Το χειρότερο σενάριο για την κεντρική Ευρώπη μόλις ο Donald Trump αναλάβει την αμερικανική προεδρία μοιάζει κάπως σαν το εξής: Αφότου αμφισβητήσει το μέλλον του ΝΑΤΟ και συνεχίσει τους προεκλογικούς επαίνους του για την ηγεσία του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν [1], ο Trump δηλώνει μια έλλειψη ενδιαφέροντος σε ό, τι η Ρωσία κάνει δυτικά των συνόρων της και δέχεται μια προσφορά από τον Πούτιν να δημιουργήσει μια νέα γεωπολιτική συναλλαγή τύπου Γιάλτας. Όπως και με την Σοβιετική Ένωση το 1945, στην Ρωσία θα πρέπει να δοθεί αποτελεσματικός έλεγχος του ανατολικού τμήματος της Ευρώπης. Ο Πούτιν στην συνέχεια θα έχει ελεύθερη πρόσβαση στο υπόλοιπο της Ουκρανίας (υπό οιοδήποτε πρόσχημα επιλέξει), στις χώρες της Βαλτικής (με την δικαιολογία της ανάγκης να σωθούν οι ρωσικές μειονότητες από υποτιθέμενους διωγμούς), και, ενδεχομένως, στην Πολωνία, όλα με την σιωπηρή ευλογία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είναι ποτέ πιθανό να συμβεί ένα τέτοιο δυνητικά χειρότερο σενάριο; Τα κολακευτικά σχόλια του Τραμπ για τον Πούτιν σίγουρα παρουσιάζουν μια αιτία ανησυχίας. Ωστόσο, αμφότερες οι διοικήσεις του Τζορτζ Μπους και του Μπαράκ Ομπάμα ξεκίνησαν την θητεία τους με ανοίγματα προς την Μόσχα. Το 2001, ο Μπους διαβόητα διέδιδε το πώς κοίταξε τον Πούτιν στα μάτια και τον βρήκε «πολύ απλό και αξιόπιστο». Αφότου οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις έγιναν πικρές στο τέλος της δεύτερης θητείας του Μπους, ο Ομπάμα άρχισε την προεδρία του με μια προσφορά για την «επαναφορά» (reset) της σχέσης. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος θα μπορούσε να αποτρέψει την Ρωσία από την αλλαγή των συνόρων στην Ευρώπη, αρχικά στην βόρεια Γεωργία σε ό, τι αποδείχθηκε ότι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός πόλεμος του 21ου αιώνα το 2008, και στην συνέχεια, στο νότιο και ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας το 2014. Έτσι, τόσο ο Μπους όσο και ο Ομπάμα τερμάτισαν την θητεία τους στον Λευκό Οίκο απογοητευμένοι σχετικά με τις διαπραγματεύσεις τους με τον Πούτιν.
Στην περίπτωση του Τραμπ, το μοτίβο μπορεί κάλλιστα να αντέξει. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι πόσο μακριά θα πάει στην αρχική προσέγγιση του με τον Πούτιν. Ο χάρτης της Κεντρικής Ευρώπης το 2020 μπορεί να εξαρτάται από αυτό.
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΥΣΗ
Η Κεντρική Ευρώπη, η ομάδα των χωρών ανατολικά της Γερμανίας που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταξύ 2004 και 2007, έχει από καιρό διατεθεί θετικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπό την ηγεσία του Αμερικανικού προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην υποστήριξη της αντικομμουνιστικής αντιπολίτευσης σε σχεδόν όλα αυτά τα κράτη και υιοθέτησαν μια όλο και πιο σκληρή γραμμή κατά των κομμουνιστικών κυβερνήσεών τους. Μετά την άνοδο της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς στην περιοχή το 1989, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, προώθησε την επέκταση του ΝΑΤΟ στην κεντρική Ευρώπη στην δεκαετία του 1990, σηματοδοτώντας τον πλήρη διαχωρισμό της από το Ανατολικό Μπλοκ. Ο Μπους, αντιμέτωπος με την 11η Σεπτεμβρίου 2011, έβλεπε την κεντρική Ευρώπη ως έναν νέο και αξιόπιστο σύμμαχο στον αγώνα κατά της παγκόσμιας τρομοκρατίας και της αντιδημοκρατικής οπισθοδρόμησης σε πολλά μετα-σοβιετικά κράτη.
Κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας του Ομπάμα, η κεντρική Ευρώπη θεωρήθηκε μια ασφαλής και ειρηνική περιοχή που δεν αντιμετώπιζε καμιά πραγματική απειλή ασφάλειας˙ επομένως, θα μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της. Ως αντιπρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν το έθεσε σε μια ομιλία του το 2009 στο Βουκουρέστι [2]: «Στην Αμερική, δεν σκεπτόμαστε πλέον με όρους του τι μπορούμε να κάνουμε για την κεντρική Ευρώπη, αλλά, μάλλον, με όρους του τι μπορούμε να κάνουμε με την κεντρική Ευρώπη». Δύο χρόνια αργότερα, ο υπουργός άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς δήλωσε ότι είχε έρθει η ώρα όλη η Ευρώπη να επενδύσει στην δική της άμυνα.
Αλλά το 2014, ο πόλεμος στην Ουκρανία [3] βάζει και πάλι την περιοχή στον χάρτη. Ως η ανατολική πλευρά τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης φοβούνται την ρωσική επιθετικότητα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις τρεις χώρες της Βαλτικής, την Εσθονία, την Λετονία και την Λιθουανία -πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που συνορεύουν με το έδαφος της Ρωσίας, η καθεμιά με μια σημαντική σε πληθυσμό ρωσική μειονότητα. Και έχουν δίκιο να είναι νευρικές˙ σύμφωνα με τις εκθέσεις των πολεμικών παιγνίων που συντάχθηκαν από το RAND Corporation το 2014 και το 2015 [4], ρωσικά τανκς θα μπορούσαν να φθάσουν στα περίχωρα των πρωτευουσών της Λετονίας και της Εσθονίας σε μόλις 36 ώρες. Εν τω μεταξύ, η Πολωνία έχει ταραχθεί από την απόφαση του Πούτιν για μετακίνηση πυραύλων «Iskander-M» ικανών να μεταφέρουν πυρηνικά στην περιοχή του Καλίνινγκραντ [5], μια γειτονική ρωσική ομοσπονδιακή περιοχή που βρίσκεται στην ακτή της Βαλτικής Θάλασσας, καθώς και από τις αυξανόμενες στρατιωτικές δαπάνες [6] στον σχεδιαζόμενο ρωσικό προϋπολογισμό του 2017 (30,4%).
Στην πραγματικότητα, η Ρωσία δεν έχει ποτέ αποδεχθεί την στροφή της κεντρικής Ευρώπης προς την Δύση. Όπως σημείωσε κάποτε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι [7], η σημερινή ρωσική ηγεσία έχει την τάση να σκέπτεται την γεωπολιτική μέσα από ένα πρίσμα του 19ου αιώνα, με έμφαση στην αύξηση της στρατιωτικής ισχύος και της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας. Η Μόσχα εξακολουθεί να θεωρεί αυτές τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ως σαν να υπάγονται στην αρμοδιότητά της, κάτι που ο Ομπάμα έφτασε να το καταλάβει μόνο στο τέλος της θητείας του. Ως απάντηση, τετραπλασίασε τις στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη στον τελευταίο προϋπολογισμό του και υποστήριξε την ανάπτυξη τεσσάρων ταγμάτων του ΝΑΤΟ, 3.000 έως 4.000 στρατιωτών συνολικά, σε εκ περιτροπής στάθμευση στις χώρες της Βαλτικής και της Ανατολικής Πολωνίας, καθώς και την επέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών υποδομών στην Πολωνία και την Ρουμανία (τις βάσεις εκτόξευσης πυραύλων SM-3).
Ο ΠΑΡΑΓΩΝ TRUMP
Ο Donald Trump σε μια προεκλογική εκδήλωση στην Βόρεια Καρολίνα, τον Νοέμβριο του 2016. CARLO ALLEGRI / REUTERS
----------------------------------
Ο Trump κατά πάσα πιθανότητα θα προτείνει την δική του «επαναφορά» με τον Πούτιν, μια «επαναφορά» που μπορεί να συνεπάγεται ακόμη και την άρση των κυρώσεων. Αυτή η χειρονομία δεν θα είναι ενοχλητική από μόνη της –και πάλι, ο Μπους και ο Ομπάμα έκαναν παρόμοια ανοίγματα. Αλλά το ποσό των ρητορικών επαίνων του Trump που έχει συσσωρευτεί στις πλάτες του Πούτιν μέχρι στιγμής δείχνει ότι το επόμενο reset ίσως να μην είναι μόνο ένα μικρό προοίμιο για μια ακόμα αφύπνιση, αλλά μάλλον θα μπορούσε να έρθει να καθορίσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για όλη την θητεία του Trump στην προεδρία. Σκεφτείτε τον Τραμπ να αναφέρεται στην Ουκρανία ως «χάος» και να αμφισβητεί ανοιχτά τις αμερικανικές δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ [8]. Σκεφτείτε, επίσης, τις αναφορές του συμβούλου του, Νιουτ Γκίνγκριτς, για την Εσθονία ως «προάστιο της Αγίας Πετρούπολης» [9] και την αμφισβήτηση της ανάγκης του ΝΑΤΟ να την υπερασπιστεί από εισβολή˙ τους δεσμούς του πρώην σύμβουλου του, Carter Page, με τον ρωσικό ενεργειακό κολοσσό Gazprom, και τους δεσμούς του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του, Paul Manafort, με τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς [10], τον έκπτωτο φιλο-Ρώσο πρόεδρο της Ουκρανίας. Όλα αυτά αφήνουν πολλούς Κεντροευρωπαίους να ανησυχούν ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ θα τους πουλήσει στην Ρωσία.
Το περίεργο παράδοξο είναι ότι ήταν παραδοσιακά οι Ρεπουμπλικάνοι που έβλεπαν την επαναπροσέγγιση με την Ρωσία με σκεπτικισμό και επεδείκνυαν ισχυρότερη προθυμία να υποστηρίξουν τους Κεντροευρωπαίους συμμάχους τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Trump θα πρέπει να αντιπαλέψει με τις θέσεις των Ρεπουμπλικάνων του Κογκρέσου (για παράδειγμα, τον γερουσιαστή Τζον Μακέιν, Ρεπουμπλικανό της Αριζόνα), όπου θα αντιμετωπίζει κάποια αντιπολίτευση.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
Εκτός από τον αυταρχικό και θαυμαστή του Πούτιν, Ούγγρο Viktor Orbán [11], ο οποίος υποστήριξε τον Trump από νωρίς με την ελπίδα να σταματήσει το άνευ προηγουμένου επίπεδο της σκληρής κριτικής που κατευθυνόταν στο καθεστώς του από την Ουάσινγκτον υπό τον Ομπάμα, πολύ λίγοι από τους ηγέτες της Κεντρικής Ευρώπης φαίνεται να κατανόησαν την σοβαρότητα της εκλογής του Τραμπ. Το γεγονός ότι υπήρξε εντελώς ασυνάρτητος σχεδόν σε κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής σημαίνει ότι κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς θα κάνει μόλις αναλάβει την εξουσία. Ο Trump είναι το ίδιο πιθανό να οδηγήσει στο τέλος του ΝΑΤΟ, όπως και να είναι ο πιο επιθετικός πρόεδρος των ΗΠΑ του 21ου αιώνα μέχρι σήμερα. Έχοντας στο μυαλό αυτή την έλλειψη προβλεψιμότητας, η κεντρική Ευρώπη και η ήπειρος γενικότερα καλά θα κάνει να προετοιμαστεί για να χειριστεί όλο και περισσότερη από την δική της ασφάλεια, και να προβλέψει την προοπτική να ζει σύντομα σε έναν μετα-αμερικανικό κόσμο, ακολουθώντας την λαϊκή ρήση: Ήλπιζε για το καλύτερο και προετοιμάσου για το χειρότερο. Η νίκη του Trump θα πρέπει ως εκ τούτου να επιταχύνει τα σχέδια για την αμυντική εναρμόνιση της ΕΕ και για την ενίσχυση της βοήθειας της ΕΕ προς την Ουκρανία.
Με δεδομένη την άγνοια του Τραμπ για το τι συμβαίνει στον κόσμο, είναι σημαντικό για τους Κεντροευρωπαίους να αγωνιστούν για την προσοχή του και να του υπενθυμίσουν ότι ο απομονωτισμός ποτέ δεν έχει τελειώσει καλά είτε για τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε για τον κόσμο γενικότερα. Θα πρέπει επίσης να καταστήσουν σαφές ότι η Εσθονία και η Πολωνία έχουν ηγηθεί στον δρόμο για να δείξουν στα μέλη του ΝΑΤΟ ότι πρέπει να ανταποκριθούν στους στόχους των αμυντικών δαπανών, με την Τσεχική Δημοκρατία και την Σλοβακία να σχεδιάζουν να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες το επόμενο έτος.
Επί του παρόντος, οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κεντρικής Ευρώπης είναι ισχυρές: Η υποστήριξη για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή έχει διατηρήσει το παραδοσιακά υψηλό επίπεδό της, με την Πολωνία (74%) ως κορυφή σήμερα. Έχοντας αυτό κατά νου, οι Κεντροευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να δώσουν έμφαση στο ότι η αξιοπιστία των ΗΠΑ διακυβεύεται. Αν ο Trump επιλέξει τον ρόλο του καταλύτη του Πούτιν, αυτό θα βλάψει την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών στις χώρες αυτές για δεκαετίες.
Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.