Translate

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ – μέρος VII: από τη σταυροφορία του Φρειδερίκου έως το τέλος του οίκου των Χοχενστάουφεν

Φεβρουαρίου 13, 2010
Η σύγκρουση μεταξύ του Φρειδερίκου και της Αγίας Έδρας ήταν προδιαγεγραμμένη. Το γεγονός ότι το ίδιο πρόσωπο κατείχε τόσο τα εδάφη της Αυτοκρατορίας όσο και το βασίλειο της Σικελίας, περικυκλώνοντας ουσιαστικά τα παπικά κράτη, αποτελούσε πρόκληση για τη Ρώμη. Η άρνηση του Φρειδερίκου να προχωρήσει σε διαχωρισμό των δύο βασιλείων, όπως είχε υποσχεθεί στον πάπα Ονώριο Γ΄ ήδη από το 1220, και η μνημειώδης απροθυμία του να ξεκινήσει σταυροφορία, παρά τον όρκο που είχε δώσει κατά τη στέψη του στο Άαχεν το 1215, αποτελούσαν σοβαρούς λόγους που θα οδηγούσαν τον Φρειδερίκο σε σύγκρουση με τον πάπα.
Η σταυροφορία του Φρειδερίκου (Στ΄ Σταυροφορία): Μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του, της Κωνσταντίας της Αραγονίας, ο Φρειδερίκος, κατόπιν προτάσεως του Χέρμανν φον Ζάλτσα, μεγάλου μεγίστρου των Τευτόνων Ιπποτών, νυμφεύθηκε το 1225 την Ισαβέλλα (γνωστότερη ως Γιολάντα), κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ιωάννη Βριέννιου. Φυσικά, δεν αρκέστηκε στο να γίνει με τον γάμο αυτό διάδοχος του θρόνου της Ιερουσαλήμ, αλλά ανακηρύχθηκε σχεδόν αμέσως βασιλιάς στερώντας το στέμμα από τον πεθερό του. Αν και ο Φρειδερίκος μάλλον δεν διακατεχόταν από θρησκευτικό ζήλο για την προάσπιση των Αγίων Τόπων, εντούτοις το βασίλειο της Ιερουσαλήμ τον ενδιάφερε ιδιαίτερα γιατί συνιστούσε ένα σημαντικό βήμα για την υλοποίηση του σχεδίου του για την ηγεμονία στη Μεσόγειο. Βεβαίως την όποια σταυροφορία θα την έκανε με τον τρόπο του, με τα μέσα που θα επέλεγε και στον χρόνο που εκείνος προτιμούσε. Επιχείρησε λοιπόν να ακολουθήσει τη διπλωματική οδό και να συμμαχήσει με τον Αγιουβίδη σουλτάνο της Αιγύπτου Αλ Καμίλ, στρέφοντάς τον κατά του αδελφού του και εμίρη της Δαμασκού, του Αλ Μουαζάμ. Το σχέδιο του Στάουφεν φαίνεται στην εποχή μας ιδιοφυές, καθώς στόχευε στην άνευ αιματοχυσίας ανάκτηση της Ιερουσαλήμ (που έχει χαθεί για τους χριστιανούς μετά τη συντριβή στο Χαττίν το 1187). Για την εποχή του, όμως, αποτελούσε πρόκληση για την κοινή γνώμη και τα κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη, ιδίως δε για την Αγία Έδρα. Εξοργισμένος με την ολιγωρία του Φρειδερίκου που όλο αναβάλλει την αναχώρησή του, ο πάπας Γρηγόριος Θ΄ αφόρισε τον αυτοκράτορα και βασιλέα της Σικελίας στις 29 Σεπτεμβρίου 1227. Όταν τον Ιούνιο του 1228 ο Φρειδερίκος ξεκίνησε επιτέλους από το Μπρίντιζι για την Άκρα, για πρώτη φορά άρχιζε σταυροφορία με επικεφαλής έναν αφορισμένο ηγεμόνα!
Ο Φρειδερίκος στην Κύπρο: Η συνέχεια της Στ΄ Σταυροφορίας είναι γεμάτη παράδοξα, παρεξηγήσεις και “εμφύλιες” διαμάχες. Στον δρόμο του προς τους Άγιους Τόπους, ο Φρειδερίκος σταθμεύει στο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου. Η υπέρμετρη φιλοδοξία του, η επιθυμία του να ελέγξει τα πάντα, η αλαζονεία του και η περιφρόνηση που επιδεικνύει προς τους ντόπιους βαρόνους προκαλούν ανοιχτή σύγκρουση. Μεγάλος αντίπαλος του αυτοκράτορα αναδεικνύεται ο αντιβασιλέας της Κύπρου (ο βασιλέας Ερρίκος των Λουζινιάν είναι ανήλικος) Ιωάννης του Ιμπλέν, άρχοντας της Βηρυτού και μεγαλύτερος φεουδάρχης τόσο στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ όσο και στην Κύπρο. Αναχωρώντας από την Κύπρο ο Φρειδερίκος αφήνει κληρονομιά μια μακροχρόνια σύρραξη μεταξύ του αυτοκρατορικού πληρεξούσιου Ριχάρδου Φιλαντζέρι και των αρχόντων της Κύπρου υπό την ηγεσία του Ιωάννη του Ιμπλέν [για περισσότερα: Peter Edbury "The Kingdom of Cyprus and the Crusades (1191-1374)", Cambridge University Press, 1993, σελ. 51 επ.].
Ο Φρειδερίκος στους Άγιους Τόπους: Τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλύτερα στους Άγιους Τόπους: η ίδια φιλόδοξη και υπερφίαλη συμπεριφορά, η εξοργιστική για πολλούς επιμονή στις διαπραγματεύσεις με τους “απίστους”, η πλήρης απροθυμία για εμπλοκή σε πολεμικές επιχειρήσεις, η περιφρόνηση προς τους ντόπιους ευγενείς και τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα (εκτός από τους ευνοούμενους του αυτοκράτορα, τους Τεύτονες Ιππότες) οδηγούν τον Φρειδερίκο σε απομόνωση. Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο Αλ Καμίλ και τον Φεβρουάριο του 1229 θα επιτύχει τον σκοπό του: με τη συνθήκη της Γιάφας η Ιερουσαλήμ θα επιστραφεί στους χριστιανούς, έστω και υπό το περίεργο καθεστώς της ελεύθερης και ανοχύρωτης πόλης και υπό τον όρο του σεβασμού των ιερών για τους μουσουλμάνους τόπων, μαζί με κάποιες άλλες πόλεις και ένα “διάδρομο” που καθιστούσε δυνατή την επικοινωνία με τα χριστιανικά εδάφη. Ένα μήνα μετά (18 Μαρτίου 1229), ο Φρειδερίκος στεφόταν βασιλιάς της Ιερουσαλήμ στη βασιλική του Πανάγιου Τάφου: κανείς από τους ευγενείς του φραγκικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ και τους αξιωματούχους των στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων δεν ήταν παρών (εκτός από τον έμπιστο μεγάλο μάγιστρο των Τευτόνων Ιπποτών). Όχι μόνο τους είχε αποξενώσει η προηγούμενη συμπεριφορά του Φρειδερίκου, αλλά κι από στρατηγική άποψη όλοι πίστευαν ότι η παραχώρηση της Ιερουσαλήμ ήταν δώρο άδωρο: με τους όρους που είχαν επιβάλει οι μουσουλμάνοι η άμυνα της πόλης ήταν αδύνατη (πράγματι η πόλη δεν επρόκειτο να μείνει υπό χριστιανικό έλεγχο για περισσότερα από 15 χρόνια). 
Τελικά, ο Φρειδερίκος θα εγκατελείψει σαν κλέφτης το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Την Πρωτομαγιά του 1229 θα επιβιβασθεί κρυφά στη γαλέρα του και θα σαλπάρει για την Ευρώπη. Διασχίζοντας τους δρόμους του Άγιου Ιωάννη της Άκρας, θα περάσει από τη συνοικία των σφαγείων και των χασάπικων της πόλης: ο κόσμος που τον έβλεπε τον “αποχαιρέτησε” πετώντας του εντόσθια και σάπια κρέατα. Όχι ακριβώς αυτό που θα ανέμενε ο μονάρχης που κατάφερε να ξαναδώσει τα Ιεροσόλυμα στους χριστιανούς. Επιστρέφοντας, πάντως, στην Ευρώπη, ο αυτοκράτορας βρίσκεται θεωρητικά στο απόγειο της δύναμής του. Εκτός των άλλων, μετά από διαμεσολάβηση του Χέρμανν φον Ζάλτσα, θα συμφιλιωθεί με τον πάπα Γρηγόριο (Αύγουστος 1229), ο οποίος θα άρει τον αφορισμό του.
Η ταραγμένη συνέχεια και το τέλος της βασιλείας του Φρειδερίκου: Η τελευταία εικοσαετία της βασιλείας του Στάουφεν είναι μια διαρκής μάχη σε όλα τα μέτωπα. Η αντιπαλότητα με την Αγία Έδρα φουντώνει ξανά γρήγορα. Ο πάπας υποστηρίζει κάθε αποσχιστική τάση στα εδάφη του Φρειδερίκου, γερμανικά και ιταλικά. Στο αποκορύφωμα της διαμάχης, ο Γρηγόριος αφορίζει ξανά τον Φρειδερίκο το 1239. Ο διάδοχος του Γρηγόριου στον θρόνο του Αγίου Πέτρου, ο Ιννοκέντιος Δ΄ θα φτάσει μέχρι του σημείου να συγκαλέσει σύνοδο στη Λυών (1245) προκειμένου να κηρύξει τον Φρειδερίκο έκπτωτο από τον αυτοκρατορικό θρόνο [βλ. Sylvain Gouguenheim "Regards sur le Moyen Âge", Tallandier, Παρίσι 2009, κεφ. 14 "L' empereur aux yeux de serpent: Frédéric II Staufen (1194-1250)", σ. 143-151, ειδ. σ. 147-149].
Ο Φρειδερίκος θα έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση και με τον πρωτότοκο γιο του, τον Ερρίκο, ο οποίος επιθυμούσε να βασιλέψει τουλάχιστον στη Γερμανία. Ο Ερρίκος θα στασιάσει, με αποτέλεσμα να έρθει αντιμέτωπος με τον πατέρα του στο πεδίο της μάχης (1235-1236). Ο Φρειδερίκος θα επικρατήσει και θα φυλακίσει τον στασιαστή. Ο τραγικός επίλογος της σκληρής διαμάχης πατέρα και γιου θα γραφτεί με την αυτοκτονία του δεύτερου το 1242.
Ο αυτοκράτορας έχει πλέον χάσει τον έλεγχο της Γερμανίας και της βόρειας Ιταλίας. Το 1248 ηττήθηκε κατά κράτος από τους παπικούς κοντά στην Πάρμα. Δεν είχε σκοπό να καταθέσει τα όπλα. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη Φότζα και συγκέντρωνε στρατεύματα για να πολεμήσει τον Ιννοκέντιο, προσβλήθηκε από δυσεντερία. Στις 13 Δεκεμβρίου 1250 κι ενώ είχε ήδη κάνει τη διαθήκη του κι είχε περιβληθεί το ένδυμα των κιστερκιανών μοναχών (πράξη καταρχήν παράδοξη για κάποιον που θεωρήθηκε άθεος) πέθανε στο Καστέλ Φιορεντίνο κοντά στη Λούτσερα της Απουλίας.  
Το τέλος του οίκου των Χοχενστάουφεν   - Η σύντομη βασιλεία του Κορράδου των Χοχενστάουφεν: Ο Φρειδερίκος είχε ορίσει ως διάδοχο τον δεύτερο γιο του, τον Κορράδο (Konrad), τον οποίο είχε αποκτήσει το 1228 από την άτυχη Ισαβέλλα της Ιερουσαλήμ. Ο Κορράδος είχε διαδεχθεί τον ετεροθαλή αδελφό του Ερρίκο στον θρόνο του “Βασιλέα των Ρωμαίων” (δηλαδή… της Γερμανίας) κι είχε περάσει ολόκληρη την εφηβεία του και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής του στη Γερμανία, όπου και βρισκόταν όταν πέθανε ο πατέρας του. Είχε στο μεταξύ νυμφευθεί την Ελισσάβετ της Βαυαρίας, η οποία επρόκειτο να του χαρίσει δύο χρόνια αργότερα ένα γιο, τον Κορραδίνο. Είναι αλήθεια ότι η γερμανική ανατροφή του Κορράδου προκαλούσε σκεπτικισμό στους Σικελούς και Ιταλούς υπηκόους του. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν γραφτό να βασιλέψει ουσιαστικά ποτέ στην Κάτω Ιταλία. Όταν την άνοιξη του 1254 αποφάσισε επιτέλους να μεταβεί στις νότιες κτήσεις του προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε κοντά στο Μέλφι της Μπαζιλικάτα σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Η φιλόδοξη προσπάθεια του Μανφρέδου: Η αντιβασιλεία περιήλθε νόμιμα στον νεότερο γιο του Φρειδερίκου, τον Μανφρέδο (γενν. 1232). Γιος του αυτοκράτορα και της ερωμένης του, της Μπιάνκα Λάντσια, αλλά αναγνωρισμένος ως νόμιμο τέκνο από τον πατέρα του, ο Μανφρέδος φαίνεται πως είχε κληρονομήσει όλα τα χαρίσματα κι όλα τα ελαττώματα του Φρειδερίκου. Μεγαλωμένος στην Ιταλία, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους υπηκόους του (βλ. Pierre Aubé “Les empires normands d’ Orient”, εκδ. Perrin 1991, επανέκδοση στη συλλογήTempus, Παρίσι 2006, σελ. 285 επ.). Οι πρώτες κιόλας κινήσεις του σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο έδειχναν ότι ήταν ικανός να ισχυροποιήσει εκ νέου τη θέση του βασιλείου. Αντιμετώπισε με επιτυχία όλες τις στρατιωτικές προσπάθειες της Αγίας Έδρας, σύναψε συμμαχίες, κατέβαλε προσπάθειες για να τονώσει το εμπόριο και την οικονομία γενικά. Το 1258, νυμφεύθηκε, σε δεύτερο γάμο, την προφυρογένητη πριγκίπισσα Ελένη, κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ισχυριζόμενος ψευδώς ότι ο δίχρονος Κορραδίνος είχε πεθάνει, ο Μανφρέδος στέφθηκε στο Παλέρμο βασιλιάς της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας. Η κίνηση αυτή έπεισε τον πάπα Αλέξανδρο Δ΄ ότι είχε να κάνει με έναν απόλυτα αποφασισμένο αντίπαλο. Ταυτόχρονα, καθώς επρόκειτο για την πρώτη ενέργεια του Μανφρέδου που αντέβαινε πρόδηλα στη νομιμότητα, παρείχε στον πάπα ένα πρώτης τάξεως πρόσχημα για να προσφέρει τον θρόνο της Σικελίας σε οποιον εθελοντή ήταν πρόθυμος να εξαφανίσει από προσώπου γης την “άτιμη γενιά των Χοχενστάουφεν”
Ο Μανφρέδος συνέχισε τις προσπάθειές του σε διπλωματικό επίπεδο. Το 1260 αρραβώνιασε την κόρη του Κωνσταντία, την οποία είχε αποκτήσει από τον πρώτο γάμο του με τη Βεατρίκη της Σαβοΐας, με τον πρίγκιπα Πέτρο, διάδοχο του θρόνου της Αραγονίας. Το 1261, κατόρθωσε να εκλεγεί μέλος της Συγκλήτου της Ρώμης. Ο πάπας υφίστατο ακόμη μια ταπείνωση και μάλιστα στην ίδια την έδρα του!
Η εμφάνιση του Κάρολου του Ανδεγαυικού: Τον Μάϊο του 1261 πέθανε ο πάπας Αλέξανδρος και τον διαδέχτηκε, με το όνομα Ουρβανός Δ΄, ο ικανότατος Ιάκωβος Πανταλέων από την Τρουά της γαλλικής Καμπανίας. Ο Ουρβανός έθεσε ως βασικό στόχο να φέρει σε πέρας το σχέδιο της εξέλειψης των Χοχενστάουφεν και του σικελικού βασιλείου τους. Βέβαια, ήδη από τα χρόνια της σύγκρουσης με τον Φρειδερίκο οι προκαθήμενοι της Αγίας Έδρας αναζητούσαν εναγωνίως κάποιο μέλος ευρωπαϊκού βασιλικού οίκου που θα ήταν διατεθειμένο να εκδιώξει τους Σουηβούς από τον ιταλικό Νότο. Οι προηγούμενες παπικές επιλογές ήταν μάλλον ατυχείς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον οχτάχρονο πρίγκιπα Εδμούνδο της Αγγλίας (βλ. Steven Runciman “The Sicilian Vespers – A History of the Mediterranean World in the Later Thirteenth Century“, Cambridge University Press, 1958, επανέκδοση στη σειρά Canto 1992, σελ. 53 επ.). Ο Ουρβανός δεν σκόπευε να επαναλάβει τα ίδια λάθη και διάλεξε σωστά: έστρεψε το βλέμμα του στο πιο φιλόδοξο κτήνος της ιστορίας του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, τον Κάρολο τον Ανδεγαυικό (Charles_d’ Anjou). Νεότερος αδελφός του βασιλιά  της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ΄ (του Αγίου Λουδοβίκου), ο Κάρολος διακατέχεται από τον διακαή πόθο να γίνει κι αυτός βασιλιάς και αναζητεί προσεκτικά την κατάλληλη ευκαιρία. Από τον αδελφό του έλαβε ως φέουδο την πλούσια κομητεία του Ανζού και του Μαιν, ενώ χάρη στον γάμο του με τη Βεατρίκη, κόμισσα της Προβηγκίας και του Φοκαλκιέ γίνεται κύριος της Προβηγκίας (η οποία ως τότε δεν ανήκε στη Γαλλία, καθώς συνδεόταν με χαλαρούς δεσμούς υποτέλειας με την Αυτοκρατορία). Έχει ήδη επιδείξει ιδιαίτερες διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες. Πάνω από όλα, είναι υπέρμετρα φιλόδοξος. Το παπικό σχέδιο είναι η ιδανική ευκαιρία για εκείνον (βλ. Runciman, όπ.π., σελ. 65 επ.) .
Οι διαπραγματεύσεις προχωρούν αρκετά ώστε ο Ουρβανός να στείλει στον Κάρολο ένα σχέδιο συνθήκης (Ιούνιος 1263), με το οποίο καθορίζεται ο τρόπος μεταβίβασης της εξουσίας, καθώς και η πολιτική, στρατιωτική και, κυρίως οικονομική ενίσχυση που θα λάβει ο Κάρολος από την Αγία Έδρα, τόσο κατά τη διάρκεια της προσπάθειας εκδίωξης των Χοχενστάουφεν όσο και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του στην Κάτω Ιταλία. Σκληρός διαπραγμετευτής, ο Γάλλος θα προσπαθήσει να επιβάλει όλους τους όρους του στον πάπα. Θα χρειστεί περισσότερος από ένας χρόνος για να συναφθεί και να επικυρωθεί η συνθήκη, λίγο πριν πεθάνει ο Ουρβανός τον Οκτώβριο του 1264.
Η σύγκρουση Κάρολου και Μανφρέδου: ο Κάρολος θα ξεκινήσει από τη Μασσαλία για τη Ρώμη την άνοιξη του 1265. Θα εκμεταλλευθεί την παραμονή του στην Αιώνια Πόλη για να συνάψει συμμαχίες με τους Γουέλφους διαφόρων ιταλικών πόλεων και για να συγκεντρώσει το ισχυρότερο δυνατό στράτευμα. Την ημέρα των Θεοφανείων του 1266, ο νέος πάπας Κλήμης Δ΄ (επίσης Γάλλος) θα τον στέψει επίσημα βασιλιά της Σικελίας και της Νάπολης. Τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη, ο Κάρολος θα ξεκινήσει με τον στρατό του για να αντιμετωπίσει τον Μανφρέδο. Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας στην Ιταλία ήταν ασυνήθιστα ήπιος, γεγονός που ευνόησε την προέλαση του Κάρολου: αφού διέσχισε τον Γκαριλιάνο κι έπειτα από μερικές αψιμαχίες με δυνάμεις του Μανφρέδου κοντά στο Μόντε Κασσίνο, ο Κάρολος πέρασε στα εδάφη της Απουλίας. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στο Μπενεβέντο στις 26 Φεβρουαρίου 1266. Αμφίρροπη στην αρχή, η σύγκρουση κατέληξε σε συντριβή των δυνάμεων των Χοχενστάουφεν (αναλυτική περιγραφή σε Runciman, όπ.π., σελ. 92-94). Ο Μανφρέδος ήταν μεταξύ των νεκρών. Το πτώμα του βρέθηκε τρεις μέρες αργότερα. Με μια κίνηση απολύτως ενδεικτική του χαρακτήρα του, ο Κάρολος διέταξε να πετάξουν το νεκρό σώμα του εχθρού του στον σκουπιδότοπο του Μπενεβέντο. Αφού έδωσε στους στρατιώτες του την άδεια για τις απαραίτητες λεηλασίες, ο νέος κύριος της Κάτω Ιταλίας μπήκε πανηγυρικά στη Νάπολη, στις 7 Μαρτίου. Μια εβδομάδα αργότερα έφτανε ανενόχλητος στη Μεσσήνη. Το βασίλειο του Μανφρέδου είχε καταρρεύσει. Η συμπεριφορά του Κάρολου προς την οικογένεια του Μανφρέδου ήταν η αναμενόμενη: η βασίλισσα Ελένη φυλακίστηκε στοΚαστέλ ντελλ’  Όβο της Νάπολης (όπου και πέθανε, πέντε χρόνια αργότερα), όπως κι η κόρη της (η οποία έμεινε φυλακισμένη για 18 χρόνια), ενώ οι τρεις γιοι του Μανφρέδου τυφλώθηκαν και φυλακίστηκαν στο Καστέλ ντελ Μόντε, στην Απουλία. Δεν θα βγουν ζωντανοί από τη φυλακή.
 Η ρομαντική και μάταιη προσπάθεια του Κορραδίνου: Μες στην απελπισία τους, οι ευγενείς της Σικελίας συνειδητοποίησαν ότι κάπου στη Γερμανίαζούσε ένας ακόμη Χοχενστάουφεν, ο δεκατετράχρονος πλέον Κορραδίνος. Όπως αποδείχτηκε, ο ενθουσιώδης έφηβος δεν περίμενε άλλο πράγμα από την πρόσκληση να τρέξει σε βοήθεια του βασιλείου του οποίου ήταν νόμιμος διάδοχος. Παρά τις αντίθετες συμβουλές των Γερμανών συγγενών του, ο Κορραδίνος άρχισε αμέσως να συγκεντρώνει στρατεύματα στη Γερμανία. Η απάντηση του πάπα ήταν ο αφορισμός του νεαρού Χοχενστάουφεν. Δεν στάθηκε αρκετός για να ανακόψει τον ενθουσιασμό που προκαλούσε ο Κορραδίνος. Την άνοιξη του 1267, συνοδευόμενος από τον φίλο και συνομήλικό του δούκα Φρειδερίκο της Αυστρίας και με κάμποσες χιλιάδες Γερμανούς στρατιώτες, ο Κορραδίνος έφτανε στη Λομβαρδία. Την ίδια ώρα η Σικελία και η Κάτω Ιταλία εξεγείρονταν. Η Ρώμη και μεγάλο μέρος της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας περνούσε στον έλεγχο των αυτοκρατορικών. Ο πάπας εγκατέλειψε την Αιώνια Πόλη και κατέφυγε στο Βιτέρμπο. Ο Κάρολος με τους Ανδεγαυούς του αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Απουλία. Στα τέλη του Ιουλίου του 1268, ο Κορραδίνος εισερχόταν πανηγυρικά στη Ρώμη. Έπειτα, κατευθύνθηκε προς την Απουλία. Ενώ, όμως, προσπαθούσε να διασχίσει τα Αμπρούτσι, ο στρατός του βρέθηκε περικυκλωμένος από τις δυνάμεις του Κάρολου στο Ταλιακότσο. Η μάχη που δόθηκε στις 23 Αυγούστου τελείωσε αρκετά γρήγορα με θρίαμβο του Κάρολου. Ο Κορραδίνος και ο Φρειδερίκος που κατάφεραν να σωθούν από τη σφαγή προσπάθησαν να ξεφύγουν για να διαπιστώσουν ότι όλοι αυτοί που μέχρι πριν λίγες μέρες τους υποστήριζαν δεν είχαν καμια διάθεση να τους προστατέψουν. Οι δύο έφηβοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Καστέλ ντελλ’ Όβο. Μετά από παρωδία δίκης, μια επιτροπή εκπροσώπων των πόλεων της Καμπανίας τους καταδίκασε σε θάνατο. Στις 29 Οκτωβρίου 1268, ο Κορραδίνος (ο “τελευταίος των Χοχενστάουφεν και των Ωτβίλλ”, κατά τον Πιερ Ωμπέ, όπ.π., σελ. 290-291) και ο Φρειδερίκος της Αυστρίας αποκεφαλίστηκαν στην Πιάτσα ντελ Μερκάτο της Νάπολης. Οι παπικές επιθυμίες είχαν εκπληρωθεί: η γενιά των Στάουφεν είχε σβήσει.
Κι όμως, η τελευταία πράξη του δράματος δεν είχε παιχτεί ακόμη. Οι Σικελοί είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται δυστυχείς με την ηγεμονία του Κάρολου. Για πρώτη φορά είχαν μονάρχη χωρίς δεσμούς αίματος ή έστω αγχιστείας με το νησί. Για πρώτη φορά το Παλέρμο δεν ήταν πρωτεύουσα, καθώς ο νέος βασιλιάς μετέφερε σχεδόν αμέσως την έδρα της αυλής στη Νάπολη. Ο πλούτος της Σικελίας είχε περάσει στα χέρια εμπόρων από την Τοσκάνη, τη Λομβαρδία και την Προβηγκία. Και οι Γάλλοι στρατιώτες του Κάρολου συμπεριφέρονταν σαν πραγματικός στρατός κατοχής. Αργά ή γρήγορα το ποτάμι της οργής θα ξεχείλιζε.              

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ – μέρος VI: το σικελικό κράτος υπό τους Σουηβούς

Φεβρουαρίου 3, 2010

Όταν τον Ιανουάριο του 1189 πέθαινε άκληρος ο βασιλιάς Γουλιέλμος Β΄ ο Καλός τερματιζόταν ουσιαστικά η καθαυτό νορμανδική κυριαρχία στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Νόμιμη διάδοχος του θρόνου ήταν η θεία του Γουλιέλμου, η Κωνσταντία των Ωτβίλλ, κόρη του Ρογήρου Β΄ και σύζυγος του Ερρίκου Στ΄, γιου του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Βαρβαρόσα. Όπως ήταν λογικό, η προοπτική να βασιλέψει στη Σικελία ένας ξένος, ένας Γερμανός που δεν ήταν διατεθειμένος να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια για να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες του τόπου, γέμιζε με τρόμο τους Νορμανδούς ευγενείς. Έπρεπε να βρεθεί οπωσδήποτε μια εναλλακτική λύση κι αυτή δεν ήταν άλλη από τον τελευταίο άρρενα απόγονο  της γενιάς των Ωτβίλλ, έστω και νόθο, τονΤανκρέδο του Λέτσε. Όπως είδαμε και στο προηγούμενο μέρος, ο Τανκρέδος είχε μια πολυτάραχη σταδιοδρομία: από συνωμότης κατά του Γουλιέλμου Α΄, βρέθηκε στα χρόνια του δεύτερου Γουλιέλμου αρχιστράτηγος και ναύαρχος των δυνάμεων του βασιλείου. Είχε, μάλιστα, ηγηθεί, το 1185, της μεγάλης εκστρατείας κατά του Βυζαντίου, εντυπωσιακής επιχείρησης που είχε ως συνέπεια την άλωση και πρόσκαιρη κατοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν απέφερε μόνιμα οφέλη στο νορμανδικό βασίλειο. 
Η σύντομη βασιλεία του Τανκρέδου του Λέτσε: Οι προσπάθειες του καγκελάριου Ματθαίου του Αγέλλο έκαμψαν και τους τελευταίους δισταγμούς όσων ευγενών δεν είχαν λησμονήσει ότι λίγα χρόνια πριν, στην Τρόια, είχαν ορκιστεί ενώπιον του μονάρχη τους να σεβαστούν τα δυναστικά δικαιώματα της Κωνσταντίας. Έτσι, στις αρχές του 1190, στέφθηκε στο Παλέρμο βασιλιάς της Σικελίας και της Νότιας Σικελίας ο Τανκρέδος, ο νόθος γιος του Ρογήρου δούκα της Απουλίας και εγγονός του Μεγάλου Ρογήρου. Η μέχρι τότε σταδιοδρομία του Τανκρέδου αποδείκνυε ότι διέθετε πολιτικά και στρατιωτικά χαρίσματα. Υπήρχαν, όμως, και δύο σοβαρά μειονεκτήματα: πρώτον, ο νέος βασιλιάς δεν βρισκόταν ακριβώς στην πρώτη νιότη του, μια και κατά τον χρόνο στέψης του πρέπει να είχε περάσει τα πενήντα. Έπειτα (και παραβλέποντας την απερίγραπτη, σύμφωνα με τα χρονικά της εποχής, ασχήμια του) για όλους τους παράγοντες της διεθνούς διπλωματικής σκηνής της εποχής δεν ήταν παρά ένας σφετεριστής. Την ίδια άποψη φαίνεται πως είχαν και κάποιοι από τους υπηκόους του, μια και πολύ σύντομα χρειάστηκε να καταστείλει δύο εξεγέρσεις: πρώτα αυτή των ευγενών της Απουλίας κι έπειτα των μουσουλμάνων της Σικελίας.
Οι δύο σταυροφόροι: Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1190, ο Τανκρέδος βρέθηκε αντιμέτωπος με μιαν άλλη απειλή, καθώς έφτασαν στα εδάφη του, καθ’ οδόν για τους Άγιους Τόπους, ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας και ο Ριχάρδος Α΄ ο Λεοντόκαρδος της Αγγλίας. Ο μονάρχης της Αγγλίας αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο: όχι μόνο τον συνόδευε η φήμη του φιλόδοξου, αδίστακτου και διεκδικητικού χαρακτήρα, αλλά είχε ήδη διατυπώσει επίσημα παράπονα για τη μεταχείριση της οποίας είχε τύχει η Ιωάννα, αδελφή του Ριχάρδου και χήρα του εκλιπόντος βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β΄. Οι στρατιώτες του Ριχάρδου λεηλάτησαν τα εδάφη της Καλαβρίας κι έπειτα πέρασαν τα στενά της Μεσσήνης και κατέλαβαν την ομώνυμη πόλη. Προκειμένου, μάλιστα, να ελέγξει τον, στην πλειονότητά του ελληνικό, πληθυσμό της πόλης, ο βασιλιάς της Αγγλίας διέταξε να χτιστεί ένα ξύλινο φρούριο, το οποίο επιδεικτικά ονόμασε “Mate Griffon”. Ο Τανκρέδος χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις διπλωματικές ικανότητές του, αλλά και να ενισχύσει οικονομικά τον Ριχάρδο, έτσι ώστε ο ενοχλητικός φιλοξενούμενος να εγκαταλείψει τη Σικελία και να συνεχίσει τον δρόμο του στο πλαίσιο της Γ΄ Σταυροφορίας (10 Απριλίου 1191, δηλαδή δέκα ημέρες μετά από την αναχώρηση του Φιλίππου Αυγούστου. Όσο για τις κατακτητικές βλέψεις του Ριχάρδου, “την πλήρωσε” σε πρώτη φάση η Κύπρος).
Ο Ερρίκος γίνεται αυτοκράτορας: Ωστόσο, ο Τανκρέδος γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αναμετρηθεί με τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου, τον Ερρίκο. Τα γεγονότα επίσπευσαν τη σύγκρουση αυτή. Τον Ιούνιο του 1190 κι ενώ κατευθυνόταν ως σταυροφόρος προς τους Άγιους Τόπους, ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος πνίγηκε καθώς επιχειρούσε να διαβεί τον Καλύκαδνο ποταμό στην Κιλικία (Σέλεφ ή, για τους Τούρκους, Γκεκσού). Ο Ερρίκος πλέον όφειλε να εξασφαλίσει την αναγνώρισή του ως νέος αυτοκράτορας, έπρεπε επομένως να διαπραγματευθεί με τον πάπα. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για διττή ανάγκη, μια και το βασίλειο της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας ήταν κι αυτό τύποις υποτελές στην Αγία Έδρα. Η τύχη, πάντως, ευνόησε τα σχέδια του Ερρίκου. Την άνοιξη του 1191 πέθανε ο πάπας Κλήμης Γ΄: ο διάδοχός του, ο Κελεστίνος Γ΄, ήταν ένας γέροντας ογδόντα πέντε ετών που, όπως αναμενόταν, αποδείχθηκε σε διπλωματικό επίπεδο παιχνιδάκι στα χέρια του νεαρού Γερμανού μονάρχη. Γρήγορα δέχτηκε όλες τις διεκδικήσεις του Ερρίκου ο οποίος, στις 15 Απριλίου 1191, στέφθηκε στη βασιλική του Αγίου Πέτρου αυτοκράτορας της Αγίας Γερμανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όλο και περισσότεροι ευγενείς της νότιας Ιταλίας εγκατέλειπαν το στρατόπεδο του Τανκρέδου για να συνταχθούν με τον Ερρίκο. Βέβαιος για την τελική επικράτησή του, ο Ερρίκος πολιόρκησε τη Νάπολη, ενώ η Κωνσταντία αποσύρθηκε στο Σαλέρνο, παραδοσιακό τόπο διαμονής των Νορμανδών βασιλέων όταν βρίσκονταν στην Καμπανία.
Η μεγάλη προσπάθεια του Τανκρέδου: Κι όμως, ο ηγεμόνας της Σικελίας δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Η πολιορκία της Νάπολης απέτυχε, καθώς σκόνταψε σε επιδημίες, στρατιωτικές απώλειες και λιποταξίες. Οι Σαλερνιτάνοι, διαπιστώνοντας ότι η κατεύθυνση του ανέμου άλλαζε, αιχμαλώτισαν την Κωνσταντία και την έστειλαν πεσκέσι στον Τανκρέδο. Ο πάπας σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να γλιτώσει από την ηγεμονία των Γερμανών. Έτσι, την άνοιξη του 1192, ο Τανκρέδος αναγνωριζόταν απο τον πάπα (και το σύνολο των φεουδαρχών) ως νόμιμος βασιλιάς της Σικελίας. Εκτός από τις απαραίτητες ενέργειες για την αμυντική θωράκιση του βασιλείου του, ο Τανκρέδος αποδύθηκε σε διπλωματικό αγώνα για να βρει ισχυρούς συμμάχους. Οι προσπάθειές του να συμμαχήσει με το Βυζάντιο στέφθηκαν με επιτυχία: την άνοιξη του 1193 παντρεύτηκαν στο Μπρίντιζι ο μεγαλύτερος γιος του Τανκρέδου, ο Ρογήρος, και η Ειρήνη, κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου. Κάπου εκεί, όμως, στέρεψε κι η τύχη του Τανκρέδου. Λίγους μήνες μετά πέθανε ο γιος του. Στις 20 Φεβρουαρίου 1194 πέθαινε στο Παλέρμο κι ο ίδιος ο Τανκρέδος. Άφηνε διάδοχο ένα παιδί, τον γιο του Γουλιέλμο (Γ΄).
Ο Ερρίκος Στ΄, δήμιος της νορμανδικής Σικελίας: Ελλείψει ισχυρού αντιπάλου, τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει την προέλαση του Ερρίκου. Η Νάπολη του άνοιξε τις πύλες της. Το Σαλέρνο τιμωρήθηκε παραδειγματικά για την προδοσία του. Στην ίδια τη Σικελία τα στρατεύματα που διοικούσε ο Μάρκβαρντ του Ανβάιλερ προχωρούσαν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Στις 20 Νοεμβρίου 1194, ο Ερρίκος εισερχόταν πανηγυρικά στο Παλέρμο. Με την οικογένεια του Τανκρέδου (τη βασίλισσα Σίβυλλα, τον μικρό Γουλιέλμο και τις τρεις αδελφές του), ο Ερρίκος ξεμπέρδεψε στα γρήγορα: τους υποσχέθηκε ότι θα του αφήσει ελεύθερους κι ότι θα δώσει στον Γουλιέλμο ως φέουδα το πριγκιπάτο του Τάραντα και την κομητεία του Λέτσε. Ανήμερα των Χριστουγέννων, ο Ερρίκος στεφόταν βασιλιάς της Σικελίας. Από δω και πέρα θα όριζε τα πράγματα κατά τις δικές του επιθυμίες και με τον δικό του τρόπο. Την επομένη, μετά από μια γιγαντιαία επιχείρηση, συνέλαβε όλους σχεδόν τους Νορμανδούς ευγενείς που βρισκόταν στη σικελική πρωτεύουσα: αφού τους βασάνισε, άλλους τους κρέμασε, άλλους τους έκαψε ζωντανούς, ενώ τους πιο τυχερούς τους εξόρισε στα οικογενειακά του φέουδα στην Αλσατία και στη σημερινή Βάδη-Βυρτεμβέργη. Ανάμεσα στους εξόριστους ήταν κι ο μικρός Γουλιέλμος (τον οποίο τύφλωσαν) με τη μητέρα του, τις αδελφές του και την Ειρήνη του Βυζαντίου.
Το άλλο σημαντικό γεγονός εκείνων των ημερών συνέβη αρκετά βορειότερα σε μια κωμόπολη κοντά στην Ανκόνα. Υπακούοντας στις εντολές του συζύγου της, η Κωνσταντία πορευόταν προς τα πάτρια εδάφη της με τον αργό ρυθμό που επέβαλλε η προχωρημένη εγκυμοσύνη και η ηλικία της (η τελευταία των Ωτβίλλ ήταν σαράντα ετών). Αισθανόμενη τους πόνους του τοκετού, σταμάτησε με τη συνοδεία της στο Ιέζι όπου στις 24 Δεκεμβρίου έφερε στον κόσμο ένα αγόρι που βαφτίστηκε Φρειδερίκος-Ρογήρος, παίρνοντας τα ονόματα των δύο ένδοξων παπούδων του. Έπειτα, όταν πέρασε ο χειμώνας, η Κωνσταντία κατευθύνθηκε νότια και συνάντησε τον σύζυγό της στο Μπάρι, όπου στέφθηκαν εκ νέου. Εκεί θα πρέπει να αντίκρισε με αναστάτωση τους αιχμαλώτους που πορεύονταν προς την εξορία τους στη Γερμανία. Έπειτα πήγε στο Παλέρμο, όπου και θα διαπίστωσε τί πληγές είχε ήδη προκαλέσει στη γη των προγόνων της η ηγεμονία του συζύγου της. Ο Ερρίκος, πάλι, έφυγε για τη Γερμανία με σκοπό να πετύχει την αναγνώριση του γιου του ως κληρονομικού διαδόχου του στο αυτοκρατορικό αξίωμα. Η επιτυχία του ήταν σχετική: αρκέσθηκε στην εκλογή του μικρού Φρειδερίκου ως “Βασιλέα των Ρωμαίων” (Φρανκφούρτη, 25 Δεκεμβρίου 1196). Όσο απουσίαζε, οι εναπομείναντες Νορμανδοί ευγενείς εξεγέρθηκαν στην Καμπανία και στην Απουλία. Και αυτή η εξέγερση καταπνίγηκε με τρόπο εξίσου αιματηρό. Καθώς μάλιστα υποπτευόταν ότι η Κωνσταντία μάλλον έβλεπε με συμπάθεια τους συμπατριώτες της, την έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό, υπό την επιτήρηση του Γκωτιέ της Παλιάρα, καγκελάριου του βασιλείου και επισκόπου της Τρόια.
Για τον Ερρίκο το παλιό νορμανδικό βασίλειο της νότιας Ιταλίας ήταν απλώς τμήμα ενός οικουμενικού πολιτικού σχεδίου (δεν είναι τυχαίο ότι από τον Ερρίκο αναγνωρίστηκαν ως βασιλείς ο Αμωρύ των Λουζινιάν, βασιλιάς της Κύπρου, και ο Λέων Β΄ του αρμενικού κράτους της Κιλικίας). Σε καμία περίπτωση δεν είχε ενδοιασμούς να εφαρμόσει τα πιο σκληρά και αυταρχικά μέτρα για να εδραιώσει την εξουσία του, ανατρέποντας ισορροπίες ενός και πλέον αιώνα και διαλύοντας την κοινωνική ειρήνη που είχαν πετύχει οι Νορμανδοί βασιλείς. Σε κάθε περίπτωση, η σταδιοδρομία του τερματίστηκε πρόωρα: τον Αύγουστο του 1197 προσβλήθηκε από ελονοσία. Στις 28 Σεπτεμβρίου πέθανε στον δρόμο προς το Παλέρμο,  σε ηλικία μόλις τριάντα τριών ετών.
Φρειδερίκος Β΄ – Φως του Κόσμου ή Θηρίο της Αποκάλυψης; Στις 17 Μαΐου 1198 στέφθηκε βασιλιάς της Σικελίας ο Φρειδερίκος Β΄ των Χοχενστάουφεν. Αυτός που ο λαός επευφημούσε ως “μεγαλοπρεπή, θριαμβευτή και ανίκητο” ήταν ένα ορφανό από πατέρα τετράχρονο αγόρι του οποίου η μητέρα ήταν ήδη βαριά άρρωστη.
Μια δύσκολη παιδική ηλικία: Μετά τον θάνατο του Ερρίκου, η Κωνσταντία έκανε δύο αποφασιστικές κινήσεις: αφενός πήρε κοντά της τον μικρό Φρειδερίκο (στον οποίο ήθελε να δώσει μια αμιγώς γερμανική εκπαίδευση ο θείος του, ο Φίλιππος της Σουηβίας) έτσι ώστε να ανατραφεί στο Παλέρμο σύμφωνα με τις αρχές της νορμανδικής αυλής της Σικελίας, αφετέρου έδιωξε από την αυλή όλους τους Γερμανούς που αντιμετώπιζαν τη Σικελία σαν κατακτημένη χώρα (όπως ο Μάρκβαρντ του Ανβάιλερ) και τους ντόπιους συνεργάτες τους (όπως ήταν ο Γκωτιέ της Παλιάρα). Μετά τη στέψη του γιου της και έχοντας επίγνωση ότι δεν της έμενε πολύς χρόνος έδωσε και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών της για να εξασφαλίσει το μέλλον του Φρειδερίκου: διαπραγματεύτηκε σκληρά με τον νέο πάπα, τον πολύ γνωστό μας Ιννοκέντιο Γ΄, αναγκάστηκε να θυσιάσει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Σικελίας και όλα τα εκκλησιαστικά προνόμια που είχαν εξασφαλίσει οι Νορμανδοί ηγεμόνες, αλλά πέτυχε να αναγνωρίσει εκ νέου η Αγία Έδρα το βασίλειο της Σικελίας και τα κληρονομικά δικαιώματα του Φρειδερίκου. Στις 27 Νοεμβρίου 1198, η Κωνσταντία πέθανε στα ανάκτορα του Παλέρμου, κι αν πιστέψουμε τον ποιητή πρέπει να ανταμείφθηκε με την αιώνια ευτυχία του Παραδείσου:
Quest’ è la luce e la gran Constanza, che del secondo vento di Soave, generò ‘l terzo e l’ ultima possanza” (Δάντης “Θεία Κωμωδία“, “Παράδεισος“, άσμα ΙΙΙ, στίχοι 118-120).
Ο Φρειδερίκος μεγάλωσε σε ένα ψυχρό και ενίοτε εχθρικό περιβάλλον που το αποτελούσαν αυλικοί που προσπαθούσαν να μείνουν πιστοί στις επιθυμίες της μητέρας του και φιλόδοξοι ευγενείς που ενδιαφέρονταν να εδραιώσουν την εξουσία τους, μεταξύ των οποίων και οι ορκισμένοι εχθροί της Κωνσταντίας. Ορφανός από γονείς δεν είχε ποτέ τη στοργή και την αγάπη που χρειάζεται κάθε παιδί. Θα πρέπει να αναγκάστηκε να “ενηλικιωθεί” ψυχικά πολύ γρήγορα για να προστατεύσει τον εαυτό του και το βασιλικό μέλλον του. Όλα αυτά εξηγούν πιθανώς πολλές πλευρές του ενήλικου χαρακτήρα του, από τη φαινομική έλλειψη συναισθημάτων ως την υπεροψία και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Το βέβαιο είναι ότι έλαβε εξαίρετη εκπαίδευση και ότι έμαθε να μιλά όλες τις γλώσσες του βασιλείου: λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, προβηγκιανά, ελληνικά και αραβικά. Όλοι οι δάσκαλοί του ήταν από την Ιταλία (ο αρχιεπίσκοπος του Τάραντα Πέτρος, ο Γουλιέλμος Φρανκίσιος, ο Ιωάννης Τραγιέττο, ο Γκωτιέ της Παλιάρα). Ως πατρίδα του ένιωθε μόνο τη Σικελία. Μέχρι την ενηλικίωσή του δεν πρέπει να είχε μάθει ούτε λέξη από τη γλώσσα του πατέρα του.
Η κατάκτηση του γερμανικού αυτοκρατορικού θρόνου: Ωστόσο, ως εκλεγείς βασιλεύς των Ρωμαίων, ο Φρειδερίκος προοριζόταν να γίνει Γερμανός αυτοκράτορας. Μόνο που για το αξίωμα αυτό υπήρχαν ήδη δύο ισχυροί διεκδικητές: ο θείος του, ο Φίλιππος της Σουηβίας και ο Όθων Δ΄ του Μπράουνσβάικ, του οίκου των Βελφ, μεγάλου αντιπάλου και ορκισμένου εχθρού των Χοχενστάουφεν. Η δολοφονία του πρώτου (τον Ιούνιο του 1208) κατέστησε τον δεύτερο αδιαφιλονίκητο φαβορί στον αγώνα για τον αυτοκρατορικό τίτλο. Πράγματι, στις 4 Οκτωβρίου 1209, ο πάπας Ιννοκέντιος έστεφε τον Όθωνα αυτοκράτορα. Ο τίτλος άνοιξε την όρεξη του νέου αυτοκράτορα, ο οποίος άρχισε να αποσπά εδάφη στην Καμπανία και στην Απουλία. Αυτή η επεκτατική πολιτική του Όθωνα ανησύχησε τον ποντίφηκα που, εντελώς φυσικά, στράφηκε στον έφηβο Φρειδερίκο: αφού αφόρισε τον αυτοκράτορα (Νοέμβριος του 1210), ο Ιννοκέντιος, ύστερα από πρόταση του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου Αυγούστου, άρχισε να προωθεί την υποψηφιότητα του Φρειδερίκου ως νέου αυτοκράτορα. Τον Σεπτέμβριο του 1211, η δίαιτα της Νυρεμβέργης εξέλεγε τον Φρειδερίκο Β΄ των Χοχενστάουφεν, βασιλιά της Σικελίας, ως “βασιλέα των Ρωμαίων προκειμένου να στεφθεί αυτοκράτωρ στη Ρώμη”. Ο δεκαεξάχρονος Φρειδερίκος είχε ήδη παντρευτεί, δυο χρόνια νωρίτερα, την κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του Κωνσταντία της Αραγονίας, αδελφή του βασιλιά Πέτρου Β΄, κι είχε μόλις αποκτήσει τον πρώτο του γιο. Τον Μάρτιο του 1212 ξεκίνησε από τη Μεσσήνη κι αφού πέρασε από τη Ρώμη, όπου δεσμεύθηκε επίσημα ενώπιον του ποντίφηκα να μη διεκδικήσει τα εδάφη του δευτέρου, μετέβη στη Γερμανία για να συνάψει τις απαραίτητες για τον σκοπό του συμμαχίες.
Απέμενε, βέβαια, ο φιλόδοξος Όθων. Εδώ τη λύση για τον Φρειδερίκο την έδωσε ο γαλλικός παράγοντας. Πράγματι, στη προσπάθεια να σώσει την εξουσία του, ο Όθων σύναψε συμμαχία με τον βασιλιά της Αγγλίας, τον Ιωάννη τον Ακτήμονα. Αν ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας ήταν έτσι κι αλλιώς εχθρός του οίκου των Βελφ, η συμμαχία με τον ενοχλητικό μονάρχη της Αγγλίας τον υποχρέωνε να κινηθεί στρατιωτικά. Στη μάχη της Μπουβίν (27 Ιουλίου 1214) ο Γάλλος μονάρχης συνέτριβε τον Όθωνα και μαζί τις όποιες αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του. Ένα χρόνο μετά, ο Φρειδερίκος στεφόταν συμβολικά στο Άαχεν ως άξιος διάδοχος του Καρλομάγνου. Την ίδια μέρα, λίγο μετά τη στέψη, δήλωνε (μάλλον απερίσκεπτα όπως θα διαπιστώσουμε) την απόφασή του “να πάρει τον σταυρό” και να απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ.
Σε αναμονή της στέψης στη Ρώμη, ο Φρειδερίκος παρέμεινε στη Γερμανία για πέντε ακόμη χρόνια, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του. Θα επιχειρήσει να διασφαλίσει τα φέουδα της οικογένειάς του στην Αλσατία και στη Σουηβία, τα οποία επιβουλεύονταν οι αντίπαλοί του, θα συγκαλέσει αυτοκρατορικές δίαιτες σε διάφορες γερμανικές πόλεις (Ρατισβόννη, Άουγκσμπουργκ, Αγκνώ) και θα αγωνιστεί για να πείσει τους Γερμανούς εκλέκτορες να αναγνωρίσουν τον γιο του Ερρίκο ως διάδοχό του στον αυτοκρατορικό θρόνο (τον Απρίλιο του 1220 οι Γερμανοί ηγεμόνες θα εκλέξουν τον Ερρίκο ως βασιλιά της Γερμανίας).
Στις 22 Νοεμβρίου 1220. ο διάδοχος του Ιννοκέντιου, πάπας Ονώριος Γ ΄, θα στέψει επιτέλους τον Φρειδερίκο ως Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Η στέψη αυτή είχε, πάντως, βαρύ τίμημα για τον Στάουφεν: δεσμεύθηκε στον πάπα να χωρίσει τα εδάφη της αυτοκρατορίας και το βασίλειο της Σικελίας, από το οποίο θα έπρεπε να παραιτηθεί παραδίδοντας το στέμμα στον γιο του. Απλώς θα ασκούσε την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Ερρίκου.
Λίγες μέρες μετά κι ύστερα από οχτώ χρόνια απουσίας, ο Φρειδερίκος επέστρεφε στα εδάφη της πατρίδας του. Είχε πλέον τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στην αναδιοργάνωση του κράτους αυτού του οποίου τυπικά δεν ήταν παρά αντιβασιλέας.
Μια αντιφατική προσωπικότητα; Ο χαρακτήρας και η δράση του Φρειδερίκου παρουσιάζουν καταρχήν τόσες αντιφάσεις που δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι για την προσωπικότητα και τη διακυβέρνησή του εκφράσθηκαν κατά καιρούς απόψεις διαμετρικά αντίθετες. Υπέρλαμπρο φως που θαμπώνει την οικουμένη ή Αντίχριστος και Θηρίο της Αποκάλυψης; Ευσεβής χριστιανός ή άθεος; Φωτισμένος ή δεσποτικός μονάρχης: Διανοούμενος ή δεισιδαίμων; Ανθρωπιστής ή ωμός και κυνικός; Εραστής όλων των πολιτισμών και φίλος όλων των θρησκειών ή ανηλεής διώκτης των μειονοτήτων; Άνθρωπος που προηγείται της εποχής του ή γνήσια έκφραση των πιο ιδιαίτερων παραδόσεων του Μεσαίωνα; Μήπως όλα αυτά μαζί;
Η οργάνωση του κράτους: Το οργανωτικό του έργο είναι πράγματι αξιοθαύμαστο και δικαιολογεί σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτηρισμό που του αποδίδει ο Pierre Aubé (“Les empires normands d’ Orient”, εκδ. Perrin 1991, επανέκδοση στη συλλογή Tempus, Παρίσι 2006, σ. 272), λέγοντας ότι ο Φρειδερίκος αποτελεί την: “Ένδοξη ολοκλήρωση, την πεμπτουσία της νορμανδικότητας”. Το 1231 εκδίδει τα “Διατάγματα του Μέλφι”, τον πληρέστερο για την εποχή του κώδικα δημόσιου και ποινικού δικαίου. Ήδη το 1224 ή το 1226 ιδρύει το Πανεπιστήμιο της Νάπολης (το οποίο και σήμερα φέρει το όνομά του), από τη νομική σχολή του οποίου αποφοιτούν όλα τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης του βασιλείου.
Το κύριο μέλημα του Φρειδερίκου είναι η εδραίωση της βασιλικής εξουσίας. Για τον σκοπό αυτό θα ελέγξει αυστηρά και θα περιορίσει τη δύναμη των ευγενών, αποδυναμώνοντας μεθοδικά τις φεουδαρχικές δομές και ενισχύοντας αντίστοιχα την κεντρική εξουσία. Με τις Ασσίζες της Καπύης επιτυγχάνει την επιστροφή στο στέμμα των εκτάσεων που είχαν σφετεριστεί οι ευγενείς κατά την προηγούμενη περίοδο πολιτικής αστάθειας, καταγράφει τα προνόμιά τους και καταργεί πολλά από αυτά, τους αναγκάζει να του παραδώσουν τα κάστρα και τα φρούριά τους. Παράλληλα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμπορική και οικονομική ανάπτυξη του κράτους, μεριμνώντας έτσι ώστε το εμπόριο να βρίσκεται υπό τον αυστηρό έλεγχό του. Οι φορολογικές και τελωνειακές διατάξεις του είναι πληρέστατες: οι αλλοδαποί έμποροι που θέλουν να ασκήσουν δραστηριότητες στα εδάφη του Φρειδερίκου είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν το λιμάνι του Παλέρμου και μόνο, όπου φυσικά καταβάλλουν άμεσα τους προβλεπόμενους δασμούς.
Ο Φρειδερίκος και οι θρησκευτικές μειονότητες: Σε προσωπικό επίπεδο, ο Φρειδερίκος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα ως διανοούμενος για την ισλαμική κουλτούρα και θεολογία. Διατηρούσε αλληλογραφία με τους σύγχρονούς του μουσουλμάνους ηγεμόνες και δεν δίσταζε να υποβάλει φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα σε Άραβες σοφούς. Μπροστά, όμως στο συμφέρον του κράτους, όπως ο ίδιος το αντιλαμβανόταν, όλα αυτά υποχωρούσαν. Το 1224, θεωρώντας τους μουσουλμάνους της Σικελίας δυνητική απειλή για την ασφάλεια του κράτους, τους εκτόπισε μαζικά στη Λούτσερα της Απουλίας, είκοσι χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Φότζα. Εκεί είχαν τη δυνατότητα να ζουν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, σε ένα πραγματικό μουσουλμανικό γκέτο, από το οποίο ο αυτοκράτορας μπορεί να στρατολογεί τις αναγκαίες για τους πολέμους του δυνάμεις. Στις πόλεις και τα χωριά που εγκατέλειψαν παρά τη θέλησή τους οι μουσουλμάνοι, ο Φρειδερίκος εγκατέστησε “Λομβαρδούς” εποίκους από τα αυτοκρατορικά εδάφη της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας (μια τέτοια περίπτωση είναι και το γνωστό μας Κορλεόνε). Ανάλογη θα είναι και η τύχη των Εβραίων, οι οποίοι μέχρι τότε ουδέποτε είχαν υποστεί περιορισμούς ή διωγμούς από τους Νορμανδούς μονάρχες. Το 1221 θα αποφασιστεί ότι πλέον θα είναι υποχρεωμένοι να φέρουν γαλάζιους μανδύες με διακριτικό σήμα ένα κίτρινο κύκλο!
Ο Φρειδερίκος και η Ιερά Εξέταση: Επιπλέον, μολονότι η προσωπική του συμπεριφορά καταδείκνυε συχνά περιφρόνηση ή και ασέβεια για τις εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας (σε σημείο που κάποιοι τον χαρακτήρισαν άθεο), δεν είχε κανένα δισταγμό να φέρει στα εδάφη του βασιλείου του τη νεοσύστατη Ιερά Εξέταση και να συνεργαστεί αρμονικότατα μαζί της. Ακόμη χειρότερα, ο Φρειδερίκος χρησιμοποίησε την Ιερά Εξέταση ως ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο πίεσης και εξόντωσης των αντιπάλων του.
Ο Φρειδερίκος ως διανοούμενος: Αναμφίβολα ο Φρειδερίκος υπήρξε διανοούμενος και αληθινός εστέτ. Η αυλή του Παλέρμου ήταν πάντα γεμάτη ποιητές (ο ίδιος έγραψε αξιοπρεπείς στίχους σε προβηγκιανό στυλ), σε σημείο που αρκετοί να υποστηρίζουν ότι η ιταλική γλώσσα γεννήθηκε στη Σικελία (πριν “ολοκληρωθεί” στη μεσαιωνική Τοσκάνη). Υπήρξε προστάτης των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, πολλοί από τους οποίους έζησαν στην αυλή του: χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο  Μιχαήλ ο Σκώτος, φιλόσοφος, μεταφραστής, γιατρός, αλχημιστής και.. αστρολόγος. Ο Φρειδερίκος υπήρξε φίλος και προστάτης του μεγάλου Ιταλού μαθηματικού Λεονάρδου Φιμπονάτσι από την Πίζα, ο οποίος αφιέρωσε κάμποσα βιβλία του στον αυτοκράτορα. Το μεγάλο προσωπικό πάθος του μονάρχη ήταν ηιερακοτροφία: το σχετικό σύγγραμμά του (“De arte venandi cum avibus“) υπήρξε το πληρέστερο βιβλίο σχετικά με την εκπαίδευση των αρπακτικών πτηνών. Είχε ειλικρινές και έντονο ενδιαφέρον για τις επιστήμες. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να είναι κυριολεκτικά εξαρτημένος από τις αστρολογικές προβλέψεις, ούτε να προβαίνει σε πειράματα που σήμερα θα εντυπωσίαζαν λόγω του παραλογισμού τους και θα σόκαραν λόγω της βιαιότητας και του απάνθρωπου χαρακτήρα τους. Λένε πως κάποτε έκλεισε σε ένα βαρέλι κάποιον υπηρέτη του και τον άφησε να πεθάνει, προκειμένου να διαπιστωθεί “επιστημονικά” αν με τον θάνατο μπορούσε να αποδράσει η ψυχή! Σύμφωνα πάλι με τον Φραγκισκανό χρονικογράφο Σαλιμπένε της Πάρμας, ανέθεσε την ανατροφή ορφανών σε κωφάλαλες για να διαπιστώσει ποιά γλώσσα θα μιλούσαν τα παιδιά: τη γλώσσα των γονιών τους ή κάποια από τις “πρωταρχικές γλώσσες της ανθρωπότητας”, δηλαδή τα ελληνικά ή τα εβραϊκά!
Οι όποιες αντιφατικές πτυχές της προσωπικότητάς του μπορούν να εξηγηθούν από τα ψυχικά τραύματα των δύσκολων παιδικών του χρόνων και την έμφυτη ανασφάλεια που θα πρέπει να έκρυβε μέσα του. Ανασφάλεια που σίγουρα θα επέτεινε η μάλλον μειονεκτική εξωτερική εμφάνιση του Φρειδερίκου: κοντός, φαλακρός και σχεδόν καμπούρης, αποτελούσε το αντίθετο του ιδανικού ιππότη της εποχής. Όπως πολύ γλαφυρά περιέγραψε κάποιος μουσουλμάνος (μάλλον ο Μπαντρ-αλ-ντιν): “κοκκινοτρίχης, ασχημομούρης και καχεκτικός, αν ήταν σκλάβος δεν θα πουλιόταν ούτε για διακόσια ντιρχάμ”. Η εμφάνιση αυτή κάλυπτε μια εξαιρετικά φιλήδονη φύση, μια και ο Φρειδερίκος δεν αρκέσθηκε στις τέσσερις νόμιμες συζύγους του (τις οποίες μεταχειρίστηκε ουσιαστικά περισσότερο σαν διπλωματικά ατού, παρά σαν συντρόφους ζωής, με την εξαίρεση ίσως της πρώτης, της Κωνσταντίας της Αραγονίας), αλλά διατηρούσε κι ένα πολυπληθές χαρέμι που σκανδάλιζε τους πιστούς χριστιανούς της εποχής του.
 Συμπέρασμα; Τελικά, η δράση του Φρειδερίκου μπορεί να εξηγηθεί από τον θεμελιώδη στόχο του, που δεν είναι άλλος από την απόλυτη θωράκιση της μοναρχικής εξουσίας. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά για τον σκοπό αυτό: τόσο η επιμελής οργάνωση του κράτους όσο και η ωμή βία ή, εναλλακτικά, η “επικοινωνιακή” πολιτική. Με τα Διατάγματα του Μέλφι, ο Φρειδερίκος παρουσιάζεται ως ενσάρκωση του νόμου και του δικαίου [Sylvain Gouguenheim "Regards sur le Moyen Âge", Tallandier, Παρίσι 2009, κεφ. 14 "L' empereur aux yeux de serpent: Frédéric II Staufen (1194-1250)", σ. 143-151, ειδ. σ. 146 και 149-150, και ιδίως Ernst Kantorowicz "Kaiser Friedrich der Zweite", εκδ. Cotta, Στουτγάρδη 1927, και γαλλική μετάφραση "L' empereur Frédéric II", εκδ. Gallimard, Παρίσι 1987]. Περιβάλλεται από ικανούς νομικούς σαν τον  Πέτρο ντελλα Βίνια, που θα παράσχουν την απαραίτητη νομική θεμελίωση κάθε αξίωσης ή ισχυρισμού του ηγεμόνα. Όσο για τις πνευματικές ανησυχίες του Φρειδερίκου αυτές είναι προσωπική υπόθεση, δεν μεταφράζονται σε κάποιας μορφής ουμανισμό και σε κάθε περίπτωση είναι απολύτως διακριτές από το πρακτέο σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Φρειδερίκος, συνεπώς, είναι και εξαιρετικά ικανός και υπέρμετρα φιλόδοξος. Οραματίζεται μια οικουμενική μοναρχία που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Αυτή ακριβώς η φιλοδοξία θα προκαλέσει τη μοιραία σύγκρουση με την Αγία Έδρα και θα φέρει τελικά τον αφανισμό της ίδιας της δυναστείας των Στάουφεν.

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ – μέρος IV

Νοεμβρίου 11, 2009
 Μετά τις απαρχές της νορμανδικής εγκατάστασης στην Κάτω Ιταλία και την εποποιία του Ροβέρτου Γισκάρδου, παρακολουθήσαμε, στο τρίτο μέρος της διήγησης, την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Σικελίας και τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του Ρογήρου του Β΄ μέχρι το χρονικό σημείο της στέψης του στο Παλέρμο ως βασιλιά της Σικελίας, δούκα της Απουλίας και πρίγκιπα της Καπύης. Παρά τη φαινομενική παντοδυναμία του, ο Νορμανδός μονάρχης θα κληθεί πολύ σύντομα να αντιμετωπίσει απίστευτες δυσκολίες. Δύο είναι τα καθοριστικά δεδομένα: πρώτον, η ταραχώδης φύση των Νορμανδών βαρόνων, οι οποίοι περιμένουν την παραμικρή ευκαιρία για να εξεγερθούν, και, δεύτερον, η αστάθεια της διεθνούς πολιτικής σκηνής, λόγω του παπικού σχίσματος μεταξύ Ιννοκέντιου και Ανακλήτου. Ενώ, ο δεύτερος υποστηρίζεται ουσιαστικά μόνον από τον Ρογήρο, ο Ιννοκέντιος καταφέρνει να αποσπάσει τη στήριξη τόσο του Γάλλου βασιλιά όσο και του Γερμανού αυτοκράτορα. Η υπεροχή αυτή του Ιννοκέντιου ενισχύει τις αποσχιστικές τάσεις στο εσωτερικό του βασιλείου του Ρογήρου και σταδιακά θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη εξέγερση κατά της εξουσίας του οίκου των Ωτβίλλ.
Κι όμως, η πρώτη σπίθα της φωτιάς έσβησε πολύ γρήγορα. Λίγους μήνες μετά τη στέψη στο Παλέρμο, εξεγέρθηκε κατά του Ρογήρου το Αμάλφι. Ο βασιλιάς αντέδρασε αστραπιαία και οι Αμαλφιτάνοι συνθηκολόγησαν γρήγορα. Έντρομος ο δούκας της Νάπολης Σέργιος ο Ζ΄ έσπευσε να δηλώσει υποτέλεια στον Νορμανδό. Τα δυσκολότερα άρχισαν όταν έγινε γνωστό ότι ο Ιννοκέντιος, υποστηριζόμενος από τον Γερμανό αυτοκράτορα Λοθάριο τον Γ΄, βάδιζε με στρατεύματα κατά της Ρώμης. Ο Ανάκλητος θα ζητήσει βοήθεια από τον Ρογήρο, ο οποίος θα του στείλει ενισχύσεις υπό τον Ραινόλφ της Αλίφε. Το πρόσωπο αξίζει την προσοχή μας, γιατί στα επόμενα χρόνια πρόκειται να ηγηθεί της εξέγερσης. Είναι γαμπρός του Ρογήρου, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις είναι λεπτές: η Ματθίλδη, η αδελφή του Ρογήρου, μόλις έχει εγκαταλείψει τον νόμιμο σύζυγό της παραπονούμενη ότι αυτός την κακομεταχειρίζεται. Παράλληλα, ο Ρογήρος υποπίπτει σε ένα σφάλμα: κατά παράβαση κάθε φεουδαλικού εθίμου κι ενώ ο άρχοντας της Αλίφε βαδίζει προς τη Ρώμη, ο Ρογήρος προσαρτά τα φέουδα του αδελφού του Ραινόλφ, του Ριχάρδου. Η κατάσταση επιδεινώνεται, καθώς οι ταραχές γενικεύονται. Στην Απουλία εξεγείρονται ο Γριμοάλδος του Μπάρι και ο Τανκρέδος του Κονβερσάνο. Κι ενώ αυτούς τους δυο ο Ρογήρος θα τους συντρίψει μάλλον εύκολα την άνοιξη του 1132, η εξέγερση στην Καμπανία θα πάρει πιο επικίνδυνη τροπή. Ο Ραινόλφ θα βρει ένα σπουδαίο σύμμαχο στο πρόσωπο του Ροβέρτου του Β΄ της Καπύης, του άρχοντα που είχε διεκδικήσει παλιότερα μαζί με τον Ρογήρο τη διαδοχή του δουκάτου της Απουλίας. Ροβέρτος και Ραινόλφ συγκεντρώνουν αξιόμαχο στράτευμα και αναγκάζουν τον Ρογήρο να δώσει μάχη στις όχθες του Σάρνου, στις 25 Ιουλίου 1132. Η σύγκρουση είναι αμφίρροπη, αλλά τελικά ο Ρογήρος θα ηττηθεί και θα υποχωρήσει στη Σικελία. Η επικράτηση του συνασπισμού των εξεγερμένων βαρόνων και των υποστηρικτών του Ιννοκέντιου φαίνεται να κερδίζει τη σύγκρουση. Τον Ιούνιο του 1133, ο Ιννοκέντιος θα στέψει με κάθε επισημότητα τον Λοθάριο ως αυτοκράτορα, παρουσία του Ροβέρτου και του άρχοντα της Αλίφε. Κι όμως, ο Ρογήρος θα κατορθώσει να αντεπιτεθεί και να ανατρέψει την κατάσταση: το ίδιο καλοκαίρι, θα αποβιβασθεί στην Καλαβρία με στρατεύματα ως επί το πλείστον αραβικά. Αφού καταστρέψει εκ θεμελίων τη Βενόζα, θα στραφεί κατά της Απουλίας. Υποτάσσει πρώτα τα φέουδα των βαρόνων κι έπειτα τις πόλεις, τη μία μετά την άλλη: Τρόια, Μέλφι, Άσκολι. Την άνοιξη του 1134 θα ολοκληρώσει επιτυχώς την επιχείρηση, ανακτώντας την Καμπανία. Πρώτα ο Ραινόλφ κι έπειτα ο Ροβέρτος της Καπύης θα συνθηκολογήσουν.
Ωστόσο, το έτος 1135 δεν θα αρχίσει καλά για τον Ρογήρο. Πρώτα, θα πεθάνει η σύζυγός του, η Ελβίρα της Καστίλλης. Έπειτα, θα αρρωστήσει σοβαρά ο ίδιος. Οι συνθήκες αυτές προσφέρουν στον Ραινόλφ την ιδανική ευκαιρία για να στασιάσει εκ νέου. Ο Ρογήρος, πάντως, θα προσπαθήσει να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο: θα καταστρέψει την Αβέρσα και θα πολιορκήσει τη Νάπολη. Τα πολύ σοβαρά προβλήματα θα προκληθούν με την παρέμβαση του γερμανικού παράγοντα. Στο τέλος του 1136, ο Λοθάριος συγκεντρώνει ισχυρότατα στρατεύματα και περνά πάλι το Μπρέννερ. Φτάνοντας στην Ιταλία, χωρίζει τον στρατό του σε δύο τμήματα. Το ένα, υπό τον Ερρίκο της Βαυαρίας, ξεκινά να υποτάξει την Τοσκάνη και, έπειτα, να εισβάλει στην Καμπανία και την Καλαβρία. Ο ίδιος ο Λοθάριος θα βαδίσει κατά της Απουλίας. Οι επιχειρήσεις στέφονται από επιτυχία: όλη η νότια Ιταλία παραδίδεται στον αυτοκράτορα. Το Μπάρι τον υποδέχεται ως ελευθερωτή. Όλοι οι εχθροί του Ρογήρου (Ιννοκέντιος, Λοθάριος, Ροβέρτος, Ραινόλφ, Πίζα) ενώνουν τις δυνάμεις τους και καταλαμβάνουν το Σαλέρνο, τη σημαντικότερη ναυτική και στρατιωτική βάση του βασιλιά της Σικελίας. Στις αρχές του φθινοπώρου, ο Λοθάριος αισθάνεται ότι πρέπει να επιστρέψει στη Γερμανία για να ασχοληθεί με τις υποθέσεις της πατρίδας του. Ο Ρογήρος βρίσκει την ευκαιρία να αντεπιτεθεί: ανακαταλαμβάνει την Καμπανία μέχρι το Μπενεβέντο, έπειτα στρέφεται ανατολικά, αλλά οι αντίπαλοί του τον υποχρεώνουν σε μάχη βόρεια της Φότζα. Η σύγκρουση της 30ής Οκτωβρίου 1137 τελειώνει με συντριβή του Ρογήρου. Ο Νορμανδός ηγεμόνας, για δεύτερη φορά μέσα σε πέντε χρόνια, βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Κατά τα φαινόμενα, είναι πλέον μια τελειωμένη ιστορία.
Δύο θάνατοι, όμως, θα μεταβάλουν τα δεδομένα. Πρώτος θα πεθάνει ο διεκδικητής του παπικού θρόνου, ο Ανάκλητος ο Β΄. Στις 25 Ιανουαρίου 1138, η χριστιανοσύνη μένει με ένα μόνο πάπα, αυτόν που έχει αφορίσει τον Ρογήρο. Θεωρητικά, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί περαιτέρω για τον Σικελό μονάρχη. Στις 30 Απριλίου 1139, όμως, πεθαίνει στην Τρόια και ο άρχοντας της Αλίφε, ο ουσιαστικός ηγέτης του συνασπισμού κατά του Ρογήρου. Ο Νορμανδός ηγεμόνας θα τα παίξει όλα για όλα. Συγκεντρώνει όσες στρατιωτικές δυνάμεις μπορεί και αναθέτει στον πρωτότοκο γιο του, που ονομάζεται κι αυτός Ρογήρος και έχει διορισθεί από τον πατέρα του δούκας της Απουλίας, να ανακαταλάβει το φέουδό του. Ο μικρός Ρογήρος τα καταφέρνει περίφημα. Παράλληλα, ο Ρογήρος ο Β΄ επιδιώκει να δώσει την αποφασιστική μάχη κατά του Ιννοκέντιου και των συμμάχων του. Στις 22 Ιουλίου 1139, συγκρούεται με τα παπικά στρατεύματα στις όχθες του Γκαριλιάνο, κοντά στο Μόντε Κασσίνο. Η μάχη τελειώνει με θρίαμβο του Ρογήρου. Ο Ιννοκέντιος βρίσκεται στο έλεος του Νορμανδού. Τρεις μέρες αργότερα, στο Μινιάνο, θα αναγνωρίσει τον Ρογήρο ως βασιλέα της Σικελίας, δούκα της Απουλίας και πρίγκιπα της Καπύης. Στις 27 Ιουλίου θα εκδοθεί και η σχετική παπική βούλα. Μετά από την εξέλιξη αυτή, όλες οι πόλεις της Κάτω Ιταλίας θα αναγνωρίσουν την κυριαρχία του Ρογήρου. Μόνο το Μπάρι θα προβάλει αντίσταση. Κατόπιν πολιορκίας θα συνθηκολογήσει και θα υποστεί φοβερά αντίποινα.
Αυτή τη φορά ο Ρογήρος ο Β΄ είναι οριστικά και αδιαφιλονίκητα ο ηγεμόνας της Κάτω Ιταλίας. Έχει πλέον τη δυνατότητα να ασχοληθεί με την οργάνωση του βασιλείου του. Το καλοκαίρι του 1140 θα συγκαλέσει τη σύνοδο του Αριάνο, όπου θα μετάσχουν οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι και οι νομομαθείς του κράτους με σκοπό να κωδικοποιήσουν και, όπου κρίνεται αναγκαίο, να τροποποιήσουν τους νόμους του νορμανδικού βασιλείου. Οι Ασσίζες του Αριάνο αποτελούν την πληρέστερη, ίσως, κωδικοποίηση νομικών διατάξεων του Μεσαίωνα. Όπως επισημαινόταν “οι νόμοι και οι αποφάσεις του βασιλέως ισχύουν για όλους τους υπηκόους, Λατίνους, Έλληνες, Ιουδαίους και Σαρακηνούς. Ουδόλως θίγονται, όμως, τα υφιστάμενα ήθη κι έθιμα και οι νόμοι των λαών αυτών, εκτός κι αν αντιβαίνουν προδήλως στους νόμους και τις αποφάσεις του βασιλέως”. Γενικά, η διοικητική οργάνωση του νορμανδικού βασιλείου φτάνει στα χρόνια αυτά στο υψηλότερο επίπεδο εξέλιξης και πληρότητας. Η γραμματεία των ανακτόρων περιλαμβάνει πλήθος μεταφραστών, δεδομένου ότι οι αποφάσεις και τα διατάγματα εκδίδονται σε πολλές γλώσσες (λατινικά, γαλλικά, ελληνικά, αραβικά, εβραϊκά) αναλόγως των αποδεκτών τους. Το πλέον χαρακτηριστικό διοικητικό όργανο είναι η dohana de secretis, πραγματικό Υπουργείο Οικονομικών και Ελεγκτικό Συνέδριο μαζί. Με όπλα ένα τέλειο κτηματολόγιο και τη λεπτομερέστερη καταγραφή των ανθρώπινων πόρων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών του βασιλείου, η dohana μεριμνά για τον ισοβαρή καταμερισμό των φορολογικών βαρών και για την έγκαιρη είσπραξη φόρων, τελών και δασμών και ελέγχει τις δημόσιες δαπάνες.
Παράλληλα, ο Ρογήρος θέτει σε εφαρμογή την επεκτατική εξωτερική πολιτική του. Ο πρώτος στόχος δεν είναι τίποτε λιγότερο από το Βυζάντιο. Επί της αρχής, η συνύπαρξη δύο μοναρχιών που στοχεύουν θεωρητικά στην οικουμενικότητα δεν είναι δυνατή. Έτσι, το 1147, μεγάλος νορμανδικός στόλος με ναύαρχο τον Γεώργιο τον Αντιοχέα σαλπάρει από το Οτράντο: καταλαμβάνει την Κέρκυρα, περιπλέει την Πελοπόννησο και λεηλατεί τις ακτές της Εύβοιας, της Αττικής και της Βοιωτίας. Μετά τη Θήβα, λεηλατείται και η Κόρινθος. Σε επίπεδο εκφοβισμού και συλλογής πλιάτσικου, η ελληνική εκστρατεία συνιστά απόλυτη επιτυχία. Δεν πρόκειται, όμως, να οδηγήσει ούτε σε μόνιμες εδαφικές κτήσεις ούτε, φυσικά, στην ανατροπή της αυτοκρατορίας. Άλλωστε, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός θα αντιδράσει γρήγορα και τελικά θα αναγκάσει τον στόλο του Γεώργιου σε υποχώρηση.
Πολύ πιο ουσιαστικά και με μεγαλύτερη διάρκεια είναι τα κέρδη που θα αποφέρει η πολιτική επέκτασης στην Ιφρικίγια. Ο Ρογήρος συνάπτει φιλικές σχέσεις με τους Φατιμίδες του Καΐρου και στρέφεται ενάντια στους, διπλωματικά απομονωμένους, Ζιρίδες εμίρηδες. Ήδη από το 1135 η Μαχντία είναι υποτελής στον Νορμανδό ηγεμόνα. Έπειτα, καταλαμβάνεται η νήσος Τζέρμπα, το 1146 η Τρίπολη της Λιβύης και το 1148 το Σφαξ και τα υπόλοιπα εδάφη της σημερινής Τυνησίας και βόρειας Λιβύης. Η κεντρική Μεσόγειος είναι πια, σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πιερ Ωμπέ, “νορμανδική λίμνη”. Οι αφρικανικές κτήσεις θα αποτελέσουν βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη του εμπορίου στο νορμανδικό βασίλειο.
Πέρα από το εμπόριο και την οικονομία, η ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών συνιστά ένα ακόμη χαρακτηριστικό της νορμανδικής Σικελίας και νότιας Ιταλίας στα χρόνια του Ρογήρου του Β΄. H διαπολιτισμικότητα είναι το βασικό γνώρισμα και της πολιτιστικής άνθισης. Αφενός, οι Νορμανδοί εισήγαγαν στη Σικελία τα φραγκικά έπη και το ιπποτικό μυθιστόρημα, από το Τραγούδι του Ρολάνδου ως τον Τριστάνο και την Ιζόλδη. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και σήμερα οι ήρωες στο σικελικό θέατρο μαριονετών είναι συχνά ιππότες του Καρλομάγνου. Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια έντονη δραστηριότητα συγγραφής χρονικών και ιστορικών κειμένων στη λατινική γλώσσα (δύο από τα σημαντικότερα χρονικά της νορμανδικής Ιταλίας είναι προγενέστερα του Ρογήρου του Β΄, καθόσον γράφτηκαν στα τέλη του 11ου αιώνα: πρόκειται για την Historia sicula του Γοδεφρείδου Μαλατέρρα, που εξιστορεί την κατάκτηση της Σικελίας από τον Ρογήρο τον Α΄, και για τα Gesta Roberti Wiscardi του Γουλιέλμου της Απουλίας,  με θέμα την εποποιία του Ροβέρτου Γισκάρδου. Ένα άλλο έργο, το Liber de regno Siciliae του Ούγου Φαλκάνδου, είναι μεταγενέστερο της βασιλείας του Ρογήρου και αφορά την περίοδο που θα μας απασχολήσει στο επόμενο μέρος). Αφετέρου, ο Ρογήρος, άριστος γνώστης της ελληνικής και της αραβικής, δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των γραμμάτων στις δύο αυτές γλώσσες.
Όσον αφορά το ελληνικό στοιχείο, ο Ρογήρος όχι μόνο συνέχισε την πολιτική της μητέρας του για την οικονομική ενίσχυση των ορθόδοξων μονών της Σικελίας και της Καλαβρίας, αλλά ενθάρρυνε στην αυλή και τη δράση διαφόρων Ελλήνων λογίων. Ανάμεσα σε αυτούς, ο θεολόγος Θεοφάνης Κεραμεύς και ο Νείλος Δοξαπατρής, μοναχός από την Καλαβρία, ο οποίος συνέγραψε μια ιστορία των πέντε Πατριαρχείων, με την οποία επιχειρεί να αποδείξει την υπεροχή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης, δύο από τις σπουδαιότερες ελληνικές βιβλιοθήκες της εποχής ήταν αυτές των Συρακουσών και της Μεσσήνης.     
Η αραβόφωνη λογοτεχνική παραγωγή εκπροσωπείται από μια σειρά Σικελών ποιητών, όπως ο Ιμπν Ομάρ από τη Μπούτερα ή ο Αμπντ-αρ-ραχμάν από το Τράπανι. Το σημαντικότερο, όμως, αραβόφωνο έργο στα χρόνια του Ρογήρου είναι η γεωγραφία του Αλ Ιντρισί. Γεννημένος το 1100 στη Θέουτα, σπουδασμένος στην Κορδούη και πολυταξιδεμένος, ο Αλ Ιντρισί συνέταξε ένα μεγαλειώδες για τα δεδομένα της εποχής γεωγραφικό πόνημα. Στηριζόμενος στις γνώσεις του αλλά και στις πληροφορίες που συνέλεξε επί σειρά ετών (όλοι οι ναυτικοί των οποίων τα πλοία αγκυροβολούσαν σε λιμάνια του βασιλείου καλούνταν να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια του Άραβα γεωγράφου), ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 1154 το “Kitâb Nuzhat al-muchtâq fî ikhtirâq al-âfâq”, ευλόγως γνωστότερου ως “al-kitâb al-Rudjari”, δηλ. το βιβλίο του Ρογήρου. Ο άτλας συνοδευόταν από επτά χάρτες και ένα επιπεδοσφαίριο.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ρογήρου σκιάσθηκαν από τους θανάτους αγαπημένων προσώπων. Το 1152 πέθανε πρώτα ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς, λίγο μετά ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά, ο δούκας της Απουλίας. Στις 26 Φεβρουαρίου 1154 πέθαινε και ο ίδιος ο μονάρχης που συνδύασε το όνομά του με το απόγειο του νορμανδικού βασιλείου της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. “Rogerius in Christo pius, potens rex et christianorum adjutor”, “Ρογέριος ευσεβής εν Χριστώ, ισχυρός Βασιλεύς και προστάτης των χριστιανών”, “Mu’adham nâsir al-nasrâniya”. Ποτέ δεν θα ξαναγνωρίσει τέτοια ακμή το βασίλειο ούτε οι λαοί του θα ζήσουν ξανά σε τέτοια αρμονία.
Διάδοχος στον σικελικό θρόνο ήταν ο μεγαλύτερος επιζών γιος του Ρογήρου, ο Γουλιέλμος. Ωστόσο, ο Ρογήρος ο Β΄ θα άφηνε και μια άλλη κληρονομιά: όταν πέθανε ο ηγεμόνας, η τρίτη σύζυγός του, η Βεατρίκη, ήταν έγκυος. Η Κωνσταντία, το κορίτσι που θα γενιόταν μετά τον θάνατο του πατέρα της και θα μεγάλωνε σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, επρόκειτο, τριάντα χρόνια αργότερα, να καθορίσει τη μοίρα του νορμανδικού βασιλείου. 
          http://rogerios.wordpress.com/

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ – μέρος VI: το σικελικό κράτος υπό τους Σουηβούς

Φεβρουαρίου 3, 2010

Όταν τον Ιανουάριο του 1189 πέθαινε άκληρος ο βασιλιάς Γουλιέλμος Β΄ ο Καλός τερματιζόταν ουσιαστικά η καθαυτό νορμανδική κυριαρχία στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Νόμιμη διάδοχος του θρόνου ήταν η θεία του Γουλιέλμου, η Κωνσταντία των Ωτβίλλ, κόρη του Ρογήρου Β΄ και σύζυγος του Ερρίκου Στ΄, γιου του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Βαρβαρόσα. Όπως ήταν λογικό, η προοπτική να βασιλέψει στη Σικελία ένας ξένος, ένας Γερμανός που δεν ήταν διατεθειμένος να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια για να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες του τόπου, γέμιζε με τρόμο τους Νορμανδούς ευγενείς. Έπρεπε να βρεθεί οπωσδήποτε μια εναλλακτική λύση κι αυτή δεν ήταν άλλη από τον τελευταίο άρρενα απόγονο  της γενιάς των Ωτβίλλ, έστω και νόθο, τονΤανκρέδο του Λέτσε. Όπως είδαμε και στο προηγούμενο μέρος, ο Τανκρέδος είχε μια πολυτάραχη σταδιοδρομία: από συνωμότης κατά του Γουλιέλμου Α΄, βρέθηκε στα χρόνια του δεύτερου Γουλιέλμου αρχιστράτηγος και ναύαρχος των δυνάμεων του βασιλείου. Είχε, μάλιστα, ηγηθεί, το 1185, της μεγάλης εκστρατείας κατά του Βυζαντίου, εντυπωσιακής επιχείρησης που είχε ως συνέπεια την άλωση και πρόσκαιρη κατοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν απέφερε μόνιμα οφέλη στο νορμανδικό βασίλειο. 
Η σύντομη βασιλεία του Τανκρέδου του Λέτσε: Οι προσπάθειες του καγκελάριου Ματθαίου του Αγέλλο έκαμψαν και τους τελευταίους δισταγμούς όσων ευγενών δεν είχαν λησμονήσει ότι λίγα χρόνια πριν, στην Τρόια, είχαν ορκιστεί ενώπιον του μονάρχη τους να σεβαστούν τα δυναστικά δικαιώματα της Κωνσταντίας. Έτσι, στις αρχές του 1190, στέφθηκε στο Παλέρμο βασιλιάς της Σικελίας και της Νότιας Σικελίας ο Τανκρέδος, ο νόθος γιος του Ρογήρου δούκα της Απουλίας και εγγονός του Μεγάλου Ρογήρου. Η μέχρι τότε σταδιοδρομία του Τανκρέδου αποδείκνυε ότι διέθετε πολιτικά και στρατιωτικά χαρίσματα. Υπήρχαν, όμως, και δύο σοβαρά μειονεκτήματα: πρώτον, ο νέος βασιλιάς δεν βρισκόταν ακριβώς στην πρώτη νιότη του, μια και κατά τον χρόνο στέψης του πρέπει να είχε περάσει τα πενήντα. Έπειτα (και παραβλέποντας την απερίγραπτη, σύμφωνα με τα χρονικά της εποχής, ασχήμια του) για όλους τους παράγοντες της διεθνούς διπλωματικής σκηνής της εποχής δεν ήταν παρά ένας σφετεριστής. Την ίδια άποψη φαίνεται πως είχαν και κάποιοι από τους υπηκόους του, μια και πολύ σύντομα χρειάστηκε να καταστείλει δύο εξεγέρσεις: πρώτα αυτή των ευγενών της Απουλίας κι έπειτα των μουσουλμάνων της Σικελίας.
Οι δύο σταυροφόροι: Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο του 1190, ο Τανκρέδος βρέθηκε αντιμέτωπος με μιαν άλλη απειλή, καθώς έφτασαν στα εδάφη του, καθ’ οδόν για τους Άγιους Τόπους, ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας και ο Ριχάρδος Α΄ ο Λεοντόκαρδος της Αγγλίας. Ο μονάρχης της Αγγλίας αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο: όχι μόνο τον συνόδευε η φήμη του φιλόδοξου, αδίστακτου και διεκδικητικού χαρακτήρα, αλλά είχε ήδη διατυπώσει επίσημα παράπονα για τη μεταχείριση της οποίας είχε τύχει η Ιωάννα, αδελφή του Ριχάρδου και χήρα του εκλιπόντος βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β΄. Οι στρατιώτες του Ριχάρδου λεηλάτησαν τα εδάφη της Καλαβρίας κι έπειτα πέρασαν τα στενά της Μεσσήνης και κατέλαβαν την ομώνυμη πόλη. Προκειμένου, μάλιστα, να ελέγξει τον, στην πλειονότητά του ελληνικό, πληθυσμό της πόλης, ο βασιλιάς της Αγγλίας διέταξε να χτιστεί ένα ξύλινο φρούριο, το οποίο επιδεικτικά ονόμασε “Mate Griffon”. Ο Τανκρέδος χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις διπλωματικές ικανότητές του, αλλά και να ενισχύσει οικονομικά τον Ριχάρδο, έτσι ώστε ο ενοχλητικός φιλοξενούμενος να εγκαταλείψει τη Σικελία και να συνεχίσει τον δρόμο του στο πλαίσιο της Γ΄ Σταυροφορίας (10 Απριλίου 1191, δηλαδή δέκα ημέρες μετά από την αναχώρηση του Φιλίππου Αυγούστου. Όσο για τις κατακτητικές βλέψεις του Ριχάρδου, “την πλήρωσε” σε πρώτη φάση η Κύπρος).
Ο Ερρίκος γίνεται αυτοκράτορας: Ωστόσο, ο Τανκρέδος γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αναμετρηθεί με τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου, τον Ερρίκο. Τα γεγονότα επίσπευσαν τη σύγκρουση αυτή. Τον Ιούνιο του 1190 κι ενώ κατευθυνόταν ως σταυροφόρος προς τους Άγιους Τόπους, ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος πνίγηκε καθώς επιχειρούσε να διαβεί τον Καλύκαδνο ποταμό στην Κιλικία (Σέλεφ ή, για τους Τούρκους, Γκεκσού). Ο Ερρίκος πλέον όφειλε να εξασφαλίσει την αναγνώρισή του ως νέος αυτοκράτορας, έπρεπε επομένως να διαπραγματευθεί με τον πάπα. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για διττή ανάγκη, μια και το βασίλειο της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας ήταν κι αυτό τύποις υποτελές στην Αγία Έδρα. Η τύχη, πάντως, ευνόησε τα σχέδια του Ερρίκου. Την άνοιξη του 1191 πέθανε ο πάπας Κλήμης Γ΄: ο διάδοχός του, ο Κελεστίνος Γ΄, ήταν ένας γέροντας ογδόντα πέντε ετών που, όπως αναμενόταν, αποδείχθηκε σε διπλωματικό επίπεδο παιχνιδάκι στα χέρια του νεαρού Γερμανού μονάρχη. Γρήγορα δέχτηκε όλες τις διεκδικήσεις του Ερρίκου ο οποίος, στις 15 Απριλίου 1191, στέφθηκε στη βασιλική του Αγίου Πέτρου αυτοκράτορας της Αγίας Γερμανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όλο και περισσότεροι ευγενείς της νότιας Ιταλίας εγκατέλειπαν το στρατόπεδο του Τανκρέδου για να συνταχθούν με τον Ερρίκο. Βέβαιος για την τελική επικράτησή του, ο Ερρίκος πολιόρκησε τη Νάπολη, ενώ η Κωνσταντία αποσύρθηκε στο Σαλέρνο, παραδοσιακό τόπο διαμονής των Νορμανδών βασιλέων όταν βρίσκονταν στην Καμπανία.
Η μεγάλη προσπάθεια του Τανκρέδου: Κι όμως, ο ηγεμόνας της Σικελίας δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Η πολιορκία της Νάπολης απέτυχε, καθώς σκόνταψε σε επιδημίες, στρατιωτικές απώλειες και λιποταξίες. Οι Σαλερνιτάνοι, διαπιστώνοντας ότι η κατεύθυνση του ανέμου άλλαζε, αιχμαλώτισαν την Κωνσταντία και την έστειλαν πεσκέσι στον Τανκρέδο. Ο πάπας σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να γλιτώσει από την ηγεμονία των Γερμανών. Έτσι, την άνοιξη του 1192, ο Τανκρέδος αναγνωριζόταν απο τον πάπα (και το σύνολο των φεουδαρχών) ως νόμιμος βασιλιάς της Σικελίας. Εκτός από τις απαραίτητες ενέργειες για την αμυντική θωράκιση του βασιλείου του, ο Τανκρέδος αποδύθηκε σε διπλωματικό αγώνα για να βρει ισχυρούς συμμάχους. Οι προσπάθειές του να συμμαχήσει με το Βυζάντιο στέφθηκαν με επιτυχία: την άνοιξη του 1193 παντρεύτηκαν στο Μπρίντιζι ο μεγαλύτερος γιος του Τανκρέδου, ο Ρογήρος, και η Ειρήνη, κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου. Κάπου εκεί, όμως, στέρεψε κι η τύχη του Τανκρέδου. Λίγους μήνες μετά πέθανε ο γιος του. Στις 20 Φεβρουαρίου 1194 πέθαινε στο Παλέρμο κι ο ίδιος ο Τανκρέδος. Άφηνε διάδοχο ένα παιδί, τον γιο του Γουλιέλμο (Γ΄).
Ο Ερρίκος Στ΄, δήμιος της νορμανδικής Σικελίας: Ελλείψει ισχυρού αντιπάλου, τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει την προέλαση του Ερρίκου. Η Νάπολη του άνοιξε τις πύλες της. Το Σαλέρνο τιμωρήθηκε παραδειγματικά για την προδοσία του. Στην ίδια τη Σικελία τα στρατεύματα που διοικούσε ο Μάρκβαρντ του Ανβάιλερ προχωρούσαν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Στις 20 Νοεμβρίου 1194, ο Ερρίκος εισερχόταν πανηγυρικά στο Παλέρμο. Με την οικογένεια του Τανκρέδου (τη βασίλισσα Σίβυλλα, τον μικρό Γουλιέλμο και τις τρεις αδελφές του), ο Ερρίκος ξεμπέρδεψε στα γρήγορα: τους υποσχέθηκε ότι θα του αφήσει ελεύθερους κι ότι θα δώσει στον Γουλιέλμο ως φέουδα το πριγκιπάτο του Τάραντα και την κομητεία του Λέτσε. Ανήμερα των Χριστουγέννων, ο Ερρίκος στεφόταν βασιλιάς της Σικελίας. Από δω και πέρα θα όριζε τα πράγματα κατά τις δικές του επιθυμίες και με τον δικό του τρόπο. Την επομένη, μετά από μια γιγαντιαία επιχείρηση, συνέλαβε όλους σχεδόν τους Νορμανδούς ευγενείς που βρισκόταν στη σικελική πρωτεύουσα: αφού τους βασάνισε, άλλους τους κρέμασε, άλλους τους έκαψε ζωντανούς, ενώ τους πιο τυχερούς τους εξόρισε στα οικογενειακά του φέουδα στην Αλσατία και στη σημερινή Βάδη-Βυρτεμβέργη. Ανάμεσα στους εξόριστους ήταν κι ο μικρός Γουλιέλμος (τον οποίο τύφλωσαν) με τη μητέρα του, τις αδελφές του και την Ειρήνη του Βυζαντίου.
Το άλλο σημαντικό γεγονός εκείνων των ημερών συνέβη αρκετά βορειότερα σε μια κωμόπολη κοντά στην Ανκόνα. Υπακούοντας στις εντολές του συζύγου της, η Κωνσταντία πορευόταν προς τα πάτρια εδάφη της με τον αργό ρυθμό που επέβαλλε η προχωρημένη εγκυμοσύνη και η ηλικία της (η τελευταία των Ωτβίλλ ήταν σαράντα ετών). Αισθανόμενη τους πόνους του τοκετού, σταμάτησε με τη συνοδεία της στο Ιέζι όπου στις 24 Δεκεμβρίου έφερε στον κόσμο ένα αγόρι που βαφτίστηκε Φρειδερίκος-Ρογήρος, παίρνοντας τα ονόματα των δύο ένδοξων παπούδων του. Έπειτα, όταν πέρασε ο χειμώνας, η Κωνσταντία κατευθύνθηκε νότια και συνάντησε τον σύζυγό της στο Μπάρι, όπου στέφθηκαν εκ νέου. Εκεί θα πρέπει να αντίκρισε με αναστάτωση τους αιχμαλώτους που πορεύονταν προς την εξορία τους στη Γερμανία. Έπειτα πήγε στο Παλέρμο, όπου και θα διαπίστωσε τί πληγές είχε ήδη προκαλέσει στη γη των προγόνων της η ηγεμονία του συζύγου της. Ο Ερρίκος, πάλι, έφυγε για τη Γερμανία με σκοπό να πετύχει την αναγνώριση του γιου του ως κληρονομικού διαδόχου του στο αυτοκρατορικό αξίωμα. Η επιτυχία του ήταν σχετική: αρκέσθηκε στην εκλογή του μικρού Φρειδερίκου ως “Βασιλέα των Ρωμαίων” (Φρανκφούρτη, 25 Δεκεμβρίου 1196). Όσο απουσίαζε, οι εναπομείναντες Νορμανδοί ευγενείς εξεγέρθηκαν στην Καμπανία και στην Απουλία. Και αυτή η εξέγερση καταπνίγηκε με τρόπο εξίσου αιματηρό. Καθώς μάλιστα υποπτευόταν ότι η Κωνσταντία μάλλον έβλεπε με συμπάθεια τους συμπατριώτες της, την έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό, υπό την επιτήρηση του Γκωτιέ της Παλιάρα, καγκελάριου του βασιλείου και επισκόπου της Τρόια.
Για τον Ερρίκο το παλιό νορμανδικό βασίλειο της νότιας Ιταλίας ήταν απλώς τμήμα ενός οικουμενικού πολιτικού σχεδίου (δεν είναι τυχαίο ότι από τον Ερρίκο αναγνωρίστηκαν ως βασιλείς ο Αμωρύ των Λουζινιάν, βασιλιάς της Κύπρου, και ο Λέων Β΄ του αρμενικού κράτους της Κιλικίας). Σε καμία περίπτωση δεν είχε ενδοιασμούς να εφαρμόσει τα πιο σκληρά και αυταρχικά μέτρα για να εδραιώσει την εξουσία του, ανατρέποντας ισορροπίες ενός και πλέον αιώνα και διαλύοντας την κοινωνική ειρήνη που είχαν πετύχει οι Νορμανδοί βασιλείς. Σε κάθε περίπτωση, η σταδιοδρομία του τερματίστηκε πρόωρα: τον Αύγουστο του 1197 προσβλήθηκε από ελονοσία. Στις 28 Σεπτεμβρίου πέθανε στον δρόμο προς το Παλέρμο,  σε ηλικία μόλις τριάντα τριών ετών.
Φρειδερίκος Β΄ – Φως του Κόσμου ή Θηρίο της Αποκάλυψης; Στις 17 Μαΐου 1198 στέφθηκε βασιλιάς της Σικελίας ο Φρειδερίκος Β΄ των Χοχενστάουφεν. Αυτός που ο λαός επευφημούσε ως “μεγαλοπρεπή, θριαμβευτή και ανίκητο” ήταν ένα ορφανό από πατέρα τετράχρονο αγόρι του οποίου η μητέρα ήταν ήδη βαριά άρρωστη.
Μια δύσκολη παιδική ηλικία: Μετά τον θάνατο του Ερρίκου, η Κωνσταντία έκανε δύο αποφασιστικές κινήσεις: αφενός πήρε κοντά της τον μικρό Φρειδερίκο (στον οποίο ήθελε να δώσει μια αμιγώς γερμανική εκπαίδευση ο θείος του, ο Φίλιππος της Σουηβίας) έτσι ώστε να ανατραφεί στο Παλέρμο σύμφωνα με τις αρχές της νορμανδικής αυλής της Σικελίας, αφετέρου έδιωξε από την αυλή όλους τους Γερμανούς που αντιμετώπιζαν τη Σικελία σαν κατακτημένη χώρα (όπως ο Μάρκβαρντ του Ανβάιλερ) και τους ντόπιους συνεργάτες τους (όπως ήταν ο Γκωτιέ της Παλιάρα). Μετά τη στέψη του γιου της και έχοντας επίγνωση ότι δεν της έμενε πολύς χρόνος έδωσε και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών της για να εξασφαλίσει το μέλλον του Φρειδερίκου: διαπραγματεύτηκε σκληρά με τον νέο πάπα, τον πολύ γνωστό μας Ιννοκέντιο Γ΄, αναγκάστηκε να θυσιάσει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Σικελίας και όλα τα εκκλησιαστικά προνόμια που είχαν εξασφαλίσει οι Νορμανδοί ηγεμόνες, αλλά πέτυχε να αναγνωρίσει εκ νέου η Αγία Έδρα το βασίλειο της Σικελίας και τα κληρονομικά δικαιώματα του Φρειδερίκου. Στις 27 Νοεμβρίου 1198, η Κωνσταντία πέθανε στα ανάκτορα του Παλέρμου, κι αν πιστέψουμε τον ποιητή πρέπει να ανταμείφθηκε με την αιώνια ευτυχία του Παραδείσου:
Quest’ è la luce e la gran Constanza, che del secondo vento di Soave, generò ‘l terzo e l’ ultima possanza” (Δάντης “Θεία Κωμωδία“, “Παράδεισος“, άσμα ΙΙΙ, στίχοι 118-120).
Ο Φρειδερίκος μεγάλωσε σε ένα ψυχρό και ενίοτε εχθρικό περιβάλλον που το αποτελούσαν αυλικοί που προσπαθούσαν να μείνουν πιστοί στις επιθυμίες της μητέρας του και φιλόδοξοι ευγενείς που ενδιαφέρονταν να εδραιώσουν την εξουσία τους, μεταξύ των οποίων και οι ορκισμένοι εχθροί της Κωνσταντίας. Ορφανός από γονείς δεν είχε ποτέ τη στοργή και την αγάπη που χρειάζεται κάθε παιδί. Θα πρέπει να αναγκάστηκε να “ενηλικιωθεί” ψυχικά πολύ γρήγορα για να προστατεύσει τον εαυτό του και το βασιλικό μέλλον του. Όλα αυτά εξηγούν πιθανώς πολλές πλευρές του ενήλικου χαρακτήρα του, από τη φαινομική έλλειψη συναισθημάτων ως την υπεροψία και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Το βέβαιο είναι ότι έλαβε εξαίρετη εκπαίδευση και ότι έμαθε να μιλά όλες τις γλώσσες του βασιλείου: λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, προβηγκιανά, ελληνικά και αραβικά. Όλοι οι δάσκαλοί του ήταν από την Ιταλία (ο αρχιεπίσκοπος του Τάραντα Πέτρος, ο Γουλιέλμος Φρανκίσιος, ο Ιωάννης Τραγιέττο, ο Γκωτιέ της Παλιάρα). Ως πατρίδα του ένιωθε μόνο τη Σικελία. Μέχρι την ενηλικίωσή του δεν πρέπει να είχε μάθει ούτε λέξη από τη γλώσσα του πατέρα του.
Η κατάκτηση του γερμανικού αυτοκρατορικού θρόνου: Ωστόσο, ως εκλεγείς βασιλεύς των Ρωμαίων, ο Φρειδερίκος προοριζόταν να γίνει Γερμανός αυτοκράτορας. Μόνο που για το αξίωμα αυτό υπήρχαν ήδη δύο ισχυροί διεκδικητές: ο θείος του, ο Φίλιππος της Σουηβίας και ο Όθων Δ΄ του Μπράουνσβάικ, του οίκου των Βελφ, μεγάλου αντιπάλου και ορκισμένου εχθρού των Χοχενστάουφεν. Η δολοφονία του πρώτου (τον Ιούνιο του 1208) κατέστησε τον δεύτερο αδιαφιλονίκητο φαβορί στον αγώνα για τον αυτοκρατορικό τίτλο. Πράγματι, στις 4 Οκτωβρίου 1209, ο πάπας Ιννοκέντιος έστεφε τον Όθωνα αυτοκράτορα. Ο τίτλος άνοιξε την όρεξη του νέου αυτοκράτορα, ο οποίος άρχισε να αποσπά εδάφη στην Καμπανία και στην Απουλία. Αυτή η επεκτατική πολιτική του Όθωνα ανησύχησε τον ποντίφηκα που, εντελώς φυσικά, στράφηκε στον έφηβο Φρειδερίκο: αφού αφόρισε τον αυτοκράτορα (Νοέμβριος του 1210), ο Ιννοκέντιος, ύστερα από πρόταση του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου Αυγούστου, άρχισε να προωθεί την υποψηφιότητα του Φρειδερίκου ως νέου αυτοκράτορα. Τον Σεπτέμβριο του 1211, η δίαιτα της Νυρεμβέργης εξέλεγε τον Φρειδερίκο Β΄ των Χοχενστάουφεν, βασιλιά της Σικελίας, ως “βασιλέα των Ρωμαίων προκειμένου να στεφθεί αυτοκράτωρ στη Ρώμη”. Ο δεκαεξάχρονος Φρειδερίκος είχε ήδη παντρευτεί, δυο χρόνια νωρίτερα, την κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του Κωνσταντία της Αραγονίας, αδελφή του βασιλιά Πέτρου Β΄, κι είχε μόλις αποκτήσει τον πρώτο του γιο. Τον Μάρτιο του 1212 ξεκίνησε από τη Μεσσήνη κι αφού πέρασε από τη Ρώμη, όπου δεσμεύθηκε επίσημα ενώπιον του ποντίφηκα να μη διεκδικήσει τα εδάφη του δευτέρου, μετέβη στη Γερμανία για να συνάψει τις απαραίτητες για τον σκοπό του συμμαχίες.
Απέμενε, βέβαια, ο φιλόδοξος Όθων. Εδώ τη λύση για τον Φρειδερίκο την έδωσε ο γαλλικός παράγοντας. Πράγματι, στη προσπάθεια να σώσει την εξουσία του, ο Όθων σύναψε συμμαχία με τον βασιλιά της Αγγλίας, τον Ιωάννη τον Ακτήμονα. Αν ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας ήταν έτσι κι αλλιώς εχθρός του οίκου των Βελφ, η συμμαχία με τον ενοχλητικό μονάρχη της Αγγλίας τον υποχρέωνε να κινηθεί στρατιωτικά. Στη μάχη της Μπουβίν (27 Ιουλίου 1214) ο Γάλλος μονάρχης συνέτριβε τον Όθωνα και μαζί τις όποιες αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του. Ένα χρόνο μετά, ο Φρειδερίκος στεφόταν συμβολικά στο Άαχεν ως άξιος διάδοχος του Καρλομάγνου. Την ίδια μέρα, λίγο μετά τη στέψη, δήλωνε (μάλλον απερίσκεπτα όπως θα διαπιστώσουμε) την απόφασή του “να πάρει τον σταυρό” και να απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ.
Σε αναμονή της στέψης στη Ρώμη, ο Φρειδερίκος παρέμεινε στη Γερμανία για πέντε ακόμη χρόνια, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του. Θα επιχειρήσει να διασφαλίσει τα φέουδα της οικογένειάς του στην Αλσατία και στη Σουηβία, τα οποία επιβουλεύονταν οι αντίπαλοί του, θα συγκαλέσει αυτοκρατορικές δίαιτες σε διάφορες γερμανικές πόλεις (Ρατισβόννη, Άουγκσμπουργκ, Αγκνώ) και θα αγωνιστεί για να πείσει τους Γερμανούς εκλέκτορες να αναγνωρίσουν τον γιο του Ερρίκο ως διάδοχό του στον αυτοκρατορικό θρόνο (τον Απρίλιο του 1220 οι Γερμανοί ηγεμόνες θα εκλέξουν τον Ερρίκο ως βασιλιά της Γερμανίας).
Στις 22 Νοεμβρίου 1220. ο διάδοχος του Ιννοκέντιου, πάπας Ονώριος Γ ΄, θα στέψει επιτέλους τον Φρειδερίκο ως Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Η στέψη αυτή είχε, πάντως, βαρύ τίμημα για τον Στάουφεν: δεσμεύθηκε στον πάπα να χωρίσει τα εδάφη της αυτοκρατορίας και το βασίλειο της Σικελίας, από το οποίο θα έπρεπε να παραιτηθεί παραδίδοντας το στέμμα στον γιο του. Απλώς θα ασκούσε την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Ερρίκου.
Λίγες μέρες μετά κι ύστερα από οχτώ χρόνια απουσίας, ο Φρειδερίκος επέστρεφε στα εδάφη της πατρίδας του. Είχε πλέον τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στην αναδιοργάνωση του κράτους αυτού του οποίου τυπικά δεν ήταν παρά αντιβασιλέας.
Μια αντιφατική προσωπικότητα; Ο χαρακτήρας και η δράση του Φρειδερίκου παρουσιάζουν καταρχήν τόσες αντιφάσεις που δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι για την προσωπικότητα και τη διακυβέρνησή του εκφράσθηκαν κατά καιρούς απόψεις διαμετρικά αντίθετες. Υπέρλαμπρο φως που θαμπώνει την οικουμένη ή Αντίχριστος και Θηρίο της Αποκάλυψης; Ευσεβής χριστιανός ή άθεος; Φωτισμένος ή δεσποτικός μονάρχης: Διανοούμενος ή δεισιδαίμων; Ανθρωπιστής ή ωμός και κυνικός; Εραστής όλων των πολιτισμών και φίλος όλων των θρησκειών ή ανηλεής διώκτης των μειονοτήτων; Άνθρωπος που προηγείται της εποχής του ή γνήσια έκφραση των πιο ιδιαίτερων παραδόσεων του Μεσαίωνα; Μήπως όλα αυτά μαζί;
Η οργάνωση του κράτους: Το οργανωτικό του έργο είναι πράγματι αξιοθαύμαστο και δικαιολογεί σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτηρισμό που του αποδίδει ο Pierre Aubé (“Les empires normands d’ Orient”, εκδ. Perrin 1991, επανέκδοση στη συλλογή Tempus, Παρίσι 2006, σ. 272), λέγοντας ότι ο Φρειδερίκος αποτελεί την: “Ένδοξη ολοκλήρωση, την πεμπτουσία της νορμανδικότητας”. Το 1231 εκδίδει τα “Διατάγματα του Μέλφι”, τον πληρέστερο για την εποχή του κώδικα δημόσιου και ποινικού δικαίου. Ήδη το 1224 ή το 1226 ιδρύει το Πανεπιστήμιο της Νάπολης (το οποίο και σήμερα φέρει το όνομά του), από τη νομική σχολή του οποίου αποφοιτούν όλα τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης του βασιλείου.
Το κύριο μέλημα του Φρειδερίκου είναι η εδραίωση της βασιλικής εξουσίας. Για τον σκοπό αυτό θα ελέγξει αυστηρά και θα περιορίσει τη δύναμη των ευγενών, αποδυναμώνοντας μεθοδικά τις φεουδαρχικές δομές και ενισχύοντας αντίστοιχα την κεντρική εξουσία. Με τις Ασσίζες της Καπύης επιτυγχάνει την επιστροφή στο στέμμα των εκτάσεων που είχαν σφετεριστεί οι ευγενείς κατά την προηγούμενη περίοδο πολιτικής αστάθειας, καταγράφει τα προνόμιά τους και καταργεί πολλά από αυτά, τους αναγκάζει να του παραδώσουν τα κάστρα και τα φρούριά τους. Παράλληλα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμπορική και οικονομική ανάπτυξη του κράτους, μεριμνώντας έτσι ώστε το εμπόριο να βρίσκεται υπό τον αυστηρό έλεγχό του. Οι φορολογικές και τελωνειακές διατάξεις του είναι πληρέστατες: οι αλλοδαποί έμποροι που θέλουν να ασκήσουν δραστηριότητες στα εδάφη του Φρειδερίκου είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν το λιμάνι του Παλέρμου και μόνο, όπου φυσικά καταβάλλουν άμεσα τους προβλεπόμενους δασμούς.
Ο Φρειδερίκος και οι θρησκευτικές μειονότητες: Σε προσωπικό επίπεδο, ο Φρειδερίκος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα ως διανοούμενος για την ισλαμική κουλτούρα και θεολογία. Διατηρούσε αλληλογραφία με τους σύγχρονούς του μουσουλμάνους ηγεμόνες και δεν δίσταζε να υποβάλει φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα σε Άραβες σοφούς. Μπροστά, όμως στο συμφέρον του κράτους, όπως ο ίδιος το αντιλαμβανόταν, όλα αυτά υποχωρούσαν. Το 1224, θεωρώντας τους μουσουλμάνους της Σικελίας δυνητική απειλή για την ασφάλεια του κράτους, τους εκτόπισε μαζικά στη Λούτσερα της Απουλίας, είκοσι χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Φότζα. Εκεί είχαν τη δυνατότητα να ζουν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, σε ένα πραγματικό μουσουλμανικό γκέτο, από το οποίο ο αυτοκράτορας μπορεί να στρατολογεί τις αναγκαίες για τους πολέμους του δυνάμεις. Στις πόλεις και τα χωριά που εγκατέλειψαν παρά τη θέλησή τους οι μουσουλμάνοι, ο Φρειδερίκος εγκατέστησε “Λομβαρδούς” εποίκους από τα αυτοκρατορικά εδάφη της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας (μια τέτοια περίπτωση είναι και το γνωστό μας Κορλεόνε). Ανάλογη θα είναι και η τύχη των Εβραίων, οι οποίοι μέχρι τότε ουδέποτε είχαν υποστεί περιορισμούς ή διωγμούς από τους Νορμανδούς μονάρχες. Το 1221 θα αποφασιστεί ότι πλέον θα είναι υποχρεωμένοι να φέρουν γαλάζιους μανδύες με διακριτικό σήμα ένα κίτρινο κύκλο!
Ο Φρειδερίκος και η Ιερά Εξέταση: Επιπλέον, μολονότι η προσωπική του συμπεριφορά καταδείκνυε συχνά περιφρόνηση ή και ασέβεια για τις εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας (σε σημείο που κάποιοι τον χαρακτήρισαν άθεο), δεν είχε κανένα δισταγμό να φέρει στα εδάφη του βασιλείου του τη νεοσύστατη Ιερά Εξέταση και να συνεργαστεί αρμονικότατα μαζί της. Ακόμη χειρότερα, ο Φρειδερίκος χρησιμοποίησε την Ιερά Εξέταση ως ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο πίεσης και εξόντωσης των αντιπάλων του.
Ο Φρειδερίκος ως διανοούμενος: Αναμφίβολα ο Φρειδερίκος υπήρξε διανοούμενος και αληθινός εστέτ. Η αυλή του Παλέρμου ήταν πάντα γεμάτη ποιητές (ο ίδιος έγραψε αξιοπρεπείς στίχους σε προβηγκιανό στυλ), σε σημείο που αρκετοί να υποστηρίζουν ότι η ιταλική γλώσσα γεννήθηκε στη Σικελία (πριν “ολοκληρωθεί” στη μεσαιωνική Τοσκάνη). Υπήρξε προστάτης των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, πολλοί από τους οποίους έζησαν στην αυλή του: χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο  Μιχαήλ ο Σκώτος, φιλόσοφος, μεταφραστής, γιατρός, αλχημιστής και.. αστρολόγος. Ο Φρειδερίκος υπήρξε φίλος και προστάτης του μεγάλου Ιταλού μαθηματικού Λεονάρδου Φιμπονάτσι από την Πίζα, ο οποίος αφιέρωσε κάμποσα βιβλία του στον αυτοκράτορα. Το μεγάλο προσωπικό πάθος του μονάρχη ήταν ηιερακοτροφία: το σχετικό σύγγραμμά του (“De arte venandi cum avibus“) υπήρξε το πληρέστερο βιβλίο σχετικά με την εκπαίδευση των αρπακτικών πτηνών. Είχε ειλικρινές και έντονο ενδιαφέρον για τις επιστήμες. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να είναι κυριολεκτικά εξαρτημένος από τις αστρολογικές προβλέψεις, ούτε να προβαίνει σε πειράματα που σήμερα θα εντυπωσίαζαν λόγω του παραλογισμού τους και θα σόκαραν λόγω της βιαιότητας και του απάνθρωπου χαρακτήρα τους. Λένε πως κάποτε έκλεισε σε ένα βαρέλι κάποιον υπηρέτη του και τον άφησε να πεθάνει, προκειμένου να διαπιστωθεί “επιστημονικά” αν με τον θάνατο μπορούσε να αποδράσει η ψυχή! Σύμφωνα πάλι με τον Φραγκισκανό χρονικογράφο Σαλιμπένε της Πάρμας, ανέθεσε την ανατροφή ορφανών σε κωφάλαλες για να διαπιστώσει ποιά γλώσσα θα μιλούσαν τα παιδιά: τη γλώσσα των γονιών τους ή κάποια από τις “πρωταρχικές γλώσσες της ανθρωπότητας”, δηλαδή τα ελληνικά ή τα εβραϊκά!
Οι όποιες αντιφατικές πτυχές της προσωπικότητάς του μπορούν να εξηγηθούν από τα ψυχικά τραύματα των δύσκολων παιδικών του χρόνων και την έμφυτη ανασφάλεια που θα πρέπει να έκρυβε μέσα του. Ανασφάλεια που σίγουρα θα επέτεινε η μάλλον μειονεκτική εξωτερική εμφάνιση του Φρειδερίκου: κοντός, φαλακρός και σχεδόν καμπούρης, αποτελούσε το αντίθετο του ιδανικού ιππότη της εποχής. Όπως πολύ γλαφυρά περιέγραψε κάποιος μουσουλμάνος (μάλλον ο Μπαντρ-αλ-ντιν): “κοκκινοτρίχης, ασχημομούρης και καχεκτικός, αν ήταν σκλάβος δεν θα πουλιόταν ούτε για διακόσια ντιρχάμ”. Η εμφάνιση αυτή κάλυπτε μια εξαιρετικά φιλήδονη φύση, μια και ο Φρειδερίκος δεν αρκέσθηκε στις τέσσερις νόμιμες συζύγους του (τις οποίες μεταχειρίστηκε ουσιαστικά περισσότερο σαν διπλωματικά ατού, παρά σαν συντρόφους ζωής, με την εξαίρεση ίσως της πρώτης, της Κωνσταντίας της Αραγονίας), αλλά διατηρούσε κι ένα πολυπληθές χαρέμι που σκανδάλιζε τους πιστούς χριστιανούς της εποχής του.
 Συμπέρασμα; Τελικά, η δράση του Φρειδερίκου μπορεί να εξηγηθεί από τον θεμελιώδη στόχο του, που δεν είναι άλλος από την απόλυτη θωράκιση της μοναρχικής εξουσίας. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά για τον σκοπό αυτό: τόσο η επιμελής οργάνωση του κράτους όσο και η ωμή βία ή, εναλλακτικά, η “επικοινωνιακή” πολιτική. Με τα Διατάγματα του Μέλφι, ο Φρειδερίκος παρουσιάζεται ως ενσάρκωση του νόμου και του δικαίου [Sylvain Gouguenheim "Regards sur le Moyen Âge", Tallandier, Παρίσι 2009, κεφ. 14 "L' empereur aux yeux de serpent: Frédéric II Staufen (1194-1250)", σ. 143-151, ειδ. σ. 146 και 149-150, και ιδίως Ernst Kantorowicz "Kaiser Friedrich der Zweite", εκδ. Cotta, Στουτγάρδη 1927, και γαλλική μετάφραση "L' empereur Frédéric II", εκδ. Gallimard, Παρίσι 1987]. Περιβάλλεται από ικανούς νομικούς σαν τον  Πέτρο ντελλα Βίνια, που θα παράσχουν την απαραίτητη νομική θεμελίωση κάθε αξίωσης ή ισχυρισμού του ηγεμόνα. Όσο για τις πνευματικές ανησυχίες του Φρειδερίκου αυτές είναι προσωπική υπόθεση, δεν μεταφράζονται σε κάποιας μορφής ουμανισμό και σε κάθε περίπτωση είναι απολύτως διακριτές από το πρακτέο σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Φρειδερίκος, συνεπώς, είναι και εξαιρετικά ικανός και υπέρμετρα φιλόδοξος. Οραματίζεται μια οικουμενική μοναρχία που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Αυτή ακριβώς η φιλοδοξία θα προκαλέσει τη μοιραία σύγκρουση με την Αγία Έδρα και θα φέρει τελικά τον αφανισμό της ίδιας της δυναστείας των Στάουφεν.

ΟΙ ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ – μέρος V: οι δύο Γουλιέλμοι

Δεκεμβρίου 4, 2009
Ύστερα από μια μεγάλη παρένθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας ταξιδέψαμε πρώτα στο Κολμάρ της Αλσατίας κι έπειτα στα ελληνιστικά χρόνια, πρώτα με την εποποιία του Αντίοχου Γ΄ και στη συνέχεια με το θέμα των σχέσεων Ελλήνων και Ιουδαίων, επιστροφή στην ιστορία των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας, την οποία αφήσαμε στο τέλος της ένδοξης βασιλείας του Ρογήρου Β΄.
Γουλιέλμος Α΄: Στις 4 Απριλίου 1154, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Ρογήρου Β΄ και τρία χρόνια αφότου είχε ανακηρυχθεί συμβασιλέας, στέφθηκε βασιλιάς της Σικελίας ο Γουλιέλμος, ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος του Ρογήρου και της Ελβίρας της Καστίλλης. 34 ετών, ο νέος βασιλιάς ήταν, όπως μας λένε τα χρονικά της εποχής, όμορφος, ψηλός, όπως οι Νορμανδοί πρόγονοί του, και με καστανά μαλλιά, κληρονομιά της Ισπανίδας μητέρας του. Γενναίος, δυνατός, αλλά και βίαιος. Ευφυής, αλλά και οκνηρός και φιλήδονος, προτιμούσε να παραδίδεται στις απολαύσεις του χαρεμιού του, απογοητεύοντας τη νόμιμη σύζυγό του, τη Μαργαρίτα της Ναβάρρας, και αφήνοντας τις κρατικές υποθέσεις στους έμπιστους συμβούλους τους. Μεταξύ αυτών ο ισχυρότερος ήταν ο Μαίων του Μπάρι, γόνος πλούσιας ελληνικής οικογένειας εμπόρων λαδιού και κύριων προμηθευτών του Δημοσίου. Εξαιρετικά μορφωμένος και ικανός στα διοικητικά, ο Μαίων είχε, ήδη από το 1151, ονομαστεί καγκελάριος από τον Ρογήρο Β΄. Τον Ιούνιο του 1154 ο Γουλιέλμος θα του δώσει τον επίζηλο τίτλο του εμίρη των εμίρηδων.
Η πρώτη εξέγερση των βαρόνων: Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Γουλιέλμος θα συνάψει γρήγορα συνθήκη με τον Ενετό δόγη Δομήνικο Μοροζίνι, παραχωρώντας εμπορικά προνόμια στους Ενετούς. Δεν θα έχει την ίδια επιτυχία στις διαπραγματεύσεις του με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνό. Ο Μανουήλ θα θεωρήσει πιο συμφέρουσα τη συμμαχία με τον νέο Γερμανό αυτοκράτορα, που δεν είναι άλλος από τον Φρειδερίκο Α΄ των Χοχενστάουφεν, τον επονομαζόμενο Βαρβαρόσα. Όταν στα τέλη του 1154 ο Φρειδερίκος περνά σε ιταλικό έδαφος (τον Ιούνιο του επόμενου έτους θα στεφθεί επίσημα στη Ρώμη αυτοκράτωρ), ο Γουλιέλμος εκστρατεύει προληπτικά και λεηλατεί τα παπικά εδάφη. Η άμεση αντίδραση του Άγγλου πάπα Αδριανού Δ΄ είναι ο αφορισμός του Νορμανδού ηγεμόνα. Η διαμάχη αυτή παρέχει στους βαρόνους της Κάτω Ιταλίας την καλύτερη ευκαιρία για να εξεγερθούν κατά του βασιλιά τους. Αρχηγός των στασιαστών είναι ο Ροβέρτος του Λοριτέλλο, εξάδελφος του Γουλιέλμου (είναι γιος του Ροβέρτου του Κονβερσάνο και μιας από τις αδελφές του Ρογήρου Β΄), ο οποίος υποστήριζε ότι με διαθήκη του ο εκλιπών μονάρχης τον είχε ονομάσει διάδοχό του. Καθώς ο Φρειδερίκος επιλέγει να επιστρέψει στη Γερμανία μετά τη στέψη του, οι βαρόνοι στρέφονται για βοήθεια στον πάπα Αδριανό και στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, οι οποίοι και θα τους υποστηρίξουν. Ο Μανουήλ μάλιστα θα στείλει και στρατεύματα στην Απουλία. Στα τέλη του 1155, όλη η Κάτω Ιταλία (εκτός από κάποιες πόλεις, όπως η Νάπολη, το Σαλέρνο, το Αμάλφι, η Τρόια και το Μέλφι) έχει εξεγερθεί. Ο Γουλιέλμος, όμως, θα αντιδράσει αποφασιστικά. Τον Μάϊο του 1156 θα συντρίψει τις βυζαντινές δυνάμεις κι έπειτα θα τιμωρήσει με σκληρά αντίποινα τις πόλεις και τους βαρόνους που στασίασαν: θα ισοπεδώσει το Μπάρι και το Μπρίντιζι και θα διατάξει να τυφλώσουν τον Ροβέρτο. Αδύναμος πια, ο πάπας Αδριανός θα συνάψει κονκορδάτο με τον Γουλιέλμο (τον Ιούνιο του 1156 στο Μπενεβέντο), αναγνωρίζοντας την εξουσία του.    
Η ελληνική εκστρατεία: Νιώθοντας πια αρκετά ισχυρός, ο Γουλιέλμος θα επιχειρήσει μια επιθετική κίνηση. Βέβαιος ότι ο Φρειδερίκος δεν πρόκειται να αντιδράσει και έχοντας εξασφαλίσει την ουδετερότητα Ενετών και Γενουατών, θα στείλει, το 1157, 140 γαλέρες κατά του Βυζαντίου, αναθέτοντας την αρχηγία στον Στέφανο του Μπάρι, κατεπάνω της Απουλίας και αδελφό του εμίρη των εμίρηδων. Ο νορμανδικός στόλος θα λεηλατήσει τη Χαλκίδα και τις ακτές της Στερεάς και της  Πελοποννήσου και θα επιστρέψει στη Σικελία. Ο Μανουήλ θα λάβει υπόψη την προειδοποίηση και θα κρίνει πιο συμφέρον να συνάψει συνθήκη ειρήνης. Πρώτα, όμως, θα ταλαιπωρήσει τους Νορμανδούς: σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να φανεί ότι σύρεται από αδυναμία σε συνθηκολόγηση. Ενθαρρύνει μια ακόμη εξέγερση των βαρόνων της Απουλίας και λεηλατεί τις ακτές της, την ίδια ώρα που οι συνομιλίες έχουν ήδη αρχίσει. Τελικά, την άνοιξη του 1158, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις στο Παλέρμο και την Ανκόνα, συνάπτεται στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη τριακονταετούς ειρήνης.  
Η απώλεια των κτήσεων στην Αφρική: Γρήγορα, ωστόσο, οι αρχικές επιτυχίες θα δώσουν τη θέση τους σε σοβαρούς κινδύνους: η πρώτη εξωτερική απειλή θα έχει ως συνέπεια σημαντικές απώλειες για το νορμανδικό βασίλειο. Στη Βόρειο Αφρική, οι ΒερβέροιΑλμοάδες εξαπλώνονται, κατακτώντας την αραβική Ανδαλουσία και το μεγαλύτερο μέρος του Μαγκρέμπ. Όταν το 1159 ο αυτοανακηρυχθείς χαλίφης Αμπντ-αλ-Μουμίν εμφανίζεται στον κόλπο της Τύνιδας έχει σημάνει η ώρα του τέλους των νορμανδικών κτήσεων στην Ιφρικίγια. Μόνο η Μαχντία αντιστέκεται και πολιορκείται. Ο νορμανδικός στόλος θα επιχειρήσει να σπάσει τον αποκλεισμό και να βοηθήσει τους πολιορκημένους, αλλά θα αποτύχει. Η νορμανδική φρουρά θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει και να αποχωρήσει από την πόλη τον Ιανουάριο του 1160.   
Το πραξικόπημα του Παλέρμου: Ακόμη φοβερότερος θα αποδειχθεί ο εσωτερικός κίνδυνος. Ο παντοδύναμος Μαίων έχει προκαλέσει την έχθρα όλων των ισχυρών του βασιλείου. Μια μεγάλη συνωμοσία αρχίζει να οργανώνεται, έχοντας ως αρχικό στόχο των εμίρη των εμίρηδων. Στις 10 Νοεμβρίου 1160, ο Μαίων έχει μόλις επισκεφθεί τον Ούγο, αρχιεπίσκοπο του Παλέρμου (ο οποίος είναι συνεννοημένος με τους συνωμότες): μόλις βγαίνει, οι συνωμότες τον δολοφονούν έξω από τον καθεδρικό της πόλης. Μετά τη δολοφονία του πιο έμπιστου συμβούλου του, ο Γουλιέλμος οφείλει να αντιδράσει. Η μόνη του κίνηση θα είναι να αντικαταστήσει τον δολοφονημένο με τον Ερρίκο Αρίστιππο, αρχιδιάκονο της Κατάνης, σπουδαίο λόγιο (είχε μεταφράσει από τα ελληνικά στα λατινικά τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, διαλόγους του Πλάτωνα και τα έργα του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού), αλλά πολιτικό δίχως πυγμή. Στο μεταξύ, οι τάξεις των συνωμοτών ενισχύονται: προσχωρούν ο Σίμων, νόθος γιος του Ρογήρου Β΄, από τον οποίο ο Γουλιέλμος είχε αφαιρέσει το φέουδο του Τάραντα, και ο Τανκρέδος του Λέτσε, νόθος γιος του Ρογήρου της Απουλίας (άρα εγγονός του Ρογήρου) και της κόρης του κόμη του Λέτσε. Στις 9 Μαρτίου 1161 εκδηλώνεται ένα αληθινό πραξικόπημα: οι στασιαστές καταλαμβάνουν τα ανάκτορα, φυλακίζουν τη βασιλική οικογένεια, λεηλατούν το παλάτι  και δολοφονούν τους έμπιστους αυλικούς του Γουλιέλμου.
Ο λαός, όμως, αντιδρά και πλήθος συγκεντρώνεται έξω από τα ανάκτορα για να υποστηρίξει τον βασιλιά. Προσπαθώντας να κατευνάσουν τον πληθυσμό του Παλέρμου, οι συνωμότες περιφέρουν στους δρόμους της πόλης τον μικρό Ρογήρο, πρωτότοκο γιο του Γουλιέλμου, υποσχόμενοι να τον στέψουν σύντομα βασιλιά. Ο λαός δεν πείθεται: ένοπλοι πολιορκούν το παλάτι για να απελευθερώσουν τον μονάρχη. Μέσα στον πανικό, ένα βέλος βρίσκει καταλάθος τον Ρογήρο και τον σκοτώνει. Οι στασιαστές αναγκάζονται να ελευθερώσουν τον Γουλιέλμο και να διαπραγματευθούν μαζί του. Ψυχικά συντετριμμένος, άβουλος, ο Γουλιέλμος συγχωρεί. Η αδράνεια του βασιλιά δυναμώνει την εξέγερση. Ξαφνικά, ο Γουλιέλμος ξαναβρίσκει τον εαυτό του και αντιδρά: εκτελεί πολλούς από τους συνωμότες και, με λουτρό αίματος, καταστέλει την εξέγερση στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Η εξουσία του έχει αποκατασταθεί, αλλά οι πληγές είναι πάρα πολλές για να ξεχαστούν. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Γουλιέλμου θα κυλήσουν δίχως ταραχές. Στις 7 Μαΐου 1166, ο Γουλιέλμος θα πεθάνει από χρόνια δυσεντερία και θα ταφεί στο βασιλικό παρεκκλήσιο των ανακτόρων του Παλέρμου. Στην ιστορία θα μείνει ως ο “Γουλιέλμος ο κακός”. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς κακότυχος.
Γουλιέλμος Β΄: Διάδοχος του νεκρού βασιλιά ήταν ο δεκατριάχρονος γιος του, ο Γουλιέλμος. Καθώς ήταν ανήλικος, η μητέρα του, η βασίλισσα Μαργαρίτα, ανέλαβε την αντιβασιλεία. Το κύριο μέλημά της ήταν να διασφαλίσει την ειρήνη στο εσωτερικό του βασιλείου. Αμνήστευσε τους πολιτικούς κρατουμένους και επιχείρησε να σχηματίσει τη δική της ομάδα έμπιστων συμβούλων, μια και ήταν καχύποπτη απέναντι σε αυτούς του συζύγου της, ακόμη και σε όσους είχαν αποδείξει την αφοσίωσή τους στη δυναστεία των Ωτβίλλ (όπως ο νοτάριος Ματθαίος του Αγιέλλο). Ο πρώτος ευνοούμενος της Μαργαρίτας θα είναι ο Πέτρος, ευνούχος μουσουλμανικής καταγωγής, ο οποίος είχε υπηρετήσει τον Γουλιέλμο Α΄ ως αρχιθαλαμηπόλος. Δεν θα μείνει για πολύ στη θέση του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος: έχοντας να αντιμετωπίσει την έχθρα του Ματθαίου και του Γκωτιέ Οφαμίλ (παιδαγωγού του ανήλικου βασιλιά) θα φύγει κρυφά από το Παλέρμο και θα αναζητήσει καταφύγιο στους Αλμοάδες της Βόρειας Αφρικής. Η Μαργαρίτα θα στραφεί τότε στην οικογένειά της: θα ζητήσει από τον θείο της, τον αρχιεπίσκοπο της Ρουέν, να της στείλει κάποιον έμπιστο για να του αναθέσει τις τύχες του βασιλείου. Αυτός θα της στείλει έναν νεαρό και άπειρο ευγενή, τον Στέφανο του Περς, ο οποίος θα ονομαστεί αμέσως αρχιεπίσκοπος του Παλέρμου και καγκελάριος. Η έχθρα των άλλων αυλικών προς τον “αλεξιπτωτιστή”, η απειρία του Στέφανου και η επιθυμία του να ελέγξει τα πάντα θα καταδικάσουν γρήγορα το εγχείρημα σε αποτυχία. Ο Στέφανος θα προβεί σε μεταρρύθμιση του καθεστώτος της ανακτορικής καγκελαρίας, καταργώντας όλα τα προνόμια των δημοσίων υπαλλήλων. Άλλες ενέργειές του θα εξοργίσουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Στο τέλος, το καλοκαίρι του 1168, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει για πάντα τη Σικελία: θα επιβιβαστεί σε ένα πλοίο και θα αναχωρήσει για τους Άγιους Τόπους. Όλοι οι εχθροί του θα ανταμειφθούν: ο Γκωτιέ Οφαμίλ θα γίνει ο νέος αρχιεπίσκοπος, ο Ματθαίος καγκελάριος, οι υπόλοιποι θα μπουν στο βασιλικό συμβούλιο.
Το 1171, ο Γουλιέλμος Β΄ ενηλικιώνεται και αναλαμβάνει την εξουσία (με κύριους συμβούλους τον Γκωτιέ Οφαμίλ και τον Ματθαίο του Αγιέλλο). Δεν θα αργήσει και η πρώτη πρόταση γάμου, η οποία θα είναι και ιδιαίτερα σημαντική, μια και ο αυτοκράτορας Μανουήλ θα προτείνει τον γάμο του νεαρού Νορμανδού με την κόρη του Μαρία. Ο Γουλιέλμος θα περιμένει στον Τάραντα την μνηστή του, μόνο που το πλοίο που θα μετέφερε την πορφυρογένητη πριγκίπισσα δεν θα φανεί ποτέ, μια και ποτέ δεν ξεκίνησε από την Βασιλεύουσα. Η ταπείνωση αυτή δεν θα ξεχαστεί ποτέ και θα καθορίσει τη μετέπειτα αντιβυζαντινή στάση του.
Στη συνέχεια, όμως, ο νεαρός Γουλιέλμος θα έχει αρκετές διπλωματικές επιτυχίες, η πρώτη από τις οποίες θα είναι η ειρήνη με τον Γερμανό αυτοκράτορα. Τον Σεπτέμβριο του 1174 ο Φρειδερίκος πέρασε ξανά τις Άλπεις και πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αλεξάνδρεια του Πεδεμοντίου, τη νεοϊδρυθείσα πόλη-σύμβολο της συμμαχίας ανάμεσα στην ένωση των ιταλικών πόλεων και τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπισε τις ιταλικές και παπικές δυνάμεις στο Λενιάνο της Λομβαρδίας, στις 29 Μαΐου 1176, όπου και συνετρίβη. Τα νέα δεδομένα καθιστούσαν εφικτή τη σύναψη συνθήκης μεταξύ του πάπα και του αυτοκράτορα, κάτι που συνέβη στη μεγάλη διπλωματική διάσκεψη της Βενετίας, τον Ιούλιο του 1176. Στο πλαίσιο της διάσκεψης αυτής, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης και μεταξύ της Αγίας Γερμανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του νορμανδικού βασιλείου της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας.
Ο Γουλιέλμος, που στις 13 Φεβρουαρίου 1177 νυμφεύθηκε στο Παλέρμο την Ιωάννα της Αγγλίας, κόρη του Ερρίκου Β΄, θα επιτύχει να συνάψει ειρήνη και με τον Αλμοάδα χαλίφη Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ. Ο χαλίφης θα δώσει ως δώρο στον Νορμανδό και δύο λιμάνια στις ακτές της Τυνησίας. Πλέον επικρατεί ειρήνη ανάμεσα στο βασίλειο της Σικελίας και όλους τους παλιούς εχθρούς του, ακόμη και με το Βυζάντιο, εκεί όπου δραματικά γεγονότα συνέβαιναν την ίδια περίοδο.
Η εκστρατεία κατά του Βυζαντίου: Τον Αύγουστο του 1180, πέθανε ο Μανουήλ Κομνηνός, αφήνοντας διάδοχο τον δωδεκάχρονο Αλέξιο. Η άκηση της αντιβασιλείας από τη χήρα του Μανουήλ, τη Μαρία της Αντιοχείας, αποδείχθηκε μάλλον ατυχής. Οι αδεξιότητες της δυτικής αυτοκράτειρας προκάλεσαν την αντίδραση του πληθυσμού, ο οποίος άρχισε τις βιαιοπραγίες κατά των Λατίνων που ζούσαν στη Βασιλεύουσα. Την κατάσταση εκμεταλλεύθηκε ο ο εξάδελφος του Μανουήλ, ο Ανδρόνικος Κομνηνός, ο οποίος σφετερίστηκε την εξουσία. Αφού ανακηρύχθηκε συμβασιλέας, εξολόθρευσε όλους τους πιθανούς αντιπάλους του. Πρώτα δηλητηρίασε την κόρη του Μανουήλ, τη Μαρία, και τον σύζυγό της, τον Ρενιέ τον Μομφερρατικό κι έπειτα έβαλε να πνίξουν με τη χορδή ενός τόξου τον μικρό Αλέξιο.
Την ίδια εποχή, εμφανίστηκε στο Παλέρμο ένας αμφίβολης προέλευσης και ηθικής καλόγερος, ο Σικουντηνός, συνοδευόμενος από έναν έφηβο για τον οποίο ισχυριζόταν ότι ήταν ο νεαρός Αλέξιος. Λίγοι φυσικά ξεγελάστηκαν από μια τόσο χονδροειδή απάτη. Για τον σικελικό θρόνο, όμως, η ιστορία αυτή προσέφερε την τέλεια αφορμή για μια επίθεση κατά του Βυζαντίου. Παρά τις συμβουλές των εμπίστων του, ιδίως του Γκωτιέ Οφαμίλ, ο Γουλιέλμος συγκέντρωσε μια πελώρια αρμάδα και ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα (αποτελούμενο από 20.000 στρατιώτες), το οποίο, υπό τις διαταγές του Τανκρέδου του Λέτσε και συνοδευόμενο από έναν άλλο Αλέξιο Κομνηνό, τον ανηψιό του Μανουήλ, ξεκίνησε στις 11 Ιουνίου 1185. Στις 24 Ιουνίου καταλήφθηκε το Δυρράχιο. Ο στρατός αποβιβάστηκε, κινήθηκε προς τη Μακεδονία και στις 6 Αυγούστου έφτασε έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ο στόλος, με τον Τανκρέδο, κατέλαβε τα Επτάνησα, περίπλευσε την Πελοπόννησο και στις 15 Αυγούστου μπήκε στον Θερμαϊκό. Η δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας ήταν πια αποκλεισμένη από ξηράς και θαλάσσης. Ο, όχι ιδιαίτερα ικανός, διοικητής της, ο Δαυίδ Κομνηνός, είχε στη διάθεσή του ένα ανομοιογενές στράτευμα από Σέρβους, Αλανούς και Γερμανούς μισθοφόρους. Γρήγορα, η άμυνα της πόλης κάμφθηκε και στις 24 Αυγούστου οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη εν μέσω σφαγών και λεηλασιών (αναλυτική περιγραφή τους μπορεί να βρει κανείς στο χρονικό του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευστάθιου). Αφού παρέμεινε για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ο νορμανδικός στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το πρώτο κατευθύνθηκε προς τις Σέρρες για να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα που είχε στείλει ο Ανδρόνικος. Το δεύτερο βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη. Στη Βασιλεύουσα, όμως, η κατάσταση είχε αλλάξει. Τον Σεπτέμβριο, ο Ισαάκιος Άγγελος είχε ανατρέψει τον Ανδρόνικο. Αφού εκτέλεσε τον προκάτοχό του (τον οποίο πρώτα ο όχλος της Πόλης είχε υποβάλει σε φριχτά βασανιστήρια τα οποία μας διηγείται ο Νικήτας Χωνιάτης), ο Ισαάκιος έστειλε κατά των Νορμανδών έναν ικανό και φιλόδοξο στρατηγό, τον Αλέξιο Βρανά. Ο Βρανάς συνέτριψε πρώτα στη Μοσυνούπολη το στράτευμα που βάδιζε κατά της Βασιλεύουσας κι έπειτα κοντά στον Στρυμώνα το κύριο σώμα των Νορμανδών. Πολλοί αιχμαλωτίστηκαν. Όσοι ξέφυγαν γύρισαν κακήν κακώς στη Θεσσαλονίκη και μπάρκαραν για τη Σικελία. Η εκστρατεία του Γουλιέλμου κατά του Βυζαντίου δεν επρόκειτο να φέρει μεγαλύτερα κέρδη και κτήσεις απ’ ό,τι αυτές των προκατόχων του.
Οι γάμοι του Μιλάνου: Στο μεταξύ, στο πλαίσιο της προσέγγισης του Βασιλείου της Σικελίας με τη Γερμανική Αυτοκρατορία, ο Γουλιέλμος και ο Γκωτιέ Οφαμίλ θα κρίνουν σωστό (παρά την αντίθετη γνώμη του Ματθαίου του Αγιέλλο) να σφραγίσουν τη συμμαχία με ένα δυναστικό γάμο. Έτσι θα συμφωνήσουν με τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα τον γάμου του Ερρίκου, γιου του Φρειδερίκου, Βασιλέα των Ρωμαίων και διαδόχου της αυτοκρατορίας, με την Κωνσταντία, την κόρη του Ρογήρου Β΄. Η τριαντάχρονη Νορμανδή πριγκίπισσα θα αφήσει την ορθόδοξη μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Παλέρμο και θα παντρευτεί τον Ερρίκο στο Μιλάνο, στις 27 Ιανουαρίου 1186.
Ο βασιλιάς Γουλιέλμος δεν είχε αποκτήσει παιδιά από τον γάμο του με την Ιωάννα της Αγγλίας. Πλέον, άρχισε να αποδέχεται την ιδέα ότι δεν θα αποκτούσε ποτέ. Ζήτησε, λοιπόν, από τους Νορμανδούς βαρόνους να ορκιστούν ότι θα τηρήσουν το έθιμο και σε περίπτωση που πεθάνει άκληρος θα δεχθούν ως βασίλισσα την τελευταία νόμιμη απόγονο των Ωτβίλλ, τη θεία του Κωνσταντία. Στις 18 Ιανουαρίου 1189, ο καλός βασιλιάς Γουλιέλμος πέθαινε άκληρος στο Παλέρμο, πριν συμπληρώσει το τριακοστό έβδομο έτος της ζωής του.
Ο καλός βασιλιάς: Η ιστορία τον κατέγραψε με το προσωνύμιο “ο καλός”. Ίσως κανένας άλλος μονάρχης της Σικελίας να μην αγαπήθηκε περισσότερο από τον λαό του. Εκατό χρόνια μετά, οι διεκδικητές της Σικελίας δεν θα σταματήσουν να υπόσχονται στους Σικελούς ότι θα τους κυβερνήσουν “όπως στα χρόνια του καλού βασιλιά Γουλιέλμου”. Κι όμως, ο Γουλιέλμος δεν προσέφερε νέες κτήσεις στο βασίλειο. Η βασιλεία του δεν απέτρεψε τις τάσεις αποσύνθεσης της διαπολιτισμικής κοινωνίας της Σικελίας: ο εκλατινισμός προχώρησε κι άλλο, κάνοντας τους μουσουλμάνους να νιώθουν ξένοι στην πατρίδα τους και τους Ορθόδοξους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το ελληνικό τμήμα της καγκελαρίας του Παλέρμου εξέδιδε όλο και λιγότερα έγγραφα στα ελληνικά: μέσα σε μια πενταετία από τον θάνατο του Γουλιέλμου Β΄ θα σταματήσει εντελώς τη λειτουργία του. Εντούτοις, ο λαός κράτησε την ανάμνηση της μακρόχρονης περιόδου ειρήνης: την έλλειψη εσωτερικών ταραχών και την ειρήνη με τους εξωτερικούς εχθρούς. Κι ίσως δεν είναι άδικο που ήταν αυτή η υστεροφημία του Γουλιέλμου, μια και χάρισε στην ανθρωπότητα ένα από τα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά στολίδια: τον καθεδρικό του Μονρεάλε, στα περίχωρα του Παλέρμου. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για την πιο ολοκληρωμένη έκφραση του συγκρητισμού της νορμανδικής τέχνης της Σικελίας, συνδυάζοντας τον ρωμανικό ρυθμό με βυζαντινά ψηφιδωτά και αραβικά διακοσμητικά στοιχεία. Και μόνο για το μεγαλειώδες δώρο του Μονρεάλε, ο Γουλιέλμος άξιζε να μείνει στην Ιστορία.
Όσο για το βασίλειο, οι μέρες που το περίμεναν ήταν δύσκολες. Η προοπτική να βασιλέψει ένας ξένος, ένας Γερμανός που αγνοούσε τα πάντα για τις ιδιαιτερότητες της Σικελίας, γέμιζε με τρόμο τους αυλικούς, τους Νορμανδούς φεουδάρχες και τον λαό. Τα γεγονότα θα αποδείξουν ότι η ανησυχία αυτή μόνο αδικαιολόγητη δεν ήταν.    
            http://rogerios.wordpress.com/