί στην Δαμασκό, τότε στον Λίβανο η Χεζμπολά θα βρεθεί γεωγραφικά, και το σημαντικότερον, γεωπολιτικά απομονωμένη.
Η απομόνωση –στρατιωτική και πολιτική- της Χεζμπολά, αποτελεί τον θεμελιώδη γεωστρατηγικό στόχο τής Σαουδικής Αραβίας στον Λίβανο, καθώς ένα ανάλογο ενδεχόμενον θα αποτελούσε σημαντική ανάσχεση της ιρανικής επιρροής στην Λεβαντίνη. Ωστόσο, η σταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ, καθιστά αυτό το ενδεχόμενο εξαιρετικά δυσχερές στην επίτευξή του. Η επομένη επιλογή τού Ριάντ στον Λίβανο είναι η αύξηση της επιρροής του στο εσωτερικό, με στόχο τον περιορισμό τής ισχύος τής Χεζμπολά και, ταυτοχρόνως, του Ιράν.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η παροχή από πλευράς Ριάντ επιχορηγήσεως ύψους τριών δισ. δολαρίων προς τις λιβανικές Ένοπλες Δυνάμεις, την αποδοχή της οποίας ανακοίνωσε κατά τα τέλη Δεκεμβρίου ο πρόεδρος του Λιβάνου, Μισέλ Σουλεϊμάν [14]. Πρόκειται για επιχορήγηση διπλάσια του ετησίου προϋπολογισμού των λιβανικών Ενόπλων Δυνάμεων, και η μόνη προϋπόθεση που έθεσε το Ριάντ είναι η χρησιμοποίησή της για την αγορά... γαλλικών οπλικών συστημάτων! Η επιλογή των γαλλικών οπλικών συστημάτων από την Σαουδική Αραβία δεν είναι, βεβαίως, τυχαία, καθώς η Γαλλία είχε στηρίξει σθεναρά τον περασμένο Αύγουστο την πυραυλική επίθεση εναντίον τού καθεστώτος Άσαντ, όπως, άλλωστε, και η Σαουδική Αραβία. Δια της κινήσεως αυτής, το Ριάντ ελπίζει πως θα αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή επί των λιβανικών Ενόπλων Δυνάμεων, τις οποίες αντιμετωπίζει ως έναν μελλοντικό εναλλακτικό πόλο στρατιωτικής ισχύος στο εσωτερικό τού Λιβάνου.
Επί του πολιτικού πεδίου, μέσω της άμεσης επιρροής που ασκεί επί του αντι-συριακού λιβανικού κινήματος της 14ης Μαρτίου και κυρίως επί του «Κινήματος για το Μέλλον» (του οποίου ηγείται ο σουνίτης πρώην πρωθυπουργός Σαάντ Χαρίρι, υιός του δολοφονηθέντος πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι), το Ριάντ προσπαθεί να αποκλείσει την συμμετοχή τής Χεζμπολά στην κυβέρνηση. Από τον Μάρτιο του 2013, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Νατζίμπ Μικάτι, ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα νέου πρωθυπουργού ο Ταμάμ Σαλάμ. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν στον σχηματισμό νέας κυβερνήσεως. Από πλευράς της, η Σαουδική Αραβία επιδιώκει τη μη συμμετοχή τής Χεζμπολά στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα, καθώς επιδιώκει την αποτροπή τού ελέγχου της κυβερνήσεως από το φιλο-συριακό κίνημα της 8ης Μαρτίου (στο οποίο κυριαρχεί η Χεζμπολά), και το οποίο είχε καταφέρει να ελέγξει την προηγουμένη κυβέρνηση του Νατζίμπ Μικάτι.
ΣΥΡΙΑ: ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ ΑΛ ΚΑΪΝΤΑ
Πέραν των προαναφερθεισών γεωστρατηγικών επιδιώξεων της Σαουδικής Αραβίας, η σταθεροποίηση του φιλο-σιιτικού καθεστώτος Άσαντ μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τού Ιράν και της Χεζμπολά και την ακύρωση του δυτικού πυραυλικού χτυπήματος είχε ως συνέπεια την αύξηση του ρήγματος εντός τού συριακού αντικαθεστωτικού στρατοπέδου και την αυξημένη τρομοκρατική δράση σουνιτικών εξτρεμιστικών οργανώσεων, που είτε συνεδέοντο με την αλ Κάιντα, είτε ενεργούν στα πρότυπά της.
Ως αποτέλεσμα της εντάσεως της συριακής κρίσης, της αυξημένης περιφερειακής της διάστασης και της κλιμακούμενης σεκταριστικής βίας δημιουργήθηκαν νέες ισλαμιστικές ομάδες με εξτρεμιστική ιδεολογία και δράση κατά τα πρότυπα της αλ Κάιντα. Οι δύο πιο ισχυρές οργανώσεις, δρώσες και επηρεαζόμενες από τις μεθόδους και την ιδεολογία τής αλ Κάιντα στην Συρία είναι το «Μέτωπο αλ Νούσρα» και το «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και την Λεβαντίνη».
Το Μέτωπο αλ Νούσρα, του οποίου ηγείται ο Σύρος Μοχάμεντ αλ Γκολάνι και το οποίο περιλαμβάνει στις τάξεις του πολλούς ξένους μαχητές, συγκροτήθηκε στις αρχές τού 2012 στην Συρία με στόχο την ανατροπή του κοσμικού καθεστώτος Άσαντ, έχει αναγνωριστεί από την αλ Κάιντα ως η συριακή εκδοχή τής οργάνωσης. Το Μέτωπο αλ Νούσρα έχει αναλάβει την ευθύνη για δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις (εκ των οποίων κάποιες επιθέσεις αυτοκτονίας) στην Δαμασκό, το Χαλέπι και την Χομς και στις αρχές τού 2014 η δύναμή του υπολογιζόταν περί τους 8.000 μαχητές.
Το «Ισλαμικό Κράτος στην Ιράκ και την Λεβαντίνη» (που νωρίτερα αποκαλείτο «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και την Συρία») αποτελεί την μετάσταση στο συριακό έδαφος μιας ισλαμιστικής εξτρεμιστικής οργάνωσης που δημιουργήθηκε το 2004 στο Ιράκ. Με ηγέτη τον ιρακινό Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάτι και με δύναμη περίπου 6.000 μαχητών, το «Ισλαμικό Κράτος» αποτελεί την πιο ακραία εκδοχή των ισλαμιστικών οργανώσεων που έχουν ενεργοποιηθεί στην Συρία, γεγονός που το έχει οδηγήσει σε ευθεία σύγκρουση με τις πιο μετριοπαθείς αντικαθεστωτικές οργανώσεις, αλλά και με την Κουρδική πολιτοφυλακή (PYD) στην βορειοανατολική Συρία [14]. Το «Ισλαμικό Κράτος» αποτελείται κυρίως από ξένους, μη Σύρους, μαχητές, και έχει θέσει ως βασική προτεραιότητα την αύξηση της επιρροής του σε περιοχές τής Συρίας, και όχι την άμεση ανατροπή του συριακού καθεστώτος. Τον Ιανουάριο του 2014, οι συγκρούσεις ανάμεσα στο Ισλαμικό Κράτος και άλλες αντικαθεστωτικές οργανώσεις κλιμακώθηκαν σε διάφορες περιοχές τής βόρειας Συρίας, ενώ μαχητές του κατέλαβαν την ιρακινή πόλη Φαλούτζα. Στις αρχές Φεβρουαρίου, η ηγεσία τής αλ Κάιντα ανακοίνωσε, προσπαθώντας να ελέγξει τις ισλαμιστικές ομάδες στην Συρία, πως δεν συνδέεται με το «Ισλαμικό Κράτος».
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΛΙΒΑΝΟ
Από το δεύτερο ήμισυ του 2013 παρατηρήθηκε κλιμάκωση των επιθέσεων επί λιβανικού εδάφους από οργανώσεις συνδεόμενες με την αλ Κάιντα, σηματοδοτώντας καινοφανή μορφή διαχύσεως της συριακής κρίσεως στον Λίβανο. Η επέκταση της τρομοκρατικής δράσεως των συνδεομένων με την Αλ Κάιντα ή των επιχειρουσών κατά τα πρότυπά της εξτρεμιστικών οργανώσεων στον Λίβανο, αποτελεί αντίδραση στην καταλυτική εμπλοκή τής σιιτικής Χεζμπολά στο συριακό στρατιωτικό πεδίον. Η αρχή έγινε με δύο βομβιστικές επιθέσεις «παγιδευμένων» οχημάτων, την 9η Ιουλίου και 15η Αυγούστου 2013, στα νότια προάστια της Βηρυτού που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Χεζμπολά. Από τον Νοέμβριο οι τρομοκρατικές επιθέσεις κλιμακώθηκαν.
Στις 19 Νοεμβρίου 2013, μια διπλή βομβιστική επίθεση με στόχο την ιρανική πρεσβεία στην Βηρυτό είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 23 ανθρώπων και τον τραυματισμό δεκάδων. Την ευθύνη ανέλαβε η λιβανική σουνιτική οργάνωση «Ταξιαρχία Αμπντουλά Αζάμ», που διατηρεί σχέσεις με την αλ Κάιντα. Στη συνέχεια ακολούθησε σειρά βομβιστικών επιθέσεων με «παγιδευμένα» οχήματα και επιθέσεις αυτοκτονίας σε διάφορες περιοχές της νότιας Βηρυτού και του ανατολικού Λιβάνου ελεγχόμενες από την Χεζμπολά: στις 17 Δεκεμβρίου 2013 στην ανατολική πόλη Χερμέλ, (Χάρτης 4), στις 2 Ιανουαρίου 2014 στο νότιο προάστιο της Βηρυτού, την 1η Φεβρουαρίου 2014 στην ανατολική πόλη Χερμέλ (Χάρτης 4) την 3η Φεβρουαρίου 2014 στο Σουέιφατ στην νότια Βηρυτό (Χάρτης 5) της οποίας την ευθύνη ανέλαβε το Μέτωπο αλ Νούσρα…
Είχαν, εν τω μεταξύ, πραγματοποιηθεί και δύο βομβιστικές επιθέσεις εναντίον στόχων σχετιζομένων με την σουνιτική κοινότητα του Λιβάνου: στις 23 Αυγούστου 2013 μια διπλή βομβιστική επίθεση σε σουνιτικό τέμενος της Τρίπολης κατά την οποία φονεύθηκαν 42 άτομα, και στις 27 Δεκεμβρίου 2013 η με παγιδευμένο αυτοκίνητο δολοφονία τού μετριοπαθούς Μοχάμεντ Σάτα, σουνίτη πρώην υπουργού και στενού συμβούλου τού Σαάντ Χαρίρι (κατά την επίθεση σκοτώθηκαν τέσσερα ακόμη άτομα και τραυματίσθηκαν πενήντα).
Κατά τα τέλη Ιανουαρίου, οι σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις ανακοίνωσαν και επισήμως την ενεργοποίησή τους εντός των συνόρων τού Λιβάνου. Την 25η Ιανουαρίου 2014, με ηχογραφημένο μήνυμα, ο Σαγιάφ αλ Ανσάρι, ανακοίνωσε την δημιουργία της οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος στον Λίβανο», στην βόρεια πόλη της Τρίπολης, ως παρακλάδι τού «Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και την Λεβαντίνη». Στην Τρίπολη, η οποία αποτελούσε ανέκαθεν προπύργιο του σουνιτικού ισλαμισμού, η συριακή κρίση έχει ως αποτέλεσμα την έξαρση του σουνιτικού εξτρεμισμού και την συχνή ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα σε σουνιτικές και αλαουιτικές παραστρατιωτικές ομάδες [16]. Αργότερα την ίδια ημέρα, το «Μέτωπο Νούσρα» και οι «Ταξιαρχίες Αμντουλά Αζάμ» εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, στην οποίαν ανέφεραν ότι ο στόχος τους είναι η Χεζμπολά [17].
Με βάση όλα τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις, που επιχειρούν κατά τα πρότυπα της Αλ Κάιντα, έχουν επεκτείνει την τρομοκρατική τους δράση εντός των συνόρων του Λιβάνου, επιδιώκοντας την αύξηση της ισχύος και επιρροής τους εντός τού λιβανικού πεδίου. Προκειμένου να το επιτύχουν, εκμεταλλεύονται την κλιμάκωση της σεκταριστικής ριζοσπαστικοποίησης μέρους τού λιβανικού σουνιτικού πληθυσμού λόγω του συριακού εμφυλίου και της ενεργού εμπλοκής σ’ αυτόν της σιιτικής Χεζμπολά, καθώς και την επιδεικνυόμενη, προς το παρόν, πολιτική αδυναμία εκ μέρους των παραδοσιακών σουνιτικών πολιτικών κομμάτων και πολιτικών αρχηγών. Αυτό ισχύει, κατά το μάλλον ή ήττον, σε περιοχές, όπως π.χ. η πόλη της Τρίπολης, όπου η υψηλή ανεργία και τα εξίσου υψηλά ποσοστά φτώχειας έχουν σταδιακά απομακρύνει τον σουνιτικό πληθυσμό από την παραδοσιακή σουνιτική πολιτική ελίτ, που ενεργοποιείται κυρίως στην πρωτεύουσα, την Βηρυτό. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εξτρεμιστικές σουνιτικές οργανώσεις οι συνδεόμενες με την αλ Κάιντα, εντοπίζουν πρόσφορο έδαφος σε περιοχές όπως η Τρίπολη για την εδραίωση της επιχειρησιακής τους παρουσίας και την αύξηση της έως προσφάτως χαμηλής ιδεολογικής επιρροής τους.
ΤΟ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΡΙΑΣ-ΛΙΒΑΝΟΥ ΩΣ ΕΝΙΑΙΟ ΠΕΔΙΟ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Οι περιφερειακοί κραδασμοί των προσφάτων γεγονότων που σχετίζονται με την συριακή κρίση –η καταλυτική εμπλοκή του σιιτικού παράγοντα, η συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας για το συριακό χημικό οπλοστάσιο και η συμφωνία των Έξι Δυνάμεων με την Τεχεράνη για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα- είναι ιδιαζόντως σημαντικοί.
Οι κραδασμοί αυτοί ενεργοποίησαν τις σαουδαραβικές γεωπολιτικές ανησυχίες, τις εστιάζουσες στην κλιμάκωση της περιφερειακής προβολής ισχύος τού Ιράν εντός του υποσυστήματος Ιράκ-Συρίας-Λιβάνου, και κυρίως στην αύξηση της ιρανικής επιρροής στο, εγγύτερο για την Σαουδική Αραβία, υποσύστημα του Κόλπου.
Στον πυρήνα των γεωπολιτικών ανησυχιών τού Ριάντ βρίσκεται ο φόβος τής αποσταθεροποιήσεως, εξαιτίας αυτής της αυξημένης ιρανικής επιρροής στο ευρύτερο σιιτικό στοιχείο τού Κόλπου, των σουνιτικών καθεστώτων, και φυσικά του ιδίου τού Σαουδαραβικού καθεστώτος. Αλλά και η απειλή, την οποίαν εκπροσωπεί η ιστορική αμερικανο-ιρανική προσέγγιση, μιας ευρύτερης γεωπολιτικής υποχωρήσεως της Σαουδικής Αραβίας εντός τού συστήματος της Μέσης Ανατολής, ως συνέπεια μιας διπλωματικής συνδιαλλαγής μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, κατά την οποίαν οι ΗΠΑ θα παραχωρήσουν κρίσιμη περιφερειακή επιρροή στο Ιράν ως αντάλλαγμα για την ακύρωση του πυρηνικού του προγράμματος.
Οι θεμελιώδεις αυτές γεωπολιτικές ανησυχίες ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά τού Ριάντ, ωθώντας το στην εφαρμογή μιας γεωστρατηγικής αντίδρασης στο συριακό και το λιβανικό πεδίον, με ευρύτερο στόχο την ανάσχεση της ιρανικής επιρροής στο κρίσιμο υποσύστημα Συρίας-Λιβάνου, όπου βάσει των σαουδαραβικών σχεδιασμών αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας για την ασφάλεια του υποσυστήματος του Κόλπου. Ως συνέπεια των αντενεργειών τής Σαουδικής Αραβίας ως προς την ιρανική εμπλοκή, προκύπτει ο μετασχηματισμός τού υποσυστήματος Συρίας-Λιβάνου σε ένα ενιαίο πεδίον κλιμακούμενου γεωστρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης, ο οποίος θα πλήξει περαιτέρω το εύθραυστο περιβάλλον ασφαλείας του συστήματος της Μέσης Ανατολής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[ ] For more information regarding the geostrategic role of Qatar, Turkey, Dubai and Saudi Arabia see I. Th. Mazis, “L'effet Syrien et l'analyse géopolitique et géostratégique du Moyen Orient actuel,” in ibid, pp. 545-566.
[2] “Syria’s Metastasing Conflicts”, Middle East Reports, International Crisis Group No.143, June 27, 2013. Επίσης: Sarlis Michalis, “Ο γεωπολιτικός αντίκτυπος της συριακής κρίσης στην εσωτερική κατάσταση του Λιβάνου» in Πρακτικά A' Διεθνούς Μεσανατολικού Συνεδρίου του Αθήνισι Πανεπιστημίου, Αι αραβικαί εξεγέρσεις και η αναμόρφωσις του Αραβοϊσλαμικού κόσμου, eds. I. Th. Mazis, (Dir.) και K. Nokolaou-Patragas, (Athens: Dept. of Modern Turkish and Modern Asian Studies, School of Economomic and Political Sciences, Leimon Editions, 2013),pp. 359-373.
[3] Mamouri Ali, “The rise of Cleric Militias in Iraq, ”Al Monitor, July 23, 2013,
http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2013/07/shiite-cleric-militias...[4] Chulov Martin, “Syria’s war more complex than ever,” The Guardian, September 19, 2013.
[5] Evans Dominic & Oweis Khaled, “Syrian gas ‘kills hundreds’,” Reuters, August 21, 2013.
[6] Irish John & Nichols Michelle, “US and Russia agree on UN chemical arms measure,” Reuters, September 26, 2013,
http://www.reuters.com/article/2013/09/27/us-un-assembly-syria-resolutio...[7] Borgen Julian & Dehghan Kamali Saeed, “Secret talks helped forge Iran nuclear deal”, The Guardian, November 25, 2013.
[8] Worth Robert, “Saudi Arabia rejects UN Security Council seat in protest move,” The New York Times, October 18, 2013.
[9] Hafezi Parisa & Pawlak Justyna, “Breakthrough deal curbs Iran’s nuclear activity”, Reuters, November 24, 2013.
[10] McDowel Angus, “Region will lose sleep over Iran deal”, Reuters, November 24, 2013.
[11] Gause Gregory III, “Why the Iran deal scares Saudi Arabia”, The New Yorker, November 26, 2013.
[12] Black Ian, “Saudi Arabia to spend millions to create Army of Islam”, The Guardian, November 7, 2013.
[13] Oweis Yakoub Khaled, “Saudi Arabia boost Salafist rivals to Al Qaeda in Syria”, Reuters, October 1, 2013.
[14] BBC, “Saudi Arabia to give Lebanon army $3 billion grant, December 29, 2013.
[15] Birk Sarah, “How Al Qaeda changed the Syrian war”, The New York Review of Books, December 27, 2013.
[16] Karouny Mariam, “Insight: After Syria, al Qaeda expanding in Lebanon”, Reuters, January 30, 2014.
[17] Mortada Radwan, “ISIS and Al Nusra declare war on Lebanon”, Al Akhbar, January 25, 2014.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.