Τανκς. Παρουσιάστηκαν στον πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα αλλά άνοιξαν το δρόμο γι αυτό που θα επακολουθούσε κατά το Β παγκόσμιο
Τα άρματα μάχης ως σχέδιο υπήρχαν νωρίτερα αλλά μόνο στη φαντασία κάποιων ανθρώπων και στο μυαλό άλλων οι οποίοι θεωρούνταν μέχρι και αιθεροβάμονες. Ακόμα και ο Λεονάρντο Νταβίντσι ο οποίος ήταν πιθανότατα ο πρώτος που σχεδίασε ένα άρμα μάχης, αντιμετωπίστηκε με σχετικό χλευασμό. Έτσι, όταν έδειξαν στα στρατιωτικά επιτελεία διάφορων χωρών σχέδια αρμάτων μάχης, οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί τα απέκλεισαν, είτε ως δυσκίνητα είτε ως πολύ βαριά και θα βούλιαζαν στο έδαφος.
Η αλήθεια είναι όμως πως η εποχή του Μεσαίωνα είχε περάσει. Τότε τον πρώτο ρόλο τον έπαιζε το ιππικό σε συνδυασμό με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων. Κατά τον 15ο αιώνα η δράση του πεζικού υποστηρίχθηκε και από πυροβολικό. Η εξέλιξη της στρατιωτικής μηχανής οδήγησε στην ανάγκη να βρεθεί μία άλλη τεχνολογία. Ο κύριος λόγος ήταν ο εξής:
Επειδή ήταν ένας πόλεμος χαρακωμάτων, αδυσώπητος και ιδιαίτερα σκληρός, ο επιτιθέμενος δεν μπορούσε να διασπάσει την άμυνα του αντιπάλου. Εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώνονταν στα χαντάκια και στα συρματοπλέγματα στα μέτωπα. Το ιππικό αποδείχθηκε ανίκανο να συνδράμει σε αυτό τον πόλεμο. Η εποχή του είχε τελειώσει.
Τα "άρματα εφόδου" όπως ονομάζονταν αρχικά, με την ιδέα της αυτοδύναμης κίνησής τους επί "παντός εδάφους", δηλαδή με ερπύστριες (αλυσίδες) εμφανίστηκαν λοιπόν για πρώτη φορά στον Α' παγκόσμιο πόλεμο ως οχήματα για την καταστροφή των εχθρικών συρματοπλεγμάτων και άλλων οχυρωμάτων. Το 1915 κατασκευάζεται το πρώτο τεθωρακισμένο στη Μεγάλη Βρετανία και ακολουθεί το Μαρκ Ι άρμα μάχης το οποίο το επέδειξε ο βρετανικός στρατός στις δύο Φεβρουαρίου του 1916, στη μάχη του Σομμ. Η ιδέα της "φόρτωσης" μεγάλου πυροβόλου σε θωρακισμένο ερπυστριοφόρο όχημα, ικανό έτσι να κινείται σε κάθε είδους εδάφη, ανήκει στον Άγγλο αντισυνταγματάρχη Έρνεστ Σουίντον.
Οι Γάλλοι προχώρησαν στη δική τους ανάπτυξη αρμάτων μάχης, βγάζοντας τα πρώτα στο πεδίο μάχης το 1917 ενώ μπόρεσαν να παράξουν περισσότερα άρματα μάχης από όλους τους άλλους μαχόμενους μαζί.
Οι Γερμανοί από την άλλη ήταν πιο αργοί.
Ωστόσο, δεν είχαν τα άρματα μάχης στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο την ισχυρή παρουσία που αναμενόταν ούτε προκάλεσαν τις καταστροφές που θα βλέπαμε μετά. Είναι απόλυτα ενδεικτικό πως η πρώτη μάχη ανάμεσα σε άρματα μάχης έγινε μόλις το 1918, στις 24 Απριλίου. Ήταν μια εμπλοκή ανάμεσα σε τρία Γερμανικά Α7V και τρία Βρετανικά Mk. IV στο Βιγιέρ-Μπρετονέ στη βόρεια Γαλλία.
Τα υποβρύχια και ο ρόλος τους
Σαφώς και τα υποβρύχια δεν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά το μεγάλο αυτόν πόλεμο των περίπου οκτώ εκατ. νεκρών. Ίσα ίσα, η ιστορία τους είναι μακρά, καθώς το 1814 ο Silas Halsey χάνει τη ζωή του στο λιμάνι του Νέου Λονδίνου προσπαθώντας με ένα "υποβρύχιο" να βυθίσει βρετανικό σκάφος. Στις 31 Μαρτίου του 1862 καθελκύται το CSS Pioneer το πρώτο υποβρύχιο το οποίο μετέφερε στρατιώτες. Για να φτάσουμε στο 1912 όταν το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας δημιουργεί την πρώτη μοίρα υποβρυχίων στον Ατλαντικό.
Αυτά στις ΗΠΑ γιατί στην Ευρώπη τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.
Ο Τζον Π. Χόλλαντ, Ιρλανδός και ο Γάλλος Laubet σχεδιάζουν και κατασκευάζουν τα σκάφη – υποβρύχια Narval, τους πραγματικούς προγόνους των σημερινών υποβρυχίων, το 1899.
Και όμως! Παρά τη μακρά ιστορία και πολεμική τους εμπλοκή, επί της ουσίας το παρθενικό θέρετρο μαχών και δράσης των υποβρυχίων είναι ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος. Είναι η εποχή που κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα "ύπουλα όπλα", δηλαδή νάρκες, για παράδειγμα. Ταυτόχρονα, στη θάλασσα οι τορπίλες βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ εμφανίζεται και το περισκόπιο.
Η πρώτη εμπλοκή υποβρυχίου σε εθνικό άγώνα, σε παγκόσμια βάση, θεωρείται η επιχείρηση του ελληνικού υποβρυχίου Δελφίν, τον Δεκέμβριο του 1912, κοντά στην Τένεδο.
Το Φεβρουάριο του 1917 τα γερμανικά υποβρύχια παύουν πλέον να τηρούν τον εθιμοτυπικό κώδικα της "μη βύθισης εμπορικών πλοίων" απειλώντας ακόμη και την αμερικανική ναυτιλία στον Ατλαντικό, βάζοντας ουσιαστικά τις ΗΠΑ ενεργά στον πόλεμο.
Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση των υποβρυχίων και ο ρόλος που έπαιξαν στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο πρόλογος για τον απόλυτο πόλεμο των υποβρυχίων κατά το Β Παγκόσμιο, όταν η Γερμανία διέθετε το μεγαλύτερο στόλο από αυτές τις πολεμικές μηχανές από όλους τους εμπόλεμους. Είναι αξιοσημείωτο πως η Γερμανία εισήλθε στο δεύτερο μεγάλο παγκόσμιο έχοντας υπεροπλία σε υποβρύχια και έχοντας συγχρόνως δημιουργήσει τον κεραυνοβόλο πόλεμο ο οποίος βασιζόταν κατά πολύ στα άρματα μάχης.
Η αυγή μίας νέας εποχής. Αντιαεροπορικά και μαχητικά αεροσκάφη
Εισάγεται στο θέατρο του πολέμου το βομβαρδιστικό. Το πρώτο αεροπλάνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοιο ήταν το βρετανικό Bristol T.B.8 του 1913, μονοκινητήριο διπλάνο με δύο πιλότους ως πλήρωμα. Διέθετε ένα σκοπευτικό και μετέφερε σε έναν περιστρεφόμενο κοιλιακό μηχανισμό 12 βόμβες των 4,54 κιλών.
Όμως, αυτό που έμεινε στην πολεμική ιστορία είναι το γαλλικό Voisin III με την χαρακτηριστική προωθητική έλικα στην ουρά, το οποίο είχε εξαιρετικές επιδόσεις και πολλές επιτυχίες. Η βελτιωμένη του έκδοση, το Voisin VIII, έδρασε ως το 1918 και εξόπλισε 16 μοίρες αποτελώντας την ραχοκαλιά της γαλλικής αεροπορίας.
Και η Βρετανία όμως κατασκεύασε μερικά από τα καλύτερα βομβαρδιστικά αεροπλάνα της περιόδου. Στο πλευρό τους στάθηκε επάξια το γενικών καθηκόντων Avro 504. Τρία Avro 504 ξεκίνησαν από τη Γαλλία στις 21/11/1914 και έκαναν την πρώτη αποστολή βομβαρδισμού εναντίον ενός στόχου στρατηγικής σημασίας, που ήταν η βάση των γερμανικών Ζέπελιν.
Στον αντίποδα, η Γερμανία μέσα από τις εταιρίες Friedrichshafen, Gotha και Zepellin Staaken, έφτιαξε το δικό της στόλο πολεμικών αεροσκαφών. Με δύο μοντέλα της Friedrichshafen ξεκίνησε επιχειρήσεις κατά των Αγγλογάλλων το Φεβρουάριο του 1917. Λίγο αργότερα ρίχτηκε στη μάχη και το Gotha V. Αν και είχε σχεδόν κατά το ήμισι μικρότερο φορτίο από τα άλλα πολεμικά αεροπλάνα, εντούτοις πετούσε 2.000 μέτρα ψηλότερα με αποτέλεσμα να είναι απολύτως μη αναχαιτίσιμο.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος φόβος των Βρετανών στον Α παγκόσμιο πόλεμο ήταν το Zepellin Staaken. Αυτά τα φουσκωτά μπαλόνια βομβάρδισαν για πρώτη φορά την Αγγλία ρίχνοντας μάλιστα βόμβα 1.000 kg. Να σημειωθεί πως η Γερμανία ήταν η πρώτη χώρα που χρησιμοποίησε αεροπορία για να βομβαρδίσει στόχους σε εχθρικό έδαφος.
Στο μεγάλο αυτό πόλεμο εισήλθαν και τα μαχητικά ή καταδιωκτικά ή αναχαιτιστικά αεροσκάφη. Από το 1914 ως και το 195 η αναχαίτιση – αερομαχία παρουσιάζει ένα πρωτόγνωρο θέαμα, άκρως περίεργο θα λέγαμε, που συνδυάζει το μοντέρνο, το αεροπλάνο δηλαδή, με το παλιό, που είναι η χρήση εμβολισμού ή σχοινιού.
Στην πρώτη περίπτωση ο πιλότος του μαχητικού εμβόλιζε το βομβαρδιστικό ή τέλος πάντων το άλλο σκάφος, μία τεχνική δίωξης η οποία ξεχάστηκε γρήγορα λόγω του μεγάλου κινδύνου που εγκυμονούσε. Η πρώτη επιβεβαιωμένη κατάρριψη στην ιστορία είναι με εμβολισμό και έγινε από τον Ρώσο Nesterov στις 26 Αυγούστου του 1914.http://news247.gr/eidiseis/weekend-edition/ta_opla_toy_a_pagkosmioy_polemoy_ti_antimetwpisan_oi_stratiwtes.2938696.html
Η δεύτερη τεχνική, την οποία επίσης εισήγαγαν οι Ρώσοι με τον εξίσου τολμηρό Kazakov, ήταν η ρίψη χαλύβδινων βελών ή γάντζων, με πολύ μικρή αποτελεσματικότητα.
Εφαρμόστηκε και τρίτη τεχνική, η οποία κράτησε κάπως περισσότερο, και ήταν η χρησιμοποίηση διθέσιων τύπων αεροσκαφών με έναν πιλότο στη πίσω θέση και έναν πυροβολητή στην μπροστινή για να έχει μεγαλύτερο πεδίο βολής.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στην άνοιξη του 1915, για να δράσει το πρώτο αληθινό μαχητικό αεροσκάφος στον κόσμο, το γαλλικό Morane-Saulnier L, ένα διθέσιο μονοπλάνο και ταχύτητα 115 km/h στα 2.000 μέτρα.
Όμως ένα συμμαχικό αεροσκάφος τέτοιου τύπου προχώρησε σε αναγκαστική προσγείωση και έπεσε στα χέρια των Γερμανών οι οποίοι άμεσα προχώρησαν στη δημιουργία μαχητικών με καλύτερες επιδόσεις και οπλισμό από τα γαλλικά. Έτσι, για περίπου οκτώ μήνες, η Γερμανία απέκτησε την απόλυτη αεροπορική υπεροχή στο Δυτικό Μέτωπο. Ήταν δε τέτοια η υπεροπλία της που γινόταν λόγος για τη "μάστιγα Fokker".
Στα επόμενα χρόνια έχουμε την εμφάνιση αξιόλογων αεροπλάνων που έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο Δυτικό Μέτωπο με τις επιδόσεις τους. Τέτοια ήταν το Spad VII, το βρετανικό SE5 αλλά και το γερμανικό Albatros D.V.
Η στρατιωτική μηχανή όμως χρειαζόταν και άλλα αεροπλάνα, πιο εξελιγμένου τύπου, τα στρατιωτικά επιτελεία είχαν αντιληφθεί πλήρως την χρησιμότητα – αναγκαιότητα τους και ήθελαν πλέον να υπάρχουν μαχητικά που να "ακούνε" στο δόγμα "πιο ψηλά πιο γρήγορα". Το κατάλαβε ο Bechereau ο οποίος κατασκεύασε τον πρώτο υγρόψυχτο Hispano-Suiza V8 των 150hp.
Δεν αρκούσαν όμως μόνο τα μαχητικά – αναχαιτιστικά αεροσκάφη. Η από αέρος εξέλιξη ανάγκασε το Γερμανό καθηγητή Φον Έμπερχαρντ το 1916 να σχεδιάσει το πρώτο αντιαεροπορικό όπλο. Τη μαζική παραγωγή του αναλαμβάνει η εταιρεία Κρουπ. Το αντιαεροπορικό έφερα ιδιαίτερα μακριά κάνη και είχε βεληνεκές πάνω από 100 χλμ.
Το 1910 ο Ολλανδός γενικός αρχίατρος De Mooy προτείνει την χρησιμοποίηση των αεροπλάνων για τη μεταφορά των τραυματιών μακριά από το πεδίο της μάχης. Από τότε η ιατρική αεροπορία αποκτά σημαντική εξέλιξη.
Τα στρατηγεία κατάλαβαν ξανά την αξία του κράνους
Αν και η ιστορία έπρεπε να τους είχε διδάξει, καθώς χρησιμοποιούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων, εντούτοις το κράνος ως απαραίτητο εξάρτημα της στολής και της προστασίας του οπλίτη είχε εγκαταλειφθεί. Στους ναπολεόντειους πολέμους το κράνος είναι είδος υπό εξαφάνιση, το ίδιο και στον πόλεμο της ανεξαρτησίας στις ΗΠΑ, στον εμφύλιο στην Αμερική, ακόμα και στους Βαλκανικούς πολέμους το κράνος σχεδόν δεν υφίσταται. Γνωστές οι εικόνες και φωτογραφίες και από τη μικρασιατική εκστρατεία όπου πάλι το κράνος δεν υπάρχει. Δεν είναι άλλωστε σύμπτωση πως η Ελλάδα αγοράζει κράνη από την Ιταλία παραμονές της ιταλικής επίθεσης μάλιστα για να αντικαταστήσει τα γαλλικά Αντριάν ή πιο σωστά για να ενισχύει τα λίγα Αντριάν που διέθετε.
Κατά τη διάρκεια του Α παγκοσμίου πολέμου λοιπόν οι Γερμανοί ξεκίνησαν να αντικαθιστούν με χαλύβδινο κράνος το λεγόμενο spiked κράνος που ήταν από δέρμα.
Στην αρχή του πολέμου, κανένας από τους στρατιώτες δεν προμηθεύτηκε οποιαδήποτε μορφή προστασίας για το κεφάλι. Είχαν μόνο καλύμματα υφάσματος και δέρματος. Όμως, η εξέλιξη του πολέμου ήταν τέτοια και τα θύματα αυξάνονταν ραγδαία, μαζί με εκείνους οι οποίοι έφεραν τραύμα στο κεφάλι και αντιμετώπιζαν βαριές βλάβες.
Οι Γάλλοι ερίζουν για την πρωτιά με τους Γερμανούς για το ποιος αντιλήφθηκε την ανάγκη για την αποτελεσματικότερη προστασία. Στα τέλη πάντως του 1915 άρχισαν να φτιάχνουν και εν συνεχεία να δίνουν κράνη τύπου Adrian στο στράτευμα τους.
Οι Βρετανοί ακολούθησαν με Κράνος Brodie, και οι Γερμανοί με το Stahlhelm.
Μία ξεχωριστή κατασκευή – θρύλος στη στρατιωτική ιστορία. Η Μεγάλη Μπέρθα του γερμανικού στρατού
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου ανάμεσα σε Ρώσους και Ιάπωνες το 1904-1905 οι Ιάπωνες χρησιμοποίησαν 28ρια κανόνια χόβιτζερ για να κάμψουν την αντίσταση των Ρώσων, σε βάση στο Πορτ Άρθουρ. Ήταν μία ξεχωριστή στιγμή στην παγκόσμια ιστορία του πολέμου καθώς ως τότε χρησιμοποιούνταν 20ρια μόνο. Ωστόσο, για δικούς τους λόγους, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έδωσαν σημασία στο επίτευγμα αυτό, με εξαίρεση τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς οι οποίοι ενθουσιάστηκαν.
Έχοντας ως πρότυπο τους Ιάπωνες, ο βιομήχανος Κρουπ ξεκινά να κατασκευάζει πανίσχυρους όλμους και χόβιτζερ που από 28ρια γίνονται 30,5 εκατοστών. Το 1908 κατορθώνει να φτιάξει μία νέα έκδοση χόβιτζερ 39,5 εκατοστών (η διάμετρος).
Τότε μπαίνει στο παιχνίδι το γερμανικό κράτος και δη η στρατιωτική του μηχανή η οποία ζητά από τον Κρουπ να κατασκευάσει ένα πανίσχυρο κανόνι που να μπορεί να διαλύει οχυρώσεις. Φτιάχνει λοιπόν ένα 42ρι! Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να πετύχει για να έχει το όπλο του μεγάλη ισχύ.
Συγχρόνως όμως αρχίζουν τα προβλήματα. Το τεράστιο κανόνι ζύγιζε υπερβολικά πολύ, όλα τα μέρη του μαζί έφταναν τους 43 τόνους! Το μήκος του πλησίαζε τα έξι μέτρα (5.90) και οι βολές του έφταναν τα 12.5 χλμ. Έπρεπε λοιπόν να υπάρξει προετοιμασία ημερών για να στηθεί το "υπερόπλο" ενώ για να μεταφερθεί απαιτούνταν το "σπάσιμο" του σε κομμάτια – μέρη και η μεταφορά τους. Συνολικά δέκα βαγόνια τρένου το μετέφεραν!
Όπως ήταν επόμενο η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε από το βιομήχανο μία πιο εύκολα κινούμενη έκδοση του κανονιού. Ο Κρουπ τα καταφέρνει και κάνει μετατροπές. Ο τύπος "Μεγάλη Μπέρθα" είναι έτοιμος.
Η πραγματική δοκιμή γίνεται, πού αλλού, στα πεδία των μαχών, όπου η Μπέρθα σμπαραλιάζει στην κυριολεξία τα οχυρά των Βέλγων σε Λιέγη, Ναμούρ και Αμβέρσα. Την ίδια τύχη έχουν γαλλικά οχυρά στον νότο. Καταγράφεται στο ενεργητικό της και μία ξεχωριστή επιτυχία. Με μία βολή η οποία βρίσκει την αποθήκη πυρομαχικών καταστρέφει το οχυρό Loncin.
H "Μεγάλη Μπέρθα" γίνεται θρύλος. Ιστορίες τρόμου κυκλοφορούν στα μέτωπα, η κατασκοπεία των αντιπάλων των Γερμανών προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες και οι Γερμανοί ζούνε σε έναν υπέροχο κόσμο όπου η νίκη είναι σίγουρη. "Υπέροχο όπλο" το ονομάζει ο εγχώριος Τύπος.
Όμως, το 1916 ο θρύλος και ο μύθος σταματά στο Βερντέν. Παρά το συνεχή βομβαρδισμό όλο το Φεβρουάριο η αμυντική γραμμή κρατά. Μόνο το οχυρό Vaux υπέστη σημαντικές ζημιές και παραδόθηκε. Γιατί έγινε αυτό; Ο γερμανικός στρατός πιθανότατα υπερβολικά ενθουσιασμένος από την ισχύ της "Μεγάλης Μπέρθας" δεν υπολόγισε πως τα βελγικά οχυρά δεν ήταν καλά οχυρωμένα. Ήταν χτισμένα παλιά, πριν το 1890, ενώ όλα είχαν ελλείψεις στην ενίσχυση από σίδερο. Αντίθετα στο Βερντέν όλα τα οχυρά είχαν μέσα τους ατσάλι. Αυτό έκανε τη διαφορά.
Το τέλος των κανονιών αυτού του τύπου είναι μάλλον πικρό, κατά μία έννοια. Μετά την αποτυχία στο Βερντέν και την ήττα να πλησιάζει ξεκίνησαν και τα τραγικά λάθη που κόστισαν ανθρώπινες ζωές αλλά και κανόνια. Αρκετές "Μπέρθες" ανατινάχτηκαν όταν χρησιμοποιήθηκαν «λάθος» πυρομαχικά και βλήματα. Άλλες δύο "πιάστηκαν" από τον αμερικανικό στρατό στο τέλος του πολέμου.
Συνολικά εκτιμάται ότι υπήρχαν περίπου 20 όπλα τέτοιου τύπου τα οποία δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Υπάρχει η φήμη – λαθεμένη πληροφορία ότι η "Μεγάλη Μπέρθα" έκανε ξανά την εμφάνισή της στην πολιορκία της Σεβαστούπολης, κατά το Β παγκόσμιο πόλεμο αλλά δεν ισχύει.
Οι χειροβομβίδες
Σε ταινίες έχουμε όλοι δει ήρωες, "καλούς" και "κακούς" να εκτοξεύουν χειροβομβίδες σε διάφορες εποχές. Ουσιαστικά όμως οι πρώτες "πραγματικές" χειροβομβίδες εμφανίζονται κατά τον 18ο αιώνα. Χρησιμοποιούνται κατά του ιππικού και ναι, είναι φτιαγμένες από σίδηρο.
Το 1904, στη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου η πυρίτιδα αντικαθιστάται με εκρηκτικές ύλες και δίνουν άλλη ώθηση στη χειροβομβίδα. Ακόμα όμως δεν έχει έρθει η τελειοποίησή τους η οποία φυσικά επέρχεται με τον Α παγκόσμιο πόλεμο. Η χρησιμοποίηση των αρμάτων μάχης, η αντικατάσταση του ιππικού από αυτά και η στασιμότητα στα χαρακώματα αναγκάζει τα επιτελεία να δούνε διαφορετικά το θέμα "χειροβομβίδα".
Το 1915 ο Βρετανός σχεδιαστής γηπέδων γκολφ Γουίλιαμ Μιλς (William Mills) φτιάχνει την αμυντική χειροβομβίδα και υιοθετείται αμέσως από τον αγγλικό στρατό. Συνεχίζεται η κατασκευή της με μία σειρά από αλλαγές, βελτιώσεις και τροποποιήσεις, για να φτάσει στην τελική της μορφή με την ονομασία 36Μ, ειδικά κατασκευασμένη για την περιοχή της Μεσοποταμίας (1917).
Στα χαρακώματα οι εναλλάξ ρίψεις δίνουν και παίρνουν, με τους καθηλωμένους στρατιώτες να αντιμετωπίζουν πυροβολικό, αέρια και τις χειροβομβίδες, οι οποίες από το 1918 και μετά αλλάζουν πάλι μορφή.
Χημικά, αέριο μουστάρδας και οι φρικτοί θάνατοι στα χαρακώματα
Ο Α παγκόσμιος πόλεμος, όπως έγινε, δημιούργησε αδιέξοδα στις μάχες. Η γενικότερη πεποίθηση πως δεν θα κρατήσει πολύ τελείωσε γρήγορα, το ίδιο γρήγορα σταμάτησε και η αισιοδοξία πως θα υπήρχε εύκολη επικράτηση της μίας ή της άλλης πλευράς. Το αδιέξοδο αποδεικνύεται περίτρανα στη μάχη του Σομμ, η οποία ουσιαστικά οδήγησε στον "πόλεμο των χαρακωμάτων".
Τότε ξεκίνησαν όλα. Τότε ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα "όπλα της απελπισίας", όπως χαρακτηρίστηκαν τα χημικά όπλα, δηλαδή οβίδες - χειροβομβίδες που απελευθέρωναν ασφυξιογόνα και δηλητηριώδη αέρια.
Σκοπός αυτής της βάρβαρης αν μη τι άλλο δημιουργίας ήταν να σπάσει το ηθικό των στρατιωτών και δη των αμυνομένων σκοτώνοντας και τραυματίζοντας βαριά υπερασπιστές γραμμών και χαρακωμάτων.
Οι τύποι των αερίων που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολλοί. Άλλοι έκαναν του στρατιώτες ανίκανους να πολεμήσουν, σε αυτά τα αέρια ανήκουν τα δακρυγόνα και το καυστικό αέριο μουστάρδας.
Άλλοτε επιδιωκόταν ο θάνατος και γι αυτό οι «εγκέφαλοι» των επιτελείων είχαν ωρει το φωσγένιο και το χλώριο.
Το κωμικοτραγικό της όλης υπόθεσης είναι πως από τη μία πλευρά εγκαθιδρύθηκε ένας απόλυτα άδικος και άνισος πόλεμος, με τους στρατιώτες να περιμένουν και να υπομένουν τη μοίρα τους, ενώ ταυτόχρονα ο χημικός πόλεμος ήταν ένα σημαντικό συστατικό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.
Από την άλλη πλευρά όμως, είναι πλέον αποδεδειγμένο πως η δολοφονική ικανότητα των αερίων ήταν περιορισμένη. Μόνο ένα 4% των θανάτων σε μάχες προκλήθηκαν από αέρια και αυτό επειδή υπήρχε η δυνατότητα να αναπτυχθούν αποτελεσματικά αντίμετρα κατά των χημικών επιθέσεων, όπως μάσκες αερίου. Είναι δε χαρακτηριστικό πως κατά το τέλος του πολέμου η χρήση του αερίου αυξανόταν, αλλά η συνολική αποτελεσματικότητά του μειωνόταν.
Πώς χρησιμοποιούνταν τώρα τα χημικά.
Οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες 26 χιλιοστών οι οποίες περιείχαν δακρυγόνο αέριο, αλλά δεν είχε την αποτελεσματικότητα που ήθελαν και έτσι το σταμάτησαν.
Οι Γερμανοί από την πλευρά τους αντικατέστησαν το ΤΝΤ σε οβίδες με ένβα άεριο, το dianisidine chlorosulphonate. Στις 27 Οκτωβρίου του 1914, οι Γερμανοί έριξαν 3.000 τέτοιες οβίδες σε Βρετανούς στρατιώτες κοντά στο Νεβ-Σαπέλ, των οποίων όμως η υγεία δεν επηρεάστηκε από το αέριο. Στις 31 Ιανουαρίου του 1915 έριξαν στους Ρώσους περίπου 18.000 οβίδες οι οποίες περιείχαν xylyl bromide, αλλά η επίθεση των Γερμανών αποκρούστηκε.
Τότε, αποφασίστηκε να αλλάξει ο τρόπος διοχέτευσης του αερίου και χρησιμοποιήθηκαν εμπορικοί κύλινδροι αποθήκευσης του.
Η πρώτη επιτυχημένη επίθεση με αέριο σε κυλίνδρους έλαβε χώρα στις 22 Απριλίου τπυ 1915, όταν οι Γερμανοί απελευθέρωσαν 168 τόνους χλωρίου κοντά στην Υπρ. Κατορθώθηκε ρήγμα στις γαλλικές γραμμές μήκους περίπου 15 χιλιομέτρων. Τριάντα έξι ώρες μετά οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ξανά το χλώριο σε άλλο σημείο του μετώπου. Βρήκαν όμως μπροστά τους έναν ευφυή λοχαγό, Καναδό ο οποίος ήταν και χημικός. Αναγνώρισε το χλώριο. Ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει, με τα ούρα. Έδωσε εντολή να βρεχτούν πανιά με ούρα και να αναπνέουν όλοι μέσα από αυτά. Δεν υπήρξε απόλυτη επιτυχία, αφού πέρασε στο σύστημα των στρατιωτών το αέριο, σίγουρα όμως ήταν ένα έστω και πρόχειρο μέτρο προστασίας.
Το 1915 εμφανίστηκαν και άλλα αέρια. Το φωσγένιο ήταν πιο αποτελεσματικό από το χλώριο γιατί ήταν άχρωμο και μύριζε σαν "μουχλιασμένο άχυρο" με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναγνωρισθεί εύκολα. Λιγότερο σπάνια χρησιμοποιούταν το διφωσγένιο.
Αυτά τα δύο αέρια προκάλεσαν το 80% των θανάτων που συνολικά προήλθαν από ασφυξιογόνα αέρια. Το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους Γερμανούς, στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 και έξι μήνες αργότερα από τους Βρετανούς, των οποίων υπήρξε το κύριο χημικό όπλο (χρησιμοποίησαν 1.500 τόνους σε 15 επιθέσεις).
Ένα άλλο είδος χημικού όπλου που χρησιμοποιήθηκε ήταν το καυστικό αέριο μουστάρδας, για πρώτη φορά ως χημικό όπλο στις 12 Ιουλίου 1917, εναντίον των βρετανικών στρατευμάτων στην Υπρ σε οβίδες. Οι Γάλλοι το ονόμασαν υπερίτη, από το όνομα της πόλης Υπρ, ενώ οι Γερμανοί LOST, από τα αρχικά των Γερμανών χημικών Λόμμελ και Στάινκοφ, που είχαν την έμπνευση να χρησιμοποιηθεί ως πολεμικό χημικό όπλο. Στη συνέχεια, οι Σύμμαχοι το χρησιμοποίησαν εναντίον τον Γερμανών και σε μία από αυτές τις επιθέσεις, στις 14 Οκτωβρίου 1918, ένα από τα θύματα ήταν ο νεαρός δεκανέας Αδόλφος Χίτλερ ο οποίος πέρασε μήνες στο νοσοκομείο στο Πάσεβαλκ, κοντά στο Βερολίνο, με φριχτούς πόνους στα μάτια.