Οι δρόμοι του Κολομβιανού βασιλιά της κόκας Πάμπλο Εσκομπάρ (1 Δεκεμβρίου 1949 – 2 Δεκεμβρίου 1993) και του διάσημου συμπατριώτη του, καλλιτέχνη Φερνάντο Μποτέρο, διασταυρώθηκαν μέσα σε περίεργες καταστάσεις. Όταν το 1993, στην διάρκεια του πολέμου μεταξύ των καρτέλ κοκαΐνης, το «Καρτέλ του Κάλι» παγίδευσε με βόμβα το σπίτι του Εσκομπάρ, τα ΜΜΕ έδωσαν μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι ο «στόχος» της επίθεσης είχε σπίτι του έργα του Μποτέρο. Μάλιστα, δημοσιογράφοι συμβούλευσαν τότε τον καλλιτέχνη να εγκαταλείψει την χώρα για την δική του ασφάλεια, καθώς είχε γίνει κι ο ίδιος στόχος. Όπως και έκανε, αναχωρώντας για Ευρώπη.
Μετά από λίγα χρόνια, ο Μποτέρο θα φιλοτεχνούσε δύο πίνακες με θέμα τον θάνατο του συντοπίτη του (μιας και οι δύο κατάγονταν από την Κολομβιάνικη επαρχία της Αντιόχειας) Εσκομπάρ. Τα έργα αυτά προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση και διαμάχες με αναφορές πολιτικές, κοινωνικές αλλά και ηθικές. Στο έργο του «La Muerte de Pablo Escobar» («Ο Θάνατος του Πάμπλο Εσκομπάρ») του 1999, ο Κολομβιανός καλλιτέχνης Φερνάντο Μποτέρο, παρουσίασε την δική του εκδοχή για τον θάνατο του περιβόητου έμπορου ναρκωτικών 6 χρόνια νωρίτερα. Ως πηγή χρησιμοποίησε τις αφηγήσεις των διωκτών του Εσκομπάρ, της ομάδας του ταξίαρχου Ούγο Μαρτίνεζ και τις δημοσιογραφικές αφηγήσεις για την καταδίωξή του στις ταράτσες του Μεντεγίν όπου πυροβολήθηκε πρώτα στο πόδι και στο τέλος θανάσιμα στο αυτί. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Εσκομπάρ αυτοπυροβολήθηκε για να μην πέσει στα χέρια της αστυνομίας, δίνοντας έτσι τέλος σε μια 15μηνη επιχείρηση εντοπισμού του από Κολομβιανούς και Αμερικανούς, κόστους εκατοντάδων εκατομμύριων δολαρίων. Ο πίνακας είναι μια αναφορά στη βία που γνώρισε εκείνην την εποχή η Κολομβία, μέσα από μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που από την μία ήταν βουτηγμένη στο έγκλημα με ναρκωτικά, δωροδοκίες και δολοφονίες και από την άλλη χάριζε σπίτια, καταστήματα, χρήματα και έριχνε χρήμα σε μια πόλη που πλούτιζε και αυτή μαζί με τον «patron». Το 1989 ανακηρύχθηκε από το περιοδικό «Forbes» 7ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο με περιουσία που ανερχόταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα 9 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατείχε πολυάριθμες πολυτελείς κατοικίες και το 1982 αποπειράθηκε να εισέλθει στην πολιτική ζωή της Κολομβίας, υποσχόμενος ακόμα να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της χώρας, ύψους 10 δισ. δολαρίων. Έχτισε σχολεία, πάρκα, νοσοκομεία και πολλά σπίτια για τους φτωχούς ανθρώπους. Το 1984 όμως αποκαλύφτηκε πως ο Εσκομπάρ δολοφονούσε κρυφά υποψήφιους βουλευτές, ακόμη και πρωθυπουργούς. Για αυτόν τον λόγο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πολιτική ζωή της χώρας και πήρε εκδίκηση, δολοφονώντας τον Λουίς Γκαλόν, έναν άλλον υποψήφιο πρωθυπουργό.
Στον πίνακα, ο βαρώνος της κόκας παρουσιάζεται ως «γίγαντας» στις ταράτσες του Μεντεγίν δεχόμενος μια βροχή από σφαίρες.
Το 2006 ο Μποτέρο παρουσίασε ένα νέο έργο που ονομάζεται «Muerto Pablo Escobar» («Ο Νεκρός Πάμπλο Εσκομπάρ»). Ο Εσκομπάρ βρίσκεται ξαπλωμένος σε μια ταράτσα ενός σπιτιού διάτρητου από σφαίρες, όχι όμως τόσο ως ένας νεκρός αλλά σαν να κοιμάται . Από κάτω, στον δρόμο ένας αστυνομικός λέει σε μία κοπέλα πως με τον θάνατο του Εσκομπάρ ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών γυρίζει σελίδα.
Την κηδεία του για πολλούς συμπατριώτες του σύγχρονου «Ρομπέν των δασών» παρακολούθησαν μέσα σε ένα κλίμα γενικού πένθους πάνω από 25.000 άτομα.
Μετά από λίγα χρόνια, ο Μποτέρο θα φιλοτεχνούσε δύο πίνακες με θέμα τον θάνατο του συντοπίτη του (μιας και οι δύο κατάγονταν από την Κολομβιάνικη επαρχία της Αντιόχειας) Εσκομπάρ. Τα έργα αυτά προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση και διαμάχες με αναφορές πολιτικές, κοινωνικές αλλά και ηθικές. Στο έργο του «La Muerte de Pablo Escobar» («Ο Θάνατος του Πάμπλο Εσκομπάρ») του 1999, ο Κολομβιανός καλλιτέχνης Φερνάντο Μποτέρο, παρουσίασε την δική του εκδοχή για τον θάνατο του περιβόητου έμπορου ναρκωτικών 6 χρόνια νωρίτερα. Ως πηγή χρησιμοποίησε τις αφηγήσεις των διωκτών του Εσκομπάρ, της ομάδας του ταξίαρχου Ούγο Μαρτίνεζ και τις δημοσιογραφικές αφηγήσεις για την καταδίωξή του στις ταράτσες του Μεντεγίν όπου πυροβολήθηκε πρώτα στο πόδι και στο τέλος θανάσιμα στο αυτί. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Εσκομπάρ αυτοπυροβολήθηκε για να μην πέσει στα χέρια της αστυνομίας, δίνοντας έτσι τέλος σε μια 15μηνη επιχείρηση εντοπισμού του από Κολομβιανούς και Αμερικανούς, κόστους εκατοντάδων εκατομμύριων δολαρίων. Ο πίνακας είναι μια αναφορά στη βία που γνώρισε εκείνην την εποχή η Κολομβία, μέσα από μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που από την μία ήταν βουτηγμένη στο έγκλημα με ναρκωτικά, δωροδοκίες και δολοφονίες και από την άλλη χάριζε σπίτια, καταστήματα, χρήματα και έριχνε χρήμα σε μια πόλη που πλούτιζε και αυτή μαζί με τον «patron». Το 1989 ανακηρύχθηκε από το περιοδικό «Forbes» 7ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο με περιουσία που ανερχόταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα 9 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατείχε πολυάριθμες πολυτελείς κατοικίες και το 1982 αποπειράθηκε να εισέλθει στην πολιτική ζωή της Κολομβίας, υποσχόμενος ακόμα να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της χώρας, ύψους 10 δισ. δολαρίων. Έχτισε σχολεία, πάρκα, νοσοκομεία και πολλά σπίτια για τους φτωχούς ανθρώπους. Το 1984 όμως αποκαλύφτηκε πως ο Εσκομπάρ δολοφονούσε κρυφά υποψήφιους βουλευτές, ακόμη και πρωθυπουργούς. Για αυτόν τον λόγο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πολιτική ζωή της χώρας και πήρε εκδίκηση, δολοφονώντας τον Λουίς Γκαλόν, έναν άλλον υποψήφιο πρωθυπουργό.
Στον πίνακα, ο βαρώνος της κόκας παρουσιάζεται ως «γίγαντας» στις ταράτσες του Μεντεγίν δεχόμενος μια βροχή από σφαίρες.
Το 2006 ο Μποτέρο παρουσίασε ένα νέο έργο που ονομάζεται «Muerto Pablo Escobar» («Ο Νεκρός Πάμπλο Εσκομπάρ»). Ο Εσκομπάρ βρίσκεται ξαπλωμένος σε μια ταράτσα ενός σπιτιού διάτρητου από σφαίρες, όχι όμως τόσο ως ένας νεκρός αλλά σαν να κοιμάται . Από κάτω, στον δρόμο ένας αστυνομικός λέει σε μία κοπέλα πως με τον θάνατο του Εσκομπάρ ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών γυρίζει σελίδα.
Την κηδεία του για πολλούς συμπατριώτες του σύγχρονου «Ρομπέν των δασών» παρακολούθησαν μέσα σε ένα κλίμα γενικού πένθους πάνω από 25.000 άτομα.
https://zalmoxis.wordpress.com/2014/11/05/%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%83%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%81/