Translate

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Η ιστορία του Ρομάνο Μαϊράνο

Ιανουαρίου 4, 2011
Η υποδοχή της οποίας έτυχε το τελευταίο άρθρο μού έδωσε ιδιαίτερη χαρά. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους φίλους σχολιαστές και αναγνώστες του ιστολογίου! Το μόνο πρόβλημα (ευχάριστο βέβαια) έγκειται στο ότι ένα άρθρο που επιτυγχάνει τους στόχους του δεν είναι ποτέ εύκολο να ακολουθηθεί από κάποιο ισάξιό του. Το “Γιατί ΔΕΝ επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα”, που είχε χαρακτήρα… μανιφέστου για το ιστολόγιο αυτό, εξέφραζε ιδέες που έχουν αποκρυσταλλωθεί εδώ και χρόνια. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή για να οργανωθεί με λογικό τρόπο η παρουσίασή τους και η σχετική επιχειρηματολογία. Κατ’ ανάγκη, η συνέχεια θα δοθεί με κάτι πολύ πιο απλό και ταπεινό ως προς τους στόχους του. Ίσως, άλλωστε, να ταιριάζει περισσότερο με το εορταστικό κλίμα των ημερών αυτών. Ο ήρωάς μας δεν είναι πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης, ούτε μεγάλος καλλιτέχνης ή άνθρωπος του πνεύματος. Είναι ένας επιχειρηματίας, ένας έμπορος. Αυτό φαντάζομαι ότι θ’ αρέσει σε όσους φίλους του ιστολογίου θα επιθυμούσαν να διαβάσουν και κάποιον έπαινο για την ιδιωτική πρωτοβουλία και τον καπιταλισμό. Η περίπτωσή του, που μοιάζει εκ πρώτης όψεως ασυνήθιστη, δεν είναι μοναδική για την πατρίδα και την εποχή του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταραχώδης επιχειρηματική σταδιοδρομία του συμβολίζει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τα έργα και τις ημέρες ενός από τα ισχυρότερα και πιο ιδιόμορφα κράτη του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα (αν όχι κι ολόκληρης της ανθρώπινης Ιστορίας): της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.
Στους Ενετούς θα μπορούσε κανείς να προσάψει πολλά: άπληστοι έμποροι και αδίστακτοι αποικιοκράτες είναι δύο από τις συνηθέστερες κατηγορίες. Ωστόσο, πρέπει ταυτόχρονα να τους αναγνωριστούν πολλές αρετές. Μεθοδικοί, πειθαρχημένοι και οργανωτικοί (τα περισσότερα κάστρα και οχυρώσεις που βλέπουμε και σήμερα στη χώρα μας είναι δικά τους έργα), πρωτίστως δε άνθρωποι με λαμπρό επιχειρηματικό πνεύμα. Όταν διέκριναν σοβαρή πιθανότητα εμπορικού κέρδους, τίποτε δεν μπορούσε να τους αποθαρρύνει να αναλάβουν την πιο παράτολμη επιχειρηματική δράση. Ο Ενετός έμπορος δεν δειλιάζει ούτε μπροστά στους συνήθεις κινδύνους που ενέχει κάθε εμπορική δραστηριότητα, ούτε μπροστά σ’ αυτούς του θαλάσσιου ταξιδιού (στοιχεία της φύσης και πειρατές). Δεν τον φοβίζουν ούτε οι, εξίσου ικανοί κι αδίστακτοι, εμπορικοί ανταγωνιστές από την Γένοβα και την Πίζα, ούτε το ενδεχόμενο ξαφνικής επιδείνωσης των διπλωματικών σχέσεων της πατρίδας του με κάποιο από τα κράτη εντός του οποίου αναπτύσσει τις δραστηριότητές του (όπως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το Σουλτανάτο του Καΐρου ή τα φραγκικά κράτη της Συρίας και Παλαιστίνης).
Μολονότι το όνομά του είναι ίσως άγνωστο στον μέσο άνθρωπο της εποχής μας, ο Ρομάνο Μαϊράνο είναι αληθινός σταρ για όσους μελετούν την Ιστορία του Μεσαίωνα. Για λόγους εν μέρει συγκυριακούς, η σταδιοδρομία του είναι η πληρέστερα καταγεγραμμένη που διαθέτουμε. Η, ευτυχής για τους ιστορικούς, συγκυρία ήταν η εξής: η τελευταία απόγονος της οικογένειας Μαϊράνο αποφάσισε προς το τέλος της ζωής της να μονάσει. Αποσύρθηκε στο κοινόβιο του Αγίου Ζαχαρία όπου και μετέφερε τα οικογενειακά αρχεία, σώζοντάς τα από την καταστροφή (βλ. Jean-Claude Hocquet “Venise au Moyen Âge“, coll. Guides de Civilisations, εκδ. Belles Lettres, Παρίσι 2003, σελ. 271/ “La vie mouvementée du marchand Mairano”, περιοδικό Historia Thématique, αριθ. 88, τεύχος 3-2004, Μάρτιος-Απρίλιος 2004, σελ. 12-17). Χάρη σ’ αυτό το τυχαίο γεγονός, έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας κάπου διακόσια εμπορικά έγγραφα, στην πλειονότητά τους συμβάσεις, τα οποία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για την επιχειρηματική σταδιοδρομία του Ρομάνο Μαϊράνο, ενός ικανότατου και γενναίου Ενετού εμπόρου του 12ου αι. Η επιμονή, το θάρρος του, η αποφασιστικότητα και η αυτοπεποίθηση με την οποία αντιμετώπισε τις απογοητεύσεις της ζωής, η ικανότητά του να ορθοποδήσει μολονότι καταστράφηκε οικονομικά, αποτελούν ένα παράδειγμα προς μίμηση που δεν είναι διόλου άχρηστο σε μια εποχή κρίσης και δυσκολιών όπως η σημερινή.
Ι. Η σταδιοδρομία του Ρομάνο Μαϊράνο
Ας δούμε πώς συνοψίζουν την περιπετειώδη σταδιοδρομία του Μαϊράνο ο Ζαν-Κλωντ Οκέ (όπ.π.) και άλλοι ιστορικοί (Yves Renouard “Les hommes d’affaires italiens au Moyen Âge“, εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1949, σελ. 56-59/Frederic Chapin Lane “Venice – A Maritime Republic“, The John Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 1973, σελ. 52-53/ Christian Bec “Histoire de Venise“, coll. Que sais-je?, αριθ. 522, εκδ. PUF, Παρίσι 1993, σελ. 24-25/ Pierre Racine “Venise et son arrière-pays au temps de la Quatrième Croisade” σε Thomas F. Madden – επιμ. – “The Fourth Crusade: Event, Aftermath and Perceptions – Papers from the Sixth Conference  for the Study of the Crusades and the Latin East, Istanbul, Turkey, 25-29 August 2004“, εκδ. Ashgate 2004, σελ. 15 επ., ειδ. σελ. 23). Πρόκειται πιθανώς για γόνο οικογένειας ευγενών, πρόσφατα όμως εγκατεστημένων στο Ριάλτο. Τα ίχνη των πρώτων εμπορικών κινήσεων του ήρωά μας ανάγονται στα 1150: ο νεότατος τότε Μαϊράνο δανείζεται για την πρώτη εμπορική αποστολή του. Προφανώς η επιχείρηση αποδείχθηκε επικερδής, μια και εξοφλεί χωρίς προβλήματα το ποσό του δανείου. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύεται. Η όχι υψηλή προίκα της γυναίκας του αποτελεί ένδειξη για το ότι ο Μαϊράνο ξεκίνησε την επιχειρηματική σταδιοδρομία του με μάλλον ταπεινά οικονομικά μέσα. Σχεδόν αμέσως μετά το γάμο μεταφέρει τις δραστηριότητές του στην Κωνσταντινούπολη (στα πρώτα ταξίδια του μεταφέρει συνήθως στη Βασιλεύουσα φορτία ξυλείας). Συνεργάζεται με τον αδελφό του, τον Σαμουήλ, και μαζί προβαίνουν στη σύσταση μιας οικογενειακής εταιρίας (fraterna societas). Έχουν τακτικές εμπορικές συναλλαγές με την ηπειρωτική Ελλάδα και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Παράλληλα, ο Ρομάνο αγοράζει ακίνητα στη Βασιλεύουσα, η εκμετάλλευση των οποίων του αποφέρει ικανά κέρδη για να αναλάβει εμπορικές αποστολές μεγαλύτερης εμβέλειας: πλέον ταξιδεύει προς την Άκρα, την Τύρο, την Αντιόχεια και τα άλλα λιμάνια της φραγκικής Ανατολής, αλλά και προς τη μουσουλμανική Αλεξάνδρεια. Τα συμφέροντα του Μαϊράνο βρίσκονται κυρίως στην Ανατολή κι όχι στην πατρίδα του. Όταν το 1158 εξεγείρεται η κροατική Ζάρα κατά των Ενετών, η Γαληνοτάτη κηρύσσει γενική επιστράτευση των πολιτών της. Ο Μαϊράνο αδιαφορεί για την κλήση: προτιμά να πληρώσει το τεράστιο πρόστιμο που του επιβάλλεται, παρά να υπηρετήσει. Οι δουλειές του, άλλωστε, πηγαίνουν εξαιρετικά. Την ίδια περίοδο καταγράφονται τακτικές εμπορικές και τραπεζικές συναλλαγές του με το Τάγμα των Ναϊτών.
Το 1163, μετά από δεκαετή απουσία από τη μητρόπολη, ο Ρομάνο Μαϊράνο επιστρέφει στη Βενετία. Όχι για πολύ. Σκοπός του είναι η αγορά του πρώτου εμπορικού πλοίου του. Το 1165 τον βρίσκουμε στο χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Χρηματοδοτεί ένα συμπατριώτη του έμπορο, τον Μάρκο Έντσιο: οι δύο άνδρες αποφασίζουν να ταξιδέψουν με το πλοίο του Μαϊράνο για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Από την Άκρα θα βρεθούν στον Χάνδακα της Κρήτης κι από εκεί είτε θα επιστρέψουν κατευθείας στην Άκρα ή στο επίνειο της Αντιόχειας, είτε θα συνεχίσουν ως την Αλεξάνδρεια για να επιστρέψουν από το αιγυπτιακό λιμάνι στη βάση τους. Πιθανότερο φαίνεται να προτιμήθηκε η δεύτερη εναλλακτική λύση. Άλλωστε το 1167 βρίσκουμε τον Μαϊράνο να κινείται μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αλεξάνδρειας. Προς το τέλος, όμως, της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στη Βενετία για να αγοράσει το δεύτερο πλοίο του, αγορά αναγκαία λόγω της ανάπτυξης του κύκλου των δραστηριοτήτων του. Δανείζεται από οχτώ πλούσιους συμπολίτες του συνολικό ποσό 796 υπέρπυρων. Το δάνειο θα επιστραφεί εντόκως την άνοιξη του 1168 (με επιτόκιο 44%!).
Τον Οκτώβριο του 1169 ο Μαϊράνο βρίσκεται πίσω στην Κωνσταντινούπολη, μολονότι οι ενετικές αρχές έχουν προειδοποιήσει τους πολίτες τους για τη ραγδαία επιδείνωση των διπλωματικών σχέσων μεταξύ της Γαληνοτάτης και του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Αρχικά, ο φίλος μας φαίνεται να δικαιώνεται για τη ριψοκίνδυνη απόφασή του. Οι δουλειές του στην Πόλη πηγαίνουν όλο και καλύτερα. Εκτός των άλλων, αναλαμβάνει τη διαχείριση της μεγάλης περιουσίας που διαθέτει στη Βασιλεύουσα ο λατίνος πατριάρχης του Γκράντο. Αποκτά επίσης το ιδιαιτέρως επικερδές μονοπώλιο της είσπραξης των δικαιωμάτων για τη ζύγιση των εμπορευμάτων των Ενετών της πόλης. Ωστόσο, το 1171 ξεσπά η καταιγίδα που πολλοί φοβούνταν: ο Μανουήλ διατάσσει τη σύλληψη και απέλαση όλων των Ενετών υπηκόων και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τους. Ο Μαϊράνο κατορθώνει να ξεφύγει με το πλοίο του που ήταν ελλιμενισμένο στην Κωνσταντινούπολη, σώζοντας κι αρκετούς συμπατριώτες του, χάνει όμως την περιουσία του. Κατεστραμμένος οικονομικά αδυνατεί να εξοφλήσει τους πιστωτές του. Δίχως να απογοητευτεί, ξαναρίχνεται στον αγώνα, στο δρομολόγιο Βενετία-Αλεξάνδρεια. Το καλοκαίρι του 1173 συμμετέχει με το πλοίο του στον ενετικό στόλο που πολιορκεί (ανεπιτυχώς) την Ανκόνα. Οι πολεμικές επιχειρήσεις αποτελούν πάντως την εξαίρεση στη σταδιοδρομία του Μαϊράνο. Τα χρόνια αυτά τον συναντούμε συνήθως να εμπορεύεται μεταξύ Βενετίας, Αλεξάνδρειας και Αγίων Τόπων. Κύριος χρηματοδότης του είναι η πάμπλουτη και ισχυρή οικογένεια Τζιάνι: ο δόγης (από το 1172 έως το 1178) Σεμπαστιάνο και ο γιος του (και μετέπειτα δόγης κι αυτός, 1205-1229) Πιέτρο, στους οποίους ο Μαϊράνο προμηθεύει φορτία πιπεριού και στυπτηρίας.
Πάντα τολμηρός κι έτοιμος να εκμεταλλευθεί νέους εμπορικούς δρόμους, ο Μαϊράνο διαβλέπει νέες ευκαιρίες στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της πατρίδας του και της παραδοσιακής αντιπάλου, της νορμανδικής Σικελίας του Γουλιέλμου Β΄ του Καλού, εξέλιξη που καθιστά ασφαλέστερη για τους Βενετούς τη ναυσιπλοΐα στα νότια και νοτιοδυτικά της Μεσογείου. Παραγγέλλει τη ναυπήγηση ενός ακόμη εμπορικού πλοίου και,ταξιδεύει στο Μαγκρέμπ (Μπουζί και Θέουτα), όπου προμηθεύεται μάλλινα και δέρματα, προϊόντα απαραίτητα για την ενετική βιοτεχνία ένδυσης. Το 1183 έχει πλέον καταφέρει να εξοφλήσει όλα τα χρέη του, και τα προ του 1171 και τα κατοπινά. Η Αλεξάνδρεια και η Άκρα παραμένουν οι βασικοί εμπορικοί προορισμοί του. Μετά το 1184, όταν αποκαθίστανται οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου, καθώς ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δέχεται να καταβάλει και κάποιες αποζημιώσεις για τα δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία των Ενετών της Πόλης, ο Μαϊράνο επιστρέφει στο δρομολόγιο προς Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται μάλιστα ότι το 1190 μεταφέρει ξανά στη Βασιλεύουσα το κέντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του: είναι πιθανό ο θρίαμβος του Σαλαδίνου επί των σταυροφορικών κρατών της Ανατολής να έπεισε τον ήρωά μας ότι η Αλεξάνδρεια δεν ήταν πια το ίδιο ασφαλής ως εμπορική βάση. Έχοντας φτάσει σε μάλλον προχωρημένη ηλικία σταματά να ταξιδεύει, αναθέτοντας τις εμπορικές αποστολές στους γιους του. “Περιορίζεται” στον ρόλο του χρηματοδότη και στη διαχείριση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία ή τον τόπο θανάτου του (Βενετία, Κωνσταντινούπολη ή μήπως Αλεξάνδρεια;), είμαστε όμως βέβαιοι ότι άφησε τον εμπορικό του οίκο σε ανθηρή κατάσταση, καθιστώντας τον μια από τις σπουδαιότερες επιχειρήσεις της Μεσογείου.
ΙΙ. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ενετικού εμπορίου κατά τον Μεσαίωνα
1. Ένα οικουμενικό εμπόριο χωρίς διακρίσεις και φραγμούς: Οι Ενετοί, όπως και γενικά οι έμποροι από τις άλλες ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας (αρχικά, έως και τον 11ο αι., το Αμάλφι, και μετέπειτα τη Γένοβα και την Πίζα) συνδέουν εμπορικά την καθολική Δύση, το ορθόδοξο Βυζάντιο και τον μουσουλμανικό κόσμο. Μεταφέρουν στην Ανατολή κυρίως πρώτες ύλες (ξυλεία και μέταλλα) και γυρίζουν στη Δύση με προϊόντα πολυτελείας για τις εύπορες τάξεις (μπαχαρικά, μεταξωτά από το Βυζάντιο, κοσμήματα και χειροτεχνήματα), χωρίς να περιφρονούν και την εμπορία φθηνότερων ειδών πρώτης ανάγκης (μάλλινα και δερμάτινα) (βλ. Jean-Claude HocquetLa vie mouvementée du marchand Mairano, όπ.π.). Η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και, όπως είναι φυσικό, δεν υπόκειται σε φραγμούς: όταν εμπορεύονται όπλα (ασπίδες, δόρατα, ξίφη) ή πρώτες ύλες για στρατιωτικό εξοπλισμό (ξυλεία και μέταλλα) εφαρμόζουν, χωρίς αναστολές, τη διαχρονική πολιτική των εμπόρων όπλων, πωλώντας και στις δύο εμπόλεμες πλευρές, δηλ. τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου και τους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, της Τρίπολης και της Αντιόχειας. Οι παπικές απαγορεύσεις κι αφορισμοί, ή οι αποφάσεις των χριστιανών ηγεμόνων δεν πτοούν τους Ενετούς, οι οποίοι συνεχίζουν τις εμπορικές δραστηριότητες με τους “απίστους”.
Οι δραστηριότητες αυτές εξαρτώνται άμεσα από την ασταθή διπλωματική ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων της Μεσογείου. Για ιστορικούς λόγους το Βυζάντιο αποτελεί τον κατεξοχήν εμπορικό εταίρο των Ενετών (ήδη από τον 11ο αι. και επί Αλέξιου Κομνηνού οι Ενετοί έμποροι τυγχάνουν πλήρους απαλλαγής από το κομμέρκιο, δηλαδή τον φόρο ύψους 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων), εντούτοις, όπως αποδεικνύει και η ζωή του Μαϊράνο, οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου είναι ταραχώδεις. Επομένως, συμφέρον της Βενετίας είναι να διατηρεί πάντα εναλλακτικές εμπορικές οδούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου που εξετάζουμε, βασικό μέλημα των ενετικών αρχών είναι να κρατούν ανοιχτή μία τουλάχιστον από τις τρεις βασικές οδούς (Βενετία-Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια λιμάνια της Μικράς Ασίας ή της Μαύρης Θάλασσας, Βενετία-Αλεξάνδρεια, Βενετία-χριστιανικά λιμάνια της Συρίας και Παλαιστίνης). Φυσικά κάθε νέα προοπτική εμπορικού δρόμου είναι ευπρόσδεκτη για τη Γαληνοτάτη. Το διαπιστώσαμε, άλλωστε, με το παράδειγμα των λιμανιών της βορειοδυτικής Αφρικής.
Εξαιρουμένων των μάλλον σύντομων περιόδων εχθρότητας, τα ξένα κράτη βλέπουν θετικά τις δραστηριότητες των Ενετών εμπόρων. Στα περισσότερα λιμάνια (Αλεξάνδρεια, Άκρα, Τύρος, Κωνσταντινούπολη κ.λπ.) τους παραχωρείται εμπορικός σταθμός (fondaco, από το αραβικό funduk, με αμφιλεγόμενο ελληνικό έτυμο τη λέξη “πανδοχείο”, βλ. René Fédou e.a. “Lexique historique du Moyen Âge“, coll. cursus, εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1995, λήμμα fondaco, σελ. 74), όπου οι έμποροι συναλλάσσονται με μεγαλύτερη ευκολία, ενώ το κράτος υποδοχής μπορεί να εισπράξει άμεσα φόρους και δασμούς επί των εμπορευμάτων. Παράλληλα, οι Ενετοί (κι οι υπόλοιποι Ιταλοί) έμποροι έχουν στα λιμάνια αυτά τις συνοικίες τους (με την εκκλησία, αφιερωμένη συνήθως στον Άγιο Μάρκο, τον φούρνο. τον μύλο και τα λουτρά τους), όπου ζουν όπως και στην πατρίδα τους, ενώ τα συμφέροντά τους τα εκπροσωπεί ένας ομοεθνής τους πρόξενος.
2. Καινοτόμες μορφές συμβάσεων και εταιριών: Η εφευρετικότητα των Ενετών εμπόρων εκφράζεται με νέες μορφές εμπορικών συμβάσεων και εταιριών. Συχνή είναι η περίπτωση της ρογκαντία: η κεφαλαιουχική εταιρία που έχει την κυριότητα των εμπορευμάτων αναθέτει την πώλησή τους σ’ έναν έμπορο έναντι αμοιβής (Christian Bec, όπ.π., σελ. 17). Η επιχείρηση αποδεικνύεται συνήθως ιδιαίτερα επωφελής και για τον ταξιδιώτη έμπορο. Μπορεί να μη συμμετέχει στα εταιρικά κέρδη, αλλά εκτός της προκαθορισμένης αμοιβής έχει τη δυνατότητα να προβεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και σε δικές του συναλλαγές. Για παράδειγμα, το 1156, στο πλαίσιο μιας ρογκαντία, ο Μαϊράνο είναι υπεύθυνος για τη μεταφορά και πώληση εμπορευμάτων στη γραμμή Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη-Αλεξάνδρεια. Παρότι δεν έχει συμμετοχή στα κέρδη της εταιρίας, αποκτά σημαντικά ποσά παίρνοντας την πρωτοβουλία να προσθέσει και να πωλήσει και δικά του εμπορεύματα στη διαδρομή.
Ακόμη συχνότερη, όμως, είναι η περίπτωση των εταιρικών μορφών στις οποίες ο έμπορος δεν παρέχει απλώς εργασία, αλλά συμμετέχει και στα κέρδη, συνήθως δε και στο εταιρικό κεφάλαιο. Η σύμβαση έχει  περιορισμένη χρονική ισχύ (μπορεί να αφορά μία μόνον εμπορική αποστολή) και συνάπτεται μεταξύ ενός ή πλειόνων κεφαλαιούχων-χρηματοδοτών και ενός εμπόρου, ο οποίος καθίσταται υπεύθυνος για την πώληση των εμπορευμάτων.  Στη μορφή της κομμέντα (την οποία χρησιμοποιούν συνήθως στη Γένοβα), ο έμπορος δεν μετέχει στο κεφάλαιο, κρατά όμως το 1/4 των κερδών, αποδίδοντας τα υπόλοιπα στους κεφαλαιούχους. Σύμφωνα, όμως, με τη βενετσιάνικη εκδοχή της κομμέντα, δηλ. την κολλεγκάντσα, ο χρηματοδότης παρέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου (συνήθως τα 2/3), ενώ ο έμπορος συνεισφέρει με το υπόλοιπο κεφάλαιο.  Τα κέρδη της επιχείρησης μοιράζονται μεταξύ βασικού κεφαλαιούχου και εμπόρου στο μισό, ενώ τυχόν ζημίες κατανέμονται αναλόγως της εισφοράς του κάθε εταίρου (René Fédou e.a., όπ.π., λήμματα colleganza και commenda, σελ. 42-43/ Christian Bec, όπ.π.). Ως εκ της φύσεώς της, η κολλεγκάντσα είναι ιδιαιτέρως συμφέρουσα για τον έμπορο που μετέχει σ’ αυτήν.
Το αρχείο του Μαϊράνο μας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κολλεγκάντσας. Το 1167, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου ήταν τότε εγκατεστημένος, ο Μαϊράνο συνάπτει εμπορική σύμβαση με έναν άλλο Βενετό έμπορο, τον Ντομένικο Γιάκομπ. Για τους σκοπούς της εταιρίας, ο Μαϊράνο παρέχει το πλοίο του οποίου είναι ιδιοκτήτης και συμμετέχει με τα 2/3 του κεφαλαίου (κι επομένως των εμπορευμάτων), ενώ ο συνεταίρος του συμμετέχει με το 1/3 του κεφαλαίου και αναλαμβάνει το επιχειρησιακό σκέλος: ο Γιάκομπ θα συνοδέψει τα εμπορεύματα στο ταξίδι από την Αλεξάνδρεια στον Αλμυρό της Μαγνησίας. Στη συνέχεια, θα ενωθεί με την πρώτη ενετική μούδα (βλ. κατωτέρω) που κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Στη Βασιλεύουσα θα λάβει χώρα κι η απόδοση λογαριασμών: ο Γιάκομπ θα επιστρέψει στον Μαϊράνο το κεφάλαιό του (τα 2/3 του εταιρικού), καθώς και το ήμισι των κερδών που απέφερε η επιχείρηση, ενώ ο ίδιος θα κρατήσει το δικό του μερίδιο από το κεφάλαιο (1/3) και τα άλλα μισά κέρδη. Η κολλεγκάντσα, με τις διάφορες παραλλαγές της, συντελεί ευεργετικά στη συσσώρευση κεφαλαίων και γενικά στην ανάπτυξη της εμπορικής κίνησης: ο έμπορος που έχει την ευθύνη της επιχείρησης, συνοδεύοντας το εμπόρευμα, έχει την άδεια να προβεί σε οποιεσδήποτε αγοραπωλησίες κρίνει επικερδείς. Εκμεταλλευόμενος τις διαφορές τιμών των εμπορευμάτων μεταξύ των διαφόρων σταθμών του, πολλαπλασιάζει τα κέρδη της εταιρίας, αλλά και τα προσωπικά του κέρδη.
Παράλληλα, στο πλαίσιο του ενετικού εμπορίου παρατηρείται ευρεία χρήση νέων μέσων που διευκολύνουν τις συναλλαγές και την εμπορική δραστηριότητα εν γένει: αξιόγραφα (κυρίως η συναλλαγματική), διπλή λογιστική (κατά πάσα πιθανότητα ενετική εφεύρεση), αλληλόχρεοι λογαριασμοί κ.λπ.
3. Ο τυπικός  Ενετός έμπορος: Η εκπαίδευση και η κατάρτιση του Ενετού εμπόρου αρχίζει από πολύ νωρίς. Έφηβος ακόμη θα μπαρκάρει και θα του ανατεθούν ορισμένα εμπορεύματα τα οποία θα αναλάβει να πωλήσει. Η μαθητεία του θα συνεχιστεί σε κάποιο λιμάνι του εξωτερικού, δίπλα σε συγγενή ή τον τοπικό συνεργάτη της οικογενειακής εταιρίας. Ολοκληρώνοντας τη μαθητεία του, θα αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο συνεργάτη και θα αρχίσει τα εμπορικά ταξίδια.
“Με τα χρόνια κι όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή, αφού κάνει περιουσία, θα επιστρέψει στη Βενετία και θα γίνει επιτέλους οικογενειάρχης. Θα συνεχίσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. θ’ αναμιχθεί στην πολιτική, θα κάνει επενδύσεις… Σε αντίθεση προς τους Φλωρεντινούς ομολόγους του με τις φιλολογικές ανησυχίες τους, ο Ενετός έμπορος έχει πρακτικό πνεύμα και γνώσεις κυρίως τεχνικές” ((Christian Bec, όπ.π., σελ. 40). Τα εφόδιά του είναι η εμπειρία, οι γερές βάσεις λογιστικής και γεωγραφίας, η καλή γνώση των ξένων γλωσσών που μιλούν οι αλλοδαποί πελάτες του.
Χαρακτηριστικό του Ενετού επιχειρηματία, όπως είδαμε στην περίπτωση του Ρομάνο Μαϊράνο, είναι ακριβώς η συμμετοχή του σε πολλές εταιρίες διαφορετικών τύπων και εμβέλειας. Εναλλάσσεται στους ρόλους του κεφαλαιούχου και του εμπόρου. Με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιεί τους εμπορικούς κινδύνους, σε τέτοιο σημεία που δεν καταφεύγει σχεδόν ποτέ στην ασφάλιση των εμπορευμάτων του (όπως κάνουν συστηματικά οι Φλωρεντινοί).
4. Μια κρατικώς ελεγχόμενη οικονομία: Το ενετικό οικονομικό θαύμα, πάντως, δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα αποκλειστικά χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η οικονομία της Βενετίας κατευθύνεται κι ελέγχεται από το Δημόσιο. Η Γαληνοτάτη καθορίζει τα δρομολόγια, τον χρόνο απόπλου και τα εκάστοτε φορτία εμπορευμάτων για τις μούδες (mude), τις οργανωμένες ναυτικές αποστολές που αναχωρούν τακτικά για τους βασικούς εμπορικούς προορισμούς : στα… κονβόϊ αυτά συμμετέχουν εμπορικά πλοία ιδιωτών που συνοδεύονται από γαλέρες, συνήθως ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Οι γαλέρες, η καθεμία με 200 κωπηλάτες και 20 βαλλιστριδοφόρους, μεταφέρουν τα μεγάλης αξίας εμπορεύματα και αποτελούν εγγύηση για την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων των ιδιωτών. Οι προδιαγραφές ασφάλειας των πλοίων των ιδιωτών, ο εξοπλισμός, το πλήρωμα και οι συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής στα πλοία καθορίζονται με νόμους και διοικητικές πράξεις του ενετικού κράτους, ενώ η τήρησή τους ελέγχεται από τους δημοσίους υπαλλήλους. Επιπλέον, η Γαληνοτάτη ρυθμίζει λεπτομερώς τις εμπορικές δραστηριότητες αλλοδαπών σε ενετικό έδαφος, έχει το μονοπώλιο άλατος, ελέγχει αυστηρά το εμπόριο των βασικών καταναλωτικών αγαθών. Τέλος, απαγορεύει στις ενετικές τράπεζες τη δανειοδότηση αλλοδαπών προκειμένου το χρήμα τους να είναι διαθέσιμο αποκλειστικά στους Ενετούς υπηκόους και, φυσικά, στο ίδιο το κράτος (Christian Bec, όπ.π., σελ. 38-39).
Με όλες τις ιδιαιτερότητές της ή τα χαρακτηριστικά που μοιάζουν ασύμβατα με την εποχή μας, η ενετική οικονομία και οι πρωταγωνιστές της διακρίνονται από πολλά στοιχεία ικανά να αποτελέσουν χρήσιμα διδάγματα για τις δύσκολες εποχές που διανύουμε. Θάρρος, επιμονή, ευρύτητα πνεύματος και αξία της προσωπικής προσπάθειας (όπως σημείωνε κι ο Υβ Ρενουάρ “οι μεγάλες περιουσίες οφείλονταν στις πολλές μικρομεσαίες εταιρίες και στη συσσώρευση μικρών κερδών”). Κι όλα αυτά σε πλαίσιο αγαστής συνεργασίας ανάμεσα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και το ενετικό Δημόσιο. Διαχρονικά ωφέλιμα μου μοιάζουν όλα αυτά.
Καλή χρονιά, με υγεία, ευτυχία και δημιουργικότητα στις φίλες και στους φίλους του ιστολογίου!

Ιερουσαλήμ-Μαρίενμπουργκ – μέρος ΙI (1250-1400)

Οκτωβρίου 16, 2010

Αφήσαμε τους Τεύτονες Ιππότες στα μέσα του 13ου αι., ενώ μάχονται σε δύο εντελώς διαφορετικά μέτωπα. Στη Μέση Ανατολή συμμετέχουν στην υπεράσπιση των φραγκικών κρατών, μαζί με τα άλλα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα. Στη Βαλτική ακολουθούν μια επεκτατική πολιτική σε βάρος των ιθαγενών πληθυσμών και οργανώνουν μεθοδικά το κράτος τους στην Πρωσία και τις κτήσεις τους στη Λιβονία. Η περιπέτεια στην Ανατολική Μεσόγειο θα φτάσει σχετικά γρήγορα στο τέλος της, αναγκάζοντας το Τάγμα να επανακαθορίσει την αποστολή και τους σκοπούς της δράσης του. Τα ίδια τα γεγονότα θα οδηγήσουν τους Τεύτονες να αφοσιωθούν αποκλειστικά στο έργο τους στις εσχατιές της Βορειοανατολικής Ευρώπης, της οποίας την Ιστορία πρόκειται να σημαδέψουν ανεξίτηλα.
Ι. Από το Μονφόρ στο Μαρίενμπουργκ
Α. Οι Τεύτονες κατά τον τελευταίο μισό αιώνα ύπαρξης των χριστιανικών κρατών της Ανατολής
Χωρίς ποτέ να αποκτήσουν τη στρατιωτική και πολιτική επιρροή των “μεγαλύτερων αδελφών” τους, των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, οι Τεύτονες συνδράμουν με ενεργό τρόπο στην άμυνα του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (που βέβαια έχει πλέον ως πρωτεύουσα τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας), της Κομητείας της Τριπόλεως, του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας και του αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας. Η Κύπρος και οι φραγκικές κτήσεις στην Ελλάδα αποτελούν τις προκεχωρημένες βάσεις ανεφοδιασμού του Τάγματος. Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων δεν το γνωρίζουν βέβαια, αλλά διανύουμε ήδη τις τελευταίες δεκαετίες ύπαρξης των χριστιανικών κρατών της Ανατολής. Οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και η ισορροπία δυνάμεων έχει μεταβληθεί δραματικά σε βάρος των Φράγκων.
Αφενός, τα χριστιανικά κράτη και ιδίως το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ σπαράσσονται από έριδες: η μάχη για την εξουσία είναι σκληρή και πρωταγωνιστούν σ’ αυτήν “εξωτερικοί” διεκδικητές (αρχικά οι Στάουφεν, μετέπειτα η Ανδεγαυική δυναστεία της Νεάπολης, οι Λουζινιάν της Κύπρου) και οι ντόπιοι υποστηρικτές τους, τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα, ισχυροί τοπικοί φεουδάρχες που επιθυμούν μια πιο ανεξάρτητη πολιτική και οι ιταλικές “ναυτικές δημοκρατίες” που έχουν κτήσεις και εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί ο λεγόμενος Πόλεμος του Αγίου Σάββα (1256-1270): με αφορμή την κυριότητα ενός οικοπέδου (όπου και το ομώνυμο μοναστήρι), το οποίο βρίσκεται στα όρια των αντίστοιχων συνοικιών τους στην Άκρα, Βενετία και Γένοβα ξεκινούν μια σφοδρότατη σύγκρουση που θα χωρίσει σε δύο στρατόπεδα τις δυνάμεις της φραγκικής Ανατολής, με ολέθριες συνέπειες. Οι Τεύτονες θα πάρουν φυσικά το μέρος των Ενετών με τους οποίους διατηρούν στενές πολιτικές και εμπορικές σχέσεις: για τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων, εφοδίων και εμπορευμάτων ναυλώνουν κυρίως καράβια της Γαληνοτάτης. 
Αφετέρου, στο Σουλτανάτο του Καΐρου, το 1250, ένα πραξικόπημα ανατρέπει τους Αγιουβίδες, τη δυναστεία που ίδρυσε ο Σαλαδίνος, και φέρνει στην εξουσία τους Μαμελούκους, αξιωματικούς με καταγωγή (συνήθως τουρκική) από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου και του Τουρκεστάν, οι οποίοι αγοράσθηκαν κατά την παιδική τους ηλικία σαν σκλάβοι για να εκπαιδευθούν και να υπηρετήσουν στον στρατό του σουλτανάτου. Οι Μαμελούκοι εγκαταλείπουν την πολιτική σχετικής ανοχής που ακολουθούσαν οι Αγιουβίδες και θέτουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο κατάκτησης του συνόλου των χριστιανικών εδαφών σε Συρία και Παλαιστίνη. Ο σουλτάνος Μπαϋμπάρς κατακτά ολόκληρο το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και πολλά από τα εδάφη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Το 1271 πολιορκεί (για δεύτερη φορά) και τελικά καταλαμβάνει το κάστρο του Μονφόρ, την έδρα του Τάγματος. Οι επιζώντες καταφεύγουν στην Άκρα που γίνεται η νέα έδρα των Τευτόνων. Ο οριστικός αφανισμός των φραγκικών κρατών είναι θέμα χρόνου: το 1289, ο διάδοχος του Μπαϋμπάρς, ο Καλαβούν, κατακτά την Τρίπολη. Ο γιος του τελευταίου, ο Αλ Ασράφ, θα πολιορκήσει την πρωτεύουσα των Χριστιανών, την Άκρα, την άνοιξη του 1291. Οι πολιορκημένου θα αμυνθούν ηρωϊκά, αλλά ο αγώνας τους είναι μάταιος. Στην πολιορκία θα μετέχει το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων των Τευτόνων στην Παλαιστίνη, καθώς και ενισχύσεις από τη Σικελία, τις οποίες έστειλε ο μέγας μάγιστροςΚορράδος του Φώυχτβάνγκεν. Στις 28 Μαΐου 1291 σβήνει κι η τελευταία εστία αντίστασης, το οχυρό των Ναϊτών. Το τέλος των χριστιανικών κρατών έχει πλέον γραφτεί.
Β. Από τη Μεσόγειο στην Πρωσία:
Η πτώση της Άκρας και η οριστική απώλεια των φραγκικών κτήσεων στους Άγιους Τόπους υπήρξε τραυματική εμπειρία για το Τάγμα των Τευτόνων, όπως και για τα άλλα δύο στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα. Πρέπει να αναζητηθεί νέα έδρα και να καθοριστεί εκ νέου ο σκοπός του Τάγματος, σε μια εποχή που έχει ατονήσει το ενδιαφέρον για τους Άγιους Τόπους και τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα εξουσίας στη Δύση αντιμετωπίζουν την ιδέα των σταυροφοριών, γενικά, και τα τάγματα, ειδικότερα, με σκεπτικισμό. Το χρονικό σημείο είναι απολύτως καθοριστικής σημασίας: τα μετέπειτα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η επιλογή έδρας και σκοπού έκρινε κυριολεκτικά την επιβίωση των τριών ταγμάτων. Πιο συντηρητικοί, πιο πιστοί (ή προσκολλημένοι) στην ιδέα της ανάκτησης των Αγίων Τόπων, οι Ναΐτες έπεσαν τελικά στα δίχτυα του Φίλιππου του Ωραίου της Γαλλίας και σχεδόν μετά από μια εικοσαετία διαλύθηκαν με τρόπο δραματικό. Πιο προνοητικοί (και πιο τυχεροί), οι Ιωαννίτες μεταφέρθηκαν στα Δωδεκάνησα όπου οργάνωσαν το κράτος τους και συνέχισαν να πολεμούν τους μουσουλμάνους με νέα μέσα και σε νέα μέτωπα. Όσο για τους Τεύτονες…
α. Άκρα-Βενετία: Αντί να επιλέξουν την προσωρινή λύση που προτίμησαν οι άλλοι δύο και να μετεγκασταθούν στην Κύπρο των Λουζινιάν, οι Τεύτονες Ιππότες επέλεξαν να μεταφέρουν την έδρα του τάγματος στη Βενετία. Καταρχάς, η λύση εξηγείται τόσο από την επιθυμία να αποφύγουν τους περιορισμούς που επέβαλαν οι Λουζινιάν στα τάγματα που εγκαταστάθηκαν στο νησί τους όσο και από τις παραδοσιακά εξαίρετες σχέσεις των Τευτόνων με τη Γαληνοτάτη. Επιπλέον, η Βενετία βρισκόταν σχετικά μακριά από την παπική εξουσία, ενώ πλεονεκτούσε έναντι μιας άλλης πιθανής λύσης, της Σικελίας, που την εποχή εκείνη σπαράσσεται από τη σύγκρουση Αραγονέζων και Ανδεγαυών. Κυρίως, όμως, η επιλογή της Βενετίας αποτελεί αποτέλεσμα προσωρινού συμβιβασμού μεταξύ των δύο αντίπαλων τάσεων που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό του Τάγματος: η πρώτη τάση προκρίνει τη συνέχιση του αγώνα για την ανάκτηση των εδαφών στην Παλαιστίνη και στη Συρία, ενώ η δεύτερη υποστηρίζει ότι οι Τεύτονες πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους αποκλειστικά στη Βαλτική και στο υπό σύσταση κράτος τους. Ταυτόχρονα συγκρούονται και δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις σχετικά με την οργάνωση και τη διοίκηση του Τάγματος: ορισμένοι πιστεύουν ότι το Τάγμα πρέπει να διοικείται συλλογικά, άλλοι υποστηρίζουν τη σχεδόν απόλυτη εξουσία του μεγάλου μαγίστρου. Η συνύπαρξη των παρατάξεων δεν είναι ακριβώς ειρηνική: το 1303 οι υποστηρικτές της πρωσικής λύσης θα εξαναγκάσουν σε παραίτηση τον διάδοχο του Κορράδου του Φώυχτβάνγκεν, τον μεγάλο μάγιστρο Γοδεφρείδο του Χοενλόε.
β. Βενετία-Μαρίενμπουργκ: Το Τάγμα θα εκλέξει στη θέση του τελευταίου τον Ζίγκφριντ του Φώυχτβάνγκεν (συγγενή του προναφερθέντος μαγίστρου): πρόκειται για τον μεγάλο μάγιστρο που, το 1309, θα αποφασίσει τη μεταφορά της έδρας του τάγματος στην Πρωσία και συγκεκριμένα στο Μαρίενμπουργκ (σημερινόΜάλμπορκ στην Πολωνία), την πόλη που το 1280 ίδρυσαν οι Τεύτονες στις όχθες του Νόγκατ, ενός παραπόταμου του Βιστούλα. Είναι σαφές ότι ο καταγόμενος από τη Φραγκονία μεγάλος μάγιστρος ανήκε στο “πρωσικό κόμμα”, ακολουθώντας την πολιτική γραμμή που εξέφραζε κι ο συγγενής προκάτοχός του Κορράδος. Η μετεγκατάσταση στην Πρωσία εξηγείται από πολλούς λόγους: η Πρωσία παρέχει ασφάλεια και ελευθερία κινήσεων στο Τάγμα, μια και είναι μακριά και από τον πάπα και από τον αυτοκράτορα. Ανήκει στο Τάγμα, άρα του παρέχει πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία. Επιπλέον, προσφέρει στον εκάστοτε μεγάλο μάγιστρο τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους σε προσωπικό επίπεδο (μετά την πτώση του Μονφόρ το 1271 ο μεγάλος μάγιστρος δεν είχε ουσιαστικά καμία προσωπική ιδοκτησία). Η επιλογή του Μαρίενμπουργκ ειδικά δικαιολογείται από τη στρατηγική του θέση, στο σημείο που συναντιέται ο άξονας Βιστούλα-Νόγκατ-Βαλτικής με τη χερσαία οδό Ντάντσιχ-Έλμπινγκ-Κένιγκσμπεργκ.
Η μεταφορά της έδρας, παρότι οι εξελίξεις την καθιστούν επιβεβλημένη υπόθεση, δεν θα αποδειχθεί και τόσο απλή υπόθεση. Ο επόμενος μεγάλος μάγιστρος, ο Κάρολος της Τρίερ θα διοικήσει το Τάγμα από τη γενέτειρά του! Ο Κάρολος είχε πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη Γαλλία, πριν υπηρετήσει στη Βενετία ως μέγας διοικητής του Τάγματος. Φαίνεται ότι τον εξέλεξαν οι εχθροί του “πρωσικού κόμματος”, πιθανώς με την ελπίδα να ματαιωθεί η μεταφορά της έδρας στην Πρωσία. Εντούτοις, ο Κάρολος του Τρίερ, επιδέξιος διπλωμάτης και πολιτικός, θα προτιμήσει να συνεργαστεί με επιφανή στελέχη της πρωσικής παράταξης, προσπαθώντας να κατευνάσει τις αντιπαλότητες. Θα κάνει όμως το λάθος να ευνοήσει τους αστούς των πόλεων της Πρωσίας σε οικονομικά ζητήματα, καταργώντας προνόμια του Τάγματος! Η πολιτική αυτή θα στρέψει την πλειονότητα των ιπποτών εναντίον του. Στο διάστημα 1312-1318 ο Κάρολος είναι κατ’ όνομα μόνο μέγας μάγιστρος και περνά τον χρόνο του μεταξύ Τρίερ και παπικής έδρας στην Αβινιόν. Επιτυγχάνοντας να προσεταιριστεί τον μάγιστρο της Γερμανίας και ορισμένους από τους ιππότες στην Πρωσία, αποκαθίσταται στο αξίωμά του κατά τη συνέλευση του Τάγματος στην Ερφούρτη (1318). Μέχρι τον θάνατό του (1324) δεν πρόκειται πάντως να εγκατασταθεί στο Μαρίενμπουργκ (βλ. Sylvain Gouguennheim “Les Chevaliers Teutoniques“, εκδ. Tallandier, Παρίσι, 2007, σελ. 327-328). Η εγκατάσταση στο Μαρίενμπουργκ θα υλοποιηθεί ουσιαστικά μόλις το 1323.
Η μεταφορά της έδρας του Τάγματος στην Πρωσία έχει ως συνέπεια την αναμόρφωση των δομών και της λειτουργίας του. Η Πρωσία είναι πλέον το έδαφος όπου κυριαρχικά δικαιώματα ασκεί ο μεγάλος μάγιστρος. Οι μάγιστροι της Γερμανίας και της Λιβονίας αποκτούν σχετική αυτονομία και ουσιαστική ελευθερία κινήσεων. Οι κτήσεις στη Μεσόγειο περιθωριοποιούνται. Από το 1367 περνούν στη δικαιοδοσία του μαγίστρου της Γερμανίας (Kristjan Toomaspoeg “Histoire des Chevaliers Teutoniques” εκδ. Flammarion, Παρίσι, 2001, σελ. 78 επ.). Το κέντρο βάρους της δράσης του Τάγματος έχει οριστικά και αμετάκλητα μετατοπιστεί στη Βαλτική.
ΙΙ. Οι Τεύτονες στη Βαλτική από το 1250 έως το 1400
Στο προηγούμενο μέρος είδαμε τον τρόπο με τον οποίο οι Τεύτονες εγκαταστάθηκαν στην Πρωσία και στη Λιβονία. Έχοντας εξασφαλίσει ευθύς εξαρχής από τον πάπα και τον αυτοκράτορα κυριαρχικά δικαιώματα στην Πρωσία, οι Τεύτονες έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν το δικό τους κράτος. Στη Λιβονία, αντιθέτως, μολονότι ελέγχουν το μεγαλύτερο τμήμα της, οι κτήσεις τους είναι διάσπαρτες, ενώ το Τάγμα πρέπει να συνυπάρξει με μια σειρά από ανταγωνιστικά προς αυτό κέντρα εξουσίας (αρχιεπίσκοπος της Ρίγας, επίσκοποι του Ντόρπατ, της Κουρλάνδης και του Έζελ, και, ως το 1346, κτήσεις του δανικού στέμματος στην Εσθονία). Αφού εξετάσουμε πρώτα τη στρατιωτική δράση του Τάγματος σε ολόκληρο τον χώρο της Ανατολικής Βαλτικής (Α), θα εκθέσουμε συνοπτικά μερικά στοιχεία της οργάνωσης του κράτους των Τευτόνων στην Πρωσία (Β).  
Α. Η στρατιωτική δράση των Τευτόνων στη Βαλτική
Σκοπός των πολέμων στην Πρωσία, τη Λιβονία και τη Λιθουανία είναι η κατάκτηση εδαφών και ο προσηλυτισμός των ειδωλολατρών ιθαγενών.
α. Τα ιστορικά γεγονότα: Στα μέσα του 13ου αι. οι Τεύτονες φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιήσει τις θέσεις τους σε Πρωσία και Λιβονία. Παράλληλα, οι σχέσεις τους με τη Λιθουανία μοιάζουν ειρηνικές. Το 1251 ο μεγάλος δούκας Μιντάουγκας ασπάζεται τον χριστιανισμό και παραχωρεί προνόμια στο Τάγμα. Αυτή η αίσθηση ασφάλειας αποδεικνύεται απατηλή. Η επέκταση των Τευτόνων στην Ανατολική Πρωσία προκαλεί υποψίες στον Μιντάουγκας ο οποίος αισθάνεται ότι το κράτος του απειλείται. Η σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη δεν είναι άλλη από τις εξεγέρσεις των πληθυσμών στις περιοχές ανάμεσα στην Πρωσία και τη Λιθουανία (i), η οποία θα δώσει την ευκαιρία στους Λιθουανούς να αναδειχθούν ως οι κατεξοχήν αντίπαλοι των Τευτόνων (ii). Λίγο αργότερα, οι διαμάχες για την πρωτοκαθεδρία στο χριστιανικό στρατόπεδο θα διαρρήξουν τις σχέσεις του Τάγματος με την Πολωνία (iii).
i. Οι Τεύτονες ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά: Το 1259 ξεσπά συντονισμένη εξέγερση των Σεμιγάλλιων και των Κούρων. Σχεδόν ταυτόχρονα επιτίθενται στους Τεύτονες οι Σαμογέτες που κατοικούν στο βορειοδυτικό τμήμα της Λιθουανίας. Οι Τεύτονες συγκεντρώνουν στρατεύματα τόσο στην Πρωσία όσο και στη Λιβονία και συναντούν τους Σαμογέτες στο Ντούρμπεν της σημερινής Λεττονίας. Στη μάχη που ακολουθεί (13 Ιουλίου 1260) υφίστανται πραγματική πανωλεθρία. Η μάχη κρίθηκε όταν λιποτάκτησαν τα βοηθητικά στρατεύματα των Τευτόνων, που αποτελούνταν από Πρώσους και Κούρους. Οι Τεύτονες έχασαν πάνω από 150 ιππότες, μεταξύ των οποίων ήταν ο μάγιστρος της Λιβονίας (Μπούρχαρντ του Χορνχάουζεν) και ο μαρισκάλδος του Τάγματος (Ερρίκος Μποτέλ). Η συντριβή αυτή παρακινεί τον Μιντάουγκας της Λιθουανίας να αποκηρύξει τον χριστιανισμό και να επιτεθεί κι αυτός στους Τεύτονες. Τον Ιανουάριο του 1261 αντιμετωπίζει τις ενωμένες δυνάμεις των Τευτόνων και των Πολωνών στο Ποκάρβιστ της Μαζοβίας και τις νικά κατά κράτος. Τέλος, οι δυσκολίες του Τάγματος επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο όταν οι Πρώσοι βρίσκουν κι αυτοί την ευκαιρία και ξεκινούν μαζική εξέγερση που θα κρατήσει πάνω από είκοσι χρόνια. Καταπιεσμένοι, αγανακτισμένοι από την καταναγκαστική εργασία (π.χ. για την ανέγερση κάστρων και οχυρών) στην οποία τους υποχρεώνουν οι Τεύτονες, οι Πρώσοι εξεγείρονται συντονισμένα στις 21 Σεπτεμβρίου 1260. Μέχρι το 1263 η εξέγερση έχει εξαπλωθεί σε όλο το πρωσικό έδαφος. Οι Τεύτονες δεν ελέγχουν παρά μερικές πόλεις. Μεταξύ των ηγετών της πρωσικής εξέγερσης ξεχωρίζει η μορφή του Έρκους Μόντε. Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Μόντε ήταν άνθρωπος με άριστη γνώση του εχθρού: γνώριζε πολύ καλά τη γερμανική γλώσσα και τον γερμανικό τρόπο ζωής, μια και είχε σπουδάσει στο Μαγδεβούργο. Πραγματικός ηγέτης για τον λαό του, ο Μόντε υπήρξε αμείλικτος με τους Τεύτονες ιππότες και τους Γερμανούς αποίκους. Νικά τους εχθρούς του σε πολλές μάχες, αλλά το 1272 συλλαμβάνεται και απαγχονίζεται από τους Τεύτονες (Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 106). Το 1272 είναι σημαδιακή χρονιά, καθώς οι ιππότες ανακτούν τον έλεγχο της κατάστασης. Η εξέγερση των Πρώσων θα συνεχιστεί, πάντως, μια και θα καταπνιγεί οριστικά μόλις το 1283. Όσο για την εξέγερση των Σεμιγάλλιων που είχε κατά τα φαινόμενα κατασταλεί, ξεσπά εκ νέου το 1280. Οι Τεύτονες θα αναγκαστούν να συντονίσουν τις κινήσεις τους με τον αρχιεπίσκοπο της Ρίγας, ενώ θα χρειαστούν μαζικές σφαγές για να υποταγούν οριστικά οι εξεγερμένοι. Η τελική νίκη επί του “εσωτερικού” εχθρού είχε υψηλό τίμημα. Πλέον απομένει ο “εξωτερικός” εχθρός που είναι, όμως, ακόμη πιο επίφοβος.
ii. Λιθουανία, η μεγάλη αντίπαλος των Τευτόνων: η αχανής επικράτεια του λιθουανικού κράτους εισχωρεί σαν σφήνα ανάμεσα στην Πρωσία και τις κτήσεις των Τευτόνων στη Λιβονία, καθιστώντας αδύνατη τη μεταξύ τους επικοινωνία μέσω ξηράς. Οι Τεύτονες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με την ίδρυση, το 1252, του λιμανιού του Μέμελ (λιθ. Κλαϊπέντα) στο ανατολικό άκρο της Πρωσίας, αλλά η ναυσιπλοΐα δεν αποτελεί ικανοποιητική λύση σε μια περιοχή που η θάλασσα παραμένει παγωμένη για μερικούς μήνες τον χρόνο. Το πρόβλημα αυτό άλλωστε αποτελεί και τον βασικό λόγο για τον οποίο ο γερμανικός αποικισμός στη Λιβονία δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει σε αριθμούς αυτόν της Πρωσίας. Το λιθουανικό κράτος είναι ισχυρό: στηρίζεται σε μια πολυάριθμη και πλούσια στρατιωτική αριστοκρατία, η οποία επιδίδεται σε συνεχείς επιδρομές στα εδάφη των Τευτόνων. Οι πόλεμοι μεταξύ των δύο πλευρών είναι πράγματι αναρίθμητοι: π.χ. το 1297 ο Μπρούνο, μάγιστρος της Λιβονίας, κατορθώνει να αποκρούσει την επίθεση των Λιθουανών και εισβάλλει στα εδάφη τους όπου, όμως, θα ηττηθεί. Το 1299 οι Λιθουανοί εισβάλλουν στην Ανατολική Πρωσία, αλλά αποκρούονται. Αντί να υποχωρήσουν επιχειρούν αντιπερισπασμό και εισβάλλουν στην Πολωνία και τη Νότια Πρωσία, όπου λεηλατούν το Ντόμπριν και το Κουλμ. Οι Πολωνοί ζητούν τη βοήθεια των Τευτόνων και από κοινού νικούν τους Λιθουανούς. Στο διάστημα 1300-1410 καταγράφονται περίπου 300 συγκρούσεις με τους Λιθουανούς! Κατά το πρώτο μισό του 14ου αι. οι Τεύτονες κρατούν τις θέσεις τους χωρίς απώλειες εδαφών, αλλά δίχως να πετύχουν νίκες καθοριστικής σημασίας. Μετά το 1350, ιδίως δε κατά το διάστημα που μέγας μάγιστρος είναι ο Βίνριχ του Κνιπρόντε (1351-1382), μια από τις μεγαλύτερες μορφές της Ιστορίας του Τάγματος, οι Τεύτονες αποκτούν τον έλεγχο του παιχνιδιού. Ο Βίνριχ, “ο άνθρωπος που το όνομά του ταυτίζεται με την παντοδυναμία του Τάγματος” (Gouguenheim, όπ.π., σελ. 329), συνεργάζεται με τον αρχιεπίσκοπο της Ρίγας και κατορθώνει να επιβάλει υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας στους αστούς και της Λιβονίας. Το 1370 νικά θριαμβευτικά τους Λιθουανούς στη μάχη του Ρουντάου. Παράλληλα εκμεταλλεύεται τις δυναστικές έριδες στη Λιθουανία: ο μάγιστρος συμμαχεί με τον διάδοχο του δουκάτου, τονΓιογκάιλα, εναντίον του θείου του δεύτερου, του Κεστούτις, ο οποίος έχει σφετεριστεί την εξουσία στη Λιθουανία (1377). 
iii. Από σύμμαχοι εχθροί – οι σχέσεις Τευτόνων και Πολωνών από το 1250 και μετά: Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 13ου αι. η συνεργασία Τευτόνων και Πολωνών είναι αγαστή. Συναποτελούν τη χριστιανική συμμαχία που μάχεται τους ειδωλολάτρες Πρώσους και Λιθουανούς. Στο έργο του Πολωνού χρονικογράφου Γιαν Ντλούγκος (δεύτερο μισό του 15ου αι.), συγγραφέα που εμφορείται από εχθρικά για τους Τεύτονες αισθήματα, Πολωνοί και Γερμανοί παρουσιάζονται κατά τον 13ο αι. ως φίλοι και σύμμαχοι, ενώ οι ειδωλολάτρες ως βάρβαροι που σκοτώνουν τους καλούς χριστιανούς. Οι Λιθουανικοί ειδικότερα χαρακτηρίζονται ως οι φυσικοί εχθροί των Πολωνών. Σε όλα τα πεδία των μαχών Πολωνοί και Τεύτονες πολεμούν μαζί. Ωστόσο η σύγκρουση συμφερόντων δεν θα αργήσει να τους φέρει αντιμέτωπους.
Οι πρώτες διαφορές μεταξύ των Πολωνών και του Τάγματος αφορούν την οργάνωση των επισκοπικών περιφερειών: οι Τεύτονες προτιμούν την υπαγωγή του Κουλμ στην αρχιεπισκοπή της Ρίγας κι όχι σε κάποια από τις επισκοπές της Πολωνίας όπως θα ήταν φυσικό από γεωγραφική άποψη. Η διαφορά όμως που θα προκαλέσει την οριστική ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών είναι το ζήτημα της Ανατολικής Πομερανίας (ή Πομερελίας). Το 1295 ο δούκας της Πομερελίας, ο Μέστβιν, πεθαίνει άκληρος και κληροδοτεί τα εδάφη του στον Πρεμισλάο Β΄ (πολ. Przemysł), δούκα της Μεγάλης Πολωνίας και μετέπειτα βασιλιά της ενωμένης Πολωνίας. Εσωτερικά προβλήματα δεν επιτρέπουν στον Πρεμισλάο να προσαρτήσει την Πομερελία, την οποία διεκδικούν και οι μαργράβοι του Βρανδεβούργου. Το 1307 ο νέος βασιλιάς της Πολωνίας, ο Λαδισλάος ο Βραχύς (πολ. Władysław I Łokietek) επιχειρεί να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην Ανατολική Πομερανία. Οχυρώνεται στο Γκντανσκ και ζητεί τη βοήθεια των Τευτόνων για να αντιμετωπίσει τους Σάξονες του Βρανδεβούργου. Οι Τεύτονες εκπληρώνουν την αποστολή τους, αλλά καταλαμβάνουν την πόλη και ζητούν από τον Λαδισλάο αποζημίωση για τα έξοδά τους. Το ποσό που ζητείται είναι πολύ υψηλό και οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν. Τότε οι Τεύτονες γκρεμίζουν τα τείχη του Γκντανσκ, τρομοκρατούν τον πληθυσμό της πόλης και σφαγιάζουν την πολωνική φρουρά. Στη συνέχεια διαπραγματεύονται με τον μαργράβο του Βρανδεβούργου και αγοράζουν τα υποτιθέμενα δικαιώματά του επί του δουκάτου σε συμφέρουσα τιμή (1309). Το Γκντανσκ έχει πλέον γίνει Ντάντσιχ! Οι Πολωνοί θα επιχειρήσουν να ανακτήσουν την Πομερελία με τα όπλα ή με τη μεσολάβηση του πάπα. Παρότι, όμως, ο ποντίφηκας θα δικαιώσει δύο φορές δικαστικά τους Πολωνούς (1320, 1339), οι αποφάσεις του δεν θα εφαρμοστούν ποτέ. Η στρατιωτική αδυναμία των Πολωνών θα τους αναγκάσει σε συμβιβασμό: με τη συνθήκη ειρήνης του Κάλις (1343) η Πολωνία ανακτά την Κουγιαβία και το Ντόμπριν, αλλά αναγκάζεται να δωρίσει την Ανατολική Πομερανία στους Τεύτονες, οι οποίοι έχουν διευρύνει τα εδάφη τους και έχουν αποκτήσει ένα εξαιρετικό λιμάνι.   
β. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολέμου
i. Οι ιδιαιτερότητες ως προς τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων: Στην Πρωσία και τις άλλες χώρες της Βαλτικής η μορφολογία του εδάφους και οι κλιματικές συνθήκες καθορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων (Demurger, όπ.π., σελ. 141-142). Η Πρωσία είναι πεδινή χώρα, ελώδης κατά περιοχές (κοντά στις ακτές και σε μεγάλο τμήμα των συνόρων με τη Λιθουανία). Οι επιχειρήσεις μπορούν να διεξάγονται τόσο κατά τη διάρκεια του θέρους όσο και του χειμώνα, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις: το θέρος πρέπει να είναι ξηρό, ο χειμώνας μετρίως ψυχρός (αρκετά ψυχρός ώστε να παγώνουν τα έλη, οι λίμνες και τα ποτάμια, καθιστώντας δυνατή τη μετακίνηση στρατευμάτων) και ξηρός (οι χιονοθύελλες δεν επιτρέπουν καμία στρατιωτική δράση). Ένα κάπως βροχερό καλοκαίρι ή ένας υγρός χειμώνας αρκούν για να αναβάλουν την υλοποίηση οποιουδήποτε στρατιωτικού σχεδίου. Συνήθως πρόκειται για απλές επιδρομές σε εχθρικό έδαφος. Οι μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεις διεξάγονται κυρίως το καλοκαίρι.
ii. Το έμψυχο δυναμικό: η δύναμη του Τάγματος δεν έφτασε ποτέ τους 2.000 ιππότες! Φυσικά υπήρχαν οι υπαξιωματικοί και οι φίλοι των Τευτόνων, αλλά και πάλι η στρατιωτική δύναμη δεν επαρκούσε. Το Τάγμα αντιμετώπιζε την εγγενή αυτή έλλειψη με διάφορους τρόπους. Σποραδικά, ζητούσε από τον πάπα να κηρύξει σταυροφορία για την ενίσχυσή τους στον πόλεμο κατά των ειδωλολατρών. Οι Τεύτονες χρησιμοποιούσαν με μέτρο τη λύση αυτή, γιατί τους ενδιέφερε να διατηρούν πάντα οι ίδιοι τον έλεγχο των επιχειρήσεων. Πολύ συχνότερα στρατολογούσαν εθελοντές από τη Γερμανία. Από ένα χρονικό σημείο και μετά επιστράτευαν τους ευγενείς που ήταν υποτελείς στο Τάγμα, το οποίο τους είχε παραχωρήσει φέουδα στη Βαλτική. Επέβαλλαν επίσης στρατιωτική υποχρέωση στους κατοίκους των πόλεων του κράτους τους. Τέλος, έκαναν εκτεταμένη χρήση βοηθητικών στρατευμάτων που επανδρώνονταν από τους ιθαγενείς πληθυσμούς (π.χ. Πρώσους ή Εσθονούς).
iii. Η αγριότητα των συγκρούσεων: Στις χώρες της Βαλτικής διεξάγεται ένας εξαιρετικά σκληρός διαρκής πόλεμο. Όπως σημειώνει ο Αλαίν Ντεμυρζέ (“Chevaliers du Christ – Les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, XIe-XVIe siècle“, εκδ. Seuil, Παρίσι, 2002, σελ. 143): “οι Τεύτονες δεν είχαν το μονοπώλιο της βίας. Ο Γερμανός ή ο Πολωνός άποικος που έπεφτε στα χέρια των Λιθουανών δεν είχε και πολύ μεγάλη τύχη. Βεβαίως, ο εισβολέας ήταν Τεύτονας και χριστιανός. Σε κάθε περίπτωση, οι πόλεμοι στην Πρωσία και τη Λιθουανία δεν είναι παρά μια ατέλειωτη σειρά από σφαγές, εκτελέσεις αιχμαλώτων, υποδουλώσεις, βασανιστήρια και θανατώσεις στην πυρά, μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών“! Κι έπειτα, ο ιστορικός αναφέρει το παράδειγμα που παρατίθεται στο χρονικό του Βίγκαντ του Μαρβούργου: το 1372, ο Τεύτονας διοκητής του Ίστερμπουργκ στην Ανατολική Πρωσία κάνει μια επιδρομή ρουτίνας στα εδάφη των απίστων. Λεηλατεί και καίει τέσσερα χωριά και στη συνέχεια σφάζει όλους τους κατοίκους τους, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, χωρίς φυσικά να σκεφτεί καν να προτείνει να τους χαρίσει τη ζωή αν βαφτιστούν χριστιανοί!
Μπορεί να γίνει λόγος για γενοκτονία των ιθαγενών Πρώσων; Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν μαζικές σφαγές πληθυσμών, ωστόσο οι Πρώσοι δεν αφανίστηκαν. Το 1200 (πριν την άφιξη των Τευτόνων) ο ιθαγενής πληθυσμός της Πρωσίας ανερχόταν στις 170.000. Το 1300 είχε πέσει στις 90.000, αλλά εκτός από τις σφαγές η μείωση οφειλόταν και στη μετανάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στη Λιθουανία. Το 1400, πάντως, οι ιθαγενείς Πρώσοι ήταν περίπου 140.000, αύξηση σαφώς σημαντική. Είναι, μάλλον, ορθότερο να δεχτούμε ότι τελικά οι ιθαγενείς πληθυσμοί αφομοιώθηκαν (Gouguenheim, όπ.π., σελ. 208-210, 370.373/ Toomaspoeg, όπ.π., σελ. 110). Άλλωστε, αρκετοί από τους Πρώσους αριστοκράτες (και όχι μόνο) επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Τεύτονες και ανταμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους. Για παράδειγμα, ο Σκόμαντ, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες της μεγάλης εξέγερσης των Πρώσων κατά των Τευτόνων, συνθηκολόγησε τελικά με τους κατακτητές: σε αντάλλαγμα του παραχωρήθηκε το 1285 ένα χωριό ως φέουδο, μαζί με την εξουσία απονομής δικαιοσύνης. Τέλος, μετά από ορισμένη εποχή, οι Πρώσοι αριστοκράτες μπορούσαν να γίνουν δεκτοί ακόμη κι ως ιππότες (όπως ο Ιωάννης της Φόλντε που σταδιοδρόμησε φτάνοντας ως το αξίωμα του γενικού πληρεξούσιου του Τάγματος στη Ρώμη).
γ. Επικρίσεις και προπαγάνδα
i. Η αντίδραση στις μεθόδους του Τάγματος: οι αμφιλεγόμενες μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι Τεύτονες και κυρίως οι φρικαλεότητες με τις οποίες χρεώνονται προκάλεσαν αναπόφευκτα την αντίδραση της χριστιανικής Ευρώπης. Οι εκκλησιαστικοί και πνευματικοί κύκλοι της Δύσης επικρίνουν με ιδιαίτερη αυστηρότητα το Τάγμα. Ο διάσημος Φραγκισκανός λόγιος Ρογήρος Βάκων έγραφε το 1268: “οι Πρώσοι και οι γειτονικοί τους λαοί… επιθυμούν να ασπασθούν τον χριστιανισμό και είναι εξαιρετικά ευτυχείς όταν η Εκκλησία τους επιτρέπει να διατηρήσουν την ελευθερία τους και να χαίρονται ειρηνικά τα αγαθά τους. Πλην όμως οι χριστιανοί ηγεμόνες που εργάζονται για τον προσηλυτισμό τους και ιδίως οι αδελφοί του Τάγματος των Τευτόνων επιθυμούν να τους υποδουλώσουν” (Opus Majus, I, 3).
Αλλά και οι ίδιοι οι ποντίφηκες (π.χ. Κλήμης Ε΄ και Ιωάννης ΚΒ΄) δεν δίστασαν να καταδικάσουν τις μεθόδους των Τευτόνων: σε όλες τις περιπτώσεις που αποφάνθηκαν δικαστικώς επί διαφορών μεταξύ του Τάγματος και τρίτων, δικαίωσαν τους αντιδίκους των Τευτόνων. Εκτός από τις προαναφερθείσες αποφάσεις υπέρ των Πολωνών για το ζήτημα της Πομερελίας, η σημαντικότερη υπόθαση αφορά τη διαφορά μεταξύ του Αρχιεπίσκοπου και των αστών της Ρίγας, αφενός, και των Τευτόνων ιπποτών της λιβονικής πόλης, αφετέρου (Demurger, όπ.π., σελ. 231-232). Αντικείμενο της διαμάχης ήταν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας στον ποταμό Ντύνα. Η διαφορά οξύνθηκε τόσο που οι κάτοικοι της Ρίγας συμμάχησαν με τους Λιθουανούς και κατέστρεψαν ένα κάστρο των Τευτόνων. Σε αντίποινα, οι Τεύτονες σφαγιάζουν τους κατοίκους του Στρασβούργου της Λιβονίας (Μπρόντνιτσας). Γίνεται έκκληση στον πάπα. Οι κατηγορίες κατά του Τάγματος είναι πράγματι φοβερές: οι Τεύτονες αδιαφορούν για το ιεραποστολικό τους έργο και ασχολούνται μόνο με τον πλουτισμό, ενώ καταπιέζουν τους χριστιανούς της Λιβονίας. Ακόμη, με τρόπο που αντιβαίνει στις πλέον θεμελιώδεις αρχές του χριστιανισμού, προτιμούν να θανατώνουν τους τραυματίες τους στη μάχη, ενώ καίνε τους νεκρούς ιππότες! Το 1306, ο Κλήμης Ε΄ διατάσσει τη διενέργεια ανάκρισης. Η διαδικασία ολοκληρώνεται το 1311: οι Τεύτονες της Ρίγας αφορίζονται. Θα χρειαστεί η διπλωματική επιδεξιότητα του μεγάλου μαγίστρου Καρόλου της Τρίερ για να εξευμενιστεί ο πάπας.
ii. Η αντίκρουση των επικρίσεων – σταυροφορίες και προπαγάνδα:Το Τάγμα θα αντιμετωπίσει τις επικρίσεις αυτές με δύο όπλα: τη στρατιωτική υπεροχή του (που το καθιστά τον πιο αξιόπιστο υπερασπιστή των χριστιανικών συμφερόντων στην περιοχή) και την προπαγάνδα (Demurger, όπ.π., σελ. 233). Η πλέον επιτυχής σύνθεση των δύο αυτών πτυχών δεν είναι άλλη από τις ιδιόμορφες “σταυροφορίες” που διοργάνωναν οι Τεύτονες σε τακτά διαστήματα (συνήθως δύο φορές τον χρόνο, χειμώνα και καλοκαίρι). Στις εκστρατείες αυτές, οι οποίες στις πηγές της εποχής ονομάζονται σχεδόν πάντα Reisen, δηλαδή “ταξίδια”, συμμετείχε η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, όχι μόνο της γερμανικής, αλλά και της γαλλικής και αγγλικής. Το Τάγμα επιτύγχανε μέσω αυτών των “ταξιδιών” στην Πρωσία να ενισχύει τη στρατιωτική δύναμή του και να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερης από το σύνηθες εμβέλειας, αλλά κυρίως να διευρύνει το δίκτυο των ισχυρών φίλων και υποστηρικτών του στην Ευρώπη και να επιβάλλει την εικόνα της μεγάλης προστάτιδας του χριστιανισμού στη Βαλτική.
Κάθε χειμώνα (και μερικές φορές και το καλοκαίρι, όταν δεν υπήρχαν εχθροπραξίες στο πλαίσιο του Εκατονταετούς Πολέμου), ευγενείς από τη Γαλλία και την Αγγλία μπάρκαραν στη Λα Ροσέλλ ή στη Μπρυζ κι αποβιβάζονταν στο Ντάντσιχ ή το Κένιγκσμπεργκ, ή πάλι ταξίδευαν διά ξηράς, μέσω Κολωνίας, Πράγας και Μπρεσλάου, κι έφταναν στην Πρωσία για να πολεμήσουν τους “Σαρακηνούς της Λιθουανίας”. Στις πρωσικές σταυροφορίες έλαβαν μέρος μεγάλες μορφές της Δύσης, όπως ο Ερρίκος του Ντάρμπυ, μετέπειτα Ερρίκος Δ΄ της Αγγλίας (χειμερινή εκστρατεία του 1390-1391 και θερινή του 1392), ή ο Μαρισκάλδος του Μπουσικώ (θέρος 1384, χειμώνας 1384-1385 και 1390-1391). Στις οικογένειες των ευγενών δημιουργούνταν πραγματικές παραδόσεις, καθώς όλοι, από τον παπού μέχρι τα εγγόνια, είχαν πολεμήσει κάποτε στην Πρωσία (Demurger, όπ.π., σελ. 258). Οι ίδιοι οι Τεύτονες έκαναν ότι μπορούσαν για να μεταδώσουν στους καλεσμένους τους την πεποίθηση ότι πολεμώντας στη Βαλτική γίνονταν μέλη μιας ευγενούς ιπποτικής αδελφότητας. Η προσπάθεια αυτή χαρακτηριζόταν και από υψηλή σκηνοθετική επιδεξιότητα: οι καλεσμένοι κρέμαγαν τις ασπίδες με τους θυρεούς τους στην αίθουσα του κάστρου του μαρισκάλδου του Τάγματος στο Κένιγκσμπεργκ. Και μετά το πέρας κάθε εκστρατείας, ο μεγάλος μάγιστρος δεξιωνόταν τους προσκεκλημένους ιππότες στο κάστρο του στο Μαρίενμπουργκ. Οι δώδεκα γενναιότεροι δειπνούσαν μαζί με τον μεγάλο μάγιστρο, τιμή που δεν αποτελούσε απλώς αλληγορία παραπέμπουσα στον Χριστό και τους Αποστόλους, αλλά κυρίως αναβίωνε τους μύθους των Ιπποτών της Στρογγυλής Τράπεζας και του Βασιλιά Αρθούρου (βλ. Demurger, όπ.π., σελ. 258-259, η ιδέα της σκηνοθεσίας αυτής πρέπει να πιστωθεί στον Βίνριχ του Κνιπρόντε)!
Απολύτως ενδεικτική του ενθουσιασμού με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Ευρωπαίοι ευγενείς τη συμμετοχή τους στις πρωσικές σταυροφορίες είναι και η διήγηση του Ιωάννη του Τυφλού, κόμη του Λουξεμβούργου και βασιλιά της Βοημίας, ο οποίος μόλις είχε συμμετάσχει στη χειμερινή σταυροφορία του 1328-1329: “Όπως ο ίδιος διαπίστωσα, οι αδελφοί του Τάγματος υπέμειναν βαριές κι αβάσταχτες απώλειες και υποβλήθηκαν σε ανυπολόγιστα έξοδα για να εξαπλώσουν την ορθόδοξη πίστη. Έχτισαν μόνοι τους ένα τείχος για να προασπίσουν την πίστη του Κυρίου από τους Λιθουανούς και τους όποιους υποστηριχτές τους, αυτούς τους καταραμένους εχθρούς του Χριστού” (βλ. Demurger, όπ.π., σελ. 233).
Β. Η οργάνωση και η ανάπτυξη του Ordensstaat των Τευτόνων στην Πρωσία
α. Αστική και εμπορική ανάπτυξη: Διεξάγοντας πόλεμο κατάκτησης εδαφών και υποταγής πληθυσμών, το Τάγμα χρειάζεται να διασφαλίσει άμεσα τον έλεγχο των κατακτημένων περιοχών. Αυτό απαιτεί τη συστηματική κατασκευή κάστρων και οχυρών, τα οποία με τη σειρά τους θα αποτελέσουν τους πόλους της αστικής ανάπτυξης της χώρας. Η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη του κράτους προϋποθέτει φυσικά την προσέλκυση αποίκων, πρωτίστως Γερμανών (από τη Σιλεσία, τη Θουριγγία, το Βρανδεβούργο και την Κάτω Σαξονία, τη Φραγκονία, τη Λυβέκη και τις υπόλοιπες χανσεατικές πόλεις), δευτερευόντως Πολωνών. Σ’ αυτούς θα προστεθούν μέχρι ενός σημείου και Πρώσοι ή άλλοι λαοί της Βαλτικής που ασπάζονται τον χριστιανισμό και τον “γερμανικό” τρόπο ζωής. Όπως θα δούμε, άλλωστε, για έναν Πολωνό ή για έναν Πρώσο η μετεγκατάσταση σε μια πόλη γερμανικού χαρακτήρα αποτελούσε κοινωνική και οικονομική προαγωγή. Πόλεις ιδρύονται διαρκώς (ιδίως κατά μήκος του Βιστούλα και στις ακτές της Βαλτικής) και γνωρίζουν γρήγορη ανάπτυξη (Τορν το 1231, Κουλμ το 1232-1233, Έλμπινγκ το 1237-1239, Μέμελ, Κένιγκσμπεργκ το 1255-1256, Ντυναμύντε στη Λιβονία, Νέο Τόρν το 1264). Ο πληθυσμός κάποιων από αυτές θα φτάσει σε αξιοσημείωτα για τον Μεσαίωνα μεγέθη: στις αρχές του 15ου αι. το Ντάντσιχ έχει 20.000 κατοίκους, το Τορν ξεπερνά τις 10.000, ενώ το Κένιγκσμπεργκ έχει πληθυσμό μεταξύ 8 και 10.000 κατοίκων (Demurger, όπ.π., σελ. 173).
Ο αποικισμός και η ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών είναι μεταγενέστερος: όπως είναι εύλογο, σημειώνεται μετά την πλήρη υποταγή της Πρωσίας (1283). Οι Τεύτονες χρησιμοποιούν δύο μεθόδους: είτε παραχωρούν φέουδα σε ευγενείς ή και σε αστούς, υποτελείς του Τάγματος (οι οποίοι με τη σειρά τους εκμισθώνουν τις αγροτικές εκτάσεις σε καλλιεργητές), είτε αναθέτουν την ανάπτυξη, τον αποικισμό και την εκμετάλλευση περιοχών σε  locatores, επιχειρηματίες μισθωτές οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο έναντι ποσοστού από τα κέρδη (Demurger, όπ.π., σ. 173-174/ Gouguenheim, όπ.π., σελ. 333). Συνολικά, η ανάπτυξη της Πρωσίας είναι εντυπωσιακή: μόνο μεταξύ του 1280 και του 1350 ιδρύθηκαν 90 πόλεις και 1400 χωριά, ενώ οργανώθηκαν 735 ενορίες. Το 1410 ο πληθυσμός είχε υπερτριπλασιαστεί σε σχέση με το 1200 (Demurger, όπ.π., σ. 174-175).
Οι Τεύτονες επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του εμπορίου στο κράτος τους. Στην προσπάθεια αυτή συνεργάζονται μοιραία με τις πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης. Η Χάνζα, άλλωστε, είχε εγκατασταθεί και διατηρούσε εμπορικούς σταθμούς στην περιοχή πριν την άφιξη των Τευτόνων. Το Τάγμα, όμως, θα αντιμετωπίσει τη μεγάλη εμπορική ένωση με μεγάλη επιφυλακτικότητα, προσέχοντας να μην της παραχωρεί περισσότερα δικαιώματα από τα απαραίτητα. Το σημαντικό για το Τάγμα ήταν να διατηρεί πάντα τον απόλυτο έλεγχο και την εποπτεία των εμπορικών δραστηριοτήτων στο κράτος του, αφού τα έσοδα από δασμούς και φόρους ήταν σημαντικά και εντελώς αναγκαία. Ανάλογη είναι η στάση του Τάγματος και όσον αφορά την οργάνωση και ανάπτυξη της βιοτεχνίας: οι Τεύτονες ενθαρρύνουν τις δραστηριότητες αυτές, αλλά ασκούν εποπτεία στις συντεχνίες. Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος 1340-1410 συμπίπτει με τη μέγιστη οικονομική ανάπτυξη της Πρωσίας των Τευτόνων σε όλους τους τομείς (αγροτικό, βιοτεχνικό, εσωτερικού και - μέσω των λιμένων της Βαλτικής - εισαγωγικού-εξαγωγικού εμπορίου).
β. Ανάπτυξη και δίκαιο: Καταρχήν, κάθε υπήκοος του Ordensstaat υπόκειται στο δίκαιο της εθνικότητάς του. Στην πράξη, όμως, το καθοριστικό στοιχείο είναι η ιδιότητα του αστού συγκεκριμένης πόλης: κάθε πόλη διέπεται από το δικό της νομικό καθεστώς. Η πολυμορφία νομικού καθεστώτος ήταν εσκεμμένη και είχε δυναμικό χαρακτήρα, επιτρέποντας στο Τάγμα να εκμεταλλεύεται τις εκάστοτε περιστάσεις σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Το πλέον συνηθισμένο είναι το λεγόμενο “δίκαιο του Κουλμ” (Kulmer Handfeste): διαμορφωμένο με πρότυπο το δίκαιο που ίσχυε στο Μαγδεβούργο ή τη Σιλεσία, περιλαμβάνει τα προνόμια (αυτοδιοίκησης κ.λπ.) που παραχώρησαν οι Τεύτονες στους αστούς του Κουλμ το 1233. Εκτός από το ζήτημα της δημοτικής οργάνωσης και διοίκησης, την απονομή δικαιοσύνης κ.λπ., το Kulmer Handfeste ρυθμίζει και ζητήματα έγγειας ιδιοκτησίας και θέτει το όριο έκτασης όσον αφορά τα κτήματα που παραχωρούνται σε κάθε πολίτη για αγροτική εκμετάλλευση (για το δίκαιο του Κουλμ βλ. Gouguenheim, όπ.π., σελ. 296-297, 342-344, 368 επ., 383 επ.). Το δίκαιο του Κουλμ έφτασε να ισχύει περίπου στα 2/3 της επικράτειας. Από τα υπόλοιπα πρότυπα γερμανικού δικαίου αρκετή διάδοση γνώρισε και το “δίκαιο της Λυβέκης”. Ακόμη πιο ευνοϊκό για τους πολίτες σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης (καθώς τους παρείχε μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία), είχε το μειονέκτημα να παρέχει στη χανσεατική πόλη κάποια δικαιώματα ανάμειξης. Με δεδομένο τον σκεπτικισμό του Τάγματος έναντι της Χανσεατικής Ένωσης, λίγες ήταν τελικά οι πόλεις (π.χ. το Έλμπινγκ) στις οποίες αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα να διοικούνται σύμφωνα με το δίκαιο της Λυβέκης.
Εκτός από το γερμανικής έμπνευσης δίκαιο, σε ορισμένες περιοχές του πρωσικού κράτους ίσχυε το πολωνικό δίκαιο. Η επιλογή αυτή δεν οφειλόταν κατ’ ανάγκη στην έντονη παρουσία πολωνικού στοιχείου στη σύνθεση του πληθυσμού. Για παράδειγμα, με τη Συνθήκη του Κρίστμπουργκ (1249) οι προσήλυτοι Πρώσοι επέλεξαν την υπαγωγή τους στο πολωνικό δίκαιο, πιθανώς γιατί τους ήταν πιο οικείο από το αντίστοιχο γερμανικό. Ωστόσο, η υπαγωγή ενός ατόμου ή μιας ολόκληρης πόλης στο γερμανικό δίκαιο συνεπαγόταν μεγάλα πλεονεκτήματα: οι παραχωρούμενες αγροτικές εκτάσεις ήταν μεγαλύτερες, ενώ οι φόροι μικρότεροι. Η πόλη απέλαυε μεγαλύτερης διοικητικής αυτονομίας και οι πολίτες της είχαν περισσότερες ευκαιρίες για να καταλάβουν αξιώματα. Βεβαίως οι Πολωνοί και οι Πρώσοι που αποκτούν δημοτικά αξιώματα είναι λίγοι: ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ίσως ο Χέννικο ο Προυθηνός, δημοτικός σύμβουλος του Κένιγκσμπεργκ (αυτό με κάποια επιφύλαξη, γιατί ο προσδιορισμός Προυθηνός μπορεί να είναι απλώς γεωγραφικός και όχι εθνοτικός, βλ. Gouguenheim, όπ.π., σελ. 372-373).
Ο μεγάλος μάγιστρος του Τάγματος κυβερνά την επικράτεια αυτή, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ της έδρας του στο Μαρίενμπουργκ και των περιοδειών που κάνει τακτικά (και ακολουθώντας συνήθως το ίδιο εθιμικά καθορισμένο πρόγραμμα) σε ολόκληρη τη χώρα. Όπως, επισημαίνει ο Γκούγκενάιμ “οι περιοδείες του μεγάλου μαγίστρου δεν αποτελούν μέσο ευκαιριακής αντιμετώπισης κάποιας χρόνιας διοικητικής ανεπάρκειας. Αποτελούν εσκεμμένη επιλογή άσκησης πολιτικής και αντικατοπτρίζουν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί εξουσίας”. Ο μεγάλος μάγιστρος αποκτά ιδία αντίληψη της κατάστασης και των προβλημάτων της χώρας και κάνει αισθητή την παρουσία του στους υπηκόους τους, αποδεικνύοντας το ενδιαφέρον του γι’ αυτούς. 
Με την αυγή του 15ου αι., το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών βρίσκεται στο απόγειο της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής του δύναμης. Κι όμως, η αντίστροφη μέτρηση για αυτήν την κατά τα φαινόμενα άτρωτη υπερδύναμη έχει ήδη αρχίσει!

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ – μέρος V: οι δύο Γουλιέλμοι

Δεκεμβρίου 4, 2009
Ύστερα από μια μεγάλη παρένθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας ταξιδέψαμε πρώτα στο Κολμάρ της Αλσατίας κι έπειτα στα ελληνιστικά χρόνια, πρώτα με την εποποιία του Αντίοχου Γ΄ και στη συνέχεια με το θέμα των σχέσεων Ελλήνων και Ιουδαίων, επιστροφή στην ιστορία των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας, την οποία αφήσαμε στο τέλος της ένδοξης βασιλείας του Ρογήρου Β΄.
Γουλιέλμος Α΄: Στις 4 Απριλίου 1154, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Ρογήρου Β΄ και τρία χρόνια αφότου είχε ανακηρυχθεί συμβασιλέας, στέφθηκε βασιλιάς της Σικελίας ο Γουλιέλμος, ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος του Ρογήρου και της Ελβίρας της Καστίλλης. 34 ετών, ο νέος βασιλιάς ήταν, όπως μας λένε τα χρονικά της εποχής, όμορφος, ψηλός, όπως οι Νορμανδοί πρόγονοί του, και με καστανά μαλλιά, κληρονομιά της Ισπανίδας μητέρας του. Γενναίος, δυνατός, αλλά και βίαιος. Ευφυής, αλλά και οκνηρός και φιλήδονος, προτιμούσε να παραδίδεται στις απολαύσεις του χαρεμιού του, απογοητεύοντας τη νόμιμη σύζυγό του, τη Μαργαρίτα της Ναβάρρας, και αφήνοντας τις κρατικές υποθέσεις στους έμπιστους συμβούλους τους. Μεταξύ αυτών ο ισχυρότερος ήταν ο Μαίων του Μπάρι, γόνος πλούσιας ελληνικής οικογένειας εμπόρων λαδιού και κύριων προμηθευτών του Δημοσίου. Εξαιρετικά μορφωμένος και ικανός στα διοικητικά, ο Μαίων είχε, ήδη από το 1151, ονομαστεί καγκελάριος από τον Ρογήρο Β΄. Τον Ιούνιο του 1154 ο Γουλιέλμος θα του δώσει τον επίζηλο τίτλο του εμίρη των εμίρηδων.
Η πρώτη εξέγερση των βαρόνων: Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Γουλιέλμος θα συνάψει γρήγορα συνθήκη με τον Ενετό δόγη Δομήνικο Μοροζίνι, παραχωρώντας εμπορικά προνόμια στους Ενετούς. Δεν θα έχει την ίδια επιτυχία στις διαπραγματεύσεις του με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνό. Ο Μανουήλ θα θεωρήσει πιο συμφέρουσα τη συμμαχία με τον νέο Γερμανό αυτοκράτορα, που δεν είναι άλλος από τον Φρειδερίκο Α΄ των Χοχενστάουφεν, τον επονομαζόμενο Βαρβαρόσα. Όταν στα τέλη του 1154 ο Φρειδερίκος περνά σε ιταλικό έδαφος (τον Ιούνιο του επόμενου έτους θα στεφθεί επίσημα στη Ρώμη αυτοκράτωρ), ο Γουλιέλμος εκστρατεύει προληπτικά και λεηλατεί τα παπικά εδάφη. Η άμεση αντίδραση του Άγγλου πάπα Αδριανού Δ΄ είναι ο αφορισμός του Νορμανδού ηγεμόνα. Η διαμάχη αυτή παρέχει στους βαρόνους της Κάτω Ιταλίας την καλύτερη ευκαιρία για να εξεγερθούν κατά του βασιλιά τους. Αρχηγός των στασιαστών είναι ο Ροβέρτος του Λοριτέλλο, εξάδελφος του Γουλιέλμου (είναι γιος του Ροβέρτου του Κονβερσάνο και μιας από τις αδελφές του Ρογήρου Β΄), ο οποίος υποστήριζε ότι με διαθήκη του ο εκλιπών μονάρχης τον είχε ονομάσει διάδοχό του. Καθώς ο Φρειδερίκος επιλέγει να επιστρέψει στη Γερμανία μετά τη στέψη του, οι βαρόνοι στρέφονται για βοήθεια στον πάπα Αδριανό και στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, οι οποίοι και θα τους υποστηρίξουν. Ο Μανουήλ μάλιστα θα στείλει και στρατεύματα στην Απουλία. Στα τέλη του 1155, όλη η Κάτω Ιταλία (εκτός από κάποιες πόλεις, όπως η Νάπολη, το Σαλέρνο, το Αμάλφι, η Τρόια και το Μέλφι) έχει εξεγερθεί. Ο Γουλιέλμος, όμως, θα αντιδράσει αποφασιστικά. Τον Μάϊο του 1156 θα συντρίψει τις βυζαντινές δυνάμεις κι έπειτα θα τιμωρήσει με σκληρά αντίποινα τις πόλεις και τους βαρόνους που στασίασαν: θα ισοπεδώσει το Μπάρι και το Μπρίντιζι και θα διατάξει να τυφλώσουν τον Ροβέρτο. Αδύναμος πια, ο πάπας Αδριανός θα συνάψει κονκορδάτο με τον Γουλιέλμο (τον Ιούνιο του 1156 στο Μπενεβέντο), αναγνωρίζοντας την εξουσία του.    
Η ελληνική εκστρατεία: Νιώθοντας πια αρκετά ισχυρός, ο Γουλιέλμος θα επιχειρήσει μια επιθετική κίνηση. Βέβαιος ότι ο Φρειδερίκος δεν πρόκειται να αντιδράσει και έχοντας εξασφαλίσει την ουδετερότητα Ενετών και Γενουατών, θα στείλει, το 1157, 140 γαλέρες κατά του Βυζαντίου, αναθέτοντας την αρχηγία στον Στέφανο του Μπάρι, κατεπάνω της Απουλίας και αδελφό του εμίρη των εμίρηδων. Ο νορμανδικός στόλος θα λεηλατήσει τη Χαλκίδα και τις ακτές της Στερεάς και της  Πελοποννήσου και θα επιστρέψει στη Σικελία. Ο Μανουήλ θα λάβει υπόψη την προειδοποίηση και θα κρίνει πιο συμφέρον να συνάψει συνθήκη ειρήνης. Πρώτα, όμως, θα ταλαιπωρήσει τους Νορμανδούς: σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να φανεί ότι σύρεται από αδυναμία σε συνθηκολόγηση. Ενθαρρύνει μια ακόμη εξέγερση των βαρόνων της Απουλίας και λεηλατεί τις ακτές της, την ίδια ώρα που οι συνομιλίες έχουν ήδη αρχίσει. Τελικά, την άνοιξη του 1158, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις στο Παλέρμο και την Ανκόνα, συνάπτεται στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη τριακονταετούς ειρήνης.  
Η απώλεια των κτήσεων στην Αφρική: Γρήγορα, ωστόσο, οι αρχικές επιτυχίες θα δώσουν τη θέση τους σε σοβαρούς κινδύνους: η πρώτη εξωτερική απειλή θα έχει ως συνέπεια σημαντικές απώλειες για το νορμανδικό βασίλειο. Στη Βόρειο Αφρική, οι ΒερβέροιΑλμοάδες εξαπλώνονται, κατακτώντας την αραβική Ανδαλουσία και το μεγαλύτερο μέρος του Μαγκρέμπ. Όταν το 1159 ο αυτοανακηρυχθείς χαλίφης Αμπντ-αλ-Μουμίν εμφανίζεται στον κόλπο της Τύνιδας έχει σημάνει η ώρα του τέλους των νορμανδικών κτήσεων στην Ιφρικίγια. Μόνο η Μαχντία αντιστέκεται και πολιορκείται. Ο νορμανδικός στόλος θα επιχειρήσει να σπάσει τον αποκλεισμό και να βοηθήσει τους πολιορκημένους, αλλά θα αποτύχει. Η νορμανδική φρουρά θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει και να αποχωρήσει από την πόλη τον Ιανουάριο του 1160.   
Το πραξικόπημα του Παλέρμου: Ακόμη φοβερότερος θα αποδειχθεί ο εσωτερικός κίνδυνος. Ο παντοδύναμος Μαίων έχει προκαλέσει την έχθρα όλων των ισχυρών του βασιλείου. Μια μεγάλη συνωμοσία αρχίζει να οργανώνεται, έχοντας ως αρχικό στόχο των εμίρη των εμίρηδων. Στις 10 Νοεμβρίου 1160, ο Μαίων έχει μόλις επισκεφθεί τον Ούγο, αρχιεπίσκοπο του Παλέρμου (ο οποίος είναι συνεννοημένος με τους συνωμότες): μόλις βγαίνει, οι συνωμότες τον δολοφονούν έξω από τον καθεδρικό της πόλης. Μετά τη δολοφονία του πιο έμπιστου συμβούλου του, ο Γουλιέλμος οφείλει να αντιδράσει. Η μόνη του κίνηση θα είναι να αντικαταστήσει τον δολοφονημένο με τον Ερρίκο Αρίστιππο, αρχιδιάκονο της Κατάνης, σπουδαίο λόγιο (είχε μεταφράσει από τα ελληνικά στα λατινικά τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, διαλόγους του Πλάτωνα και τα έργα του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού), αλλά πολιτικό δίχως πυγμή. Στο μεταξύ, οι τάξεις των συνωμοτών ενισχύονται: προσχωρούν ο Σίμων, νόθος γιος του Ρογήρου Β΄, από τον οποίο ο Γουλιέλμος είχε αφαιρέσει το φέουδο του Τάραντα, και ο Τανκρέδος του Λέτσε, νόθος γιος του Ρογήρου της Απουλίας (άρα εγγονός του Ρογήρου) και της κόρης του κόμη του Λέτσε. Στις 9 Μαρτίου 1161 εκδηλώνεται ένα αληθινό πραξικόπημα: οι στασιαστές καταλαμβάνουν τα ανάκτορα, φυλακίζουν τη βασιλική οικογένεια, λεηλατούν το παλάτι  και δολοφονούν τους έμπιστους αυλικούς του Γουλιέλμου.
Ο λαός, όμως, αντιδρά και πλήθος συγκεντρώνεται έξω από τα ανάκτορα για να υποστηρίξει τον βασιλιά. Προσπαθώντας να κατευνάσουν τον πληθυσμό του Παλέρμου, οι συνωμότες περιφέρουν στους δρόμους της πόλης τον μικρό Ρογήρο, πρωτότοκο γιο του Γουλιέλμου, υποσχόμενοι να τον στέψουν σύντομα βασιλιά. Ο λαός δεν πείθεται: ένοπλοι πολιορκούν το παλάτι για να απελευθερώσουν τον μονάρχη. Μέσα στον πανικό, ένα βέλος βρίσκει καταλάθος τον Ρογήρο και τον σκοτώνει. Οι στασιαστές αναγκάζονται να ελευθερώσουν τον Γουλιέλμο και να διαπραγματευθούν μαζί του. Ψυχικά συντετριμμένος, άβουλος, ο Γουλιέλμος συγχωρεί. Η αδράνεια του βασιλιά δυναμώνει την εξέγερση. Ξαφνικά, ο Γουλιέλμος ξαναβρίσκει τον εαυτό του και αντιδρά: εκτελεί πολλούς από τους συνωμότες και, με λουτρό αίματος, καταστέλει την εξέγερση στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Η εξουσία του έχει αποκατασταθεί, αλλά οι πληγές είναι πάρα πολλές για να ξεχαστούν. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Γουλιέλμου θα κυλήσουν δίχως ταραχές. Στις 7 Μαΐου 1166, ο Γουλιέλμος θα πεθάνει από χρόνια δυσεντερία και θα ταφεί στο βασιλικό παρεκκλήσιο των ανακτόρων του Παλέρμου. Στην ιστορία θα μείνει ως ο “Γουλιέλμος ο κακός”. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς κακότυχος.
Γουλιέλμος Β΄: Διάδοχος του νεκρού βασιλιά ήταν ο δεκατριάχρονος γιος του, ο Γουλιέλμος. Καθώς ήταν ανήλικος, η μητέρα του, η βασίλισσα Μαργαρίτα, ανέλαβε την αντιβασιλεία. Το κύριο μέλημά της ήταν να διασφαλίσει την ειρήνη στο εσωτερικό του βασιλείου. Αμνήστευσε τους πολιτικούς κρατουμένους και επιχείρησε να σχηματίσει τη δική της ομάδα έμπιστων συμβούλων, μια και ήταν καχύποπτη απέναντι σε αυτούς του συζύγου της, ακόμη και σε όσους είχαν αποδείξει την αφοσίωσή τους στη δυναστεία των Ωτβίλλ (όπως ο νοτάριος Ματθαίος του Αγιέλλο). Ο πρώτος ευνοούμενος της Μαργαρίτας θα είναι ο Πέτρος, ευνούχος μουσουλμανικής καταγωγής, ο οποίος είχε υπηρετήσει τον Γουλιέλμο Α΄ ως αρχιθαλαμηπόλος. Δεν θα μείνει για πολύ στη θέση του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος: έχοντας να αντιμετωπίσει την έχθρα του Ματθαίου και του Γκωτιέ Οφαμίλ (παιδαγωγού του ανήλικου βασιλιά) θα φύγει κρυφά από το Παλέρμο και θα αναζητήσει καταφύγιο στους Αλμοάδες της Βόρειας Αφρικής. Η Μαργαρίτα θα στραφεί τότε στην οικογένειά της: θα ζητήσει από τον θείο της, τον αρχιεπίσκοπο της Ρουέν, να της στείλει κάποιον έμπιστο για να του αναθέσει τις τύχες του βασιλείου. Αυτός θα της στείλει έναν νεαρό και άπειρο ευγενή, τον Στέφανο του Περς, ο οποίος θα ονομαστεί αμέσως αρχιεπίσκοπος του Παλέρμου και καγκελάριος. Η έχθρα των άλλων αυλικών προς τον “αλεξιπτωτιστή”, η απειρία του Στέφανου και η επιθυμία του να ελέγξει τα πάντα θα καταδικάσουν γρήγορα το εγχείρημα σε αποτυχία. Ο Στέφανος θα προβεί σε μεταρρύθμιση του καθεστώτος της ανακτορικής καγκελαρίας, καταργώντας όλα τα προνόμια των δημοσίων υπαλλήλων. Άλλες ενέργειές του θα εξοργίσουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Στο τέλος, το καλοκαίρι του 1168, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει για πάντα τη Σικελία: θα επιβιβαστεί σε ένα πλοίο και θα αναχωρήσει για τους Άγιους Τόπους. Όλοι οι εχθροί του θα ανταμειφθούν: ο Γκωτιέ Οφαμίλ θα γίνει ο νέος αρχιεπίσκοπος, ο Ματθαίος καγκελάριος, οι υπόλοιποι θα μπουν στο βασιλικό συμβούλιο.
Το 1171, ο Γουλιέλμος Β΄ ενηλικιώνεται και αναλαμβάνει την εξουσία (με κύριους συμβούλους τον Γκωτιέ Οφαμίλ και τον Ματθαίο του Αγιέλλο). Δεν θα αργήσει και η πρώτη πρόταση γάμου, η οποία θα είναι και ιδιαίτερα σημαντική, μια και ο αυτοκράτορας Μανουήλ θα προτείνει τον γάμο του νεαρού Νορμανδού με την κόρη του Μαρία. Ο Γουλιέλμος θα περιμένει στον Τάραντα την μνηστή του, μόνο που το πλοίο που θα μετέφερε την πορφυρογένητη πριγκίπισσα δεν θα φανεί ποτέ, μια και ποτέ δεν ξεκίνησε από την Βασιλεύουσα. Η ταπείνωση αυτή δεν θα ξεχαστεί ποτέ και θα καθορίσει τη μετέπειτα αντιβυζαντινή στάση του.
Στη συνέχεια, όμως, ο νεαρός Γουλιέλμος θα έχει αρκετές διπλωματικές επιτυχίες, η πρώτη από τις οποίες θα είναι η ειρήνη με τον Γερμανό αυτοκράτορα. Τον Σεπτέμβριο του 1174 ο Φρειδερίκος πέρασε ξανά τις Άλπεις και πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αλεξάνδρεια του Πεδεμοντίου, τη νεοϊδρυθείσα πόλη-σύμβολο της συμμαχίας ανάμεσα στην ένωση των ιταλικών πόλεων και τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπισε τις ιταλικές και παπικές δυνάμεις στο Λενιάνο της Λομβαρδίας, στις 29 Μαΐου 1176, όπου και συνετρίβη. Τα νέα δεδομένα καθιστούσαν εφικτή τη σύναψη συνθήκης μεταξύ του πάπα και του αυτοκράτορα, κάτι που συνέβη στη μεγάλη διπλωματική διάσκεψη της Βενετίας, τον Ιούλιο του 1176. Στο πλαίσιο της διάσκεψης αυτής, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης και μεταξύ της Αγίας Γερμανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του νορμανδικού βασιλείου της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας.
Ο Γουλιέλμος, που στις 13 Φεβρουαρίου 1177 νυμφεύθηκε στο Παλέρμο την Ιωάννα της Αγγλίας, κόρη του Ερρίκου Β΄, θα επιτύχει να συνάψει ειρήνη και με τον Αλμοάδα χαλίφη Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ. Ο χαλίφης θα δώσει ως δώρο στον Νορμανδό και δύο λιμάνια στις ακτές της Τυνησίας. Πλέον επικρατεί ειρήνη ανάμεσα στο βασίλειο της Σικελίας και όλους τους παλιούς εχθρούς του, ακόμη και με το Βυζάντιο, εκεί όπου δραματικά γεγονότα συνέβαιναν την ίδια περίοδο.
Η εκστρατεία κατά του Βυζαντίου: Τον Αύγουστο του 1180, πέθανε ο Μανουήλ Κομνηνός, αφήνοντας διάδοχο τον δωδεκάχρονο Αλέξιο. Η άκηση της αντιβασιλείας από τη χήρα του Μανουήλ, τη Μαρία της Αντιοχείας, αποδείχθηκε μάλλον ατυχής. Οι αδεξιότητες της δυτικής αυτοκράτειρας προκάλεσαν την αντίδραση του πληθυσμού, ο οποίος άρχισε τις βιαιοπραγίες κατά των Λατίνων που ζούσαν στη Βασιλεύουσα. Την κατάσταση εκμεταλλεύθηκε ο ο εξάδελφος του Μανουήλ, ο Ανδρόνικος Κομνηνός, ο οποίος σφετερίστηκε την εξουσία. Αφού ανακηρύχθηκε συμβασιλέας, εξολόθρευσε όλους τους πιθανούς αντιπάλους του. Πρώτα δηλητηρίασε την κόρη του Μανουήλ, τη Μαρία, και τον σύζυγό της, τον Ρενιέ τον Μομφερρατικό κι έπειτα έβαλε να πνίξουν με τη χορδή ενός τόξου τον μικρό Αλέξιο.
Την ίδια εποχή, εμφανίστηκε στο Παλέρμο ένας αμφίβολης προέλευσης και ηθικής καλόγερος, ο Σικουντηνός, συνοδευόμενος από έναν έφηβο για τον οποίο ισχυριζόταν ότι ήταν ο νεαρός Αλέξιος. Λίγοι φυσικά ξεγελάστηκαν από μια τόσο χονδροειδή απάτη. Για τον σικελικό θρόνο, όμως, η ιστορία αυτή προσέφερε την τέλεια αφορμή για μια επίθεση κατά του Βυζαντίου. Παρά τις συμβουλές των εμπίστων του, ιδίως του Γκωτιέ Οφαμίλ, ο Γουλιέλμος συγκέντρωσε μια πελώρια αρμάδα και ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα (αποτελούμενο από 20.000 στρατιώτες), το οποίο, υπό τις διαταγές του Τανκρέδου του Λέτσε και συνοδευόμενο από έναν άλλο Αλέξιο Κομνηνό, τον ανηψιό του Μανουήλ, ξεκίνησε στις 11 Ιουνίου 1185. Στις 24 Ιουνίου καταλήφθηκε το Δυρράχιο. Ο στρατός αποβιβάστηκε, κινήθηκε προς τη Μακεδονία και στις 6 Αυγούστου έφτασε έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ο στόλος, με τον Τανκρέδο, κατέλαβε τα Επτάνησα, περίπλευσε την Πελοπόννησο και στις 15 Αυγούστου μπήκε στον Θερμαϊκό. Η δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας ήταν πια αποκλεισμένη από ξηράς και θαλάσσης. Ο, όχι ιδιαίτερα ικανός, διοικητής της, ο Δαυίδ Κομνηνός, είχε στη διάθεσή του ένα ανομοιογενές στράτευμα από Σέρβους, Αλανούς και Γερμανούς μισθοφόρους. Γρήγορα, η άμυνα της πόλης κάμφθηκε και στις 24 Αυγούστου οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη εν μέσω σφαγών και λεηλασιών (αναλυτική περιγραφή τους μπορεί να βρει κανείς στο χρονικό του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευστάθιου). Αφού παρέμεινε για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ο νορμανδικός στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το πρώτο κατευθύνθηκε προς τις Σέρρες για να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα που είχε στείλει ο Ανδρόνικος. Το δεύτερο βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη. Στη Βασιλεύουσα, όμως, η κατάσταση είχε αλλάξει. Τον Σεπτέμβριο, ο Ισαάκιος Άγγελος είχε ανατρέψει τον Ανδρόνικο. Αφού εκτέλεσε τον προκάτοχό του (τον οποίο πρώτα ο όχλος της Πόλης είχε υποβάλει σε φριχτά βασανιστήρια τα οποία μας διηγείται ο Νικήτας Χωνιάτης), ο Ισαάκιος έστειλε κατά των Νορμανδών έναν ικανό και φιλόδοξο στρατηγό, τον Αλέξιο Βρανά. Ο Βρανάς συνέτριψε πρώτα στη Μοσυνούπολη το στράτευμα που βάδιζε κατά της Βασιλεύουσας κι έπειτα κοντά στον Στρυμώνα το κύριο σώμα των Νορμανδών. Πολλοί αιχμαλωτίστηκαν. Όσοι ξέφυγαν γύρισαν κακήν κακώς στη Θεσσαλονίκη και μπάρκαραν για τη Σικελία. Η εκστρατεία του Γουλιέλμου κατά του Βυζαντίου δεν επρόκειτο να φέρει μεγαλύτερα κέρδη και κτήσεις απ’ ό,τι αυτές των προκατόχων του.
Οι γάμοι του Μιλάνου: Στο μεταξύ, στο πλαίσιο της προσέγγισης του Βασιλείου της Σικελίας με τη Γερμανική Αυτοκρατορία, ο Γουλιέλμος και ο Γκωτιέ Οφαμίλ θα κρίνουν σωστό (παρά την αντίθετη γνώμη του Ματθαίου του Αγιέλλο) να σφραγίσουν τη συμμαχία με ένα δυναστικό γάμο. Έτσι θα συμφωνήσουν με τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα τον γάμου του Ερρίκου, γιου του Φρειδερίκου, Βασιλέα των Ρωμαίων και διαδόχου της αυτοκρατορίας, με την Κωνσταντία, την κόρη του Ρογήρου Β΄. Η τριαντάχρονη Νορμανδή πριγκίπισσα θα αφήσει την ορθόδοξη μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Παλέρμο και θα παντρευτεί τον Ερρίκο στο Μιλάνο, στις 27 Ιανουαρίου 1186.
Ο βασιλιάς Γουλιέλμος δεν είχε αποκτήσει παιδιά από τον γάμο του με την Ιωάννα της Αγγλίας. Πλέον, άρχισε να αποδέχεται την ιδέα ότι δεν θα αποκτούσε ποτέ. Ζήτησε, λοιπόν, από τους Νορμανδούς βαρόνους να ορκιστούν ότι θα τηρήσουν το έθιμο και σε περίπτωση που πεθάνει άκληρος θα δεχθούν ως βασίλισσα την τελευταία νόμιμη απόγονο των Ωτβίλλ, τη θεία του Κωνσταντία. Στις 18 Ιανουαρίου 1189, ο καλός βασιλιάς Γουλιέλμος πέθαινε άκληρος στο Παλέρμο, πριν συμπληρώσει το τριακοστό έβδομο έτος της ζωής του.
Ο καλός βασιλιάς: Η ιστορία τον κατέγραψε με το προσωνύμιο “ο καλός”. Ίσως κανένας άλλος μονάρχης της Σικελίας να μην αγαπήθηκε περισσότερο από τον λαό του. Εκατό χρόνια μετά, οι διεκδικητές της Σικελίας δεν θα σταματήσουν να υπόσχονται στους Σικελούς ότι θα τους κυβερνήσουν “όπως στα χρόνια του καλού βασιλιά Γουλιέλμου”. Κι όμως, ο Γουλιέλμος δεν προσέφερε νέες κτήσεις στο βασίλειο. Η βασιλεία του δεν απέτρεψε τις τάσεις αποσύνθεσης της διαπολιτισμικής κοινωνίας της Σικελίας: ο εκλατινισμός προχώρησε κι άλλο, κάνοντας τους μουσουλμάνους να νιώθουν ξένοι στην πατρίδα τους και τους Ορθόδοξους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το ελληνικό τμήμα της καγκελαρίας του Παλέρμου εξέδιδε όλο και λιγότερα έγγραφα στα ελληνικά: μέσα σε μια πενταετία από τον θάνατο του Γουλιέλμου Β΄ θα σταματήσει εντελώς τη λειτουργία του. Εντούτοις, ο λαός κράτησε την ανάμνηση της μακρόχρονης περιόδου ειρήνης: την έλλειψη εσωτερικών ταραχών και την ειρήνη με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κι ίσως δεν είναι άδικο που ήταν αυτή η υστεροφημία του Γουλιέλμου, μια και χάρισε στην ανθρωπότητα ένα από τα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά στολίδια: τον καθεδρικό του Μονρεάλε, στα περίχωρα του Παλέρμου. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για την πιο ολοκληρωμένη έκφραση του συγκρητισμού της νορμανδικής τέχνης της Σικελίας, συνδυάζοντας τον ρωμανικό ρυθμό με βυζαντινά ψηφιδωτά και αραβικά διακοσμητικά στοιχεία. Και μόνο για το μεγαλειώδες δώρο του Μονρεάλε, ο Γουλιέλμος άξιζε να μείνει στην Ιστορία.
Όσο για το βασίλειο, οι μέρες που το περίμεναν ήταν δύσκολες. Η προοπτική να βασιλέψει ένας ξένος, ένας Γερμανός που αγνοούσε τα πάντα για τις ιδιαιτερότητες της Σικελίας, γέμιζε με τρόμο τους αυλικούς, τους Νορμανδούς φεουδάρχες και τον λαό. Τα γεγονότα θα αποδείξουν ότι η ανησυχία αυτή μόνο αδικαιολόγητη δεν ήταν.    http://rogerios.wordpress.com/