Στο Σαν Τροπέ!
Δεν ξεύρω για σένα, αλλά εμένα σετ περιόντ, μου προκαλεί ένα μελανκολί. Παρά τις αμέτρητες ινβιτασιόν που δέχομαι για εμφανίσεις κοσμικάς και για χειμερινές πρεμιέρ σε τεάτρ και οπερά, ισί α Παρί, καθόλου όρεξη δεν έχω και σου το δηλώνω ευθαρσώς: είμαι στις κλειστές μου.
Για την ακρίβεια, ήμουν στις κλειστές μου! Παρσκέ εκεί που καθόμουν εψές στο ανατολικό σαλόν με τη ρομπ ντε σαμπρ μασουλώντας μία κρεμ μπρουλέ και παρακολουθώντας ο-τελέ, ένα ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της πέρδικας, είπα "σα σουφί"! Και απεφάσισα ότι πρέπει ν'αλλάξω τον αέρα μου. Έβαλα μερικά πανταλόν και πεντέξι πουλοβέρ σε μια βαλίς, ανέβαλα και το ρεπό της Μαρί Κριστίν και ξεκινήσαμε για Κοτ ντ'Αζούρ. Ουί, στο Σαν Τροπέ! Ν'ανοίξουμε κι εκείνο το έρμο το μεζόν α-κοτ-ντε-λα-μερ που θα τόχει φάει η υγρασία.
Αρχικώς η Μαρί Κριστίν έδειχνε μάλλον δυσαρεστημένη με το ντεσιζιόν. Όχι γιατί δεν της αρέσει λα Μεντιτερανέ, αλλά γιατί έχει συνδυάσει το μέρος με πιο καλοκαιρινές βακάνς. Αλλά της εξήγησα ότι πάμε για ηρεμία και της εξέθεσα τα αβαντάζ: αυτή την εποχή, δεν έχει εκεί μήτε μποτιλιαρίσματα, μήτε μποκού ντε τουρίστ, μήτε υπάρχει φόβος να πέσουμε επάνω στην Τερέζ Οντέτ ντε λα Μπουκλέ πούχει αγοράσει μία βίλα -τρε κακού γούστου- ακριβώς απέναντι από τη δικιά μας.
Μα ξεύρεις τί σκοτοδίν μού είχε έρθει όταν είχα βγει εκείνο το πρωινό στο μπαλκόν και είδα στην αντικρινή ταράς, την Τερέζ Οντέτ να αλείφει καταχαρούμενη τη μαρμελάντ στη μπαγκέτ και να με χαιρετάει; Σοκ σικολοζίκ!
Σαν φθάσαμε στο Σαν Τροπέ και πριν πάμε στο μεζόν, άφησα το βουατούρ κεντρικώς και πήρα τη Μαρί Κριστίν για μία προμενάντ. Να κόψουμε λίγο κίνηση, να μετρήσουμε τα κότερα, να κάμουμε και τίποτις ψώνια.
Ευτυχώς, ο κόσμος ήταν πράγματι λίγος. Η Μαρί Κριστίν παρατήρησε ότι δεν είχε ξαναδεί τους δρόμους του οικισμού χωρίς κοσμοπλημμύρα και ότι σε αυτή του τη βερσιόν, το μέρος σχεδόν της άρεσε περισσότερο.
Επιτέλους μπορούσαμε να μπούμε στο Ερμέζ, στο Λουί Βουιτόν και στου Μπέρμπερι, χωρίς να χρειαστεί να περιμένουμε τον κάθε τυχάρπαστο τουρίστ να απασχολεί τους υπαλλήλους.
Μήτε φωνές, μήτε συνωστίζμ, μήτε πτιτ ανφάν να τρέχουνε στους δρόμους αλλαλάζοντας σαν τη Λεζιόν Ετρανζέρ σε επίθεση αν Αφρίκ!
Άμα τα λέω εγώ ότι θα πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι οι Τροπεζιέν και να απαγορεύσουμε το τουρίζμ από την ευρύτερη περιοχή, με λένε σνομπ και εστέτ. Μόνο η Μπριζίτ, με υποστηρίζει κι αυτό επειδή ξεύρει τα φιλοζωικά μου σαντιμάντ.
Ουί, το Σαν Τροπέ διαθέτει υπέροχα μαγκαζάν. Μπουτίκ ελεγκάν, σουπερμαρσέ με ωραιότατα γκουρμέ προϊόντα, ρεστοράν φορμινταμπλ και μποκού ντε γκαλερί. Διότι μπορεί ας πούμε εκεί που περπατάς να σούρθει μία εικαστική λιγούρα και να θες να ψωνίσεις ένα πορτραίτ. Εννοείται πως ομιλούμε περί υψηλής πχιότητος και πως παίζουμε σε νούμερα αστρονομίκ.
Οι τιμές των μεζόν είναι επίσης υψηλές και ευτυχώς για να μην μπαίνουν ιδέες σε τίποτις μεσοαστίκ νεοπλουτέ και γεμίσει το μέρος, φούμαρα.
Το εξκλουσιβιτέ πληρώνεται ακριβά, όπως συχνά λέω στη Μαρί Κριστίν για να μαθαίνει.
Τα βράδια πολλοί δρόμοι κλείνουν και για να εισέλθεις πρέπει να έχεις καρτ-ντ-ιντεντιτέ και να'σαι κάτοικος περμανάντ. Διότι παλαιότερα, ήταν πολύ συνηθισμένο να βολτάρουν διάφοροι περίεργοι και να πασχίζουμε όλοι να αποφύγουμε τους παπαράτσι που μας την είχανε στημένη έξω από τα ζαρντάν και δίπλα στα βουατούρ μας. Τουτ-α-φε ιναντμισίμπλ!
Τώρα πούχουμε σεκιουριτέ παντού και καμερά να παρακολουθεί το ο,τιδήποτε, εγώ περσοναλμάν, αισθάνομαι μία σιγουριά και μία ασφάλεια.
Διασχίσαμε τους ήσυχους δρόμους, χαιρετιστήκαμε και με καναδυό γνωστούς -τύπου μπονζούρ και α-τουτ-αλέρ- και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα.
Α ουί, λα μερ! Που τη βλέπεις κι ανοίγει η καρδιά σου! Αυτή η υπέροχη προμενάντ κατά μήκος του μικρού λιμανιού, εμένα μου φτιάχνει τουζούρ τη διάθεση. Προμπλέμ, πεσιμίζμ, κρίζ εκονομίκ, θαρρείς πως τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να σε βρει εδώ στο Σαν Τροπέ.
Σαν βλέπεις τα μπατό ν'αστράφτουν κάτω από τον σολέιγ ντε λα Μεντιτερανέ, όλα μοιάζουν πιο χαμογελαστά και αισιόδοξα.
Κατόπιν επιμονής της Μαρί Κριστίν, ανεβήκαμε στην πέτρινη προβλήτα και ατενίσαμε τους ορίζοντες. Σκύβοντας, πήρε το μάτι μου την Ελέν Κλοντέτ Βεραμάν με τον άντρα της να λιάζονται σε κάτι παγκάκια μη-χειρότερα. Μα έλεος με την τσιγκουνιά και την επιμονή της να μην βάζει σολάριουμ στο σπίτι!
Εν συνεχεία περάσαμε στην πίσω πλευρά του λιμανιού, στον γραφικό κόλπο με τα βράχια όπου η Μαρί Κριστίν είχε κάποτες γλιστρήσει και είχε βρεθεί φας-εν-φας με την κουτσομούρα -ουχί το γνωστό ψάρι, αλλά την Τερέζ Οντέτ ντε λα Μπουκλέ που συχνάζει εδώ και κάμει τα μπάνια της.
Σιωπήσαμε και οι δύο και απολαύσαμε για κάποια λεπτά, τον παφλασμό των κυμάτων και το τραγούδι των γλάρων. Ε λοιπόν, τ'αγαπώ αυτό το μέρος. Μοιάζει να ξεπήδησε από στίχους του Απολινέρ. Ή από τις σεκάνς παλιών ταινιών. Τότες που τα κορίτσια φορούσαν πολύχρωμα φουστάνια κι έδεναν μαντήλια στα μαλλιά τους. Τότες που τ'αγόρια φορούσαν ανοιχτά πουκάμισα και τραγουδούσαν σανσόν ρομαντίκ με τις κιθάρες τους. Τότες που η ζωή είχε διαστάσεις σινεμασκόπ. Και που έφτανε ένα Ντούλιου Ντούλιου Ντούλιου Σαν Τροπέ, για να σε ξεσηκώσει.
Πάνε εκείνες οι εποχές. Οζορντουί, όλοι κοιτάζονται στα τελεφόν μομπίλ τους και σου δίνουν την αίσθηση ότι αδυνατούν να ιδούν και να εκτιμήσουν το μποτέ φιζίκ ε νατουράλ. Ουχί μόνο στα μέρη ή στις τοποθεσίες, αλλά (κυρίως) σε εκείνον ή εκείνην που κάθεται πλάι τους. Ακόμα και εδώ, στο Σαν Τροπέ.
Αλλά ήρθαμε εδώ για να αποφύγουμε το μελανκολί, όχι για να πέσουμε σε χειρότερο! Πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς το βουατούρ και το μεζόν.
Η Μαρί Κριστίν με παρακάλεσε να κάμουμε και μία στάση στην εκκλησία της Νοτρ Νταμ ντε λ'Ασονσιόν ν'ανάψει ένα κεράκι.
Εκεί συναντήσαμε και τον παντρ Ζοζέφ, ο οποίος μας εκάλεσε στη λειτουργία της Κυριακής. Είχε ετοιμάσει λέει και μία ωραιότατη κατήχηση-αφιέρωμα στον Οσιομάρτυρα Τόρπεζ της Πίζας, μεγάλη-η-χάρη-του.
Που τον αποκεφάλισαν για την πίστη του, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. και άφησαν μεσοπέλαγα το νεκρό του σώμα πάνω σε μία σχεδία, μαζί με έναν κόκορα και ένα σκύλο για να τον κατασπαράξουν. Τρε μιζεράμπλ ιστουάρ!
Η σχεδία ταξίδεψε στη Μεσόγειο και έφτασε στο λιμανάκι που περπατάγαμε πριν λίγο. Με το σώμα του Οσιομάρτυρος άθικτο. Κι έτσι ονομάσαμε εις μνήμην του το μέρος, Σαν Τροπέ!
Τώρα βέβαια μεταξύ μας, καλός χρυσός ο παντρ Ζοζέφ, αλλά αυτές οι κατηχήσεις με διαμελισμένους Οσίους, εμένα μου φαίνονται τρε σκιαχτικές.
Τελευταία στάση στη μαρσέ ντε λα ρου. Να ψωνίσουμε κανένα φρουτ, τίποτις βεζετάμπλ. Γιατί θάναι το ψυγείο άδειο και δεν καταδέχομαι να ξαναστείλω τη Μαρί Κριστίν να δανείζεται αυγά και ονιόν από της Μπριζίτ, διότι φιλοζωίκ-ξεφιλοζωίκ, θα με διαολοστείλει καμιάν ώρα η γυναίκα και θάχει και τα δίκια της.
Στο μαρσέ, διασταυρώθηκα με γνώριμες φυσιογνωμίες που τάχα-μου τόπαιζαν ινγκόγκνιτο με γυαλιά και καπέλα και καμπαρντίν τρε πασέ, αλλά επειδή δεν είχα ουδεμία όρεξη για κουβέντες, έκαμα ότι κοιτούσα τα ζαρζαβάτ.
Διότι είναι επί παραδείγματι, να μην σε πιάσει στην πάρλα η Ιζαμπέλ Ντεζαμπλούτ, θα μάθεις θες-δεν θες τα προσωπικά της μισής Κοτ-ντ'Αζούρ. Κι αυτό γιατί με την άλλη μισή, δεν μιλιέται.
Επιτέλους, κατά το μεσημεράκι, φθάσαμε στο σπίτι. Η Μαρί Κριστίν άρχισε να τοποθετεί τα ψώνια και έβαλε να περάσει μία λάτρα τα σαλόν, ενώ εγώ απεφάσισα να πάρω τη Λε Μοντ και να καθίσω στο μπαλκόν να ηρεμήσω.
Ετοιμάζω κι ένα απεριτίφ, ανοίγω το φενέτρ με ύφος εκστατίκ και βγαίνω κρατώντας το ζουρνάλ.
Και τι να δω; Στο απέναντι ταράς, η Τερέζ Οντέτ ντε λα Μπουκλέ, με μαλλί περμανάντ και γούνα τσιντσιλά να κάμει πάρτι με τας αντιπαθητικάς φίλενάδας της και να χορεύει Πεπίνο ντι Κάπρι. Ε ζαμέ, Μαρί Κριστίν! Ε ζαμέ!
Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου 2017
Πρετ-α-πορτραίτ
Έλα και σε περιμένω τόσην ώρα! Και καλά, εμένα που με έστησες, δεν σου καίγεται καρφί. Αλλά τον Άλφρεντ, τον Έλβις και τη Μέριλιν; Βέρι ανάγωγο εκ μέρους σου και δεν ξεύρω πώς θα σε δικαιολογήσω. Διότι έχουμε πολύ σημαντικές συναντήσεις. Με το αφάν γκατέ της πολιτικής, της τέχνης, της επιστήμης και του αθλητισμού -που είναι τελοσπάντων και του επιπέδου μας.
Τόχεις καταλάβει νομίζω και από το γκραντιόζο του κτηρίου. Δάπεδα, κολώνες, αψίδες, οροφές, ντεκορασιόν -όχι που θα σε πήγαινα σε τίποτις μπασκλασαρίες! Πού βρισκόμαστε; Στο Ουάσινγκτον Ντι-Σι. Πέντε λεπτά από τον Λευκό Οίκο. Στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων.
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα τού να σιάξουμε μία συλλογή πορτραίτων ανήκει στους Άγγλους, οι οποίοι εγκαινίασαν την καταπληκτική National Portrait Gallery του Λονδίνου το 1859 (εκεί θα βρεις πολύ συχνά το πτηνό να απολαμβάνει τους πίνακες και να φχαριστιέται υψηλή τέχνη). Εμείς στην Αμερική που ήμασταν τότες μερικούς αιώνες πίσω στα καλλιτεχνικά μας, μιμηθήκαμε το κόνσεπτ κάποιες δεκαετίες αργότερα. Πιο συγκεκριμένα, το 1886, ο Robert Winthrope, Πρόεδρος της Ματσατσούσετς Χιστόρικαλ Σοσάιετι επισκέφθηκε το Λονδίνο, μαγεύτηκε από τη συλλογή και ξεκίνησε ανάλογη προσπάθεια εδώ.
Η συγκέντρωση των πινάκων αποδείχθηκε δύσκολη και χρονοβόρα υπόθεση και το Μουσείο εγκαινιάστηκε εντέλει το 1968. Έκτοτε οι συλλογές του αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο χάρις σε συνεχείς προσφορές καλλιτεχνών, χορηγών και γενναιόδωρων πολιτών. Κι αν εσύ δεν παθιάζεσαι με τη ζωγραφική και γενικώς βαριέσαι τις πινακοθήκες (που είναι ν'απορούμε που σε κάμουμε παρέα!), νομίζω πως ετούτη δω θα τη φχαριστηθείς, καθώς διαθέτει πίνακες με γνωστές προσωπικότητες και σίγουρα θα βρεις κάτι να σε ενδιαφέρει και να κουτσομπολέψεις.
Εντάξει, παρότι είμαστε στο Ουάσινγκτον Ντι Σι, τον Ομπάμα δεν θα τον δούμε σήμερις (αφενός το παίζει και καλά πολυάσχολος ενόψει τέλους θητείας, αφετέρου δεν μιλιόμαστε με τη Μισέλ από τότες που δήλωσε την προτίμησή της στους Πιγκουίνους της Μαδαγασκάρης -δηλαδής χελόου, εμείς ράμφος δεν έχομεν;) και τον Τραμπ αρνούμαι να τον συναντήσω γιατί λίγο το περουκίνι, λίγο το υφάκι, λίγο η Ιβάνκα, πόση ανοησία ν'αντέξω ο πτηνός; Αλλά σε ηγέτη, σου έχω τον Ουίνστον. Που ήταν μεγάλη αλεπού, αλλά χαρισματικός και κιμπάρης άνθρωπος. Και έχει πει τη μνημειώδη φράση "η ιστορία θα είναι ευγενική μαζί μου, διότι θα τη γράψω εγώ"! Πόσο τεράστιο ρισπέκτ;
Ακόμα μεγαλύτερο ρισπέκτ στον Αϊνστάιν. Πρώτον, διότι η θεωρία της σχετικότητας παραμένει θεμελιώδους σημασίας για τη φυσική και πολλές από τις υποθέσεις εργασίας του συνεχίζουν να επιβεβαιώνονται πειραματικά, πολλές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Και δεύτερον, διότι διαθέτει ίδιο μαλλί με μία θεία μου, αλλά του πάει περισσότερο (ίσως αν άφηνε κι εκείνη μουστάκι, βελτιωνόταν κάπως το φιζίκ της).
Αυτή είναι η Γερτρούδη Στέιν, σε ένα γλυπτό του Jo Davidson. Που την εσυμπαθούμε πολύ όχι μόνο για την τόλμη και την οξύνοιά της, αλλά και για τη συμβολή της στην τέχνη και τον πολιτισμό. Στο σαλόνι του σπιτιού της Γερτρούδης μαζεύονταν οι διανοούμενοι του Παρισιού και αντάλλαζαν ιδέες, διαμορφώνοντας το παρακάτω. Και τελοσπάντων υπάρχει μία φράση της που εγώ χρησιμοποιώ συχνά όταν μιλάω κυρίως σε νέους ανθρώπους. Ότι σημασία δεν έχουν οι έξυπνες απαντήσεις. Σημασία έχουν οι έξυπνες ερωτήσεις.
Κι αν η Γερτρούδη, σου παρουσιάζεται κάπως παραδωμένη σε μία κόπωση αβάσταχτη, η Toni Morrison στο πορτραίτο της από τον Robert McCurdy, σε κοιτάζει με ύφος αυστηρό. Σα να θέλει να σου τα χώσει. Η εμμονή στη λεπτομέρεια, η ευθύτητα του βλέμματος, η κάπως σκοτεινή μορφή σε φωτεινό φόντο και βεβαίως, το απίθανο ζακετάκι που λες και ζωγραφίστηκε κόμπο-κόμπο με το βελονάκι, συνθέτουν έναν πίνακα καθηλωτικό. Και ναι, χρησιμοποιώ και από την Toni, μία φράση πολλές φορές στο λόγο μου. Ότι παρανοήσαμε τη βία για πάθος, τη ραθυμία για καλοπέραση και την απερισκεψία για ελευθερία. (=We mistook violence for passion, indolence for leisure, and thought recklessness was freedom.) Βαθιά πολιτική φράση, στη δική μας την περίπτωση, πτηνό βέρι υπαινικτίκ.
Αν σου έπεσε βαριά η διανόηση, ιδού μία ιλουστρέ προσωπογραφία του Έλβις από τον Ralph Wolfe Cowan. Με το γνωστό ηδυπαθές βλέμμα, έξτρα γκλαμ στο ύφος, χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο. Ακόμα κι αν δεν είσαι φαν, οφείλεις να παραδεχθείς πως ο Πρίσλεϊ διέθετε χιουτζ ταλέντο και κάμποση πρωτοτυπία. Στα τραγούδια του, στον τρόπο ερμηνείας, στην κίνηση και το όλο περφόρμανς.
Και επειδής είμαστε εκ πεποιθήσεως μιούζικαλ ως μπλογκ και ως πτηνά, αφιερώνω σε εσένα και στον ταχυδρόμο που μου φέρνει μόνο λογαριασμούς τελευταία, το "Return to Sender". Μπορώ να πάω και στα ΕΛΤΑ να το χορέψω, αν είναι να βοηθήσει την περίπτωσή μου.
Να και ο Michael Jackson, ο βασιλιάς της ποπ. Σε ένα έργο που δημιούργησε ο Andy Warhol, o βασιλιάς της ποπ αρτ. Και θα στο πω ειλικρινά. Πως παλαιότερα, δεν είχα σε καμία υπόληψη τους πίνακες και τα έργα του. Ώσπου άρχισα να τα βλέπω στα μεγάλα μουσεία του κόσμου. Και άλλαξα τελείως γνώμη. Με έναν τρόπο, ο Warhol κερδίζει την προσοχή σου πάντα. Είναι τα έντονα χρώματα, είναι ο επιτηδευμένα ανάλαφρος τρόπος που σου σερβίρει το θέμα του, είναι η ακομπλεξάριστα αισιόδοξη προσέγγιση στα πράγματα. Ότι ρε παιδί μου εντάξει, δεν χρειάζεται αυτός ο κόσμος μόνο σοβαρότητα και υψηλή διανόηση. Έχει και το φαντεζί, θέση στην καθημερινότητά μας. Αποτελεί και το μπριόζο, ανάγκη στη ζωή μας. Πτηνό συνυπογράφει και πατάει λάικ.
Όσο για τον Michael, θα ανατρέχω πάντα σε εκείνες τις πρώτες ερμηνείες του. Με την παιδική φωνή και το μαλλί αφάνα. Ερμηνείες πού προέρχονται από ξεθωριασμένες εποχές κι απ'έναν κόσμο αλλιώτικο. Τότες που ήταν ακόμα αθώος. Και ο Michael και ο κόσμος.
Παρότι έχει γίνει κατάχρηση της εικόνας της με συνεχή προβολή της σε αφίσες, περιοδικά και διαφημίσεις, η Μέριλιν έχει διαστάσεις αρχετυπικού συμβόλου. Η επιλογή του κόκκινου χρώματος από τον Andy Warhol προσθέτει ένταση και πάθος, σε μία παρουσία που διέθετε μεγάλες δόσεις και από τα δύο.
Ακόμα και σήμερα, όταν βλέπει κανείς σκηνές σαν αυτήν, όπου η Μέριλιν ξεχειλίζει από ερωτισμό, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πως πέραν της ομορφιάς, υπάρχει και ταλέντο. Στον τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα του σώματος, στον τρόπο που ερμηνεύει το ρόλο της, στον τρόπο που τραγουδά και κοιτάζει τον φακό. Και θα μου επιτρέψεις να πω πως λίγες μπορούν να πουν ένα "που-που-πι-του" και να είναι πειστικές!
Παρότι τις έχω δει και ξαναδεί, οι παλιές αμερικάνικες ταινίες των δεκαετιών του '40, του '50 και του '60, συνεχίζουν να αποτελούν αγαπημένη μου απόλαυση. Και ηθοποιοί όπως η Κάθλιν Χέπμπορν (εδώ σε πίνακα του Everett Raymond Kinstler) συνεχίζουν να με συναρπάζουν. Μπορεί να κάμω και λάθος, αλλά φοβάμαι ότι οι νέες γενιές έχουν απομακρυνθεί από την πολιτιστική παραγωγή εκείνων των δεκαετιών. Και είναι πραγματικά κρίμα, διότι ο αμερικάνικος κινηματογράφος του τότε, είχε αποτολμήσει να συζητήσει σπουδαία θέματα με πολύ ενδιαφέρον (και εικαστικά) τρόπο. Σε εποχές που οι ζουπερήρωες δεν πέταγαν στους ουρανούς, αλλά περιπλανιώντουσαν στη γη. Και που οι ζουπερηρωίδες δεν φορούσαν μπέρτες και κολάν, αλλά αντρικά παντελόνια και καπέλα. Και που ο σκοπός δεν ήταν να υπερασπίσει κανείς τον κόσμο, αλλά κυρίως να υπερασπίσει την αξιοπρέπειά του.
Τώρα βέβαια, θα αναρωτηθείς και με τα δίκια σου, τί δουλειά έχει η Ράκελ Γουέλς με τα εσώρουχά της σε γυάλινη προθήκη. Και θα σου απαντήσω πως πολλά μπορείς να καταμαρτυρήσεις στην Αμερική, αλλά ένα πράγμα οφείλεις να της το αναγνωρίσεις: δεν πάσχει από τον ευρωπαϊκό σνομπισμό και την αβάσταχτη σοβαροφάνειά μας. Που σημαίνει; Ότι μπορούμε να βάλουμε και τη Ράκελ στο μουσείο, η οποία είχε τελοσπάντων χαρακτηριστεί ως η πιο ποθητή γυναίκα της δεκαετίας του '70 από το περιοδικό Playboy (πούχει και ένα εξπερτίζ στο τόπικ). Άλλωστε και η ομορφιά, ένα είδος τέχνης δεν είναι;
Επιστροφή στη μουσική με ένα πορτραίτο του Dizzy Gillespy από τον Marc Klionsky. Ως συνθέτης και βιρτουόζος της τρομπέτας, ο Dizzy συνέβαλε τα μέγιστα στην εξέλιξη της αμερικάνικης τζαζ. Οι μοναχικές μου ώρες μελέτης ή δουλειάς επενδύονται συχνά με τις μουσικές του. Και με τα χρόνια, έχω αρχίσει να τις καταλαβαίνω καλύτερα. Να καταλαβαίνω την Αμερική καλύτερα. Και μπορεί να σου ακουστεί παράδοξο, αλλά μου πήρε καιρό και χρειάστηκε να ταξιδέψω σε κάμποσες πολιτείες για να μπορέσω εντέλει ν'αρχίσω να την κατανοώ.
O Μοχάμεντ Άλι απασχόλησε πολλές φορές την κοινή γνώμη -και όχι πάντα για τις επιδόσεις του στο ρινγκ. Σε αυτόν τον θαυμάσιο πίνακα του Henry C. Casselli Jr., ο Άλι τεντώνει τα σκοινιά και τα παίζει στα δάχτυλά του. Καθώς στέκομαι αντίκρυ του, σκέφτομαι ότι αυτό είναι τέχνη, αναγνώστα. Όχι απλώς η αποτύπωση ενός θέματος, αλλά η πιο υπαινικτική συζήτησή του.
Επειδής το βλέπω πως άρχισες να μου κουράζεσαι, σταματάμε να σε κεράσω ένα ντόνατ και μία γκαζόζα. Στο εσωτερικό αίθριο του κτηρίου ντε! Μας πέτυχες και σε ιδιαιτέρως καλή μέρα και απολαμβάνουμε όλοι το παιχνίδισμα του φωτός, έτσι όπως τρυπώνει μέσα από το απίθανο πλέγμα της οροφής.
Αυτές οι ζούπερ φουτουριστίκ αρχιτεκτονικές επεμβάσεις σε κλασικά κτήρια, εμένα πολύ μου αρέσουν. Και παντρεύουν ωραιότατα το παλιό με το μονδέρνο, κλείνοντας το μάτι στους επισκέπτες και εντάσσοντάς τους σε μία μεγάλη εικαστική αγκαλιά. Είναι σπουδαίο πράμα η αρχιτεκτονική, αναγνώστα. Είναι τεράστια η σημασία της για την καθημερινότητα και την οργάνωση μίας κοινωνίας. Και όχι, δεν θα παρασυρθώ στη σχετική συζήτηση για την έλλειψη αρχιτεκτονικής κουλτούρας στη δική μας τη χώρα, διότι θ'αρχίσω πάλι να γκρινιάζω και δεν μου πρέπει.
Καλέ, ο Βασιλάκης! Με τη γυναίκα του! Εντάξει, είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου, δεν του αξίζει ένα πόρτραιτ; Εδώ έχουμε κάνει σε καν και καν τυχάρπαστους, δεν θα κάμουμε του Βασιλάκη πούχει ανοίξει τόσα παράθυρα στον κόσμο (με το αζημίωτο πάντα); Εγώ πάντως την αλήθεια μου θα σου την πω, δεν τον εσυμπαθώ: πρώτον, διότι φιλανθρωπίες τάζει και φιλανθρωπίες δεν βλέπω -ας αναλάβει μία Σιέρρα Λεόνε, ένα Μπουρούντι, μία Γουινέα Μπισάο, να τον παραδεχτώ. Και δεύτερον, διότι πολλά μπορώ να του συγχωρέσω, αλλά τα Vista με την καμία -εξού και με κέρδισε ο ανταγωνισμός.
Ναι, η Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων διαθέτει στην τεράστια συλλογή της, πορτραίτα προσωπικοτήτων από πολλούς και διαφορετικούς χώρους. Από τις τέχνες και τα γράμματα, μέχρι την επιστήμη, την πολιτική και την οικονομία. Και η λογική αυτή, εμένα πολύ μου αρέσει, διότι αφενός αισθάνεσαι ότι υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος θεμάτικ άξονας (χωρίς να σου πετάγονται κάθε τρεις και λίγο, νεκρές φύσεις, θαλασσογραφίες ή Αγίες Μικέλες μεγάλη-η-χάρη τους) και αφετέρου, μοιάζει με παιχνίδι αναγνώρισης και ευκαιρία για συζήτηση των προσώπων που εικονίζονται και της όποιας συμβολής τους.
Το ξεύρω πως θα με πεις αλλού-γι-αλλού, όμως πολύ θα μου άρεσε να έβλεπα κάποια στιγμή ένα τέτοιο μουσείο και στην Ελλάδα. Με πορτραίτα από το δικό μας δημόσιο βίο, συγκεντρωμένα σε μία ενιαία συλλογή. Την Κάλλας, τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Θοδωράκη, τη Μερκούρη, τη Λαμπέτη, τον Παπαναστασίου, τον Καζαντζάκη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη ή τον Βενιζέλο, του νέιμ ε φιου! Νομίζω θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον και πολύ θα το χαιρόμουν. Ίσως σε καναδυοτρεις αιώνες, το σκεφτούμε κι εμείς. Και σε πεντέξι, το πραγματοποιήσουμε κιόλας.
Κοιτάζοντας τα πρόσωπα στα πορτραίτα, σκεφτόμουν ότι πέραν του προφανούς αισθητισμού της, η συλλογή αυτή θα μπορούσε να ιδωθεί και ως συλλογική άσκηση της κοινωνίας. Εκθέτοντας τα πρόσωπα που αναδεικνύει, η κοινωνία κρίνει και κρίνεται. Γιατί αντίθετα με τον Ντόριαν Γκρέι, στον πραγματικό μας κόσμο, οι άνθρωποι γηράσκουν και φθείρονται, αλλά τα πορτραίτα μένουν σχεδόν αναλλοίωτα στο χρόνο. Υπενθυμίζοντας και τα καλά μας και τα στραβά μας. Και χαρτογραφώντας με έναν τρόπο, τις διαστάσεις μας.
Σε πινακοθήκες σαν ετούτη, συνήθιζα να στέκομαι μπροστά από κάθε πρόσωπο και αν το αναγνώριζα, να του απέδιδα ένα πρόσημο. Αν τον εσυμπαθώ ή αν τον αντιπαθώ. Σιγά σιγά έχουν αλλάξει τα κριτήριά μου όταν κοιτάζω ένα πορτραίτο. Κι έχω πάψει να κατηγοριοποιώ τους ανθρώπους απλώς σε καλούς και σε κακούς. Προτιμώ να τους διαλέγω σε ενδιαφέροντες και σε ανιαρούς. Σκεπτόμενος πως έχει εντέλει μεγάλη σημασία η επιλογή των χρωμάτων με τα οποία φιλοτεχνεί ο καθείς μας τον εαυτό του. Και ο τρόπος με τον οποίο κερδίζει μία θέση στην Πινακοθήκη των άλλων.