[Όπως συχνά συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, στη σειρά αναρτήσεων που αρχίζει με την παρούσα παρατίθεται το κείμενο ομιλίας του Ρογήρου, στο πλαίσιο εκδήλωσης της Ελληνικής Κοινότητας Λουξεμβούργου (17 Νοεμβρίου 2017, στο Foyer Européen).
Το κείμενο δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σε ορισμένο βαθμό και ως σύνοψη των δύο πιο αξιόπιστων, κατά τη γνώμη μου, συγγραμμάτων σχετικά με τις ρωσικές επαναστάσεις: του “A People’s Tragedy – The Russian Revolution (1891-1924)”, του Orlando Figes, και του « Les Révolutions Russes », του Nicolas Werth. Η δομή, άλλωστε, των δύο αυτών βιβλίων ακολουθήθηκε αρκετά πιστά στα δύο πρώτα μέρη της παρουσίασης, αντιστοίχως. Κατά τα λοιπά, πιστεύω ότι δεν θα είναι δυσχερές να εντοπισθούν στο κείμενο οι όποιες προσωπικές σκέψεις μου.
Λαμβανομένων υπόψη των αναπόφευκτων περιορισμών ως προς την έκταση του κειμένου, παραλείφθηκε η εξέταση πολλών ζητημάτων, όπως είναι, για παράδειγμα, αυτό της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης των ρωσικών επαναστάσεων. Αφήνοντας κατά μέρος τα προφανή (όσα δηλαδή θα υποστήριζαν οι κήρυκες της μίας ή της άλλης ιδεολογίας), θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο «τιμήθηκαν» στη Ρωσία τα εκατό χρόνια από τις επαναστάσεις του 1917 και, ιδίως, από την Οκτωβριανή. Εντελώς επιγραμματικά, σημειώνεται ότι υπήρξε πράγματι ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων, αποτελούμενο ιδίως από αναπαραστάσεις και θεατρικά δρώμενα, χωρίς, πάντως, την παρουσία επισήμων. Καμία σχέση με τους λαμπρούς εορτασμούς των 70 χρόνων από τη νίκη στον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Η εξήγηση είναι πολύ απλή: για τη Ρωσία του Πούτιν, μια χώρα που διατρανώνει την ορθόδοξη ταυτότητά της κι έχει αγιοποιήσει τον τελευταίο τσάρο και την οικογένειά του, η δράση του Λένιν αποτελεί προβληματικό σημείο του παρελθόντος, όπως και κάθε αμφισβήτηση της εξουσίας και του καθεστώτος. Για το σύγχρονο ρωσικό καθεστώς αυτό που επιλέγεται από την κληρονομιά της κομμουνιστικής εποχής είναι η μορφή του Στάλιν ως μεγάλου πατριώτη ηγέτη και ο θρίαμβος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένα άλλο θέμα που αξίζει την προσοχή μας είναι η σχέση των επαναστάσεων με την τέχνη. Θα απαιτούσε, όμως, τη συγγραφή ολόκληρων βιβλίων, κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ τις όποιες δυνατότητές μου. Απλώς και μόνο μια ανάλυση του «Οκτώβρη» του Αϊζενστάιν (συγκρατούμαι ώστε να μη γράψω το ρωσικώς ορθό «Έιζενστέιν»), των συμβολισμών και των στοιχείων της ταινίας που είναι ιστορικώς ακριβή ή ανακριβή, θα έπρεπε να καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από την, ήδη φλύαρη, παρουσίαση αυτή.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τα ρωσικά ονόματα, ακολουθήθηκε η ίδια πρακτική με τη σειρά άρθρων για το Ανατολικό Μέτωπο, δηλαδή η (σχεδόν) συμβατική μεταγραφή με διόρθωση μόνον του τονισμού. Ενδεχόμενη μεταγραφή με βάση τη ρωσική προφορά θα ξένιζε μάλλον τον αναγνώστη (νομίζω ότι σε ολόκληρο το κείμενο υπέκυψα μόνο στον πειρασμό ενός «Πατιόμκιν»).]
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: Πετρούπολη, 21η Φεβρουαρίου 1913. Η ανώτατη αριστοκρατία, ευγενείς, αξιωματούχοι και προεστοί από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, καθώς και πλήθος κόσμου έχουν συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα για τους λαμπρούς εορτασμούς των 300 χρόνων της Δυναστείας των Ρομανόφ. Σε κάθε γωνιά της πόλης επιγραφές και συνθέσεις με λαμπιόνια που σχηματίζουν τη φράση «Ο Θεός σώζει τον Τσάρο» ή το σύμβολο της δυναστείας, τον δικέφαλο αετό. Στον καθεδρικό της Παναγίας του Καζάν τελείται δοξολογία παρισταμένου του συνόλου της άρχουσας τάξης. Δυο περιστέρια πετούν πάνω από το κεφάλια του τσάρου Νικολάου και του τσαρέβιτς Αλέξιου. Σημάδι, δίχως άλλο, για το ότι η δυναστεία είναι ευλογημένη από τον ίδιο τον Θεό. Το βράδυ η πόλη φωταγωγείται. Φαγητά και ποτά μοιράζονται δωρεάν στον λαό. Στα Χειμερινά Ανάκτορα ξεδιπλώνονται τα γιγαντιαία πορτραίτα του ιδρυτή της δυναστείας Μιχαήλ, του Μεγάλου Πέτρου και του τσάρου Νικόλαου.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Φεβρουάριος του 1912, Ανατολική Σιβηρία. Κοντά στο Μπονταϊμπό, μια κωμόπολη περίπου 900 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Ιρκούτσκ, δίπλα στις όχθες του Λένα, βρίσκεται μια σειρά από ορυχεία χρυσού. Τα ορυχεία αυτά τα εκμεταλλεύεται η κοινοπραξία Λενζόλοτο(«Лензолото») την οποία ελέγχει η εδρεύουσα στο Λονδίνο εταιρία αγγλικού δικαίου Lena Goldfields. Στην αγγλική εταιρία και στις λοιπές θυγατρικές της είναι μέτοχοι Βρετανοί επιχειρηματίες και επιφανέστατα μέλη της ρωσικής αριστοκρατίας. Μεταξύ αυτών καταλέγονται η αυτοκράτειρα Μαρία Φιόντοροβνα, μητέρα του τσάρου Νικολάου Β΄, ο πρώην πρωθυπουργός κόμης Σεργκέι Γιούλιεβιτς Βίττε και ο βιομήχανος Αλεξέι Ιβάνοβιτς Πουτίλοφ, ιδιοκτήτης των μεγαλύτερων εργοστασίων της Πετρούπολης.
Οι εργάτες δουλεύουν στα ορυχεία κάτω από απίστευτα απάνθρωπες συνθήκες, τόσο άθλιες που θα τρόμαζαν ακόμη και δούλους λατομείων της Αρχαιότητας. 16 ώρες σκληρής εργασίας ημερησίως, κυριολεκτικά μέσα στο νερό και υπό την επίβλεψη τυραννικών επιστατών. Εφτά στους δέκα θα καταστούν κάποια στιγμή θύματα εργατικών ατυχημάτων. Οι αμοιβές είναι πενιχρές. Όταν έρθει η ώρα της καταβολής τους ουσιαστικά εξαφανίζονται εξαιτίας των υποχρεωτικών κρατήσεων για το άθλιο φαγητό και στέγη που παρέχει η εταιρία και, κυρίως, λόγω των προστίμων που επιβάλλονται στους εργάτες για το παραμικρό παράπτωμα, πραγματικό ή φανταστικό. Κάποια στιγμή, το ποτάμι της οργής και της αγανάκτησης ξεχειλίζει, όταν η εργοδοσία σερβίρει σάπιο κρέας στους εργάτες των ορυχείων. Στα τέλη Φεβρουαρίου αρχίζει γενική απεργία. Ενώ βρισκόμαστε στην πέμπτη εβδομάδα της, το τσαρικό καθεστώς ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις της εργοδοσίας και στέλνει στρατό από τη φρουρά του Κίρενσκ προκειμένου να καταστείλει τις εργατικές διαμαρτυρίες. Όλα τα μέλη της επιτροπής απεργιακού αγώνα συλλαμβάνονται τη νύχτα της 3ης προς την 4η Απριλίου 1912. Το επόμενο πρωί οι απεργοί συγκεντρώνονται για να διαμαρτυρηθούν. Μετά το μεσημέρι, περίπου 2.500 εργάτες διοργανώνουν πορεία και κατευθύνονται προς την εισαγγελία για να καταθέσουν ψήφισμα κατά της αυθαίρετης σύλληψης των συνδικαλιστών. Τους περιμένουν οι στρατιώτες οι οποίοι ανοίγουν πυρ αδιακρίτως. 150 έως 270 εργάτες πέφτουν νεκροί. 250 έως 500 τραυματίζονται.
Το δράμα στις όχθες του Λένα συγκινεί κι εξοργίζει τη ρωσική κοινή γνώμη. Η Δούμα συγκροτεί εξεταστική επιτροπή με πρόεδρο τον Αλεξάντρ Φιόντοροβιτς Κερένσκι. Η έκθεση που θα συντάξει η επιτροπή θα καταδείξει το μέγεθος της ωμής βίας που μετέρχονται οι δυνάμεις του καθεστώτος. Όχι, βέβαια, πως αυτό είναι απαραίτητο. Το ίδιο το καθεστώς είναι περήφανο για τις πράξεις του. Όταν ο Υπουργός Εσωτερικών Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μακάροφ εμφανίζεται στη Δούμα, απαντά ψυχρά και με κυνισμό στους βουλευτές που τον βομβαρδίζουν με ερωτήσεις για το αν πράγματι έγιναν τέτοιες φρικαλεότητες: «Так было, так будет!», «Αυτό ακριβώς συνέβη κι αυτό θα συμβεί και στο μέλλον!».
Κάποια «ευαίσθητη» ψυχή έγραφε: «Οι πυροβολισμοί στον Λένα έσπασαν τον πάγο της σιωπής. Το ποτάμι της λαϊκής αγανάκτησης άρχισε πάλι να κυλά!» [1]
Για πολλά χρόνια, όπως επισημαίνει ο ιστορικός Νικολά Βερτ [2], δύο ήταν οι θεωρίες που επιχειρούσαν να εξηγήσουν τα δραματικά γεγονότα του 1917, την Οκτωβριανή Επανάσταση και την τελική επικράτηση των Μπολσεβίκων. Η πρώτη από αυτές, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και «φιλελεύθερη» καθώς οι υποστηρικτές της ήταν δυτικοί ιστορικοί και Ρώσοι εμιγκρέδες, είναι η θεωρία του «ατυχήματος». Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα βρισκόταν στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων οι οποίες σε σύντομο χρονικό διάστημα θα τη μετέτρεπαν σε σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία, κατά τα δυτικά πρότυπα. Έπρεπε να συμβεί ένα «ατύχημα», δηλαδή ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, για να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα καθιστούσαν δυνατή την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από μια ομάδα φανατικών, αλλά πειθαρχημένων, εξτρεμιστών και την εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος.
Στους αντίποδες του φιλελεύθερου ερμηνευτικού σχήματος, η μαρξιστική θεωρία αντιμετωπίζει την επικράτηση των μετέπειτα κομμουνιστών ως τη νομοτελειακή κατάληξη μιας σειράς πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, ως το τελικό στάδιο μιας αλληλουχίας τριών γεγονότων: της αποτυχημένης αστικής επανάστασης του 1905, της προσωρινά μόνον επιτυχημένης αστικής του Φεβρουαρίου του 1917 και, φυσικά, της Οκτωβριανής. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι Μπολσεβίκοι βρέθηκαν στην πρωτοπορία των αγωνιστικών διεκδικήσεων και υπήρξαν οι αυθεντικοί εκφραστές των λαϊκών αιτημάτων.
Από τη δεκαετία του 1970, όμως, μια νέα τάση αρχίζει να επικρατεί μεταξύ των ιστορικών, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τόσο τη θεωρία του «ατυχήματος» όσο και εκείνη της κοινωνικής και πολιτικής «νομοτέλειας». Η αναθεωρητική σχολή αυτή εστιάζει την προσοχή στις μακροχρόνιες και σύνθετες κοινωνικές διεργασίες που καταλήγουν στην παρατεταμένη έκρηξη του 1917. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλαπλές επαναστάσεις, πολιτικές και κοινωνικές, εργατικές, αγροτικές και εθνοτικές, οι οποίες, εν μέσω του πολέμου, προκαλούν μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα διαλύσει και στη συνέχεια θα ανασυγκροτήσει με τρόπο πολύ διαφορετικό την αυτοκρατορία που ήλεγχε το ένα έκτο της επιφάνειας του πλανήτη μας [3].
Η ιστορία των ρωσικών επαναστάσεων είναι καταρχάς (και, για αρκετούς, πρωτίστως) η ιστορία της κατάρρευσης ενός καθεστώτος. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να παρουσιασθούν πρώτα τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος αυτού, καθώς και οι ιστορικές προκλήσεις στις οποίες δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί (Μέρος Ι). Στη συνέχεια, θα εκτεθούν τα γεγονότα των επαναστάσεων του 1917 (Μέρος ΙΙ), πριν εξετασθεί ο τρόπος με τον οποίο οι Μπολσεβίκοι κατόρθωσαν να εδραιώσουν την εξουσία τους, εξουδετερώνοντας τους πολυάριθμους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους τους (Μέρος ΙΙΙ).
[1] Ι. Β. Τζουγκασβίλι Στάλιν, παράνομο φυλλάδιο που συντάχθηκε στις αρχές του 1913 στην Κρακοβία και μοιράστηκε στα μέλη του κόμματος των Μπολσεβίκων.
[2] Nicolas Werth « Les Révolutions Russes », σειρά Que sais-je, αριθ. 986, PUF, Παρίσι, 2017, σελ. 3 επ. και 108 επ.
[3] Orlando Figes “A People’s Tragedy – The Russian Revolution (1891-1924)”, Jonathan Cape, Λονδίνο, 1996/ γαλλική έκδοση: « La Révolution russe – 1891-1924 : La tragédie d’un peuple » εκδ. Denoël, Παρίσι, 2007, και επανέκδοση σε 2 τόμους, σειρά Folio–Histoire, αριθ. 170-171, Gallimard, Παρίσι, 2009, εισαγωγή, σελ. 27.
ΜΕΡΟΣ Ι
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΑ ΣΑΘΡΑ ΘΕΜΕΛΙΑ
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η τσαρική Ρωσία είναι μια αχανής αυτοκρατορία, η μεγαλύτερη σε έκταση κρατική οντότητα της Οικουμένης. Εκτείνεται από τις πεδιάδες της Πολωνίας, τη Βαλτική και τη Φινλανδία ως τις ακτές του Ειρηνικού. Την κατοικούν δεκάδες εθνότητες που μιλούν ακόμη περισσότερες γλώσσες και πιστεύουν σε πολλές και διάφορες θρησκείες και δόγματα.Σε μια εποχή έντονης εκβιομηχάνισης και ριζικών κοινωνικών αλλαγών, το καθεστώς εμφανίζεται ως το πλέον απολυταρχικό της Ευρώπης. Μια προσεκτικότερη εξέτασή του καταδεικνύει ότι η μεγάλη αδυναμία του δεν είναι κάποιος μονολιθικός συντηρητισμός, αλλά οι εσωτερικές αντιφάσεις του. Έτσι, ενώ πασχίζει να ακολουθήσει την οικονομική ανάπτυξη των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αδυνατεί να κατανοήσει την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, πολλαπλασιάζοντας τελικά τους αντιπάλους του (Α). Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, το καθεστώς αντιμετωπίζει δύο μεγάλες προκλήσεις: τη στρατιωτική αναμέτρηση με την Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή και μια σειρά από κοινωνικές επαναστάσεις κι εξεγέρσεις στο εσωτερικό του. Η απροθυμία και η αδυναμία του να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που θα ικανοποιούσαν ουσιαστικά τις κοινωνικές διεκδικήσεις το θέτει σε τροχιά έντονων κλυδωνισμών που δεν θα αργήσουν να οδηγήσουν στην κατάρρευσή του (Β).
Α. ΤΟ ΤΣΑΡΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ: ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
«Κατά κανόνα, ένα καθεστώς δεν καταλύεται επειδή οι αντίπαλοί του είναι ισχυροί, αλλά επειδή οι υπέρμαχοί του αποδεικνύονται άχρηστοι.» [Λεβ Αλεξάντροβιτς Τιχομίροφ, Ρώσος συντηρητικός θεωρητικός, 1911]«Για να γίνει μια επανάσταση δεν χρειάζονται επαναστάτες, αρκεί η δράση των ανθρώπων του καθεστώτος.» [Β. Ι. Ουλιάνοφ Λένιν]
α. H απολυταρχία των Ρομανόφ
Η Ρωσική Αυτοκρατορία αποτελεί την κατεξοχήν απολυταρχία. Ο τσάρος κυβερνά ελέω Θεού. Δεν είναι υπόλογος σε κανέναν άλλο εκτός από τη συνείδησή του και τον… Θεό. Δεν περιορίζεται από καμία νομοθεσία και δεν ελέγχεται από κανένα σώμα αντιπροσώπων εκλεγμένων από τον λαό ή έστω κάποιες από τις κοινωνικές τάξεις, ούτε καν από την αριστοκρατία.
1. Η δυναστεία.
i) Χαμένες ευκαιρίες – Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Αλέξανδρου Β΄:
Η εξέλιξη της τσαρικής Ρωσίας στο πλέον απολυταρχικό καθεστώς της Ευρώπης δεν ήταν κάτι το νομοτελειακό. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ (1818-1881, βασ. 1855-1881) επιχειρεί να υλοποιήσει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού της χώρας. Η μεταρρύθμιση με τη μεγαλύτερη συμβολική σημασία είναι, βέβαια, η κατάργηση του θεσμού της δουλοπαροικίας (διάταγμα της 19ης Φεβρουαρίου 1861). Η πιο ουσιαστική είναι μάλλον η ίδρυση των ζέμστβα (εν.: ζέμστβο = земские учреждения), δηλαδή των συμβουλίων τοπικής αυτοδιοίκησης σε επίπεδο αντίστοιχο των σύγχρονων περιφερειών, νομών κι επαρχιών νομών (1864). Μολονότι το δικαίωμα του εκλέγειν για τους ρωσικούς ΟΤΑ ήταν περιορισμένο και βρισκόταν σε σχέση εξάρτησης από την περιουσιακή κατάσταση των εκλογέων, επρόκειτο για το πρώτο πείραμα ουσιαστικής αυτοδιοίκησης σε ρωσικό έδαφος. Τις δύο αυτές κινήσεις, ακολούθησε η θέσπιση πρωτοποριακής νομοθεσίας και σε άλλους τομείς (αναδιάρθρωση του στρατεύματος, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, σύστημα υγείας). Ωστόσο, το έργο του μεταρρυθμιστή τσάρου τερματίστηκε άδοξα: την 1η Μαρτίου 1881 δολοφονείται από την επαναστατική λαϊκιστική οργάνωση Ναρόντναγια Βόλια (Λαϊκή Βούληση [4]). Της μοιραίας βομβιστικής επίθεσης είχαν προηγηθεί άλλες δέκα απόπειρες δολοφονίας του τσάρου.
ii) Η συντηρητική στροφή του Αλέξανδρου Γ΄: Πάντοτε επισημαίνεται ότι για τις ιστορικές εξελίξεις οι μακροχρόνιες συλλογικές διεργασίες είναι περισσότερο καθοριστικές απ’ ό,τι οι πράξεις των ηγετών που διαθέτουν εξουσία λήψης αποφάσεων. Είναι, όμως, η ίδια η φύση της τσαρικής απολυταρχίας που μας αναγκάζει να σταθούμε περισσότερο στην προσωπικότητα των μοναρχών της.
Δίχως αμφιβολία, ο Αλέξανδρος Γ΄ (1845-1894) είχε πιο συντηρητικές αντιλήψεις από τον πατέρα του. Η φριχτή δολοφονία του δεύτερου, όμως, τις ενίσχυσε ακόμη περισσότερο. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1881, ο Αλέξανδρος Γ΄ συγκροτεί τη διαβόητη και παντοδύναμη Οχράνα («Отделение по охранению общественной безопасности и порядка»/ «Υπηρεσία προστασίας της δημοσίας ασφαλείας και τάξεως»), η οποία έχει ως αποστολή να εντοπίζει και να εξουδετερώνει με κάθε μέσο και τρόπο τους εχθρούς του καθεστώτος. Θα ακολουθήσει η σταδιακή αποκαθήλωση του συνόλου του μεταρρυθμιστικού έργου του Αλέξανδρου Β΄. Η ανεξαρτησία και η ισοβιότητα των δικαστών καταργείται, όπως και το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση τίθεται εκ νέου υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας, οι εθνότητες της αυτοκρατορίας υπάγονται σε πρόγραμμα εκρωσισμού και οι ΟΤΑ αποψιλώνονται από αρμοδιότητες, ενώ οι προϋπολογισμοί τους ελέγχονται με απίστευτη αυστηρότητα σε σημείο που η λειτουργία των ζέμστβα καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
Απίστευτα συντηρητικός, πρότυπο του απολυταρχικού μονάρχη, ο Αλέξανδρος Γ΄ δεν παύει να είναι ένας ικανότατος αυτοκράτορας, με σιδηρά πυγμή, ο οποίος έχει τους τρόπους να επιβάλλει τη θέλησή του. Ίσως αν ζούσε περισσότερο η Ιστορία της Ρωσίας να ήταν διαφορετική. Όμως, ο γίγαντας αυτός με την ηράκλεια σωματική δύναμη είχε μια μεγάλη αδυναμία, το αλκοόλ. Παρά τις συστάσεις των γιατρών και τις παραινέσεις της αυτοκράτειρας συνέχισε να επιδίδεται στην αγαπημένη του ηδονή (κρύβοντας φιάλες κονιάκ σε ειδικά μετασκευασμένες μπότες και σκήπτρα ή ζητώντας μια μικρή εξυπηρέτηση από τους ευγενείς φίλους του). Το 1894 ο τσάρος πέθαινε από νεφρική ανεπάρκεια προτού συμπληρώσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του. Κι άφηνε την αυτοκρατορία στα χέρια του πιο ακατάλληλου για να την οδηγήσει προσώπου, του γιου του Νικόλαου.
[Ο κόμης Σεργκέι Βίττε, Υπουργός Οικονομικών την περίοδο εκείνη, συναντά στα ανάκτορα τον τσάρο Αλέξανδρο Γ΄.
«(Σ. Β.) – Μεγαλειότατε, με όλο το θάρρος και τον σεβασμό, πιστεύω ότι έχει φτάσει ο καιρός να μυήσετε τον τσαρέβιτς στις κρατικές υποθέσεις και να του αναθέσετε κυβερνητικές ευθύνες.
(Αλ.) – Πείτε μου, παρακαλώ, αγαπητέ κόμη, είχατε ποτέ ως τώρα την ευκαιρία να συζητήσετε με την Αυτού Αυτοκρατορική Υψηλότητα, τον Μεγάλο Δούκα Τσαρέβιτς Νικόλαο;
– Μα, και βέβαια, μεγαλειότατε!
– Και δεν έχετε ακόμη αντιληφθεί ότι ο τσαρέβιτς είναι εντελώς βλάκας;»]
iii) Νικόλαος Β΄: Ο 26χρονος Νικόλαος είναι ντροπαλός κι ευγενικός, με λεπτούς τρόπους, άψογη γνώση της εθιμοτυπίας και μεγάλη αγάπη για τις στρατιωτικές στολές και τα κοστούμια εποχής. Θα ήταν ο ιδανικός εστεμμένος στο πλαίσιο μιας συνταγματικής μοναρχίας όπου τα καθήκοντα του βασιλέα θα ήταν σχεδόν αποκλειστικά εθιμοτυπικά. Επιδιώκοντας, όμως, να βασιλεύσει ως απολυταρχικός ηγεμόνας θα αποδειχθεί φυσιογνωμία αδύναμη και συνάμα τραγική. Είναι αλήθεια ότι η τύχη δεν τον βοήθησε πολύ.
Η στέψη του ως Τσάρου Πασών των Ρωσιών στη Μόσχα, τον Μάιο του 1896, σημαδεύεται από ένα τραγικό συμβάν. Στις 18 Μαΐου, τέσσερις ημέρες μετά την τελετή, οι αρχές διοργανώνουν ένα μεγάλο πανηγύρι για τον λαό στη Χοντίνκα, στα περίχωρα της Μόσχας. Ενώ έχει ήδη συρρεύσει πλήθος κόσμου, διαδίδεται η φήμη ότι τα δωρεάν τρόφιμα και ποτά δεν επαρκούν για όλους. Ο κόσμος συνωστίζεται για να προλάβει, αλλά γρήγορα ο συνωστισμός μετατρέπεται σε πανικό. Αυτοί που βρίσκονται στις πρώτες σειρές πέφτουν στο χαντάκι που περιβάλλει τον κυρίως χώρο της εκδήλωσης για να συνθλιβούν από εκείνους που τους ακολουθούν στην πτώση. Μέχρι να αποκατασταθεί στοιχειωδώς η τάξη ο απολογισμός είναι φριχτός: 1.400 νεκροί κι άλλοι τόσοι σοβαρά τραυματίες. Κακό σημάδι για τον νέο τσάρο να συνδέεται η στέψη του με τέτοια τραγωδία. Για όσους, όμως, δεν πιστεύουν στη μοίρα, η υπόθεση αναδεικνύει πολλές από τις παθογένειες της τσαρικής διοίκησης. Οι εορτασμοί συνεχίζονται κανονικά, σε πλήρη αδιαφορία για το λαϊκό αίσθημα. Κυρίως, όμως, η διοικητική έρευνα αποδεικνύει τις μεγάλες ευθύνες της οργανωτικής επιτροπής, που παρέλειψε να λάβει ακόμη και τα στοιχειώδη μέτρα σφάλειας. Της επιτροπής αυτής προΐσταται ο Μέγας Δουξ Σέργιος, θείος του τσάρου. Όταν ο Νικόλαος πληροφορείται το πόρισμα της έρευνας διατάζει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
Σε όλα τα άλλα, προστίθεται και το οικογενειακό δράμα του τσάρου. Το 1894, ο Νικόλαος νυμφεύεται από έρωτα την Αλίξ της Έσσης και του Ντάρμσταντ. Η Γερμανίδα πριγκίπισσα που μεγάλωσε στην Αγγλία, στην αυλή της γιαγιάς της, της βασίλισσας Βικτωρίας, ασπάζεται την Ορθοδοξία και παίρνει το όνομα Αλεξάνδρα. Ο πρόωρος θάνατος του πεθερού της, επισπεύδει τον γάμο και στερεί από την Αλεξάνδρα το αναγκαίο διάστημα προσαρμογής. Η νέα τσαρίνα θεωρεί δεδομένη την αφοσίωση του ρωσικού λαού στη δυναστεία και περιφρονεί την ανώτερη κοινωνία της Πετρούπολης, στάση που την αποξενώνει από τους φυσικούς συμμάχους της. Οι Ρώσοι, όμως, την αποκαλούν «τσαρίνα που μας κουβαλήθηκε ακολουθώντας ένα φέρετρο» και «Γερμανίδα». Έχοντας αποκτήσει τέσσερις κόρες κι ύστερα από πολλές προσπάθειες κατορθώνει επιτέλους το 1904 να χαρίσει στη δυναστεία τον πολυπόθητο διάδοχο.
Η λυτρωτική χαρά δεν θα κρατήσει για πολύ. Γρήγορα διαπιστώνεται ότι ο τσαρέβιτς Αλέξιος είναι αιμοφιλικός: η παραμικρή αμυχή μπορεί να προκαλέσει ακατάσχετη αιμορραγία. Η παραμικρή πτώση μπορεί να έχει ως συνέπεια μια μοιραία εσωτερική αιμορραγία. Η αυτοκράτειρα απελπίζεται, Αναζητεί παρηγοριά στη θρησκεία (η λαμπρότητα και ο μυστικισμός της ορθόδοξης λατρείας την εντυπωσιάζουν) και αποθέτει τις ελπίδες της για θεραπεία του παιδιού της σε απίστευτους τυχοδιώκτες, όπως είναι ο Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς Ρασπούτιν, από το Ποκρόφσκογε, κοντά στον Τιουμέν, μεταξύ Ουραλίων και δυτικής Σιβηρίας. Χάρη στις ικανότητες αυτοδίδακτου ψυχολόγου και υπνωτιστή, καθώς και σε μερικές ευτυχείς συμπτώσεις [5], ο άνθρωπος αυτός που ούτε μοναχός ήταν ούτε είχε χειροτονηθεί ιερέας [6] πείθει την αυτοκράτειρα ότι είναι ικανός για αυτό που ακόμη και οι καλύτεροι γιατροί θεωρούν ότι υπερβαίνει τις δυνατότητες της επιστήμης. Για τη ζωή του Ρασπούτιν και την επιρροή του στην τσαρική αυλή έχουν γραφτεί αμέτρητα βιβλία. Πιο σημαντικό είναι να αναλογιστούμε τι εντύπωση προκαλούσε στην κοινή γνώμη και πόσο έφθειρε τη φήμη της τσαρικής οικογένειας, της αυλής και του καθεστώτος συνολικά. Μα, όποτε κάποιος επιχειρούσε να συμβουλέψει τον τσάρο να απομακρύνει τον Ρασπούτιν από την αυλή εκείνος απαντούσε: «Ο Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς χαίρει της εμπιστοσύνης της αυτοκράτειρας. Επομένως, πρόκειται για οικογενειακό ζήτημα. Και δεν επιτρέπω σε κανέναν να ανακατεύεται σε θέματα της οικογένειάς μου!»
Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν κατά τα φαινόμενα την εικόνα ενός τσάρου που έχει μοιρολατρικά αποδεχθεί την κακοτυχία να είναι ο τελευταίος της δυναστείας του. Έρχονται, όμως, σε αντίθεση με τον τρόπο που ο τσάρος άσκησε την εξουσία και την πεισματική άρνησή του να εκχωρήσει ακόμη και την παραμικρή αρμοδιότητα σε κάποιο πρόσωπο ή συλλογικό όργανο. Ο Νικόλαος ήθελε να ασχολείται με όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Μπορούσε να σπαταλήσει ημέρες εξετάζοντας το σχέδιο διορισμού κατώτερων υπαλλήλων σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία. Αδυνατούσε να διακρίνει το σημαντικό από το επουσιώδες και του έλειπε η συνθετική ικανότητα. Λένε πως η ευγένειά του δεν του επέτρεπε να φέρνει έντονες αντιρρήσεις στα μέλη της κυβέρνησής του στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους. Ίσως, όμως, η στάση αυτή να ήταν απλώς ένας εύσχημος τρόπος για να τους ελέγχει καλύτερα, αποκρύπτοντας τις σκέψεις και τις προθέσεις του. Πρωθυπουργοί και υπουργοί πληροφορούνταν την απόλυσή τους την επομένη μιας προσωπικής συνάντησης με τον τσάρο από την οποία είχαν αποχωρήσει βέβαιοι για το ότι ο μονάρχης είχε πεισθεί για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους! Πολιτικοί με έντονη προσωπικότητα και ικανότητες, όπως ο Βίττε και ο Στολίπιν, δεν ήταν οι πιο συμπαθείς στον Νικόλαο. Προτιμούσε τύπους που του συμπεριφέρονταν δουλικά.
Οι προσωπικές αδυναμίες του μονάρχη θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν αν αυτός διέθετε θεσμικούς μηχανισμούς άσκησης της εξουσίας ικανούς να διασφαλίσουν τα συμφέροντα και την επιβίωση της δυναστείας. Συνέβαινε, όμως, κάτι τέτοιο;
2. Μηχανισμοί εξουσίας και θεσμικά και εξωθεσμικά ερείσματα
i) Ο αυτοκρατορικός στρατός: Το στράτευμα αποτελεί κατά κανόνα το αγαπημένο στήριγμα μιας απολυταρχίας. Ο τσαρικός στρατός διακρίνεται από δύο γνωρίσματα, αλληλένδετα μεταξύ τους: τον έντονα ταξικό χαρακτήρα του και την παράλογα αυστηρή πειθαρχία που επικρατεί στις τάξεις του. Οι αξιωματικοί του προέρχονται όλοι από την αριστοκρατία και την ανώτερη αστική τάξη, οι απλοί στρατιώτες είναι αγρότες χωρικοί, οι περισσότεροι παιδιά πρώην δουλοπάροικων. Οι πρώτοι αντιμετωπίζουν τους δεύτερους με απίστευτη περιφρόνηση και τους επιβάλλουν ταπεινωτικές τιμωρίες (συχνά σωματικές) για το παραμικρό παράπτωμα. Μεταξύ των αξιωματικών διαπιστώνονται δύο τάσεις. Οι αξιωματικοί της «παλιάς σχολής», θεωρούν σημαντικότερες τις σχέσεις με την αυλή (γιατί αυτές εξασφαλίζουν προαγωγές), πιστεύουν ότι το ιππικό είναι ό,τι ευγενέστερο στην τέχνη του πολέμου, αρκούνται να οδηγούν τους στρατιώτες τους σε παρελάσεις. Δίπλα σε αυτούς, υπάρχουν και αξιωματικοί εμφορούμενοι από επαγγελματική νοοτροπία που παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις σε θέματα στρατηγικής κι εξοπλισμών. Προς το παρόν, η πρώτη κατηγορία φαίνεται να επικρατεί.
Στην πράξη, ο ρωσικός στρατός πάσχει από την ατελή εκβιομηχάνιση και την τεχνολογική υστέρηση της αυτοκρατορίας. Η βιομηχανική παραγωγή δεν αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του στρατεύματος σε όπλα και πυρομαχικά, ακόμη και σε ιματισμό και εφόδια (για αυτό και πολλοί στρατιώτες παίρνουν άτυπα άδεια για να εργαστούν ως εποχιακοί αγροτικοί εργάτες ή βοηθοί σε βοτεχνίες). Σε ό,τι αφορά τα νέα όπλα, η Ρωσία εξαρτάται από την αλλοδαπή τεχνολογία, κυρίως τη γερμανική. Επιπλέον, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, στερείται ζωτικούς πόρους: καθώς το κράτος ρίχνει το βάρος των προσπαθειών του στην εκβιομηχάνιση, οι στρατιωτικές δαπάνες υποχωρούν σε ποσοστό μικρότερο του 20 % επί του συνόλου των δημοσίων δαπανών.
ii) Η τσαρική δημόσια διοίκηση: Ιεραρχημένη σε 14 βαθμούς (από τον κατώτατο 14ο στον ανώτατο 1ο βαθμό), η τσαρική δημόσια διοίκηση εντυπωσιάζει με την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει σε θέματα εθιμοτυπίας. Οι κανονισμοί προβλέπουν ειδική στολή για κάθε βαθμό, μαζί με τα ανάλογα διακριτικά, σειρήτια κι επωμίδες, τα παράσημα και τα μετάλλια που συνοδεύουν κάθε προαγωγή, τις προσήκουσες προσφωνήσεις. Η προαγωγή στον 4ο βαθμό συνεπαγόταν και την κτήση τίτλου ευγενείας για όσους δημόσιους υπαλλήλους δεν ήταν ήδη μέλη της αριστοκρατίας. Η ρωσική δημόσια διοίκηση ήταν ανοιχτή σε όλους, αρκεί να είχαν πανεπιστημιακό πτυχίο ή απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με άριστα. Η απουσία, όμως, πραγματικής αστικής τάξης είχε ως συνέπεια σχεδόν τα τρία τέταρτα των υπαλλήλων να προέρχονται από τις τάξεις των ευγενών.
Όσοι θυμούνται τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ πιστεύουν ότι η ρωσική δημόσια διοίκηση στελεχωνόταν από ένα μείγμα ανίκανων, διαφθαρμένων που στοχεύουν αποκλειστικά στον προσωπικό πλουτισμό και καρριεριστών που με τις δημόσιες σχέσεις τους θα εξασφαλίσουν προαγωγές. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Αυτό που λείπει δεν είναι τα ικανά στελέχη, οι δε προαγωγές βασίζονται συνήθως σε αξιοκρατικά κριτήρια. Τα προβλήματα της διοίκησης είναι πρωτίστως δομικά. Δεν υφίσταται σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων, με συνέπεια συχνές συγκρούσεις μεταξύ των υπηρεσιών των διαφόρων υπουργείων για τη ρύθμιση του ιδίου θέματος. Το πρόβλημα επιτείνεται εξαιτίας της πολυνομίας και, κυρίως, της έλλειψης σαφούς ιεράρχησης της τυπικής ισχύος των διαφόρων νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων. Συνήθως απαιτείται η παρέμβαση του τσάρου για να επιλυθεί η αναπόφευκτη σύγκρουση αρμοδιοτήτων ή νομοθετημάτων. Άμεση συνέπεια του προβλήματος είναι ότι τα υπουργεία καταλήγουν να λειτουργούν ως αυτόνομες μικρές κυβερνήσεις χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συνεργασία και συντονισμός των δράσεών τους. Το Υπουργείο Οικονομικών, στοχεύοντας στην εκβιομηχάνιση και των εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας υιοθετεί «προοδευτικές» θέσεις, ενώ το Υπουργείο Εσωτερικών, αρμόδιο και για την τήρηση της τάξης, ρέπει προς τον έντονο συντηρητισμό. Κάπως έτσι εξηγείται και το παράδοξο της συνύπαρξης μιας ιδιαιτέρως φιλελεύθερης οικονομίας, αφενός, με την απολυταρχία και το αστυνομικό κράτος, αφετέρου.
Στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας βρίσκονται οι κυβερνήτες των 89 επαρχιών (κυβερνείων) της αυτοκρατορίας. Επίσημοι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα ενεργούν συχνά ως τοπικοί μονάρχες με όλα τα αρνητικά επακόλουθα. Είναι αρμόδιοι για τη συλλογή των φόρων, αρμοδιότητα που τους παρέχει δυνατότητα ίδιου πλουτισμού, και για την επίλυση των συγκρούσεων αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων δημόσιων υπηρεσιών.
Τέλος, το μεγάλο δομικό πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης είναι η υποστελέχωση. Το τσαρικό κράτος διαθέτει 4 δημοσίους υπαλλήλους ανά 1.000 κατοίκους, ενώ λ.χ. στη Γαλλία η αναλογία είναι σχεδόν 18 προς 1.000. Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο στην τακτική αστυνομία, η οποία, σε αντίθεση προς την Οχράνα, στερείται ακόμη και τα στοιχειώδη μέσα. Στις αρχές του 20ού αιώνα αναγκάζεται να στρατολογεί ντόπιους χωρικούς, οι οποίοι είναι εντελώς ανεκπαίδευτοι και, λόγω καταγωγής και ένταξης στις τοπικές κοινωνίες, δεν παρέχουν κανένα εχέγγυο αμεροληψίας.
Συνέπεια των δεδομένων αυτών είναι ο περιορισμός του χώρου άσκησης της δημόσιας εξουσίας στις πρωτεύουσες των επαρχιών και στις πόλεις. Η ύπαιθρος σχεδόν εκφεύγει της κρατικής δικαιοδοσίας. Άλλοι παράγοντες υποκαθιστούν το κράτος στην άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του.
iii) Η Εκκλησία: Η συνδρομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι διττή. Αφενός, αποτελεί κήρυκα της ιδεολογίας που εμφανίζει τον τσάρο ως ελέω Θεού μονάρχη και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας έναντι των αλλόθρησκων και των αλλόδοξων. Αφετέρου, ασκεί στην πράξη διοικητικά καθήκοντα στην ύπαιθρο, εκεί που το επίσημο κράτος απουσιάζει. Ενημερώνει τις αρχές για ληξιαρχικές μεταβολές και άλλα θέματα. Τέλος, μεταξύ των άτυπων καθηκόντων των ιερέων είναι και η ενημέρωση των αρχών για περιπτώσεις τυχόν επικίνδυνων ατόμων εμφορούμενων από επαναστατικές κι ανατρεπτικές ιδέες.
Και η Εκκλησία διακρίνεται για τον έντονο συντηρητισμό της. Οι τελευταίες σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και τη λειτουργία της ανάγονται στον 17ο αιώνα και τις μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνα, οι οποίες, άλλωστε, προκάλεσαν σχίσμα στους κόλπους της. Εκείνοι που δεν τις αποδέχθηκαν, οι «Παλαιόπιστοι», θύματα διώξεων και διακρίσεων, οργανώθηκαν σε απομονωμένες κοινότητες, κυρίως πέραν των Ουραλίων (στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αριθμός τους υπερέβαινε τα 15 εκατομμύρια).
Το κύριο πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας έγκειται στην αδυναμία της να προσαρμοστεί στις αλλαγές της εποχής. Στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες αστικές περιοχές υποεκπροσωπείται και αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στους έως τότε πιστούς της όσον αφορά το νέο πλαίσιο ζωής τους. Φυσικό περιβάλλον και προνομιακός χώρος δράσης της μοιάζει να είναι αποκλειστικά η κοινωνία της υπαίθρου.
iv) Οι αγροτικές κοινότητες: Οι φιλολαϊκοί επαναστάτες, διανοητές και λογοτέχνες που υμνούσαν τη ρωσική ψυχή είχαν στο μυαλό τους μια εξιδανικευμένη εικόνα των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων, οι οποίες παρουσιάζονταν ως παράδεισος ισότητας κι αλληλεγγύης. Η αλήθεια ήταν αρκετά διαφορετική. Επρόκειτο για κοινωνία βαθύτατα συντηρητική, πατριαρχική και ολιγαρχική, κι απίστευτα σκληρή, σμιλεμένη από αιώνες αγώνα επιβίωσης υπό αντίξοες συνθήκες και την καταπίεση των γαιοκτημόνων και της κεντρικής εξουσίας. Στο πλαίσιο της ευρύτερης οικογένειας, ο πατριάρχης είχε απόλυτη εξουσία επί όλων των υπολοίπων μελών. Στο πλαίσιο κάθε χωριού, η εξουσία αυτή ανήκε στους δημογέροντες, οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις των πιο εύπορων οικογενειών και είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις απόψεις τους στις συνελεύσεις των χωρικών. Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων (εκτός, βεβαίως, εκείνων των γαιοκτημόνων) δεν αποτελούσαν ατομικές ιδιοκτησίες, αλλά ανήκαν στην κοινότητα η οποία τις αναδιένειμε με κριτήριο τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας.
Η ρωσική αγροτική κοινότητα αντιμετώπιζε με καχυποψία κάθε καινοτομία. Οι ιδεαλιστές που κατέφθαναν στα χωριά από τις πόλεις για να ιδρύσουν συνεταιρισμούς με σκοπό την εισαγωγή νέων τεχνικών, την καλύτερη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την κατασκευή καλύτερων εργαλείων, αντιμετωπίζονταν εχθρικά. Παράλληλα, η κοινωνία αυτή είχε ήθη κι έθιμα που σήμερα φαντάζουν άξεστα. Πρωτίστως, ήταν ιδιαιτέρως βίαιη. Η ενδοοικογενειακή βία ήταν κάτι το φυσικό. Όσο για τυχόν αξιόποινες πράξεις, αυτές δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων. Δικαιοσύνη απένειμε η συνέλευση του χωριού τιμωρώντας με φριχτά βίαιες μεθόδους παραβάτες και παρείσακτους.
Οι συνθήκες, όμως, άλλαζαν. Η εσωτερική μετανάστευση, με τους χωρικούς που μετοικούσαν στις πόλεις για να εργαστούν στις βιομηχανίες, η δημόσια εκπαίδευση που είχε ως συνέπεια όλο και περισσότεροι χωρικοί να γνωρίζουν γραφή κι ανάγνωση και η δίψα για περισσότερη γη και δικαιώματα άρχισαν να μεταβάλλουν τη θέση των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων. Από στήριγμα του καθεστώτος μπορούσαν ευχερώς να γίνουν αμφισβητίες τους και μάλιστα χωρίς να ξεχνούν τις βίαιες συνήθειές τους.
β. Καλοπροαίρετοι αμφισβητίες και ορκισμένοι εχθροί
1. Απογοητευμένοι ευγενείς και διεκδικητικοί αστοί.
Οι ευγενείς της ρωσικής επαρχίας ήταν φυσικοί σύμμαχοι και κατεξοχήν στήριγμα του τσαρικού καθεστώτος. Εγκλωβισμένες, όμως, μεταξύ αλλεπάλληλων αγροτικών κρίσεων και ανάπτυξης του καπιταλισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1870 οι περισσότερες αριστοκρατικές οικογένειες είχαν καταλήξει να είναι υπερχρεωμένες. Εάν ήθελαν να διατηρήσουν το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο θα έπρεπε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να εκμεταλλευτούν τα αγροκτήματά τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις τις καπιταλιστικής οικονομίας. Όσοι κατόρθωναν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες εμπλέκονταν μοιραία και στα συμβούλια των ΟΤΑ, τα ζέμστβα. Εν μέρει το πνεύμα της εποχής και εν μέρει η ψυχολογική ανάγκη να εξοφλήσουν το «χρέος» που είχαν συσσωρεύσει αιώνες καταπίεσης των πρώην δουλοπάροικών τους οδηγούσαν τους ευγενείς σε ένα πατερναλιστικό φιλανθρωπισμό. Προσπαθούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των αγροτών, να προωθήσουν τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία, να δημιουργήσουν στις επαρχίες τους τις αναγκαίες υποδομές (δρόμους και γέφυρες). Οι ανάγκες των νέων δομών είχαν ως αναγκαία συνέπεια τη συγκρότηση μιας τάξης νέων και ικανών στελεχών, πολλές φορές με αγροτική καταγωγή (εκπαιδευτικών, γιατρών και νοσηλευτών, γεωπόνων), εκτός της τσαρικής δημόσιας διοίκησης. Παράλληλη, η συμμετοχή αυτή στα συμβούλια τοπικής αυτοδιοίκησης γεννούσε επιθυμίες μεγαλύτερης συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ακόμη και σε κεντρικό επίπεδο.
Μια ανάλογη εξέλιξη συνέβαινε στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στα δημοτικά συμβούλια (δούμες), ευγενείς και εύποροι αστοί (επιχειρηματίες, έμποροι κι ελεύθεροι επαγγελματίες) συνασπίζονταν για να διεκδικήσουν αυτό που θεωρούσαν αυτονόητο. Τη μετάλλαξη της τσαρικής απολυταρχίας σε κοινοβουλευτικό πολίτευμα, κατά τα πρότυπα τόσων ευρωπαϊκών κρατών.
2. Εθνότητες στη «φυλακή των λαών»
Η κοινωνία της αυτοκρατορίας είναι μια πυραμίδα που ιεραρχείται με κριτήρια τόσο ταξικά όσο και εθνοτικά. Στην κορυφή της βρίσκονται οι Ρώσοι ευγενείς και η γερμανική αριστοκρατία των βαλτικών χωρών. Στη βάση της, οι «πρωτόγονοι» λαοί της Σιβηρίας, οι «υπανάπτυκτες» κι αλλόθρησκες μουσουλμανικές εθνότητες και, φυσικά, οι αιώνια κατατρεγμένοι Εβραίοι. Οι τελευταίοι είναι θύματα σαφών και ταπεινωτικών διακρίσεων: εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων δεν μπορούν να υπηρετήσουν ως αξιωματικοί στον στρατό ή στη δημόσια διοίκηση και δεν τους επιτρέπεται να εγκαθίστανται εκτός μιας καθορισμένης εδαφικής περιοχής (Черта оседлости) στα δυτικά της αυτοκρατορίας (Πολωνία, Λιθουανία, Ουκρανία, Λευκορωσία).
Ο βαθμός εθνικής αφύπνισης των πληθυσμών και η αντιμετώπισή τους από την τσαρική απολυταρχία ποικίλλει. Στην Πολωνία, με σχετικά νωπές τις αναμνήσεις των μεγαλείων του 15ου και 16ου αιώνα, υπάρχει μια πολιτική και πνευματική ελίτ που διατηρεί άσβεστη την πολωνική εθνική ταυτότητα. Στην Ουκρανία, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι εθνικές ανησυχίες είναι σε σημαντικό βαθμό εισαγόμενες, μια και πρωτοστατεί το ουκρανικό στοιχείο της Γαλικίας η οποία ανήκει στους Αψβούργους. Η πολιτική των δεύτερων είναι πολύ πιο φιλελεύθερη από εκείνη των τσάρων, ενώ στην περίπτωση των Ουκρανών η ενθάρρυνση της εθνικής ταυτότητάς τους εκ μέρους της Διπλής Μοναρχίας στοχεύει και στην πρόκληση προβλημάτων στην αντίπαλη γειτονική δύναμη. Στη ρωσοκρατούμενη Ουκρανία, η ενίσχυση μιας ιδιαίτερης εθνικής συνείδησης είναι έργο λογοτεχνών και, κυρίως, πολιτιστικών συλλόγων με αποστολή τη διάδοση της ουκρανικής γλώσσας και κουλτούρας. Στην περίπτωση των μουσουλμανικών πληθυσμών, όπου το ιδιαίτερο στοιχείο είναι η θρησκεία και όχι κάποια εθνοτική συνείδηση, οι στάσεις ποικίλλουν. Πρωτοπόροι στο κίνημα του τζαντιντισμού που στοχεύει μέσω της λαϊκής εκπαίδευσης στη χεραφέτηση από τον θρησκευτικό συντηρητισμό, οι Τάταροι οραματίζονται μια μουσουλμανική ένωση στην οποία θα έχουν την πρωτοκαθεδρία. Άλλοι, όπως οι Μπασκίριοι και οι Αζέροι, προτιμούν τη λύση μιας ρωσικής ομοσπονδίας που θα τους παρέχει αυξημένη αυτονομία.
Αν η τσαρική αυτοκρατορία αποτελεί «φυλακή των λαών» τα κελλιά της προσφέρουν διαφορετικά επίπεδα ανέσεων. Η Φινλανδία απολαύει μεγάλης αυτονομίας, μια και όταν οι τσάροι την κατέκτησαν από τους Σουηδούς δεσμεύθηκαν να σεβαστούν όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα που είχαν παραχωρηθεί στους Φινλανδούς. Το καθεστώς δεν αναγνωρίζει καμία εθνοτική ιδιαιτερότητα στους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους, τους οποίους θεωρεί (όχι εντελώς αδικαιολόγητα) Ρώσους που μιλούν διαφορετική διάλεκτο και έχουν διαφορετικά έθιμα. Τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι λαοί του Καυκάσου κρίνονται ανέτοιμοι για αποσχιστικές τάσεις, ενώ οι Πολωνοί αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη καχυποψία. Εν γένει, κατά τη διάρκεια της βασιλείας των δύο τελευταίων τσάρων και παρά το πνεύμα της εποχής που ευνοεί την εκδήλωση εθνικιστικών κινημάτων, η μεταχείριση των εθνοτήτων από το καθεστώς επιδεινώνεται. Παντού ακολουθείται πρόγραμμα εκρωσισμού. Στους Πολωνούς απαγορεύεται να μιλούν τη γλώσσα τους. Στα σχολεία, οι μαθητές διδάσκονται την πολωνική λογοτεχνία σε ρωσική μετάφραση!
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο έγκειται στο ότι συχνά οι εθνοτικές διεκδικήσεις συμπλέκονται με τις πολιτικές. Πολλές φορές της προσπάθειας ηγούνται κόμματα με σοσιαλιστική ιδεολογία. Επανερχόμαστε, δηλαδή, στη σημασία του διττού, εθνοτικού και ταξικού, χαρακτήρα της διαστρωμάτωσης της τσαρικής κοινωνίας. Οι κυρίαρχες τάξεις διαφέρουν και εθνοτικά από τις εξουσιαζόμενες: αγρότες των περιοχών της Βαλτικής κατά Γερμανών γαιοκτημόνων, Ουκρανοί αγρότες κατά Πολωνών ευγενών στη δυτική Ουκρανία, κατά Ρώσων αξιωματούχων και αστών στην κεντρική και ανατολική, Γεωργιανοί κι Αζέροι αγρότες, μικρέμποροι κι εργάτες κατά Αρμένιων αστών κ.ο.κ. Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα που ιδρύεται στην τσαρική αυτοκρατορία είναι η Μπουντ, η Γενική Ομοσπονδία Εβραίων Εργατών στη Λιθουανία, την Πολωνία και τη Ρωσία (Algemeyner Yidisher Arbeter Bund in Litah, Poyln un Rusland), οργάνωση που εκτός των άλλων διεκδικεί την αναγνώριση της εβραϊκής εθνικής κοινότητας και την παροχή δικαιωμάτων που περιλαμβάνουν την επίσημη χρήση των γίντις. Αλλά, βέβαια, οι σοσιαλιστές δεν περιορίζονται στη Μπουντ.
3. Σοσιαλιστές επαναστάτες
Что делать: Το 1862 ο Ρώσος διανοητής Νικολάι Γκαβρίλοβιτς Τσερνισέφσκι εκδίδει το μυθιστόρημά του «Τι πρέπει να κάνουμε;» («Что делать?»[7]). Το έργο αυτό και ο ασκητικός ήρωάς του Ραχμέτοφ θα γαλουχήσουν γενιές Ρώσων επανασταστών. Σε μια χώρα που η πολιτική είναι απαγορευμένη από το καθεστώς, μοιραία αντικαθίσταται από τη λογοτεχνία. Οι Τουργκένιεφ, Ντοστογέφσκι και Τολστόι συνέβαλαν πιθανότατα καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ρώσου επαναστάτη. Δεν εκπλήσσει, επομένως, διόλου το ότι οι επαναστατικές ιδεολογίες υπήρξαν αρχικά υπόθεση της διανόησης, της ιντελλιγκέντσιας.
Εν αρχή υπήρξαν οι λαϊκιστές ή μάλλον οι «φίλοι του λαού» (народники): κάποιοι από αυτούς, εμπνεόμενοι από τον νιχιλιστή Σεργκέι Γκενάντιεβιτς Νετσάγεφ, ιδρύουν την οργάνωση Ναρόντναγια Βόλια που επιδίδεται σε τρομοκρατικές επιθέσεις κατά του καθεστώτος. Ένα μέρος της τάσης αυτής εξελίσσεται, στις αρχές του 20ού αιώνα, στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα (Партия социалистов-революционеров), το οποίο, με ηγέτη τον νομικό Βίκτορ Μιχάιλοβιτς Τσερνόφ (1873-1952), θα αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στους αγροτικούς πληθυσμούς της χώρας.
Μαρξισμός: Τον Μάρτιο του 1872, η τσαρική λογοκρισία κάνει το μεγάλο λάθος να επιτρέψει την κυκλοφορία της ρωσικής μετάφρασης του «Κεφαλαίου» του Καρόλου Μαρξ. Το βιβλίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η ρωσική διανόηση αγκαλιάζει τον μαρξισμό. Πράγματι, ο μαρξισμός έχει το πλεονέκτημα να προσφέρει μια ορθολογική και επιστημονικοφανή εξήγηση για την κοινωνική εξέλιξη. Κι έρχεται από τη Δύση, στοιχείο που πάντα προσελκύει τις ρωσικές ελίτ που διψούν για εκσυγχρονισμό. Ένας από τους πρώτους που προσηλυτίζονται στη νέα ιδεολογία είναι και ο Γκεόργκι Βαλεντίνοβιτς Πλεχάνοφ (1856-1918), ο πατριάρχης του ρωσικού σοσιαλισμού.
Τον Μάρτιο του 1898, ιδρύεται στο Μινσκ το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Российская Социал-Демократическая Рабочая Партия) το οποίο συνενώνει τις διάφορες μαρξιστικές ομάδες. Την Πρωτοχρονιά του 1901 εκδίδεται στη Λειψία το πρώτο φύλλο της κομματικής εφημερίδας, της «Ίσκρα» («Искра» = «Σπίθα»). Η έκδοση αυτή είναι έργο του Πλεχάνοφ και δύο στελεχών με μεγάλο μέλλον στον χώρο, του Γιούλι Όσιποβιτς Τσεντερμπάουμ, γνωστότερου ως Μάρτοφ, και του Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ.
Λένιν:
«Ιδιαιτέρως προικισμένος, πάντοτε τακτικός και επιμελής στην εργασία του, ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ πρώτευσε σε όλα τα μαθήματα. Το χρυσό μετάλλιο που του απονέμεται κατά το πέρας των σπουδών του επιβραβεύει τον πλέον άξιο μαθητή βάσει των εκθέσεων ελέγχου των δεξιοτήτων του, της διαγωγής του και της προόδου που σημείωσε. Τόσο εντός του λυκείου μας όσο και εκτός αυτού ουδέποτε έδωσε, με τα λόγια ή τις πράξεις του, την παραμικρή αφορμή που θα μπορούσε να μας δυσαρεστήσει. Η θρησκεία και η πειθαρχία υπήρξαν τα θεμέλια της επιτυχέστατης εκπαιδεύσεώς του». [Λυκειάρχης Φιόντορ Κερένσκι]
Ακόμη και σήμερα, δεν είμαστε βέβαιοι για την καταγωγή του ηγέτη των Μπολσεβίκων. Η οικογένεια του πατέρα του καταγόταν από το Αστραχάν και τη θεωρούσαν ρωσική από εθνοτική άποψη, αλλά είναι βέβαιο ότι στις φλέβες του έτρεχε και καλμουκικό αίμα κι ίσως ταταρικό, τσουβασικό ή από τη Μορδοβία. Ο παππούς της μητέρας του ήταν ένας Εβραίος έμπορος από τη Βολυνία. Ο γιος του ασπάσθηκε τον χριστιανισμό προκειμένου να σταδιοδρομήσει ως γιατρός-φυσικοθεραπευτής και να καταλήξει γαιοκτήμονας. Η γιαγιά του Λένιν από τη μητρική γραμμή ήταν γερμανοσουηδικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, ο Λένιν ανήκε στην ανώτερη τάξη, για τη ακρίβεια στην αριστοκρατία. Ο πατέρας του, ο Ιλιά Νικολάγεβιτς Ουλιάνοφ, σπούδασε φυσικομαθηματικός στο Πανεπιστήμιο του Καζάν και σταδιοδρόμησε ως διευθυντής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Σιμπίρσκ, στον μέσο Βόλγα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, τα δημόσια σχολεία της περιφέρειας εικοσιπλασιάσθηκαν. Φθάνοντας στους ανώτερους βαθμούς της τσαρικής δημόσιας διοίκησης, ο Ιλιά Ουλιάνοφ απέκτησε τίτλο ευγενείας.
Ίσως η Ιστορία να ήταν διαφορετική αν δύο τραγωδίες δεν χτυπούσαν την οικογένεια Ουλιάνοφ. Το 1886 πεθαίνει ο πατέρας από εγκεφαλικό. Ένα χρόνο μετά, ο μεγάλος αδελφός του Βλαδίμηρου, ο Αλέξανδρος εμπλέκεται σε συνωμοσία κατά του τσάρου και εκτελείται. Ο Βλαδίμηρος προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες σπουδάζοντας στη νομική του Καζάν, αλλά η αστυνομία τον παρακολουθεί και τον θεωρεί ύποπτο ως αδελφό ενός επικίνδυνου επαναστάτη. Ο Λένιν θα ολοκληρώσει τις σπουδές του μέσα από χίλιες δυσκολίες, αλλά πλέον έχει ασπασθεί κι αυτός την επαναστατική ιδεολογία. Φυλακίζεται για ένα χρόνο το 1896 και στη συνέχεια εκτοπίζεται στη Σιβηρία για τρία χρόνια. Οι συνθήκες της εξορίας του είναι σχετικά άνετες. Κατά τη διάρκειά της νυμφεύεται τη φίλη του Ναντέζντα Κρούπσκαγια. Το 1900 επιλέγει να εγκατασταθεί στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Ζυρίχη. Ασχολείται με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τα βασικά στελέχη του οποίου βρίσκονται και αυτά στη δυτική Ευρώπη. Την εποχή εκείνη υιοθετεί και το ψευδώνυμο Λένιν, το οποίο παραπέμπει στον μεγάλο ποταμό της ανατολικής Σιβηρίας (αν και ο τόπος εξορίας του ιδίου βρισκόταν αρκετά δυτικότερα).
Διάσπαση: Το δεύτερο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το οποίο διοργανώνεται στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, σημαδεύεται από τη σύγκρουση μεταξύ των δύο παλαιών συντρόφων Ουλιάνοφ και Μάρτοφ και τη διάσπαση του χώρου. Ο Λένιν υποστηρίζει την επιλογή ενός κόμματος συγκεντρωτικού αποτελούμενου από επαγγελματικά στελέχη, ο Μάρτοφ θέλει ένα κόμμα πιο ανοιχτό στις μάζες. Στην ψηφοφορία που ακολουθεί σχετικά με το θέμα αυτό οι απόψεις του Λένιν υπερψηφίζονται. Ο Λένιν θα κατορθώσει να επιβάλει μια κολακευτική ονομασία για την παράταξή του: Μπολσεβίκοι, δηλαδή «πλειοψηφικοί». Μοιραία, η ομάδα του Μάρτοφ θα καταλήξει με την ονομασία Μενσεβίκοι. Με τους Μενσεβίκους θα συνταχθεί προς το παρόν, διατηρώντας, πάντως, προσωπικές απόψεις, μια άλλη σημαντική φυσιογνωμία του ρωσικού σοσιαλισμού, ο Λεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστέιν, γνωστότερος ως Τρότσκι, γιος Εβραίου γαιοκτήμονα από την Ουκρανία. Η διάσπαση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, πάντως, θα αργήσει αρκετά να καταστεί ουσιαστική σε επίπεδο οργανώσεων και στελεχών.
Από τη διανόηση στις μάζες: Βαθμιαία, το ρωσικό σοσιαλιστικό κίνημα εξελίσσεται από υπόθεση της διανόησης σε μαζικό. Η εκβιομηχάνιση, με την εσωτερική μετανάστευση που συνεπάγεται, και η διάδοση της δημόσιας εκπαίδευσης έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός προλεταριάτου σχετικά μορφωμένου και πολιτικά συνειδητοποιημένου, έτοιμου να δεχτεί την κατήχηση των στελεχών του σοσιαλιστικού χώρου (προπαγάνδα, δηλαδή η μακροχρόνια εκπαίδευση και επιμόρφωση σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα, και αγκιτάτσια, δηλαδή η ιδιαίτερης έντασης βραχυχρόνια εκστρατεία ενημέρωσης για ένα συγκεκριμένο θέμα). Οι άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας ωθούν τους προλετάριους αυτούς στην αγκαλιά του επαναστατικού χώρου.
[4] Народная воля. Στα ρωσικά η λέξη воля έχει διττό σημασιολογικό περιεχόμενο, καθώς δηλώνει τόσο τη θέληση/βούληση όσο και την ελευθερία.
[5] Το πιο σημαντικό περιστατικό ήταν αυτό του ατυχήματος που συνέβη στον τσαρέβιτς κατά τη διάρκεια επίσκεψης στα αυτοκρατορικά κτήματα στη Σπάλα της ανατολικής Πολωνίας (Οκτώβριος 1912). Μια πτώση προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία κι ένα μεγάλο αιμαγγείωμα στη γάμπα. Οι γιατροί ήταν πεπεισμένοι ότι ο Αλέξιος δεν επρόκειτο να ζήσει. Κοινώνησε για τελευταία φορά, όπως όλοι πίστευαν. Η αυτοκράτειρα τηλεγράφησε στον Ρασπούτιν που βρισκόταν στο Ποκρόφσκογε. Μόλις πληροφορείται την είδηση, ο «άγιος άνθρωπος» αρχίζει να προσεύχεται εκστατικά. Κι έπειτα, τηλεγραφεί στην τσαρίνα: «Μη φοβάστε καθόλου! Ο Θεός είδε τα δάκρυά σας κι εισάκουσε τις προσευχές σας, Μητερούλα! Μην ανησυχείτε πλέον! Ο Μικρός δεν θα πεθάνει. Μην αφήσετε μόνο τους γιατρούς να τον κουράσουν πολύ». Σχεδόν αμέσως μετά τη λήψη του τηλεγραφήματος, η αιμορραγία του τσαρέβιτς σταματά!
[6] Κάποια στιγμή, κατ’ απαίτηση της αυτοκράτειρας, κύκλοι της αυλής και της Εκκλησίας αποφάσισαν ότι δεν θα έβλαπτε να αποκτήσει ο Ρασπούτιν και τα τυπικά προσόντα και να χειροτονηθεί ιερέας. Το σχέδιο εγκαταλείφθηκε γρήγορα, όταν διπιστώθηκε ότι ο διαβολοκαλόγερος είχε τόσο ασθενή μνήμη που αδυνατούσε να αποστηθίσει ακόμη και τις πιο βασικές περικοπές του Ευαγγελίου.
[7] Δεδομένου ότι ο τίτλος του πρωτοτύπου χρησιμοποιεί απρόσωπο ρήμα, θα ήταν ορθότερο να αποδοθεί ως «Τι δέον γενέσθαι». Αλλά, μάλλον, η χρήση καθαρεύουσας φαίνεται αδόκιμη για ένα έργο επαναστατικού χαρακτήρα.
Β. ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΡΙΣΗΣ
Ο φοβερός λιμός του 1891-1892: Πολλοί ιστορικοί και πρώτος ανάμεσά τους ο Βρετανός Ορλάντο Φάιτζες [8] θεωρούν ότι το κομβικό σημείο που σηματοδοτεί τη ρήξη στις σχέσεις μεταξύ καθεστώτος και λαϊκών μαζών είναι ο μεγάλος λιμός του 1891-1892. Τον χειμώνα και το καλοκαίρι του 1891 στο μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας επικράτησε τρομερή ξηρασία. Μοιραία η σοδειά ήταν εντελώς ανεπαρκής για τις ανάγκες του πληθυσμού. Οι αρχές κινητοποιήθηκαν μεν, εντελώς αδέξια και ανοργάνωτα δε. Μεγαλέμποροι με εσωτερική πληροφόρηση για το πρόβλημα είχαν την ευκαιρία να διαθέσουν τα αποθέματά τους σε υψηλές τιμές, προφανώς όχι στις περιοχές όπου το πρόβλημα ήταν οξύτερο. Από τα Ουράλια ως τη μαύρη Θάλασσα επικράτησε φοβερός λιμός. Έπειτα ήρθε η σειρά των επιδημιών χολέρας και τύφου. Όλοι όσοι μπορούσαν (και ιδίως οι ΟΤΑ) κινητοποιήθηκαν για να συνδράμουν στην αντιμετώπιση του δράματος, ανάμεσά τους και προσωπικόττητες όπως ο Τσέχοφ κι ο Τολστόι. Δεν μπορούσαν να κάνουν πάρα πολλά. Η συμφορά άφησε πίσω της δύο εκατομμύρια θύματα.Η εμπιστοσύνη του λαού στον τσάρο-«πατερούλη» άρχισε να εξαφανίζεται. Και η συνέχεια ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Δύο γεγονότα, εκ των οποίων το πρώτο λειτουργεί ως καταλύτης για το δεύτερο, κλονίζουν ανεπανόρθωτα την τσαρική απολυταρχία (α). Η αντίδρασή της δεν θα αποδειχθεί ικανοποιητική: οι ημιτελείς μεταρρυθμίσεις και οι απρόθυμες παραχωρήσεις δικαιωμάτων δεν αρκούν για να αντιστρέψουν την πορεία κατάρρευσης (β).
α. Η Ρωσία μεταξύ πολεμικών αποτυχιών και εσωτερικών αναταράξεων
1. Η τραγική ήττα στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο
Στην Άπω Ανατολή συγκρούονται ο ρωσικός και ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός με μήλο της έριδος την κινεζική Μαντσουρία και την Κορέα. Οι Ρώσοι επιδιώκουν να ελέγξουν τη Μαντσουρία για λόγους οικονομικής εκμετάλλευσης και προκειμένου να συντομεύσουν τη διαδρομή του Υπερσιβηρικού στο τμήμα Ιρκούτσκ-Βλαντιβοστόκ. Οι Ιάπωνες αντιδρούν. Ίσως η διένεξη να μπορούσε να διευθετηθεί διά της διπλωματικής οδού, αν δεν εμπλέκονταν και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα με διασυνδέσεις στην αυλή.
Τον Φεβρουάριο του 1904 οι Ιάπωνες επιτίθενται αιφνιδιαστικά στη ρωσική ναυτική βάση του Πορτ Άρθουρ. Τον επόμενο μήνα οι χερσαίες δυνάμεις τους αποβιβάζονται στην Κορέα την οποία και κατακτούν. Τον Αύγουστο πολιορκούν το Πορτ Άρθουρ. Οι ρωσικές δυνάμεις υποχωρούν στην ενδοχώρα, στο Μούκντεν όπου και θα δοθεί μια από τις σκληρότερες μάχες της Ιστορίας, καθώς κάθε αντίπαλος παρατάσσει στρατεύματα που υπερβαίνουν σε αριθμό τους 300.000 άνδρες (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1905). Ύστερα από 2,5 εβδομάδες σκληρών συγκρούσεων και έχοντας υποστεί βαρύτατες απώλειες, οι δυνάμεις του Αλεξέι Νικολάγεβιτς Κουροπάτκιν (πρώην Υπουργού Άμυνας και υπεύθυνου σε μεγάλο βαθμό για τη σύρραξη) αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Η ρωσική τραγωδία θα ολοκληρωθεί στα τέλη Μαΐου του 1905, στα στενά της Τσουσίμα, όπου οι Ιάπωνες κατορθώνουν να βυθίσουν το σύνολο σχεδόν του ρωσικού Στόλου της Βαλτικής που είχε σταλεί σε ενίσχυση (45 σκάφη).
Η τρομακτική υποτίμηση («νέες μογγολικές ορδές», «κίτρινοι πίθηκοι») ενός αξιόμαχου αντιπάλου με στρατεύματα εκπαιδευμένα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και ικανού να αντέξει μεγάλες απώλειες, η προσκόλληση πολλών Ρώσων στρατιωτικών σε μεθόδους στρατηγικής του 19ου αιώνα και τα άλυτα προβλήματα διοικητικής μέριμνας που προκαλεί η απόσταση 10.000 χιλιομέτρων από τις βάσεις ανεφοδιασμού του ρωσικού στρατού εξηγούν το φιάσκο. Σε κάθε περίπτωση, χάρη στις διαπραγματευτικές ικανότητες του κόμη Βίττε, επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες που διεξήχθησαν στο Πόρτσμουθ του Νιου Χάμσερ (ΗΠΑ), η Ρωσία περιόρισε στο ελάχιστο δυνατό τις εδαφικές απώλειές της. Το πρόβλημα εστιαζόταν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος είχε γιγαντώσει την αγανάκτηση κατά του τσαρικού καθεστώτος.
2. Η επανάσταση του 1905
«Κύριε,
εμείς, οι εργάτες και οι κάτοικοι της Πετρούπολης, προερχόμενοι από διάφορες τάξεις, οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας και οι ηλικιωμένοι κι ανήμποροι γονείς μας, προσερχόμαστε σε Σένα, ω Κύριε, ζητώντας δικαιοσύνη και προστασία. Είμαστε φτωχοί, καταπιεσμένοι, τσακισμένοι από μόχθο υπέρμετρο, καταφρονεμένοι, Στενάζουμε κάτω από τον δεσποτισμό και την αυθαιρεσία. Κύριε, οι δυνάμεις μας λιγοστεύουν, η υπομονή μας εξαντλείται. Έχουμε φτάσει σε εκείνη την τρομερή στιγμή που ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη συνέχιση αβάσταχτων μαρτυρίων.»
Ματωμένη Κυριακή: Εάν το σύμπαν των ρωσικών επαναστάσεων κατοικείται από παράξενα πλάσματα, ο πρεσβύτερος Γκεόργκι Απολλόνοβιτς Γκαπόν (1870-1906) διεκδικεί τον τίτλο του πιο παράξενου. Ιεροκήρυκας στις φτωχές συνοικίες της πρωτεύουσας, ο Γκαπόν πίστευε ακράδαντα στον ιερό δεσμό που ένωνε τον τσάρο με τους φτωχούς υπηκόους του, στην υποχρέωση του μονάρχη να μεριμνεί για τους πιο καταφρονεμένους. Η δράση του προσελκύει την προσοχή της Οχράνα, της τσαρικής μυστικής αστυνομίας, η οποία τον στρατολογεί. Αν οι εργάτες πρέπει οπωσδήποτε να οργανωθούν και να διεκδικήσουν δικαιώματα, καλύτερα να το κάνουν μέσω ομάδων και προσώπων που ελέγχει το καθεστώς, αντί να πέσουν στα νύχια των σοσιαλιστών και άλλων επαναστατών! Ο Γκαπόν είναι ακαταπόνητος: οργανώνει μυριάδες εργατικών συλλόγων με σκοπό τη μόρφωση των εργατών ή την κοινωνική αλληλεγγύη. Σταδιακά ξεχωρίζει ως ηγετική μορφή του εργατικού κινήματος και απομακρύνεται από τους εργοδότες του. Πιστεύει πλέον ότι η θεία πρόνοια τον έχει στείλει για να βοηθήσει τους εργάτες να ξεφύγουν από τη μιζέρια.
Τις πρώτες ημέρες του 1905 κύμα απεργιών ξεσπά στην πρωτεύουσα. Ο Γκαπόν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία κι οργανώνει μια μεγάλη διαδήλωση, συντάσσοντας και το ανωτέρω ψήφισμα διαμαρτυρίας. Το χιονισμένο πρωινό της 9ης Ιανουαρίου 1905, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών ακόμη χτυπούσαν, χιλιάδες εργάτες ξεκίνησαν με προορισμό τα Χειμερινά Ανάκτορα βαδίζοντας σε μια πόλη όπου στρατεύματα είχαν παραταχθεί σχεδόν σε κάθε γωνιά της. Μπροστά προχωρούσε ο πρεσβύτερος Γκαπόν κρατώντας τον σταυρό. Πίσω του κρατούσαν μια εικόνα του τσάρου κι ένα μεγάλο λευκό λάβαρο με το σύνθημα «Οι στρατιώτες δεν πυροβολούν τον λαό». Όταν η πορεία πλησίαζε στην Πύλη της Νάρβας μια ίλη ιππικού επιτέθηκε στους διαδηλωτές. Οι στρατιώτες που είχαν παραταχθεί μπροστά στην πορεία άρχισαν να πυροβολούν το πλήθος. Σαράντα άτομα έπεσαν νεκρά. Την ίδια ώρα, ανάλογες σκηνές συνέβαιναν και σε άλλα σημεία της πόλης. Ο κύριος όγκος της πορείας, κάπου 60 χιλιάδες άτομα, κατευθύνθηκε προς τη Λεωφόρο Νιέφσκι. Οι στρατιώτες ύψωσαν τα τουφέκια τους. Οι διαδηλωτές έκαναν τον σταυρό τους. Μια σάλπιγγα ήχησε. Κι έπειτα ο στρατός άνοιξε πυρ χτυπώντας αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όταν οι επιζώντες συνήλθαν, τους πλημμύρισε η οργή. Το κέντρο της πρωτεύουσας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Στήθηκαν οδοφράγματα, έγιναν λεηλασίες. Ο Γκαπόν βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του λογοτέχνη Μαξίμ Γκόρκι, έπειτα διέφυγε στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα δεν είμαστε βέβαιοι για τον ακριβή αριθμό των θυμάτων της Ματωμένης Κυριακής. Σύμφωνα με τις αρχές, αυτός ανερχόταν στους 96 νεκρούς και περίπου 350 τραυματίες. Ο ξένος τύπος έκανε λόγο για 2 έως 10 χιλιάδες νεκρούς (ο πραγματικός αριθμός πρέπει να ήταν περίπου 200 νεκροί και 800 τραυματίες).
Επαναστάσεις, ταραχές και εξεγέρσεις: Η Επανάσταση του 1905 αποτελείται από ένα πολύμορφο σύνολο ταραχών που ξεσπούν στο μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής επικράτειας της αυτοκρατορίας, χωρίς να συνδέονται ευθέως μεταξύ τους. Ενδεικτικά μπορούν να μνημονευθούν:
– Πολυάριθμες αγροτικές ταραχές, κυρίως στην κεντρική Ρωσία, οι οποίες ξεσπούν από το θέρος του 1905 και συνεχίζονται και κατά τη διάρκεια του επομένου έτους. Οι χωρικοί πυρπολούν τα κτήματα και τις επαύλεις των γαιοκτημόνων (περίπου 3 χιλιάδες αρχοντικά καίγονται).
– Η ανταρσία των ναυτών του θωρηκτού Πατιόμκιν ενώ αυτό έπλεε στη Μαύρη Θάλασσα. Οι ναύτες διαμαρτύρονται για το σάπιο κρέας που τους σερβίρουν. Οι αξιωματικοί απαντούν εκτελώντας τον πρωτεργάτη της διαμαρτυρίας. Οι ναύτες στασιάζουν, σκοτώνουν τους αξιωματικούς και κατευθύνουν το σκάφος στο λιμάνι της Οδησσού. Εκεί αφήνουν το σώμα του νεκρού συντρόφου τους στην αρχή της μεγάλης σκάλας που συνδέει το λιμάνι με το κέντρο της πόλης, μαζί με τιμητικό άγημα. Ο λαός έρχεται να προσκυνήσει τον μάρτυρα της εξέγερσης. Επεμβαίνει ο στρατός με σκοπό να διαλύσει το πλήθος. Οι στρατιώτες ανοίγουν πυρ. Απολογισμός; 2 χιλιάδες νεκροί!
– Εθνοτικές ταραχές με κύριο αίτημα την αυτοδιάθεση, στην Πολωνία, τη Λεττονία και τη Φινλανδία.
– Η συγκρότηση για πρώτη φορά συμβουλίων εργατών (σοβιέτ) στις μεγάλες πόλεις (ο Τρότσκι υπήρξε πρωτεργάτης της προσπάθειας αυτής).
– Η γενική απεργία του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1905 που κυριολεκτικά παρέλυσε την αυτοκρατορία.
– Η μεγάλη εξέγερση της Μόσχας, τον Δεκέμβριο του 1905. Ξεσπά μετά τη σύλληψη της ηγεσίας του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Οι Μπολσεβίκοι εξοπλίζουν τους εργάτες και γρήγορα ολόκληρη η Μόσχα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Οι εξεγερμένοι ελέγχουν μεγάλο μέρος της πόλης. Θα μπορούσαν να καταλάβουν ακόμη και το Κρεμλίνο, αλλά προτίμησαν την υπεράσπιση των εργατικών συνοικιών της πόλης. Στρατός και αστυνομία χρειάστηκαν πολλές ημέρες για να αποκαταστήσουν την τάξη.
β. Η αποτυχημένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια
1. Απρόθυμες παραχωρήσεις
«(Νικόλαος Β΄) – Κάποιος θα έλεγε ότι φοβάστε μήπως ξεσπάσει επανάσταση!
(Αλεξάντρ Γκριγκόριεβιτς Μπουλίγκιν, Υπουργός Εσωτερικών) – Μεγαλειότατε, η επανάσταση έχει ήδη αρχίσει!»
Δούμα Μπουλίγκιν: Και πάλι ο Νικόλαος έδειξε να αδυνατεί να αντιληφθεί το μέγεθος της κρίσης και του κινδύνου. Με μισή καρδιά δέχτηκε την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών για την εκπόνηση ενός σχεδίου Συντάγματος με πρόβλεψη για Κοινοβούλιο. Ακολουθώντας όλες τις υποδείξεις της αυλής, ο δύστυχος Μπουλίγκιν παρουσίασε τον Αύγουστο του 1905 ένα σχέδιο που απογοήτευε και τους πιο απαισιόδοξους: προέβλεπε Δούμα απλώς συμβουλευτική, ενώ οι αυστηρές προϋποθέσεις για το δικαίωμα του εκλέγειν κατέληγαν να δίνουν δικαίωμα ψήφου μόλις στο 1% του πληθυσμού. Ακόμη και οι συντηρητικοί και κεντρώοι φιλελεύθεροι πολιτικοί ήταν εξοργισμένοι.
Το Μανιφέστο του Οκτωβρίου: Καθώς οι ταραχές συνεχίζονταν, ο τσάρος ζήτησε τη βοήθεια του μοναδικού ανθρώπου που ήταν ικανός να σώσει τη δυναστεία, του κόμη Βίττε. Δίχως περιστροφές, ο Βίττε του απάντησε ότι αν δεν προέβαινε σε ουσιαστικές παραχωρήσεις προς την κατεύθυνση της συνταγματικής μοναρχίας, τότε η δυναστεία θα βυθιζόταν στον επαναστατικό κατακλυσμό. Του παρέδωσε ένα υπόμνημα στο οποίο εξηγούσε όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις: Σύνταγμα, ατομικές ελευθερίες, αντιπροσωπευτική βουλή. Απρόθυμα, εκ νέου, ο τσάρος υπέγραψε αυτό που επρόκειτο να γίνει γνωστό ως το «Μανιφέστο του Οκτωβρίου» (17-18 Οκτωβρίου 1905). «Δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να υπογράψω και να δώσω αυτό που όλος ο κόσμος ζητούσε».
Οι παραχωρήσεις δεν ήταν και πάλι επαρκείς. Η Δούμα είχε αποψιλωμένες αρμοδιότητες, στερούνταν νομοθετικής πρωτοβουλίας, οι νόμοι που ψήφιζε έπρεπε να εγκριθούν από το Συμβούλιο του Κράτους, ενώ πρωθυπουργός και υπουργοί εξακολουθούσαν να διορίζονται από τον τσάρο χωρίς να υποχρεούνται να λογοδοτούν στο νέο κοινοβούλιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μονάρχης δεν καταδέχτηκε καν να επισκεφτεί τη Δούμα, η οποία συνεδρίαζε στο Μέγαρο της Ταυρίδας (που είχε χτιστεί για λογαριασμό του Γκριγκόρι Πατιόμκιν, του ευνοούμενου της Μεγάλης Αικατερίνης). Απλώς δέχτηκε να την καλέσει στα Χειμερινά Ανάκτορα, τον Απρίλιο του 1906. Όποιος παρατηρήσει προσεκτικά της φωτογραφίες της δεξιωσης θα διαπιστώσει ότι οι εκφράσεις στα πρόσωπα του αυτοκρατορικού ζεύγους έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους που ήταν υποχρεωμένοι να δεξιωθούν τα μέλη ενός βδελυρού δημοκρατικού σώματος.
Η δυναστεία και η ακραία συντηρητική παράταξη άρχισαν να οργανώνονται ετοιμάζοντας την αντεπίθεσή τους με σκοπό να πάρουν πίσω τις λιγοστές παραχωρήσεις που είχαν κάνει. Με τις ευλογίες του τσάρου ιδρύεται η ακραία εθνικιστική Ένωση του Ρωσικού Λαού και μαζί οι παραστρατιωτικές οργανώσεις της, οι διαβόητες Μαύρες Εκατονταρχίες. Το μίσος των οργανώσεων αυτών δεν είχε ως μοναδικό στόχο τους επαναστάτες. Συνήθως κατευθυνόταν κατά του εβραϊκού πληθυσμού (ας μη λησμονούμε ότι το 1902 η Οχράνα εκπονεί το πλέον σιχαμερό πλαστογράφημα της Νεότερης Ιστορίας, τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», προκειμένου να πείσει τους πάντες για την ύπαρξη μιας τρομερής εβραϊκής συνωμοσίας με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία). Το 1906 καταγράφονται περίπου 700 πογκρόμ με τουλάχιστον 3 χιλιάδες νεκρούς.
Και, ξαφνικά, ο Νικόλαος φάνηκε να βρίσκει τον ιδανικό πρωθυπουργό.
2. Το ημιτελές έργο του Στολίπιν
«Θέλω να ταφώ στον τόπο που θα με δολοφονήσουν.» [Π. Α. Στολίπιν, διαθήκη που συνέταξε αναλαμβάνοντας πρωθυπουργικά καθήκοντα]
Ο θαρραλέος οραματιστής πρωθυπουργός: Όταν στη σύγχρονη Ρωσία διενεργείται κάποια δημοσκόπηση με το ερώτημα «Ποιον θεωρείτε μεγαλύτερη προσωπικότητα της ρωσικής Ιστορίας;» τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν συνήθως την πρώτη θέση είναι ο Μέγας Πέτρος, ο Στάλιν και… ο Πιοτρ Αρκάντιεβιτς Στολίπιν! Γόνος παλαιοτάτης αριστοκρατικής οικογένειας, ο Στολίπιν (1862-1911) είχε διακριθεί ως ικανός ανώτατος αξιωματούχος. Ως κυβερνήτης της επαρχίας του Σαράτοφ είχε επιτύχει να καταστείλει τις αγροτικές εξεγέρσεις σχεδόν αναίμακτα, χρησιμοποιώντας την πειθώ και το θάρρος του. Τον Μάιο του 1906 διοριζόταν Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γκορεμίκιν. Δύο μήνες μετά, ο τσάρος τον διόριζε πρωθυπουργό.
Θεατρικός στον λόγο και τις κινήσεις του, εξαιρετικά επικοινωνιακός, ο νέος πρωθυπουργός ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία γενναίος άνθρωπος. Δεν φοβήθηκε ούτε όταν τρομοκράτες ανατίναξαν το εξοχικό του, σκοτώνοντας τους περισσότερους υπηρέτες του και τραυματίζοντας σοβαρά μία από τις κόρες του και πιο ελαφρά τον γιο του και τον ίδιο. Πίστευε ότι είχε να επιτελέσει υψηλή αποστολή και είχε αποδεχθεί το σοβαρό ενδεχόμενο να πεθάνει βίαια.
Το μεγάλο έργο του Στολίπιν ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση διά της αναδιανομής γαιών που ανήκαν στο Δημόσιο ή σε γαιοκτήμονες οι οποίοι δεν τις εκμεταλλεύονταν. Ο Στολίπιν πίστευε, μάλλον δίκαια, ότι η επιβίωση του καθεστώτος απαιτούσε τη δημιουργία μιας ευρείας τάξης ιδιοκτητών γης οι οποίοι θα συνέδεαν τα συμφέροντά τους με αυτό. Προσπάθησε να διαλύσει τις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες και να καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή των αγροτών στα όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης. «Πρωτίστως πρέπει να δημιουργήσουμε έναν πολίτη, ένα μικροϊδιοκτήτη γης και, τότε, το αγροτικό ζήτημα θα έχει διευθετηθεί».
Στην προσπάθειά του, ο Στολίπιν έκανε το λάθος να βρει επικίνδυνους συμμάχους, τους εθνικιστές, με τον πανσλαβισμό και τον αντισημισμό τους (συνεχή πογκρόμ, υπόθεση Μπέιλις στο Κίεβο). Ίσως αυτοί να τον παρέσυραν στο τελευταίο μεγάλο σχέδιό του, την ίδρυση περιφερειακών συμβουλίων τοπικής αυτοδιοίκησης (ζέμστβα) στις δυτικές επαρχίες, εκεί που οι γαιοκτήμονες ήταν Πολωνοί και οι αγρότες Ρώσοι και Ουκρανοί. Διευρύνοντας τη συμμετοχή στα συμβούλια αυτά, ο πρωθυπουργός και οι εθνικιστές σύμμαχοί του πίστευαν ότι θα μετέφεραν την εξουσία στο ρωσικό στοιχείο. Ο νόμος, όμως, δεν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο του Κράτους: διαπνεόμενοι από έντονη ταξική συνείδηση, οι σύμβουλοι προτίμησαν να προστατέψουν τα συμφέροντα των αριστοκρατών, κι ας ήταν εν προκειμένω Πολωνοί! Ο Στολίπιν απείλησε με παραίτηση κι ανάγκασε τελικά τον τσάρο να υπογράψει, παρά την αντίθετη άποψη του περιβάλλοντός του (Μάρτιος 1911). Το πολιτικό κύρος του πρωθυπουργού είχε, όμως, τρωθεί. Και το βιολογικό τέλος του δεν βρισκόταν μακριά.
Στα τέλη Αυγούστου του 1911, ο Στολίπιν συνόδεψε τον Νικόλαο σε επίσημη επίσκεψη στο Κίεβο. Την 1η Σεπτεμβρίου, ο τσάρος και ο πρωθυπουργός παρακολουθούν στην Όπερα του Κιέβου μια παράσταση όπερας του Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου διαλείμματος, ένας νεαρός πλησίασε τον Στολίπιν και τον πυροβόλησε δύο φορές. Τραυματισμένος, ο Στολίπιν γύρισε προς το μέρος του τσάρου και είπε: «Είμαι ευτυχής που πεθαίνω για τον τσάρο». Ο πρωθυπουργός πάλεψε για τέσσερα εικοσιτετράωρα να μείνει στη ζωή. Το βράδυ της 5ηςΣεπτεμβρίου πέθανε. Ο δολοφόνος του ήταν ένας Εβραίος νεαρός που αρχικά είχε ασπασθεί τις επαναστατικές ιδέες πριν γίνει χαφιές της ασφάλειας. Ποτέ δεν μάθαμε αν τη δολοφονία του Στολίπιν την είχε παραγγείλει η αριστερά ή η δεξιά. Και οι δύο είχαν λόγους να τον μισούν θανάσιμα. Εκτός κι αν κίνητρο της δολοφονίας ήταν η εκδίκηση για τα αντιεβραϊκά πογκρόμ.
Οι λόγοι αποτυχίας του Στολίπιν: Πολλοί υποστηρίζουν ότι αν υλοποιούνταν οι μεταρρυθμίσεις του Στολίπιν η Ρωσία θα απέφευγε τον επαναστατικό κυκεώνα που ακολούθησε. Μια τέτοια παραδοχή δύσκολα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Καταρχάς, ο Στολίπιν απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί δημοκράτης. Αντιμετώπιζε τους εχθρούς του καθεστώτος με απόλυτη σκληρότητα. Ο λαός έδωσε το όνομά του στους συρμούς που μετέφεραν τους πολιτικούς εξόριστους στη Σιβηρία και στις θηλιές για τον απαγχονισμό των ενόχων για πολιτικά εγκλήματα. Ούτε ο κοινοβουλευτισμός αποτελούσε κάποια ιδιαίτερη αγάπη του. Όταν διαπίστωσε ότι στη Δούμα που προέκυψε από τις εκλογές του 1907 πλειοψηφούσαν οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών κομμάτων, τη διέλυσε κι άλλαξε τον εκλογικό νόμο, περιορίζοντας το δικαίωμα του εκλέγειν, ώστε η επόμενη βουλή να τον βολεύει (και πράγματι στην επόμενη βουλή κυριαρχούσαν εθνικιστές, οκτωβριστές και άλλοι δεξιοί σχηματισμοί).
Η ίδια η αγροτική μεταρρύθμιση, το μεγάλο όραμα του Στολίπιν, δεν στέφθηκε από επιτυχία. Από τους αγρότες στους οποίους δόθηκαν νέες γαίες, μόνον ένα μικρό ποσοστό (10%) απέκτησε εκτάσεις ενιαίες και ικανές να αποτελέσουν βιώσιμη αγροτική εκμετάλλευση. Επιπλέον, δεν έλαβε υπόψη τα διδάγματα του πρωσικού προτύπου και παραμέλησε εντελώς την εργατική τάξη. Χωρίς σοβαρή εργατική νομοθεσία και χωρίς κοινωνική ασφάλιση, οι Ρώσοι εργάτες συνέχισαν να εργάζονται και να ζουν υπό άθλιες συνθήκες (60 ώρες εργασίας την εβδομάδα, μειωτικές συμπεριφορές εκ μέρους επιστατών κι εργοδοσίας, συχνά εργατικά ατυχήματα). Τέλος, από τον Στολίπιν έλειπε η πολιτική διορατικότητα. Προϊόν ενός γραφειοκρατικού συστήματος δεν κατόρθωσε να αντιληφθεί ότι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεών του ήταν η ανεύρεση σοβαρού λαϊκού ερείσματος [9]. Προς την κατεύθυνση αυτή έκανε ελάχιστα.
Τα χρόνια μετά τον Στολίπιν, ο εθνικισμός κερδίζει κι άλλο έδαφος. Διαφαίνεται πια η σύγκρουση με τη Γερμανία, καθώς πανσλαβισμός και γερμανικός επεκτατισμός δεν μπορούν να συμβιβασθούν.
«Το χρονικό διάστημα από το 1905 έως το 1914 σηματοδοτεί την αποτυχία της προσπάθειας ανόδου του φιλελευθερισμού στη Ρωσία… Παραδόξως, ταυτόχρονα με την αποτυχία του φιλελευθερισμού, διαπιστώνεται και η αποτυχία της “πρωσικής” λύσης, δηλαδή ενός δημιουργικού και δυναμικού συντηρητισμού. Η Ρωσία βρίσκεται, επομένως, ενώπιον μιας εντελώς πρωτόγνωρης κατάστασης… Ως εκ τούτου, η κρίση του 1917 δεν ήταν δυνατό να ακολουθήσει το σχήμα μιας κλασσικής ευρωπαϊκής επανάστασης, διότι η πρώτη φάση της είχε ήδη συμβεί και κατασταλεί» [10].
[8] Figes, όπ. π., σελ. 305 επ. και passim.
[9] Figes όπ. π., σελ. 414 επ.
[10] Martin Malia « Comprendre la révolution russe », Seuil, Παρίσι 1980, σελ. 86 επ./ βλ. και N. Werth « Les Révolutions Russes », όπ. π., σελ. 3.
https://rogerios.wordpress.com/