Η αναπτυξιακή φούσκα
Πώς η διεύρυνση της ανάπτυξης βλάπτει τους φτωχούς
Οι προσπάθειες των πλούσιων χωρών να βοηθήσουν τις φτωχότερες άρχισε στα σοβαρά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με το Σχέδιο Μάρσαλ. Από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οι δυτικές δυνάμεις βοηθούσαν πρώην αποικίες να αναπτύξουν τους γεωργικούς και βιομηχανικούς τομείς τους. Τα σχέδια αυτά φαίνεται να λειτούργησαν. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η παγκόσμια φτώχεια έπεσε κατακόρυφα. Αλλά στην πορεία, η οικονομική ανάπτυξη μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο: μια «βιομηχανία» πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που χαρακτηρίζεται από «διεύρυνση της αποστολής» της. Σήμερα, η ανάπτυξη έχει καταλήξει να σημαίνει πάρα πολλά πράγματα - τόσα πολλά, που «η ανάπτυξη έχει γίνει τα πάντα για όλους τους ανθρώπους, έτσι ώστε με κάθε δυνατό τρόπο θα μπορούσε να σώσει μερικούς», για να παραφράσουμε τον απόστολο Παύλο. Η προκύπτουσα κατακερματισμένη προσέγγιση, η οποία διασπείρει τους πόρους, βλάπτει τους φτωχούς τού κόσμου.
Το τοπίο τής ανάπτυξης δεν ήταν ποτέ πιο γεμάτο απ’ ό, τι είναι σήμερα. Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα, εργάζονται δίπλα-δίπλα με τους εθνικούς οργανισμούς, όπως ο Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (USAID), μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως η Oxfam και η World Vision, και φιλανθρωπικούς οργανισμούς, όπως τα Ιδρύματα Κλίντον και Γκέιτς. Καθώς ο αριθμός των φορέων έχει αυξηθεί, ο ορισμός τής ανάπτυξης έχει επεκταθεί, οδηγώντας πολλούς στον συγκεκριμένο χώρο να δίνουν έμφαση σε περιφερειακούς στόχους μακριά από τις ανησυχίες των φτωχότερων του κόσμου. Στο υπό την επεξεργασία τού Nicholas Kristof ιστολόγιο των New York Times, μια ανάρτηση με τίτλο «Τρία πράγματα που η Παγκόσμια Ανάπτυξη θα Μπορούσε να Κάνει Καλύτερα» τοποθετεί την προώθηση του θηλασμού στην κορυφή τής λίστας. Ορισμένες ομάδες έφτασαν να ειδικεύονται μέχρι και στην αποστολή στην Αφρική υπολειμμάτων σαπουνιών από ξενοδοχεία (το Global Soap Project, μια συνεργασία με την αλυσίδα ξενοδοχείων Hilton), αρκουδάκια σε παιδιά που έχουν πληγεί από φυματίωση (Teddies or Tragedies) και κλόουν για τους ανθρώπους σε περιοχές που υφίστανται κρίση (Clowns Without Borders).
Αλλά, δεν είναι μόνο οι ειδήμονες και όσοι εργάζονται για εξειδικευμένες φιλανθρωπικές οργανώσεις που στριμώχνουν άσχετους στόχους στην κατηγορία τής ανάπτυξης. Πολλοί εμπειρογνώμονες και πολιτικοί θεωρούν τους ακόλουθους στόχους μεταξύ των κορυφαίων προτεραιοτήτων τους: την παροχή καθολικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων, την βελτίωση της μητρικής υγείας και την ανάπτυξη «μιας παγκόσμιας σύμπραξης για την ανάπτυξη». Αν οι στόχοι αυτοί φαίνονται γνωστοί, είναι επειδή όντως είναι γνωστοί: είναι ορισμένοι από τους λεγόμενους Αναπτυξιακούς Στόχους τής Χιλιετίας, τους οποίους ανακοίνωσε ο ΟΗΕ το 2000 και ποτέ δεν είχε πραγματικά την ευκαιρία να τους πετύχει μέχρι την προθεσμία τού 2015. Άλλοι οργανισμοί έχουν υιοθετήσει παρόμοια ευρεία ατζέντα. Ο USAID, για παράδειγμα, προωθεί πράγματα τόσο διαφορετικά όσο τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, την διαφάνεια στην διακυβέρνηση, τις στόφες μαγειρικής, τον οικοτουρισμό, και τα φόρουμ πολιτικής συμφιλίωσης.
Για να είμαστε δίκαιοι, είναι αλήθεια ότι οι αιτίες τής υπανάπτυξης - οι αποτυχίες τής αγοράς που οδηγούν στην επίμονη φτώχεια - είναι πολλές και αλληλένδετες, οπότε το να αντιμετωπιστεί μόνο ένα πρόβλημα είναι εξαιρετικά απίθανο να βγάλει τα χωριά από την φτώχεια, για να μην αναφέρουμε περιοχές ή ολόκληρες χώρες . Δεν υπάρχουν μαγικοί τρόποι, και αυτός είναι ο λόγος που πολλοί ειδικοί για την ανάπτυξη ήταν επιφυλακτικοί για την μανία περί την μικροχρηματοδότηση αφότου ο Muhammad Yunus και η Grameen Bank μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης το 2006: ακόμα και αν θα μπορούσε κανείς να εξαλείψει πλήρως τις αποτυχίες τής πιστωτικής αγοράς δίνοντας μικρά δάνεια στους φτωχούς, πολλά άλλα ελαττώματα τής αγοράς θα παραμείνουν ώστε να περιορίσουν την ανάπτυξη. Ένα δάνειο σε μια φτωχή μόνη γυναίκα μπορεί να της επιτρέψει να αγοράσει μια ραπτομηχανή και να ξεκινήσει την δική της επιχείρηση επιδιόρθωσης ρούχων, αλλά απόντων των ασφαλιστικών αγορών, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χρειαστεί να πουλήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της (συμπεριλαμβανομένης της ραπτομηχανής) ώστε να πληρώσει για την ιατρική περίθαλψη ενός άρρωστου παιδιού της.
Πολλοί, αν όχι όλοι, στόχοι που επιδιώκονται από τους «πολιτικούς τής ανάπτυξης» είναι αξιέπαινοι και για τους ίδιους. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος χωρίς αμφιβολία θα ήταν σε καλύτερη θέση με την ισότητα των φύλων, και μπορεί ακόμη και να υπάρχουν κάποιοι φτωχοί άνθρωποι που θα καλωσορίσουν το ανακυκλωμένο σαπούνι, τα αρκουδάκια ή τους κλόουν. Αλλά, είναι κάτι περισσότερο από τραβηγμένο να κατηγοριοποιήσει κανείς αυτές τις προσπάθειες ως μέρος τής ανάπτυξης, η οποία θα πρέπει να επικεντρωθεί στην παραγωγή υψηλότερων, πιο σταθερών εισοδημάτων. Πράγματι, πολλοί από αυτούς τους υψηλούς αναπτυξιακούς στόχους επιτεύχθηκαν από τις πλούσιες χώρες ως ένα υποπροϊόν των εν λόγω μεγαλύτερων, πιο σταθερών εισοδημάτων – καθώς τα άτομα γίνονται πλουσιότερα, απαιτούν καλύτερα πράγματα τόσο από την αγορά όσο και από το κράτος. Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι η περιβαλλοντική βιωσιμότητα και η δημιουργία μιας παγκόσμιας σύμπραξης για την ανάπτυξη (για να σημειώσουμε τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα από τους Αναπτυξιακούς Στόχους τής Χιλιετίας) είναι πραγματικά μέρος τής αναπτυξιακής διαδικασίας - ή ότι οι φτωχότεροι άνθρωποι του κόσμου θα τους κατατάξουν σε οποιοδήποτε σημείο στον κατάλογο των προτεραιοτήτων τους. Όπως ο Ελβετός μελετητής Gilbert Rist το έθεσε στο βιβλίο του με τίτλο History of Development, «η ανάπτυξη- που μέχρι τότε θεωρείτο ως ένα πολύπλοκο αλλά σχετικά συνεκτικό φαινόμενο - έχει διασπαστεί σε ένα σύνολο στόχων των οποίων οι μεταξύ τους δεσμοί σπάνια εξηγούνται».
Πώς συνέβη αυτό; Ένα μεγάλο μέρος τού προβλήματος είναι δομικό. Γραφειοκράτες σε μεγάλες οργανώσεις για την ανάπτυξη, όπως η USAID, ή το Βρετανικό Τμήμα για τη Διεθνή Ανάπτυξη, αντιμετωπίζουν αντικρουόμενα κίνητρα, και παρ’ όλο που σίγουρα ανταμείβονται επειδή βοηθούν τους φτωχούς, ανταμείβονται επίσης επειδή επιχειρούν στο πλαίσιο των δικών τους οργανώσεων. Όσες περισσότερες πίτες κρατούν στα χέρια τους, τόσο περισσότερη εξουσία αποκτούν εντός των οργανώσεών τους, και λίγοι από τους συναδέλφους τους θα σταθούν εμπόδιο στο δρόμο κάποιου που θέλει απλώς να κάνει ένα επιπλέον πράγμα για τους φτωχούς. Στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, υπάρχουν επίσης στο παιχνίδι τα κίνητρα συγκέντρωσης κεφαλαίων. Βλέποντας ότι υπάρχουν χρήματα που θα μπορούσε να πάρει από τους οργανισμούς ανάπτυξης, μια οργάνωση που έχει ήδη επικεντρωθεί, ας πούμε, στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε να αρχίσει να επιχειρηματολογεί ότι η περιβαλλοντική βιωσιμότητα είναι στην πραγματικότητα ένα αναπτυξιακό ζήτημα. Με την πάροδο του χρόνου, αρκετά θέματα έχουν τεθεί κάτω από την ομπρέλα τής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να είναι διαδεδομένη η διεύρυνση της αποστολής της. «Δεν μπορεί να υπάρχει ούτε καν ένα έργο οδοποιίας, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ρητά ένα διατροφικό συστατικό», μου παραπονέθηκε το καλοκαίρι ένας πρώην μαθητής μου ο οποίος εργάζεται για μια από τις μεγαλύτερες οργανώσεις βοήθειας στον κόσμο. «Ένα διατροφή συστατικό - ως μέρος ενός έργου οδοποιίας!».
Το πρόβλημα είναι κάτι περισσότερο από σημειολογικό. Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες δαπανούν ένα ασήμαντο τμήμα των εσόδων τους για την παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες - οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, έδωσαν μόλις το 0,19% του ΑΕΠ τους για εξωτερική βοήθεια το 2010 - και το ποσοστό συρρικνώνεται. Όταν αναπτυξιακοί οργανισμοί και μη κυβερνητικές οργανώσεις προσπαθούν να κάνουν πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα, όχι μόνο υποφέρουν από το πολιτικό ισοδύναμο της «διαταραχής ελλειμματικής προσοχής», αλλά κάνουν επίσης τους ήδη περιορισμένους πόρους τους ολοένα και πιο πολυδιασπασμένους.
Αντί να είναι ένα μίλι ευρεία και μια ίντσα βαθιά, η πρακτική τής ανάπτυξης θα έπρεπε να είναι στενότερη και πιο βαθιά εστιάζοντας σε εκείνα τα πράγματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία για τους φτωχούς. Ο πολιτικός επιστήμονας Kim Yi Dionne διαπίστωσε ότι στο Μαλάουι, οι άνθρωποι που είναι οροθετικοί ή που έχουν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο από τον ιό HIV / AIDS κατέταξαν τις βελτιωμένες υπηρεσίες κατά του HIV / AIDS πολύ χαμηλά στις προτεραιότητές τους. Ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την πρόσβαση σε καθαρό νερό, ακολουθούμενη από την γεωργική ανάπτυξη. Ωστόσο, οι περισσότεροι δημόσιοι δωρητές δεν φαίνεται να νοιάζονται. Και οι ιδιώτες δωρητές, που συχνά θεωρούνται από τους υποστηρικτές τής ελεύθερης αγοράς ως σαν να γνωρίζουν καλύτερα από τους δημόσια δωρητές, τελικά δεν είναι πολύ καλύτεροι: τον Αύγουστο, ο ιδρυτής τού Facebook, Mark Zuckerberg, ανακοίνωσε τα σχέδιά του να προσφέρει πρόσβαση στο Internet στα πέντε δισεκατομμύρια ανθρώπους που δεν είναι ακόμα συνδεδεμένοι – μια προτεραιότητα που ο Bill Gates αποκάλεσε «αστείο» σε σύγκριση με την εξάλειψη της ελονοσίας.
Στο πνεύμα τής ιεράρχησης των αναγκών από τον Abraham Maslow, η εξασφάλιση ότι οι βασικές ανάγκες ικανοποιούνται μέσω της έμφασης στην ενίσχυση των εισοδημάτων θα ήταν ένας καλός τρόπος για αρχή. Πολλά από τα πράγματα που προωθούνται σήμερα στο όνομα τής ανάπτυξης - ο θηλασμός, η χρήση των στοφών μαγειρικής, η ισότητα των φύλων, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, η πρόσβαση στο Internet, και ούτω καθεξής - τακτοποιούνται με φυσικό τρόπο όταν οι άνθρωποι έχουν εκπληρώσει τις βασικές τους ανάγκες, όπως το καθαρό νερό, το πλούσιο και θρεπτικό φαγητό, και μόλις βρουν μια σταθερή πηγή εισοδήματος. Με άλλα λόγια, πολλές συνθήκες που στοχεύονται από τους ιδεαλιστικούς στόχους τής ανάπτυξης προέκυψαν στις πλουσιότερες χώρες ως υποπροϊόντα των υψηλότερων εισοδημάτων, και η προσπάθεια να παρασχεθούν ταυτόχρονα με πιο θεμελιώδη πράγματα τοποθετεί το κάρο μπροστά από το άλογο. Ο Paul Collier έκανε ένα σχετικό σχόλιο στο βιβλίο με τίτλο The Bottom Billion όταν τάχθηκε υπέρ τής εστίασης στους ακραία φτωχούς (όπως είναι τα άτομα που ζουν στη Μαδαγασκάρη, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν λιγότερο από 1.000 δολάρια το 2012) και όχι στους απλά φτωχούς (όπως είναι τα άτομα που ζουν στο Μπουτάν, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 6.700 δολάρια) και σε όσους έχουν την τύχη να ζουν σε χώρες μεσαίου εισοδήματος (όπως είναι τα άτομα που ζουν στη Βραζιλία, η οποία έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ 11.900 δολάρια). Ωστόσο, οι φορείς ανάπτυξης φαίνεται να έχουν δυσκολία να εστιάσουν στις φτωχότερες χώρες: η USAID είναι ενεργή σχεδόν σε όλες τις χώρες τής πρώην Γιουγκοσλαβίας, καθώς και σε μέρη όπως τα νησιά Μπαρμπάντος.
Η «διεύρυνση της αποστολής» καταλήγει ουσιαστικά να βλάπτει ακριβώς τους ανθρώπους που έχει ως στόχο να βοηθήσει: τους ακραία φτωχούς, ή τα περίπου 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπων που ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια την ημέρα. Γι’ αυτό είναι καιρός για τους οργανισμούς ανάπτυξης, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, και τους φιλάνθρωπους να επανεξετάσουν το είδος των δραστηριοτήτων που προωθούν και να αναρωτηθούν αν αυτά που κάνουν συμβάλλουν άμεσα στην βελτίωση της ζωής των ακραία φτωχών ή απλώς αποδυναμώνουν τις αναπτυξιακές προσπάθειες. Μπορούν να κοιτάξουν στην ιστορία των πλούσιων χωρών για να δουν ποια αναπτυξιακά επιτεύγματα ήρθαν πρώτα και ποια τελευταία. Και μετά θα πρέπει να ανακατανείμουν τα ποσά τής βοήθειας σε εκείνες τις δραστηριότητες που άμεσα, και όχι έμμεσα, θα οδηγήσουν σε υψηλότερα, πιο σταθερά εισοδήματα.
Δεν είναι μυστικό ότι η αναπτυξιακή πολιτική πολύ συχνά υπάγεται στην εξωτερική πολιτική, και ότι οι αναπτυξιακές δραστηριότητες συνήθως αναλαμβάνονται για την προώθηση των στόχων τής εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και μέσα από μια τέτοια προοπτική realpolitik, η αναπτυξιακή πολιτική μπορεί να γίνει ένα πολύ πιο αποτελεσματικό μέσο εξωτερικής πολιτικής, εάν μπορεί να εστιάσει και πάλι σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία για τους φτωχούς και να φέρει αποτελέσματα. Σε αντίθετη περίπτωση, η αναπτυξιακή πολιτική θα παραμείνει ένας αναποτελεσματικός και δαπανηρός τρόπος ώστε κάποιες χώρες να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου