Την ανάγκη της Ελλάδας να συνεχίσει τις σοβαρές μεταρρυθμίσεις, διαρθρωτικές και μη, καταδεικνύει η ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το διεθνές εμπόριο, με τίτλο “The Global Enabling Trade Report 2014” η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα.
Στην 353 σελίδων έκθεση, οι οικονομολόγοι και αναλυτές του WEF παρουσιάζουν μια “ακτινογραφία” συνολικά του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά και πιο αναλυτικά των 138 χωρών που περιλαμβάνονται στη σύνθεση του δείκτη Enable Trading Index, ενός δείκτη που ουσιαστικά αποτυπώνει την δυνατότητα μιας οικονομίας να επωφεληθεί από το παγκόσμιο εμπόριο.
Από το 2008 που δημιουργήθηκε ο δείκτης, έχει εξελιχθεί σε ένα χρήσιμο εργαλείο όχι μόνο για τις κυβερνήσεις, αλλά και για τις επιχειρήσεις, καθώς επιχειρεί να δώσει μια σφαιρική εικόνα για κάθε εθνική οικονομία, η οποία να περιλαμβάνει όχι μόνο στοιχεία που σχετίζονται με την πρόσβαση στην αγορά (π.χ. δασμολογικά εμπόδια), αλλά και πρακτικά στοιχεία που αφορούν από την αποτελεσματικότητα των τελωνειακών αρχών, τις υποδομές σε μεταφορές και τηλεπικοινωνίες, έως το περιβάλλον ασφάλειας/εγκληματικότητας εντός της κάθε χώρας.
Στην συνολική κατάταξη του Enable Trading Index η Ελλάδα βρίσκεται στην 67η θέση μεταξύ των 138 χωρών, και βαθμολογείται με 4,0 σε μία κλίμακα 1-7 (όπου 7 είναι ο καλύτερος δυνατός βαθμός).
Από τους 7 βασικούς πυλώνες που εξετάζονται (για κάθε χώρα), η Ελλάδα εμφανίζει την καλύτερη επίδοση στον τομέα της πρόσβασης στην εγχώρια αγορά (46η θέση με βαθμολογία 4,9) και στον τομέα της διαθεσιμότητας και χρήσης τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών-ICTs (46η θέση με βαθμολογία 4,8).
Οι χειρότερες επιδόσεις της Ελλάδας είναι στους τομείς της πρόσβασης σε ξένες αγορές (97η θέση με βαθμολογία 1,9) και στο λειτουργικό περιβάλλον (79η θέση με βαθμολογία 4,0).
|
Κατάταξη
(επί συνόλου 138 χωρών)
|
Βαθμολογία (1-7)
|
Enabling Trade Index 2014
|
67
|
4,0
|
Α. Πρόσβαση σε αγορές
|
75
|
3,4
|
1.Εγχώρια
|
46
|
4,9
|
2.Ξένες
|
97
|
1,9
|
Β. Τελωνειακή διοίκηση
|
59
|
4,6
|
3. Αποτελεσματικότητα και Διαφάνεια
|
59
|
4,6
|
Γ. Υποδομές
|
51
|
4,2
|
4. Διαθεσιμότητα και ποιότητα υποδομών στις μεταφορές
|
63
|
3,5
|
5. Διαθεσιμότητα και ποιότητα υπηρεσιών στις μεταφορές
|
54
|
4,3
|
6. Διαθεσιμότητα και χρήση ICTs
|
46
|
4,8
|
Δ. Λειτουργικό περιβάλλον
|
79
|
4,0
|
7. Λειτουργικό περιβάλλον
|
79
|
4,0
|
Πηγή: World Economic Forum, The Global Enabling Trade Report 2014
Προβλήματα, αλλά και πλεονεκτήματα
Το μεγαλύτερο -με διαφορά- πρόβλημα για τις ελληνικές εξαγωγές, όπως προκύπτει από την έκθεση, είναι ηπρόσβαση σε χρηματοδότηση (24,6%).
Ως δεύτερο πιο σοβαρό πρόβλημα αναδεικνύονται τα κόστη από τις καθυστερήσεις που προκαλούνται στις εγχώριες μεταφορές (10,8%), ενώ τρίτο σοβαρότερο πρόβλημα για τις ελληνικές εξαγωγές είναι η εύρεση νέων αγορών και πελατών (10,7%). Η λίστα των προβλημάτων συμπληρώνεται, μεταξύ άλλων, από την δυσκολία πρόσβασης σε εισαγόμενες πρώτες ύλες σε ανταγωνιστικές τιμές (9,0%), η ανεπάρκεια σε τεχνολογία παραγωγής και δεξιότητες (7,8%), οι τελωνειακές διαδικασίες στο εξωτερικό (7,5%) και η δυσκολία ανταπόκρισης στις ποιοητικές και ποσοτικές απαιτήσεις των πελατών (6,9%).
Από τα 62 επιμέρους στοιχεία που αναλύονται στις 4 βασικές κατηγορίες του παραπάνω πίνακα (Α, Β, Γ, Δ), η Ελλάδα εμφανίζει συγκριτικό πλεονέκτημα σε μόλις 17. Εξ αυτών, τα 5 αφορούν την κατηγορία Γ, ήτοι την διαθεσιμότητα και χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. Αλλά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ενώ οι ελληνικές επιδόσεις είναι καλές σε ό,τι αφορά π.χ. την χρήση κινητής τηλεφωνίας (ανά 100 κατοίκους), την χρήση ενσύρματων και ασύρματων ευρυζωνικών συνδέσεων (ανά 100 κατοίκους) και τις online κυβερνητικές υπηρεσίες, η Ελλάδα υστερεί, κατά πολύ, σε δύο κρίσιμους επιμέρους κλάδους: την χρήση ICTs για συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (101η θέση) και την χρήση του διαδικτύου γιασυναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (83η θέση).
Μεταξύ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας συγκαταλέγεται η αποτελεσματικότητα στις διαδικασίες εκκαθάρισης στα σύνορα (28η θέση), ο αριθμός των εγγράφων που απαιτούνται για εισαγωγές (43η θέση με 6 έγγραφα), αλλά και ο αριθμός των εγγράφων που απαιτούνται για εξαγωγές (16η θέση με 4 έγγραφα). Ως συγκριτικό πλεονέκτημα προσμετράται και η αποτελεσματικότητα και αμεροληψία των δικαστικών αρχών στην επίλυση εμπορικών διαφορών (26η θέση).
Ως συγκριτικά μειονεκτήματα της Ελλάδας η έκθεση αναφέρει (ενδεικτικά):
- τον αριθμό των διαφορετικών δασμολογικών/φορολογικών επιβαρύνσεων (1.755!)
- τον αριθμό ημερών που απαιτούνται για εισαγωγές (15)
- τον αριθμό των ημερών που απαιτούνται για εξαγωγές (16)
- το κόστος εισαγωγής ανά κοντέινερ (1.135 δολάρια ΗΠΑ)
- το κόστος εξαγωγής ανά κοντέινερ (1.040 δολάρια ΗΠΑ)
- την ποιότητα του οδικού δικτύου (60η θέση με βαθμολογία 2,7)
- αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα των κρατικών θεσμών (89η θέση με βαθμολογία 3,4)
- πρόσβαση σε χρηματοδότηση (121η θέση με βαθμολογία 2,9) και, ειδικότερα, ευκολία πρόσβασης σε δάνεια (136η θέση με βαθμολογία 1,6)
- ευκολία πρόσληψης αλλοδαπού εργατικού δυναμικού (66η θέση)
Βαθμός ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας
Στην ίδια έκθεση, με στοιχεία του 2012 υπολογίζεται ότι το άθροισμα της αξίας των εισαγωγών και των εξαγωγών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι μόλις 37,9%, που φέρνει την Ελλάδα στην 126η θέση σε σύνολο 138 χωρών. Το ποσοστό αυτό είναι ο λεγόμενος “βαθμός ανοίγματος” της ελληνικής οικονομίας. Αποτυπώνει, δηλαδή, το πόσο “εκτεθειμένη” είναι η ελληνική οικονομία στο διεθνές εμπόριο – ώστε να μπορεί, μεταξύ άλλων, να αποκομίσει οφέλη από την παγκόσμια εμπορική δραστηριότητα.
Σε φετινή έκδοση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, στον συλλογικό τόμο
“Ανταγωνιστικότητα για ανάπτυξη: προτάσεις πολιτικής”, ο κ. Χ. Παπάζογλου, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και οικονομολόγος στη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον βαθμό ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο βαθμός ανοίγματος της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο είναι ιδιαίτερα χαμηλός. Ο λόγος του αθροίσματος του συνόλου των εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών της χώρας ως προς το ΑΕΠ ανέρχεται λίγο πάνω από το ήμισυ του αντίστοιχου λόγου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 (το 2012 ο λόγος αυτός ήταν 38% για την Ελλάδα και 70% για την ΕΕ-27). Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της ιδιαίτερα περιορισμένης εξαγωγικής επίδοσης της χώρας (οι εξαγωγές ανέρχονταν στο 13,8% του ΑΕΠ και οι εισαγωγές στο 24,2% το 2012). Για πολλά χρόνια, οι εισπράξεις από εξαγωγές αγαθών παρέμεναν κατά μέσο όρο καθηλωμένες στο ένα τρίτο των πληρωμών της χώρας για εισαγωγές αγαθών και κάτω του 10% του ΑΕΠ. Εξαίρεση αποτελεί η τελευταία διετία (2010-12), κατά την οποία η διαφαινόμενη ανάκαμψη των εξαγωγών σε συνδυασμό με τη μεγάλη κάμψη των εισαγωγών, λόγω της ύφεσης, έχουν αλλάξει μερικώς την εικόνα του εξωτερικού εμπορίου”.
“Ο βαθμός ανοίγματος στο διεθνές εμπόριο και ειδικότερα η ικανότητα μιας χώρας να διεισδύει στις διεθνείς αγορές αντανακλά τον βαθμό της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της” εξηγεί ο κ. Παπάζογλου, ενώ ειδικά για την Ελλάδα σχολιάζει πως η προσπάθεια “για έξοδο από την κρίση με την επίτευξη υψηλών ρυθμών διατηρήσιμης ανάπτυξης δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα αν δεν υπάρξει ουσιαστική βελτίωση στην εξαγωγική της επίδοση. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ο βαθμός εμπορικής ολοκλήρωσης αποτελεί σημαντικό παράγοντα που διαχωρίζει τις χώρες με υψηλό βαθμό ανάπτυξης από εκείνες με χαμηλότερο”.
“Ο στόχος της χώρας για επίτευξη υψηλών ρυθμών διατηρήσιμης ανάπτυξης δεν θα καταστεί εφικτός αν δεν υπάρξει εντυπωσιακή ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας” αναφέρει
σε άλλο σημείο της ανάλυσής του ο κ. Παπάζογλου, και τονίζει, στα συμπεράσματά του, ότι “παρά τη σημασία της ανταγωνιστικότητας ως προς την τιμή, η χαμηλή εξαγωγική επίδοση της χώρας κυρίως προς τις ανεπτυγμένες αγορές συνδέεται κατά κύριο λόγο με διαρθρωτικά προβλήματα και ιδιαίτερα με την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Η πρόσφατη ανάκαμψη των ελληνικών εξαγωγών μπορεί σε σημαντικό βαθμό να οφείλεται στη μεγάλη διόρθωση στο κόστος παραγωγής, λόγω της σημαντικής μείωσης της αμοιβής της εργασίας, αλλά αφορά πρωτίστως εξαγωγές προς τις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες αγορές”.