Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σήμερα τον καλύτερο στρατό στον κόσμο, μακράν. Οι δυνάμεις των ΗΠΑ έχουν λίγες αδυναμίες, αν όντως υπάρχουν, και σε πολλούς τομείς -από τον ναυτικό πόλεμο, τις ικανότητες χτυπημάτων ακρίβειας, την αεροπορική ισχύ, τις πληροφορίες και την αναγνώριση, μέχρι τις ειδικές επιχειρήσεις- παίζουν σε εντελώς διαφορετικό πρωτάθλημα από τους στρατούς άλλων χωρών. Αυτή η κατάσταση δεν είναι πιθανόν να αλλάξει σύντομα, καθώς οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ [2] είναι σχεδόν τριπλάσιες από εκείνες του πλησιέστερου ανταγωνιστή των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας [3], και αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο όλων των συνολικών στρατιωτικών δαπανών στον κόσμο -και ένα άλλο τρίτο προέρχεται από συμμάχους και συνεργάτες των ΗΠΑ.
Παρ’όλα αυτά, τα 15 χρόνια πολέμου, τα πέντε χρόνια περικοπών του [αμυντικού] προϋπολογισμού και η δυσλειτουργία της Ουάσινγκτον έχουν επιπτώσεις. Ο στρατός δεν είναι σίγουρα ούτε διαλυμένος ούτε ανέτοιμος για μάχη, αλλά το μέγεθος και τα επίπεδα των πόρων του είναι λιγότερα από ό, τι είναι σκόπιμο, δεδομένου του εύρους των σύγχρονων απειλών και των αποστολών για τις οποίες πρέπει να προετοιμαστεί. Δεν απαιτούνται ριζικές αλλαγές ή σημαντικές συσσωρεύσεις. Ωστόσο, η τάση των περικοπών του προϋπολογισμού θα πρέπει να σταματήσει και μάλιστα να αντιστραφεί μετριοπαθώς, ενώ οι αμυντικές πιστώσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με πιο ορθολογικό και επαγγελματικό τρόπο από ό, τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.
Σε κατάσταση μάχης: Στρατιώτης των ΗΠΑ στην επαρχία Λαγκμάν, στο Αφγανιστάν, τον Δεκέμβριο του 2014. LUCAS JACKSON / REUTERS
-----------------------------------------------------------------------
Τα περισσότερα κύρια στοιχεία της αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ βρίσκονται σε λογικά σταθερή βάση, παρά τις αναρίθμητες διαφωνίες μεταξύ ειδικών σχετικά με πολλές από τις λεπτομέρειες. Κατά την διάρκεια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, κάποια παραλλαγή ενός πλαισίου σχεδιασμού δύο πολέμων (με περιορισμούς) απολάμβανε την υποστήριξη και των δύο κομμάτων και θα πρέπει να συνεχίσει να το κάνει για πολλά χρόνια στο μέλλον. Η προωθημένη παρουσία και η δέσμευση στην Ανατολική Ασία [4], στην Ευρώπη [5] και την Μέση Ανατολή [6] παραμένουν αναπόφευκτοι πυλώνες της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Τα ισχυρά προγράμματα Έρευνας και Ανάπτυξης εξακολουθούν να υποστηρίζονται, όπως και η απαράμιλλη κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών. Ο προϋπολογισμός προμηθειών του Υπουργείου Άμυνας -το πρώτο θύμα της δημοσιονομικής λιτότητας κατά την δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα- είναι και πάλι σχετικά υγιής. Οι ηγέτες του Πενταγώνου προωθούν την καινοτομία και οι άνδρες και οι γυναίκες των σημερινών ενόπλων δυνάμεων επιδεικνύουν υψηλά πρότυπα επαγγελματισμού, εξειδίκευσης και εμπειρίας.
Ωστόσο, υπάρχουν επίσης τομείς ανησυχίας. Το πλεόνασμα ικανοτήτων (Excess base capacity) παραμένει πρόβλημα. Ο στόλος του ναυτικού και ο στρατός είναι πολύ μικροί και οι τρέχουσες πορείες του προϋπολογισμού συνεπάγονται περαιτέρω περικοπές παρά αυξήσεις. Και η κλίμακα ορισμένων εξαιρετικά δαπανηρών προγραμμάτων όπλων που βρίσκονται σε εξέλιξη ή στα σχεδιαστήρια, όπως το μαχητικό αεροσκάφος F-35 και κάποια νέα πυρηνικά όπλα, πρέπει να επανεκτιμηθούν. Επομένως, η πρόκληση για τον επόμενο πρόεδρο θα είναι να οικοδομήσει στα δυνατά σημεία, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και να καταγράψει μια πορεία για την συνέχιση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ σε ένα στρατηγικό περιβάλλον που ποτέ δεν σταματά να εξελίσσεται.
ΑΛΛΑΓΗ VS. ΚΙ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ
Τα εθνικά συμφέροντα που χρειάζεται να προωθήσει ο στρατός των ΗΠΑ παραμένουν σταθερά: Η προστασία της πατρίδας˙ η διαφύλαξη των πολιτών των ΗΠΑ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό˙ και η διασφάλιση της ασφάλειας των συμμάχων των ΗΠΑ, της παγκόσμιας οικονομίας και της διεθνούς τάξης γενικότερα. Αυτές τις μέρες, οι απειλές για τα συμφέροντα προέρχονται από πέντε πηγές: Τις μεγάλες δυνάμεις (όπως η Κίνα και η Ρωσία), τους εξτρεμιστές μη κρατικούς δρώντες (όπως η Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος ή ISIS και οι Ταλιμπάν), τα κακοποιά κράτη (όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα), τις πανδημίες και τις περιβαλλοντικές αναταράξεις, και τις εξελίξεις στην προηγμένη τεχνολογία που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις αδυναμίες των ΗΠΑ (ειδικά εκείνες που σχετίζονται με τον κυβερνοχώρο, το διάστημα και τα όπλα μαζικής καταστροφής).
Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πολλούς πόρους για να αξιοποιήσουν, καθώς προετοιμάζονται για τις απειλές αυτές, ακόμη και πέρα από τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Οι τομείς υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας της χώρας είναι οι καλύτεροι στον κόσμο. Διαθέτει σταθερά οικονομικά μεγέθη, συμπεριλαμβανομένης μιας σταδιακά αυξανόμενης πληθυσμιακής βάσης, τα καλύτερα πανεπιστήμια παγκοσμίως και μια μεγάλη αγορά στο επίκεντρο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού και εμπορικού τομέα. Και το πιο σημαντικό από όλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνται σε ένα παγκόσμιο σύστημα συμμαχιών και συνεργασιών που περιλαμβάνει περίπου 60 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συλλογικά τα δύο τρίτα της συνολικής οικονομικής παραγωγής και της στρατιωτικής ικανότητας.
Μια σοβαρή αμυντική πολιτική, ωστόσο, πρέπει να λάβει υπόψη της τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο ίδιος ο πόλεμος. Οι αληθινές στρατιωτικές επαναστάσεις είναι σχετικά σπάνιες, καθώς ακόμη και μεγάλες αλλαγές συμβαίνουν συνήθως σταδιακά, επί δεκαετίες. Υπάρχει όμως σαφώς μια τέτοια επανάσταση που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη, ίσως στα μισά του δρόμου: Στην αεροπορική ισχύ, ιδιαίτερα στις επιπτώσεις των πυρομαχικών ακριβείας σε συνδυασμό με την μεγάλη αύξηση των συστημάτων πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης (Intelligence, Surveillance and Reconnais-sance, ISR) στο σύγχρονο πεδίο μάχης.
Ένας στρατιώτης των ΗΠΑ στοχεύει με το τουφέκι του μια πόρτα αφότου δέχθηκε πυρά από τους Ταλιμπάν ενώ ήταν σε περιπολία στην επαρχία Κανταχάρ του Αφγανιστάν. Τον Απρίλιο του 2012. BAZ RATNER / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------------
Οι αυταπάτες αυτής της επανάστασης ήταν εμφανείς ήδη από το 1982, στην αποτελεσματικότητα των γαλλικών πυραύλων Exocet που χρησιμοποίησε ο στρατός της Αργεντινής ενάντια στα βρετανικά πολεμικά πλοία κατά την διάρκεια του πολέμου των Φώκλαντ [7]. Την ίδια στιγμή, το ΝΑΤΟ πρότεινε την ιδέα της μάχης αέρος-ξηράς (AirLand Battle), την οποία οραματίστηκε με την χρήση νέων τύπων εξελιγμένων πυρομαχικών για χτυπήματα ακριβείας κρίσιμων στόχων πίσω από τις πρώτες γραμμές σε περίπτωση σύγκρουσης με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. (Ενθυμούμενοι το «πρώτο αντιστάθμισμα» (first offset) -την εξάρτηση του ΝΑΤΟ από τα πυρηνικά όπλα για την αντιμετώπιση των μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων των εχθρών του- κάποιοι το αποκαλούσαν αυτό ως το «δεύτερο αντιστάθμισμα», στηριζόμενοι στην υψηλή τεχνολογία των συμβατικών δυνάμεων του [ΝΑΤΟ] για την αντιμετώπιση της ποσοτικής υπεροχής [των αντιπάλων του]).
Το κοινό άρχισε να λαμβάνει γνώση αυτές τις εξελίξεις κατά την διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1990-91, καθώς ο βομβαρδισμός με λέιζερ έπαιζε το ίδιο καλά στην τηλεόραση όπως έκανε και στο πεδίο της μάχης. Οι βόμβες καθοδηγούμενες από GPS έφτασαν λίγα χρόνια αργότερα, και τελικά ακολουθήθηκαν από οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones). Όλα αυτά τα αμερικανικά όπλα μπορούν τώρα να χρησιμοποιηθούν σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες μέσω των «βρόχων αισθητήρα-σκοπευτή» που εκμεταλλεύονται τις αξιοσημείωτες εξελίξεις στα συστήματα αναγνώρισης, όπως το «ανοιχτό μάτι» (“unblinking eye”) πολλών δεκάδων αεροσκαφών και δορυφορικών επικοινωνιών που μοιράζονται στόχευση, βίντεο και κρίσιμα δεδομένα σε ολόκληρο τον στρατό σε πραγματικό χρόνο.
Οι βόμβες καθοδήγησης ακριβείας αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% των πυρομαχικών που χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο του Κόλπου. Σε πρόσφατες συγκρούσεις, αντιπροσώπευαν περίπου το 90%, με δραματική επίπτωση στην πορεία της μάχης. Ως αποτέλεσμα, οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου τώρα μιλάνε για ένα «τρίτο αντιστάθμισμα» -την ελπίδα, την οποία υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ο [πρώην] υπουργός Άμυνας Ashton Carter και ο [πρώην] αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Robert Work, ότι θα είναι δυνατόν να βασιστούμε στην σύγχρονη ISR και σε εξοπλισμό ακριβείας για να αντισταθμίσουμε, για παράδειγμα, μεγαλύτερους κινεζικούς πυραύλους, αεροσκάφη, πλοία και υποβρύχιες δυνάμεις στα ύδατα του δυτικού Ειρηνικού.
Ωστόσο, παρ’ όλη αυτή την πρόοδο, υπάρχουν όρια στο τι μπορούν να επιτύχουν οι αντισταθμιστικές εχθροπραξίες και η προηγμένη τεχνολογία από μόνα τους. Για παράδειγμα, οι στόχοι πρέπει να τίθενται με ακρίβεια -κάτι που μπορεί να είναι δύσκολο αν οι στόχοι αυτοί είναι σε πόλεις, δάση ή ζούγκλες ή είναι κρυμμένοι ή υπόγειοι. Επιπλέον, τα προηγμένα δίκτυα αισθητήρων και επικοινωνιών μπορεί να αποδειχθούν ευάλωτα όταν ο πόλεμος διεξάγεται με τεχνολογικά εξελιγμένους αντιπάλους.
Ο πόλεμος στην ξηρά παραμένει επίσης πολύπλοκος, ιδιαίτερα όταν γίνονται μάχες σε πόλεις ή εναντίον ενός αντιπάλου που προσπαθεί να κρύψει ή να αποκρύψει τι γίνεται (όπως η κατάσχεση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 με την χρήση των «μικρών πράσινων ανθρώπων» -μυστηριώδεις στρατιώτες με ομοιόμορφες στολές). Οι μελλοντικές πολεμικές συγκρούσεις θα μπορούσαν να περιπλέκονται με την εισαγωγή χημικών ουσιών, ηλεκτρομαγνητικών παλμών ή ακόμη και πυρηνικών όπλων ή να πραγματοποιούνται σε ζώνη πολέμου που έχει πληγεί από πανδημική μολυσματική ασθένεια. Και δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε σενάρια στα οποία οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα είναι υπεύθυνες για την αποκατάσταση της τάξης σε ένα χαοτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση σύνθετων συστημάτων τα οποία συνήθως παρέχουν βασικές υπηρεσίες σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Δεδομένων όλων αυτών, πώς θα πρέπει η διοίκηση να χειριστεί την πολιτική άμυνας; Αξιοποιώντας τις υπάρχουσες πολιτικές και εστιάζοντας στην προετοιμασία του στρατού για πολλαπλές αποστολές, συνεχίζοντας την επανεξισορρόπηση της προσοχής του Ναυτικού στον Ειρηνικό, αντιτιθέμενη στην Κίνα και την Ρωσία και διατηρώντας επαρκείς πόρους για να στηρίξει μια ισχυρή δύναμη.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ
Μετά από μακρούς δύσκολους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ορισμένοι επικριτές ισχυρίστηκαν ότι όλη η έννοια της προσπάθειας της προετοιμασίας των δυνάμεων ξηράς των ΗΠΑ για σύνθετες αποστολές πέρα από τις συμβατικές μάχες είναι μια άκαρπη ή και αντιπαραγωγική άσκηση. Ανατρέχοντας στην στάση του στρατού μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, όταν απέφευγε την αντιεξέγερση και επικεντρώθηκε αντ’ αυτού σε πολέμους ελιγμών αιχμής και στην αντιπαράθεση Συμφώνου Βαρσοβίας - ΝΑΤΟ, [οι επικριτές] προτιμούν την ανάπτυξη μιας δύναμης με πιο περιορισμένο προσανατολισμό. Η έκθεση Αμυντικής Στρατηγικής Καθοδήγησης της διοίκησης Ομπάμα για το 2012, για παράδειγμα, δήλωσε ότι παρ’όλο που οι αμερικανικές δυνάμεις «θα διατηρήσουν και θα συνεχίσουν να βελτιώνουν τα διδάγματα, την εμπειρογνωμοσύνη και τις εξειδικευμένες ικανότητες που έχουν αναπτυχθεί στα τελευταία δέκα χρόνια επιχειρήσεων αντιεξέγερσης και σταθεροποίησης στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, δεν θα έχουν πλέον το μέγεθος για να διεξάγουν επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας και παρατεταμένης σταθεροποίησης». Εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτής της λογικής, ο σημερινός εν ενεργεία αμερικανικός στρατός έχει μειωθεί κατά σχεδόν 100.000 άτομα τα τελευταία χρόνια, στους 470.000 στρατιώτες. Αυτός είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο αριθμό στα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Επιπλέον, σύμφωνα με τα τρέχοντα σχέδια, ο στρατός θα μειωθεί περαιτέρω, στα 450.000 άτομα μέχρι το 2018, και ορισμένοι βασικοί αξιωματούχοι του Πενταγώνου υποστήριξαν περικοπές στα 400.000 άτομα ή και λιγότερα.
Αυτός ο συλλογισμός -ο οποίος επαναλήφθηκε στην Τετραετή Αμυντική Αναθεώρηση το 2014- είναι λανθασμένος. Η Ουάσινγκτον μπορεί να δηλώσει την έλλειψη ενδιαφέροντός της για μεγάλης κλίμακας αποστολές και αποστολές σταθεροποίησης, αλλά η ιστορία δείχνει ότι τελικά θα βρεθεί να ασχολείται με αυτά ούτως ή άλλως, οδηγημένη από την έλξη των γεγονότων και την λογική των ταραγμένων καταστάσεων στο πεδίο.
Η Επιχειρησιακή Αντίληψη του Στρατού του 2014 (2014 Army Operating Concept), με τίτλο Win in a Complex World (Νίκησε σε έναν σύνθετο κόσμο), ευφυώς αναγνωρίζει ότι ο σημερινός και ο μελλοντικός στρατός πρέπει να είναι έτοιμοι να χειριστούν ένα ευρύ φάσμα πιθανών προκλήσεων. Συμφωνεί με την ιδέα ότι ο σύγχρονος στρατιώτης πρέπει στην πραγματικότητα να είναι ένας αθλητής του πεντάθλου, με δεξιότητες σε ένα ευρύ φάσμα τομέων που ισχύουν για πολλούς πιθανούς τύπους επιχειρήσεων. Το έγγραφο βασίζεται σε προηγούμενες έννοιες όπως η πίστη του στρατηγού Charles Krulak, πρώην διοικητή του Σώματος των Πεζοναυτών, στην προετοιμασία του στρατού για έναν «πόλεμο τριών μπλοκ», στον οποίο οι αμερικανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να παρέχουν ανακούφιση σε ένα τμήμα μιας πόλης, διατηρώντας την ειρήνη σε ένα δεύτερο και πολεμώντας εντατικά έναν καθορισμένο εχθρό σε ένα τρίτο. Και αντανακλά την συνειδητοποίηση αυτού που ο Raymond Odierno, πρώην αρχηγός του στρατού Ξηράς, αποκαλούσε ως αυξανόμενη «ταχύτητα της αστάθειας» στον κόσμο, με τις αμερικανικές δυνάμεις συχνά να συμμετέχουν ταυτόχρονα σε ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων έκτακτης ανάγκης σε διάφορες θέατρα –τα πάντα, από την μάχη μέχρι την ανάσχεση και μέχρι την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ένας Αμερικανός στρατιώτης μαθαίνει πώς να τοποθετεί μια προστατευτική μάσκα για μια ανάπτυξη κατά του Έμπολα της Δυτικής Αφρικής, στο Fort Campbell, στο Κεντάκι, τον Οκτώβριο του 2014. HARRISON MCCLARY / REUTERS
-----------------------------------------------------------------
Η διοίκηση του George W. Bush ανέλαβε την εξουσία αντιπαθώντας τις αποστολές που αφορούσαν την οικοδόμηση έθνους, αλλά τελικά κατέληξε να κατανοεί αυτές τις πραγματικότητες. Μια οδηγία του Πενταγώνου που εκδόθηκε το 2005 δήλωνε: «Οι επιχειρήσεις σταθεροποίησης αποτελούν βασική στρατιωτική αποστολή των ΗΠΑ. … Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα συγκρίσιμη με τις επιχειρήσεις μάχης». Μια δεκαετία μετά, αυτό παραμένει λογική προσέγγιση, ενώ αναγνωρίζεται ταυτόχρονα η επιτακτική ανάγκη οι δυνάμεις των χωρών υποδοχής και οι εταίροι της συμμαχίας να κάνουν ό,τι είναι απολύτως δυνατό για να κρατούν την δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών σε αίμα και χρήμα στο ελάχιστο -και επομένως διατηρήσιμη σε αυτό που πιθανώς να είναι μάχες διάρκειας γενεών.
ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας της, η κυβέρνηση Obama πρότεινε την έννοια της εξισορρόπησης της ισχύος και της προσοχής των ΗΠΑ [8] προς την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, αντανακλώντας την αυξανόμενη σημασία της περιοχής για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αυτή η λογική πρόταση γνώρισε ευρεία διακομματική υποστήριξη και θα πρέπει να συμπληρωθεί και να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια. Μέχρι σήμερα, όμως, οι κινήσεις του Πενταγώνου σε αυτή την κατεύθυνση ήταν σχετικά μικρής κλίμακας, με μια καθαρή μετατόπιση πόρων προς το θέατρο Ασίας-Ειρηνικού που δεν ξεπερνούσε τα 10 έως 15 δισεκατομμύρια δολάρια αξίας από τα περίπου 600 δισεκατομμύρια δολάρια του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας. Σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες διπλωματικές προσπάθειες και με οικονομικά μέτρα όπως η ψήφιση της Trans-Pacific Partnership –η οποία δεν είναι απλώς μια εμπορική συμφωνία, αλλά και ένα σημαντικό μήνυμα για την δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή εν γένει- αυτές οι κινήσεις πρέπει να είναι αρκετές, τουλάχιστον για την ώρα. Αλλά θα χρειαστεί ένας υγιής, προβλέψιμος αμυντικός προϋπολογισμός για την χρηματοδότηση ακόμη και των κινήσεων αυτής της κλίμακας, και οτιδήποτε λιγότερο θα υπολείπεται πολύ από αυτό που απαιτεί η στρατηγική πρόκληση.
Καμιά «στροφή» προς τον Ειρηνικό δεν χρειάζεται ή δεν είναι καν δυνατή, δεδομένων των άλλων συμφερόντων και δεσμεύσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Εντούτοις, η υπόθεση για την ανανέωση της έμφασης του έθνους στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού είναι ισχυρή. Η Βόρεια Κορέα παραμένει μια σοβαρή απειλή, με εκκεντρική και πολεμοχαρή συμπεριφορά που συνεχίζεται υπό τον σημερινό ηγέτη της Kim Jong Un. Η Πιονγιάνγκ έχει πυροδοτήσει μέχρι τώρα τέσσερα πυρηνικά όπλα [9] και προφανώς συνεχίζει να επεκτείνει το οπλοστάσιό της και τις πυραυλικές της δυνατότητες. Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει εδραιωθεί ως σχεδόν ομότιμη χώρα των Ηνωμένων Πολιτειών σύμφωνα με πολλά οικονομικά και κατασκευαστικά μέτρα, έχει τώρα τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο και θα μπορούσε να ξοδεύει τα μισά από όσα οι Ηνωμένες Πολιτείες για τις ένοπλες δυνάμεις της μέσα σε λίγα χρόνια, με πολύ χαμηλότερο κόστος προσωπικού και πολύ λιγότερες περιφέρειες στις οποίες θα πρέπει να επικεντρωθεί. Τα αποθέματά της σε προηγμένα πολεμικά αεροσκάφη, προηγμένα υποβρύχια, άλλα ναυτικά σκάφη, και βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους κρουζ έχουν αυξηθεί πάρα πολύ και η πλειονότητα των νεώτερων βασικών πλατφορμών στις κατηγορίες αυτές προσεγγίζουν σταδιακά την ισοτιμία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξετάζοντας τα πάντα, από τα αεροπλανοφόρα μέχρι τα τελευταία αεροσκάφη και υποβρύχια, ο αμερικανικός στρατός εξακολουθεί να έχει σημαντικό προβάδισμα σε σύγκριση με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και το συνολικό απόθεμα σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού των Ηνωμένων Πολιτειών αξίζει ίσως δέκα φορές περισσότερο από εκείνον της Κίνας. Αλλά η συντριπτική ανωτερότητα που απολάμβαναν κάποτε οι Ηνωμένες Πολιτείες έχει εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό.
Ο κύριος όγκος της επανεξισορρόπησης της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού εμπλέκει το ναυτικό. Σε μια ομιλία του το 2012, ο [πρώην] υπουργός Άμυνας Leon Panetta δήλωσε ότι μέχρι το 2020 η Ουάσινγκτον θα επικεντρώσει το 60% των ναυτικών της μέσων στον Ειρηνικό και μόνο το 40% στον Ατλαντικό. Αλλά τα περισσότερα από αυτά τα πλοία θα είναι βασισμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλά θα μπορούσαν ακόμα να αναπτύσσονται στον Περσικό Κόλπο από τα νέα πάτρια λιμάνια στην ακτή του Ειρηνικού. Οπότε, η κλίμακα της επανεξισορρόπησης είναι περιορισμένη και οι αλλαγές στις διευθετήσεις σε βάσεις του εξωτερικού που σχετίζονται με αυτήν είναι μέτριες, επίσης. Μόνο τέσσερα μικρά πολεμικά πλοία, για παράδειγμα, σχεδιάζεται επί του παρόντος να βασίζονται στην Σιγκαπούρη, μαζί με ίσως δύο έως τρία επιπλέον επιθετικά υποβρύχια βασισμένα στο Γκουάμ.
Άλλες υπηρεσίες εμπλέκονται, επίσης, αλλά ακόμα πιο μετριοπαθώς. Ο στρατός δημιούργησε μια «τετράστερη» υπο-διοίκηση στην Διοίκηση Ειρηνικού, στην Χαβάη, για να ενισχύσει τον ρόλο του στην περιοχή (αν και μπορεί να μην πάρει τα κεφάλαια για να το συνεχίσει). Το Σώμα Πεζοναυτών θα στείλει εκ περιτροπής μέχρι και 2.500 πεζοναύτες την φορά στον Ντάργουιν της Αυστραλίας. Νέες ρυθμίσεις ελλιμενισμού και τοποθέτησης βάσεων δημιουργούνται στο Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες. Το 2013, ο υπουργός Άμυνας, Chuck Hagel, δήλωσε ότι το 60% των στοιχείων πολλών αεροπορικών δυνάμεων θα επικεντρωθούν επίσης στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, παρ’όλο που τα αεροδρόμιά τους ίσως να μην χρειαστεί να αλλάξουν πολύ για να το καταστήσουν αυτό δυνατό. Και οι περιφερειακές πυραυλικές άμυνες ενισχύονται κάπως, επίσης.
Ωστόσο, η επιτυχία της επανεξισορρόπησης θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τον αριθμό των δυνάμεων των ΗΠΑ που θα αναπτυχθούν στην περιοχή αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιούνται. Σοφές πρόσφατες ενέργειες στο θέμα αυτό περιλαμβάνουν ενισχυμένες επιχειρήσεις ελευθερίας ναυσιπλοΐας στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, οι οποίες αμφισβητούν το δικαίωμα της Κίνας να αναλάβει νέες εκμεταλλεύσεις κοντά σε τεχνητά νησιά και άλλα στοιχεία ξηράς εκεί, και η δημόσια δέσμευση της κυβέρνησης Obama να χειριστεί την ομάδα νησιών γνωστή στην Κίνα ως Diaoyu και στην Ιαπωνία ως Senkaku ως καλυπτόμενη από την αμερικανο-ιαπωνική συνθήκη ασφάλειας. (Η Ουάσινγκτον δεν λαμβάνει θέση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας αυτών των νησιών, αλλά δεδομένου ότι επί του παρόντος διοικούνται από το Τόκιο, συμφώνησε ότι καλύπτονται από την συνθήκη).
Όσον αφορά τις ενέργειες του Πεκίνου, η πρόσφατη πίεσή του είναι περισσότερο κινήσεις σε ένα μακρύ παιχνίδι σκάκι από όσο προετοιμασίες για έναν επικείμενο επιθετικό πόλεμο. Η Ουάσινγκτον πρέπει να απαντήσει, αλλά να το κάνει ήρεμα. Η γενική πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα για υπομονετική σταθερότητα είναι σωστή και πρέπει να συνεχιστεί από τον διάδοχό της, αλλά η νέα διοίκηση θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να μην επιτρέπονται καθυστερήσεις μεταξύ ρητορικής και δράσης, όπως συνέβαινε όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν να δείξουν την υποστήριξή τους στην ελευθερία της ναυσιπλοΐας στα μέσα του 2015, αλλά χρειάστηκαν μήνες για να το πράξουν, στέλνοντας ανάμεικτα μηνύματα σχετικά με την δέσμευσή τους. Και αν η Κίνα εξακολουθήσει να διεκδικεί και να στρατιωτικοποιεί τα νησιά στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η λογική απάντηση της Ουάσινγκτον δεν πρέπει να είναι η άμεση χρήση βίας, αλλά η ανάπτυξη στενότερων δεσμών ασφάλειας με διάφορα κράτη στην περιοχή, ενδεχομένως συμπεριλαμβανομένων νέων αμερικανικών εγκαταστάσεων ή ακόμη και βάσεων.
ΜΕ ΟΡΜΗ
Η Τετραετής Αμυντική Αναθεώρηση του 2014 διεξήχθη πριν από την εισβολή και την κατάσχεση της Κριμαίας από την Ρωσία και, όπως και σε όλες τις προηγούμενες αναθεωρήσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν έκρινε ότι ένα περιστατικό με την εμπλοκή της Ρωσικής Ομοσπονδίας θα έπρεπε να βρίσκεται ψηλά στον κατάλογο των προτεραιοτήτων για τον προγραμματισμό των δυνάμεων. Αυτό ίσχυε τότε. Τώρα, ορισμένα μέλη του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ (U.S. Joint Chiefs of Staff) χαρακτήρισαν την Ρωσία ως την κορυφαία ανησυχία τους για την ασφάλεια. Αυτό έχει νόημα, διότι ο συνδυασμός της καθαρής δύναμης πυρός της Ρωσίας και των εμφανών φιλοδοξιών του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν [10] την καθιστούν πιθανή απειλή -όντως, μια δυνητικά υπαρξιακή απειλή- που απαιτεί προσοχή.
Ταυτόχρονα, όμως, απαιτείται προοπτική. Ο Πούτιν δεν είναι φίλος της Δύσης ούτε των μικρότερων κρατών κοντά στην Ρωσία τα οποία αντιπροσωπεύουν προκλήσεις στην προσπάθειά του για περιφερειακή ηγεμονία. Αλλά οι κινήσεις του μέχρι σήμερα ήταν επιλεκτικές και σταθμισμένες. Η Κριμαία ήταν ιστορικά ρωσική, κατοικείται από μια πλειοψηφία ρωσόφωνων και φιλοξενεί την μοναδική ναυτική βάση της Ρωσίας στην Μαύρη Θάλασσα. Και όταν ο Πούτιν κινήθηκε στην Συρία το περασμένο φθινόπωρο, το έπραξε μόνο αφού διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα διατηρούσε την δική της εμπλοκή περιορισμένη. Η παρέμβασή του εκεί του επέτρεψε να συντηρήσει έναν παλιό σύμμαχο, να γυμνάσει την μεγάλης ακτίνας προβολή ισχύος της Ρωσίας, να διατηρήσει το μοναδικό λιμάνι της Ρωσίας στην Μεσόγειο και να επιδείξει την γεωπολιτική σημασία της Ρωσίας. Αυτές οι ενέργειες μπορεί να ήταν κυνικές και κατακριτέες, αλλά δεν ήταν εντελώς απερίσκεπτες ή τυχαίες, ούτε ήταν ιδιαίτερα βίαιες σύμφωνα με τα πρότυπα του πολέμου. Και δεν είναι πιθανό ότι αποτελούν άμεση απειλή για τα πιο κεντρικά συμφέροντα του ΝΑΤΟ.
Η κυβέρνηση Obama είχε δίκιο να υποστηρίζει την δέσμευσή της στο ΝΑΤΟ, παρ’όλο που θα έπρεπε να προχωρήσει περαιτέρω και να αυξήσει την βοήθειά της στην Ουκρανία. Δεδομένων των προκλήσεων της Μόσχας στα κράτη της Βαλτικής [11] τα τελευταία χρόνια και του συχνού «κλειδώματος» στρατιωτικών στοιχείων του ΝΑΤΟ στην περιοχή, είναι λογικό να ενισχυθεί η αποτροπή μιας ρωσικής στρατιωτικής απειλής σε όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Η δραματική μείωση των αμερικανικών δυνατοτήτων στην Ευρώπη κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα έως το σημείο οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν τώρα μόνο 30.000 στρατιώτες και όχι βαριές ταξιαρχίες σε ολόκληρη την ήπειρο, δεν προοριζόταν ποτέ να σημάνει την έλλειψη αμερικανικής αποφασιστικότητας στην διατήρηση της σιδηράς υποστήριξης στην διατλαντική συμμαχία και επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην αντιστραφεί κάποια από αυτές τις υποχωρήσεις.
Τουλάχιστον προς το παρόν, δεν θα πρέπει να πάρει πολλά για να ενισχυθούν οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ. Η τοποθέτηση μιας μεγάλης δύναμης του ΝΑΤΟ στην Βαλτική είναι, για παράδειγμα, όχι μόνο ανόητη, αλλά και θα μπορούσε να προκαλέσει τον Πούτιν τόσο εύκολα όσο και τον αποθαρρύνει, δεδομένης της ιδιοσυγκρασίας του και της επιθυμίας του να αποκαταστήσει την θέση της Ρωσίας. Η σταθερότητα και η σύνεση θα πρέπει να είναι οι λέξεις-κλειδιά, και γι’ αυτό, μια ενισχυμένη ζώνη προειδοποίησης είναι πιο κατάλληλη από μια ισχυρή προωθημένη στάση άμυνας. Οι τρέχουσες προσπάθειες, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Ευρωπαϊκής Διαβεβαίωσης (European Reassurance Initiative) και της Επιχείρησης Ατλαντική Αποφασιστικότητα (Operation Atlantic Resolve), ώστε να διατηρηθεί μια σχεδόν συνεχής παρουσία των ΗΠΑ μέσω ασκήσεων, να τοποθετηθούν τέσσερα τάγματα του ΝΑΤΟ στις χώρες της Βαλτικής και να διατηρηθούν μέτρια αποθέματα εξοπλισμού σε επτά χώρες του ανατολικού ΝΑΤΟ έχουν νόημα. Φαίνεται επίσης λογικό να επιστρέψει μια ταξιαρχία τεθωρακισμένων των ΗΠΑ στην Ευρώπη, ίσως στην Γερμανία, όπως μελετάται σήμερα. Η μεγαλύτερη συμμετοχή άλλων χωρών του ΝΑΤΟ σε αποστολές επαναβεβαίωσης και αποτροπής (reassurance and deterrence mission), με σταθερή στρατιωτική παρουσία στα ανατολικά κράτη, μεγέθους παρόμοιου με εκείνη του αμερικανικού επιπέδου, θα ήταν επίσης χρήσιμη, αποδεικνύοντας ότι η αλληλεγγύη και η ασφάλεια της συμμαχίας είναι πραγματικά συλλογικές προσπάθειες. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι αποφάσεις του ΝΑΤΟ κωδικοποιούν τώρα τέτοιες πρωτοβουλίες.
Τέτοιες κινήσεις στην στρατιωτική και την διπλωματική σφαίρα θα συμπληρώσουν τον συνεχιζόμενο αντίκτυπο των οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο τόσο για να κάνουν την Ρωσία να πληρώσει για τις ενέργειές της όσο και για να καταδείξουν την συνοχή της συμμαχίας. Είναι αλήθεια ότι η πτώση των τιμών της ενέργειας έχει πλήξει την οικονομία της Ρωσίας ακόμα περισσότερο από τις Δυτικές κυρώσεις, αλλά οι δύο πιέσεις ενισχύουν η μια την άλλη και έχουν οδηγήσει την Ρωσία σε ύφεση για δύο συνεχή χρόνια. Ο Πούτιν παραμένει δημοφιλής, αφού έχει τυλιχτεί στον μανδύα του εθνικισμού ενώ υποτάσσει τις εγχώριες διαφωνίες, αλλά πρέπει να ανησυχεί ότι η δημοτικότητά του δεν θα αντέξει για πάντα μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Στην πραγματικότητα, η επιτυχία των κυρώσεων για τον περιορισμό της Ρωσίας και για να τραβήξει το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, υποδεικνύει ότι οι συνολικές στρατηγικές αντιμετώπισης των περιφερειακών απειλών στις μέρες μας θα πρέπει να περιλαμβάνουν τόσο το υπουργείο Οικονομικών όσο και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, όπως και το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εξωτερικών.
ΣΤΑΘΕΡΑ ΟΠΩΣ ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ
Μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας που διατηρεί την διεθνή τάξη, ελέγχει την Κίνα και την Ρωσία και προετοιμάζεται κατάλληλα για την αντιμετώπιση των μελλοντικών απειλών και των ενδεχόμενων κινδύνων πρέπει να υποστηριχθεί από έναν αμυντικό προϋπολογισμό κατάλληλου μεγέθους και σύνθεσης. Αυτό σημαίνει όχι μόνο να αποφευχθούν οι περαιτέρω περικοπές, αλλά και να γίνει μια προσεκτική, μετρημένη αύξηση. Είναι επίσης καιρός να τερματιστούν οι πολυετείς απειλές περιστολής και τερματισμού λειτουργίας και να τοποθετηθεί ο προϋπολογισμός του Πενταγώνου σε μια ήπια ανοδική πορεία σε πραγματικούς όρους.
Εκείνοι που ανησυχούν για έναν αμερικανικό στρατό υποτιθέμενα σε παρακμή, πρέπει να χαλαρώσουν. Ο σημερινός αμυντικός προϋπολογισμός των Ηνωμένων Πολιτειών, που υπερβαίνει τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, υπερβαίνει τον μέσο όρο του Ψυχρού Πολέμου, ύψους περίπου 525 δισεκατομμυρίων δολαρίων (σε δολάρια 2016) και υπερβαίνει κατά πολύ τον αμυντικό προϋπολογισμό πριν από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ύψους περίπου 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι αλήθεια ότι οι δαπάνες για την άμυνα από το 2011 έως το 2020 έχουν μειωθεί [12] κατά συνολικό ποσό περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων (χωρίς να υπολογίζονται οι μειώσεις του κόστους που συνδέεται με τον πόλεμο). Ωστόσο, υπήρξαν δικαιολογημένοι λόγοι για τις περισσότερες από αυτές τις μειώσεις και οι περικοπές έγιναν σε έναν προϋπολογισμό σε ιστορικά πολύ υψηλό επίπεδο.
Διαφωνούμε με όσους συμβουλεύουν περαιτέρω περικοπές και αντιτιθέμεθα σθεναρά στην επιστροφή σε δαπάνες στο επίπεδο των αυτόματων περικοπών [όπως προβλέπονται για τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ] (όπως θα μπορούσε ακόμα να συμβεί, καθώς ο κύριος κακός και η αιτία της περικοπής, ο Νόμος για τον Έλεγχο του Προϋπολογισμού του 2011 παραμένει εν ισχύ). Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δαπανούν τόσα όσα δαπανούν για την άμυνα: Επειδή έχουν ένα τόσο ευρύ φάσμα παγκόσμιων ευθυνών, επειδή οι ασύμμετρες ξένες δυνατότητες (όπως οι κινεζικοί πύραυλοι που καθοδηγούνται με ακρίβεια και οι ρωσικές προηγμένες αεράμυνες) μπορεί να απαιτήσουν μεγάλες επενδύσεις για μια πειστική αντιστάθμιση και, κυρίως, γιατί πρέπει να αποσκοπούν στην αποτροπή συγκρούσεων αντί να επικρατούν απλώς σε αυτές. Βεβαίως, πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι αρκετά πλούσιοι ώστε να συμβάλλουν ουσιαστικά στην υπεράσπισή τους και, βεβαίως, πρέπει να κάνουν περισσότερα σχετικά με αυτό. Αλλά η εμπλοκή σε ένα παίγνιο φόβου [game of chicken, όπου οι αντίπαλοι κλιμακώνουν μέχρι κάποιος να φοβηθεί και να υποχωρήσει] σε μια προσπάθεια να πεισθούν να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους θα ήταν ένα επικίνδυνο λάθος.
Έχοντας φτάσει σχεδόν το 5% του ΑΕΠ στα τελευταία χρόνια του Μπους και τα αρχικά του Ομπάμα, οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ είναι τώρα περίπου στο 3%. Αυτό δεν αποτελεί αδικαιολόγητο βάρος για την οικονομία των ΗΠΑ και είναι στην πραγματικότητα μια ευκαιρία, δεδομένης της ειρήνης, της ασφάλειας και της διεθνούς σταθερότητας που υποστηρίζει. Δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα, όπως το 4% του ΑΕΠ που ορισμένοι πρότειναν. Αλλά ούτε θα ήταν συνετό να πέσει κάτω από το 3%. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 625 δισεκατομμύρια έως 650 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε σταθερά δολάρια τα επόμενα χρόνια για τον συνολικό προϋπολογισμό της εθνικής άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών δαπανών (αν υποτεθεί ότι θα παραμείνουν στα περίπου τρέχοντα ποσά). Αυτό το επίπεδο είναι λογικό και προσιτό, και αυτό στο οποίο πρέπει να εργαστεί ο πρόεδρος με το Κογκρέσο για να προσφέρει. Με τέτοιο είδος υποστήριξης, υπάρχουν αρκετοί λόγοι να πιστεύουμε ότι η τυχερή στρατιωτική θέση της χώρας μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια.
Copyright © 2017 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
*Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου 2017 (αριθ. 46) του Foreign Affairs the Hellenic Edition.