Μάι 182013
Η ανάγκη συλλογικής επίλυσης του
προβλήματος οικονομίας- εθνικής επιβίωσης προσκρούει, θεωρεί, σε
ανυπέρβλητα εμπόδια, τον παρασιτικό καταναλωτισμό, την «κλαδική»
νοοτροπία και τη χαμηλότατη ποιότητα του «πολιτικού κόσμου» που μη
διακρινόμενος ουσιωδώς από τον «λαό» επιβάλλει οικονομίες μόνο σε όσους
δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα εκβιασμού υπό «τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών
ομάδων της πελατείας.
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επανέφεραν τις απόψεις του Παναγιώτη Κονδύλη
για την ελληνική περίπτωση στο προσκήνιο. Αν εξαιρέσουμε την
προχειρόλογη απόρριψή τους, εύκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Κονδύλης
θεωρήθηκε προφήτης της κρίσης: όλες οι ιδεολογικές τάσεις
«κατασκεύασαν» τον «αληθινό» Κονδύλη, αυτοαναγορεύτηκαν σε αντιπροσώπους
του και αποσύρθηκαν από τη σκηνή αφήνοντάς τον να μιλάει για λογαριασμό
τους, επιδιώκοντας την «εξημέρωση» ενός δύσπεπτου στοχαστή. Αντί αυτού,
στα όρια του παρόντος κειμένου και με αφετηρία τα όσα έγραψε για την
ελληνική νεωτερικότητα, επιχειρούμε να πραγματευτούμε κριτικά τις
αντινομικές και ενδιαφέρουσες θέσεις του.
Βασισμένος στην πρωτότυπη ερμηνεία του
Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ο Κονδύλης πραγματεύθηκε τον Νεοελληνικό όχι
ταυτίζοντάς τον με το «δυτικό υπόδειγμα» ή προσεγγίζοντάς τον με βάση το
σχήμα κέντρο-περιφέρεια. Ούτε, όμως, τον υποτίμησε στο όνομα κάποιας
«ιδιοπροσωπίας». Διακρίνοντας μεταξύ φιλοσοφικού επιπέδου και ιστορικού
ρόλου του κινήματος, τόνισε τόσο την ποσοτική/ποιοτική ατροφία του
πρώτου, όσο και την πολεμική λειτουργία του δεύτερου στο δυσχερές
πλαίσιο της «καθ’ ημάς Ανατολής». Δεν απάντησε, όμως, στο ερώτημα γιατί
να τύχει σφοδρής αντίδρασης ένα τόσο «ελλειμματικό» κίνημα, κάτι που
μάλλον κάνει πιο εύστοχα ο Π. Κιτρομηλίδης.
Σε συνάφεια με τα προηγούμενα προσέγγισε
τον ελληνοκεντρισμό, κεντρικό άξονα της νεοελληνικής ιδεολογίας,
υποστηρίζοντας ότι τόσο η κλασικιστική/ανθρωπιστική εκδοχή του, όσο και η
πατριαρχική/εκκλησιαστική μεθερμηνεία του με τον ελληνοχριστιανικό
πολιτισμό και την τρισχιλιετή συνέχεια, αποτελούν απότοκα εξωελλαδικών
εξελίξεων: στην πρώτη περίπτωση, η πολεμική επίκληση του αρχαιοελληνικού
«παραδείγματος» από αναγεννησιακούς ανθρωπιστές και διαφωτιστές ενάντια
στις αξιώσεις Εκκλησίας/μοναρχίας νομιμοποίησε τους –ανυπόστατους
τονίζει ο Κονδύλης τοποθετώντας με σαφήνεια την ελληνική εθνογένεση στο
πλαίσιο των ενδοβαλκανικών ανταγωνισμών– ισχυρισμούς των Ελλήνων
διαφωτιστών ότι εκείνοι και οι ομοεθνείς τους ήταν απόγονοι των αρχαίων,
στη δεύτερη η Παλινόρθωση και η αντεπανάσταση.
Μελετώντας τη συνύφανση ιδεών και
ευρύτερων μετασχηματισμών, ο Κονδύλης δεν εγκλωβιζόταν σε a priori
σχηματοποιήσεις. οι κρίσεις του για τον ρόλο της Εκκλησίας στη
νεοελληνική ιστορία και το γλωσσικό ζήτημα είναι χαρακτηριστικές.
Προκαλεί, ωστόσο, έκπληξη ότι ένας στοχαστής με δεδομένη ιστορική
λεπταισθησία ερμήνευσε τη συγκρότηση κράτους, αστικής τάξης και
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην Ελλάδα βάσει του ανιστορικού σχήματος
«πρόοδος/εκσυγχρονισμός–καθυστέρηση/εξάρτηση», αδιαφορώντας για τον
δυναμικό χαρακτήρα της νεωτερικότητας και υποστασιοποιώντας «δυτικό
υπόδειγμα» και «ελληνική ιδιαιτερότητα» αντίστοιχα, ενάντια σε δικές του
παραδοχές. Αντιπαραθέτοντας τον ιδεότυπο της αστικής τάξης στην
ελληνική, εξήγαγε συντριπτικά υποτιμητικά συμπεράσματα, μιλώντας
αδιαφοροποίητα για καχεξία του αστικού στοιχείου στην Ελλάδα.
Χαρακτήριζε δε, τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα νόθο,
εισηγούμενος μια οριενταλιστική υπερερμηνεία κάθε «παθογένειας» που
συνοδεύει έκτοτε το ελληνικό έθνος-κράτος. Στον αντίποδα, είναι το έργο
του Gunnar Hering που αναδεικνύει την υψηλή ποιότητα του
κοινοβουλευτισμού του 19ου αι., απορρίπτοντας διαδεδομένους μύθους ότι
τα ελληνικά κόμματα αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά πελατειακούς
μηχανισμούς, πράκτορες ξένων συμφερόντων και μηχανισμούς επιβολής της
αρχηγικής εξουσίας.
Περνώντας στον 20ό αιώνα, οι κρίσεις του
για την ελληνική νεωτερικότητα προσδιορίζονται από τρεις παραμέτρους. Η
πρώτη αφορά στη σαφή ένταξή της στο διεθνές πλαίσιο. Στη δεύτερη
–μελέτη ιδεολογικών συγκρούσεων/γενικότερων μετασχηματισμών– οφείλουμε
αναφορές στις ποικίλες οικειοποιήσεις αρχαίου ελληνισμού-χριστιανισμού,
τους αντικαπιταλιστικούς τόπους του πρώτου μισού του αιώνα και τις
μεταπολεμικές εξελίξεις όπου εφαρμόζεται το σχήμα κατανόησης του 19ου
αιώνα. Οι εκτιμήσεις του προκαλούν, παρά τις αντινομίες τους, σοβαρούς
προβληματισμούς είτε αφορούν στη συγκρότηση και χαμηλή ποιότητα του
μεταπολεμικού αστισμού, είτε στις κοινωνικοπολιτισμικές συνέπειες της
μεταπολεμικής νεοελληνικής ένταξης στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία:
μιμητικός καταναλωτισμός, πολιτισμική ομογενοποίηση, πρόταξη της
αδιαφόριστης έννοιας «λαός» από δεξιά και αριστερά, λαϊκισμός όχι μόνο
των κομμάτων εξουσίας, δημαγωγία και, τελικά, εκποίηση της χώρας.
Η τρίτη, με την πεποίθηση ότι στην εποχή
της παγκοσμιοποίησης το έθνος-κράτος παραμένει η βασική μονάδα
πολιτικής συνομάδωσης που εγγυάται την επιβίωση συγκεκριμένων ανθρώπων,
ασχέτως του αν αυτή η λειτουργία επικαλύπτεται από μύθους. Η
συγκεκριμένη πεποίθηση δεν στοχεύει στην εξιδανίκευση του έθνους, αλλά
προκύπτει από τον εντοπισμό, όπως αποφαίνεται, των βαθύτερων τάσεων της
τρέχουσας πλανητικής συγκυρίας. Στο φως του, η ελληνική συνθήκη
χαρακτηρίζεται αποκαρδιωτική, συμπυκνωμένη στο δίπτυχο γεωπολιτική
συρρίκνωση/«παρασιτικός καταναλωτισμός». Ο δεύτερος όρος, απαλλαγμένος
ηθικολογικών φορτίσεων, συνοψίζει την τρέχουσα κατάσταση της Ελλάδας, η
οποία αδυνατώντας να παράγει όσα (επιθυμεί να) καταναλώνει, δανείζεται
για να ικανοποιήσει υπερβολικές ανάγκες, υποθηκεύοντας και εκποιώντας
πόρους. Ο Κονδύλης επιμένει στις ενδογενείς αιτίες αυτής της εξέλιξης
και στις χρόνιες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος. παρατηρεί ότι οι
αναπόφευκτα ερχόμενοι εξευτελισμοί δεν αντιμετωπίζονται με ευθυκρισία,
αλλά με απωθητικούς/αντισταθμιστικούς μηχανισμούς: εξύμνηση αρχαίας
καταγωγής, πατριωτικές εξάρσεις και αμφιθυμία.
Οι κυρίαρχες στην ακαδημαϊκή/πολιτική
σκηνή ιδεολογίες –ο παραδοσιολατρικός ελληνοκεντρισμός/εθνικισμός, ο
φιλελεύθερος/οικονομιστικός ευρωπαϊσμός και η αριστερή/οικουμενιστική
εκδοχή του τελευταίου– κρίνονται ανίκανες να ανταποκριθούν στις
περιστάσεις, καθώς μπλεγμένες σε μεταφυσικές αυταπάτες αδιαφορούν για το
μόνο εκσυγχρονιστικό στοιχείο, τον σε βάθος διάλογο για τη διαμόρφωση
εθνικής στρατηγικής. Οι ευρύτερες μάζες δε, επισημαίνει, εφηύραν έναν
ιδιαίτερο δρόμο επιβίωσης: περιφορά γαλανόλευκων ρακών όποτε το απαιτεί η
περίσταση και επινόηση παντοειδών τρόπων αποφυγής των υποχρεώσεών τους.
Ποια είναι η ενδεδειγμένη λύση; Ο ελληνισμός χρειάζεται να τρώει όσα
παράγει, ειδάλλως μοίρα του είναι η καταχρέωση και η εξάρτηση. Τούτο
απαιτεί γενναία παραγωγική προσπάθεια, προηγμένη τεχνογνωσία, ριζική
θεσμική εξυγίανση και εντελώς διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Εντούτοις, η ανάγκη συλλογικής επίλυσης του προβλήματος
οικονομίας-εθνικής επιβίωσης προσκρούει, θεωρεί, σε ανυπέρβλητα εμπόδια,
τον παρασιτικό καταναλωτισμό, την «κλαδική» νοοτροπία και τη χαμηλότατη
ποιότητα του «πολιτικού κόσμου» που μη διακρινόμενος ουσιωδώς από τον
«λαό» επιβάλλει οικονομίες μόνο σε όσους δεν διαθέτουν ισχυρά μέσα
εκβιασμού υπό «τον φόβο εξέγερσης των ισχυρών ομάδων της πελατείας».
Αντί επιλόγου: εκκινώντας από υλιστικές
αφετηρίες, ο Π. Κονδύλης μελέτησε τη συνύφανση ιδεών-κοινωνικοπολιτικών
μετασχηματισμών, καθιστώντας πρόσφατες διαμάχες περί «ελληνικότητας»
φλυαρίες. Οι γόνιμες διαισθήσεις του είναι πολύτιμες για τον μελετητή
της νεοελληνικής ιδεολογίας και νεωτερικότητας. Οι θέσεις του δεν
αποτελούν θέσφατα. ούτε όμως η αποσιώπηση, ο παραμερισμός και η
επιλεκτική οικειοποίηση τούς αξίζει.
……………………………………………………..
Του Βασίλη Μπογιατζή - Δρ ΕΜΠ/ΕΚΠΑ, εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση
AΦΙΕΡΩΜΑ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ της Εφημερίδας των Συντακτών
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου