Φεβ 212013
Δύο θεμελιώδεις πεποιθήσεις έχουν
καθορίσει την οικονομική πολιτική ανά τον κόσμο τα τελευταία χρόνια. Η
πρώτη είναι ότι η παγκόσμια οικονομία υποφέρει από έλλειψη ζήτησης σε
σχέση με την προσφορά. Η δεύτερη είναι ότι τα σχέδια ανάκαμψης, με μέτρα
νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής θα κλείσουν το χάσμα.
Είναι μήπως πιθανόν η διάγνωση να είναι
σωστή, αλλά η θεραπεία εσφαλμένη; Αυτό θα εξηγούσε γιατί έχουμε
παρουσιάσει ελάχιστη πρόοδο στην αποκατάσταση των ρυθμών ανάπτυξης σε
προ κρίσης επίπεδα. Θα σήμαινε επίσης ότι οφείλουμε να επενεξετάσουμε τη
θεραπεία.
Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στις
ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη καταδεικνύουν ότι η ζήτηση υστερεί
της δυνητικής προσφοράς. Αν και η ανεργία είναι αισθητά υψηλότερη σε
τομείς, που ανθούσαν πριν από την κρίση, όπως ο κατασκευαστικός στις
ΗΠΑ, εκτείνεται σε ευρύτατο πεδίο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι
απαιτείται υψηλότερη ζήτηση για την αποκατάσταση της πλήρους
απασχόλησης.
Οι αρμόδιοι αρχικά κατέφυγαν στις
κρατικές δαπάνες και τα χαμηλά επιτόκια για να τονώσουν τη ζήτηση. Καθώς
τα κρατικά χρέη παραφούσκωσαν και τα επιτόκια έφτασαν στον πάτο, οι
κεντρικές τράπεζες εστιάζουν την προσοχή τους σε ολοένα και πιο
καινοτόμες πολιτικές για την τόνωση της ζήτησης. Παρ” όλα αυτά, οι
ρυθμοί ανάπτυξης συνεχίζουν να είναι επώδυνα βραδείς. Γιατί;
Μήπως το πρόβλημα είναι η υπόθεση πως
όλη η ζήτηση δημιουργείται ισομερώς; Γνωρίζουμε ότι η προ κρίσης ζήτηση
ενισχύθηκε από την έκρηξη του δανεισμού. Οταν η πρόσβαση σε δάνεια
διευκολύνεται, δεν είναι οι εύποροι που αυξάνουν την κατανάλωση, αλλά οι
φτωχότερες και νεώτερες οικογένειες, των οποίων οι ανάγκες και τα
όνειρα υπερβαίνουν τα εισοδήματα. Οι ανάγκες τους μπορεί να είναι
διαφορετικές από εκείνες των πλουσίων.
Επιπλέον, τα αγαθά που είναι πιο εύκολο
να αγοράσει κανείς είναι και αυτά που μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν
ως υποθήκη -σπίτια, αυτοκίνητα και όχι αναλώσιμα. Και οι αυξανόμενες
τιμές στέγης σε ορισμένες περιοχές διευκολύνουν το δανεισμό, αλλά και
τις δαπάνες για άλλα είδη, που καλύπτουν καθημερινές ανάγκες, όπως οι
πάνες και οι παιδικές τροφές.
Η στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση πηγάζει
από συγκεκριμένα νοικοκυριά σε συγκεκριμένες περιοχές και για
συγκεκριμένα αγαθά. Αν και πυροδοτεί μια ευρύτερη ζήτηση -ο ηλικιωμένος
υδραυλικός, που εργάζεται περισσότερες ώρες σε περιόδους άνθισης, δαπανά
περισσότερα για τη συλλογή γραμματοσήμων- δεν είναι παράλογο να
πιστέψουμε ότι μεγάλο μέρος της στηριζόμενης στο χρέος ζήτησης είναι
εστιασμένη σε συγκεκριμένους τομείς. Οταν λοιπόν οι πιστώσεις
στερεύσουν, τα δανειζόμενα νοικοκυριά δεν μπορούν πλέον να δαπανήσουν
και η ζήτηση για συγκεκριμένα αγαθά αλλάζει δυσανάλογα, ιδιαίτερα σε
τομείς που προηγουμένως ανθούσαν.
Βεβαίως, οι συνέπειες εκτείνονται σε
ολόκληρη την οικονομία, καθώς η ζήτηση για αυτοκίνητα υποχωρεί, η ζήτηση
για χάλυβα επίσης υποχωρεί και οι εργαζόμενοι των χαλυβουργιών
απολύονται. Η ανεργία, όμως, είναι υψηλότερη στον κατασκευαστικό κλάδο
και στην αυτοκινητοβιομηχανία ή σε περιοχές, όπου οι τιμές των κατοικιών
είχαν καταγράψει ραγδαία πτώση.
Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί ένα
γενικό σχέδιο τόνωσης της ζήτησης, όπως η μείωση του φόρου μισθωτών
υπηρεσιών, μπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσματικός για την επαναφορά της
οικονομίας σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Τα γενικά σχέδια απευθύνονται σε όλους,
όχι μόνο στους πρώην δανειολήπτες. Και οι καταναλωτικές συνήθειες του
καθενός διαφέρουν. Οι μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές και τα πιο εύπορα
νοικοκυριά αγοράζουν κοσμήματα από τα Tiffany, αντί για αυτοκίνητο από
την General Motors Και ακόμη και οι πρώην δανειολήπτες δεν είναι πολύ
πιθανό να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από τα σχέδια ανάκαμψης για να
πληρώσουν για νέα στέγη. Τα όνειρά τους έχουν κλονιστεί.
Πράγματι,
επειδή οι τάσεις της ζήτησης μεταβάλλονται βάσει των αλλαγών ως προς
την πρόσβαση σε δανεισμό, ο ρυθμός με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μία
οικονομία, χωρίς πληθωρισμό, μπορεί επίσης να μειωθεί. Με υπερβολικά
πολλούς εργαζομένους στον κατασκευαστικό κλάδο και πολύ λίγους σε
εκείνον των κοσμημάτων, η υψηλότερη ζήτηση έχει μάλλον ως αποτέλεσμα την
άνοδο των τιμών των κοσμημάτων αντί την αύξηση της παραγωγής.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, το
σπάσιμο της φούσκας ύστερα από χρόνια στηριζόμενης στο χρέος ανάπτυξης,
αφήνει πίσω μια οικονομία, η οποία προσφέρει υπερβολικά πολλά από το
λάθος είδος. Σε αντίθεση με μια φυσιολογική κυκλική ύφεση, στην οποία η
ζήτηση υποχωρεί σε όλους τους κλάδους και η ανάκαμψη απλώς προϋποθέτει
την επαναπρόσληψη εργαζομένων στην παλιά τους εργασία, η οικονομική
ανάκαμψη, η οποία έρχεται ύστερα από μία φούσκα δανεισμού, απαιτεί
συνήθως την κινητικότητα των εργαζομένων προς νέους τομείς και θέσεις.
Υπάρχει μια λεπτή, αλλά σημαντική
διαφορά ανάμεσα στην άποψή μου για τη στηριζόμενη στο χρέος ζήτηση και
τη νεο-κεϋνσιανή εξήγηση ότι η απομόχλευση (η αποταμίευση από τους
δανειολήπτες) ή η πίεση του χρέους (η αδυναμία των χρεωμένων νοικοκυριών
να δαπανήσουν) ευθύνεται για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην μετά
κρίσης εποχή. Και οι δύο απόψεις δέχονται ότι η κεντρική πηγή της
αδύναμης ζήτησης είναι η εξαφάνιση της ζήτησης από τους πρώην
δανειολήπτες. Διαφέρουν, όμως, στις προτεινόμενες λύσεις.
Ο νεο-κεϋνσιανός οικονομολόγος θέλει να
τονώσει τη ζήτηση γενικά. Αλλά εάν πιστέψουμε ότι η στηριζόμενη στο
χρέος ζήτηση είναι διαφορετική, ένα γενικό σχέδιο ανάκαμψης θα
λειτουργήσει στην καλύτερη περίπτωση σαν παυσίπονο. Η διαγραφή των χρεών
των πρώην δανειοληπτών ενδεχομένως να είναι ελαφρώς πιο αποτελεσματική
στην παραγωγή του παλαιού προτύπου ζήτησης, αλλά πιθανότατα δεν θα την
αποκαταστήσει στα προ κρίσης επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση, θέλουμε
πραγματικά οι πρώην δανειολήπτες να οδηγηθούν εκ νέου μέσω δανεισμού σε
προβλήματα;
Η μόνη βιώσιμη λύση είναι να επιτρέψουμε
στην προσφορά να προσαρμοστεί σε πιο φυσιολογικές και βιώσιμες πηγές
ζήτησης -να διευκολύνει τους εργαζομένους των κατασκευών και της
αυτοκινητοβιομηχανίας να επανακαταρτιστούν για εργασία σε ταχύτερα
αναπτυσσόμενους κλάδους. Το χειρότερο που μπορούν να κάνουν οι
κυβερνήσεις είναι να σταθούν εμπόδιο, στηρίζοντας μη βιώσιμες
επιχειρήσεις ή διατηρώντας τη ζήτηση σε μη βιώσιμους κλάδους μέσω του
εύκολου δανεισμού.
Οι προσαρμογές στο μέτωπο της προσφοράς
θέλουν χρόνο και ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης, οι οικονομίες έχουν
καταγράψει πρόοδο. Αλλά το να συνεχίζουμε την εσφαλμένη διάγνωση θα έχει
μόνιμες επιπτώσεις. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα χρειαστούν δεκαετίες
για να απαλλαγούν από τα χρέη του βάρους, ενώ οι κεντρικές τράπεζες θα
πρέπει να ξεφουσκώσουν τους ισολογισμούς τους και να υπαναχωρήσουν από
τις δεσμεύσεις για στήριξης, από τις οποίες οι αγορές τείνουν να
εξαρτώνται.
Δυστυχώς η νέα ιαπωνική κυβέρνηση
προσπαθεί ακόμη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, που άφησε πίσω του το
σπάσιμο της φούσκας στην αγορά στέγης πριν από δύο δεκαετίες. Κανείς
μπορεί μόνο να ελπίζει ότι δεν θα καταφύγει στο είδος των δαπανών, που
έχουν ήδη αποδειχθεί τόσο αναποτελεσματικές και οι οποίες έχουν αφήσει
την Ιαπωνία να παλεύει με το υψηλότερο χρέος (περίπου 230% του ΑΕΠ)
μεταξύ των χωρών του OOΣΑ. Η ιστορία, όμως, αφήνει λίγα περιθώρια
αισιοδοξίας.
___
RAGHURAM RAJAN, καθηγητής
Χρηματοοικονομικών στο Booth School of Business στο Πανεπιστήμιο του
Σικάγο και επικεφαλής της ομάδας συμβούλων του υπουργείου Οικονομικών
της Ινδίας.
Copyright: Project Syndicate, 2013. www.project-syndicate.org
Εφημερίδα Ναυτεμπορική 1/2/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου