Translate

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

19.04.2013: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ & Η ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

του Δημήτρη Τσίτου*
«Ακόμη και όταν αυτοί πεθάνουν οι πράξεις τους θα συνεχίζουν να κάνουν κακό»: Ο σύγχρονος κόσμος έχει παραδοθεί (κατέστη υπόδουλος και υποτελής) στην «Θεολογία των αριθμών», της οποίας αρχιερείς είναι μονοδιάστατοι και μονοτμηματικά διαστροφικοί  οικονομολόγοι, που καθαγιάζουν τα αποτελέσματα των αποφάσεών και των επιδιώξεών τους μόνον εφόσον προκύπτουν τα νούμερα που επιθυμούν.¨Το «αποτέλεσμα/αριθμός» κατέλαβε τη θέση και την υπόσταση μιας αμείλικτης και ανικανοποίητης θεότητας και παραγκωνίζει, με τρόπο δογματικό και χάριν της λατρείας και του δοξασμού της, όλες τις παράπλευρες απώλειες που προκύπτουν από την επικράτησή της. Στον αγώνα αυτό, για απόλυτη επικράτηση, απεμπολούνται και αγνοούνται με τρόπο αλαζονικό και απάνθρωπο οι βασικές αξίες και ανάγκες του συνόλου, σχεδόν, των ανθρώπων και υπάρχουν αμέτρητα θύματα και απώλειες κάθε μορφής.
Το σύστημα αυτό, η θεολογία των αριθμών, διαθέτει διεθνείς ιεραρχίες λειτουργών σε όλα τα επίπεδα.  Στις ιεραρχίες αυτές εντάσσονται, κατά περίπτωση, ικανά και ανίκανα στελέχη είτε λόγω συμφερόντων –κυρίως-, είτε λόγω ιδιάζουσας ηθικής τοποθετήσεως, είτε και για άλλους λόγους, τα οποία αποτελούν την λευιτική τάξη ενός σακατεμένου καπιταλισμού ο οποίος στρέφεται ενάντια σε μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας και ο οποίος στο τέλος καταλήγει, ως χωλός, και ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό λόγω της αμετακίνητης προσήλωσής του στην θεολογία των αριθμών και μόνο.
Σημειωτέον δε, ότι σε κάποιες περιπτώσεις κάνουν επιλεκτική εκλογή από σπαράγματα της αρχαίας ελληνικής παιδείας και πολιτισμού, προκειμένου να προσδώσουν επιφανειακή εγκυρότητα στις απόψεις τους  και να παρουσιάσουν ένα επίπεδο πολιτισμού που δεν έχουν και δεν πρόκειται να αποκτήσουν ως γενεσιουργό αιτία ανθρωπισμού.  Για κάποιους ισχυρούς, για παράδειγμα, 2.000.000 χαμένες ανθρώπινες ζωές δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε.  Είναι μια μικρή θυσία στον Μολώχ του κέρδους.
Τα εν δυνάμει κυβερνητικά σχήματα στη χώρα μας, είτε ως αυτούσια είτε ως «κοκταίλ» διαφόρων συνταγών με φίλια ή και «κατά σύμπραξη φίλια συστατικά», έχουν ασπασθεί και έχουν προσχωρήσει με τον φανατισμό και την αδιαλλαξίας νεοφύτου στη νέα θρησκεία απορρίπτοντας τις ανθρωπιστικές αξίες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και των αξιών της για τον Άνθρωπο.
Αυτή η στάση και οι σχετιζόμενες συμπεριφορές έχουν δημιουργήσει καταστρεπτικές συνέπειες για το Έθνος. Η κοινωνική υφή του κράτους –παρά το γεγονός, «καθεστώς», ότι ως επίσημη και διδασκομένη θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός- έχει διαβρωθεί και το ενδιαφέρον για το ατομικό συμφέρον του ατόμου, σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, αποτελεί πλέον το κύριο χαρακτηριστικό ηθικής του σύγχρονου Έλληνα. Το αποτέλεσμα είναι ο κατακερματισμός του Έθνους  ως σύνολο.  Δηλαδή με απλά λόγια «η κοινότητα των πολιτών δεν ενδιαφέρεται για τους επιμέρους πολίτες που την αποτελούν, αλλά και ούτε τα μέλη της ως μονάδες ενδιαφέρονται για την κοινότητα». Αυτό το γεγονός αποτελεί από μόνο του τον διαλυτικό παράγοντα του Ελληνικού Έθνους.
Στην Ελλάδα η θεολογία των αριθμών έχει αποτελέσματα τα οποία μπορούν να συγκριθούν με γενοκτονία του Έθνους. Ίσως τα τετρακόσια χρόνια της τουρκοκρατίας, ο πρώτος και δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε δεν επέφεραν τόσο καταστρεπτικέ αποτελέσματα στην εθνική μας υπόσταση. Οι 350.000 εκτρώσεις κάθε χρόνο, εξ αιτίας της οικονομικής συμφοράς, σε ένα Έθνος με σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας, η αποχώρηση/μετανάστευση νέων επιστημόνων, και οι περισσότερες από 4.000 αυτοκτονίες, μαζί με την επέλαση παρανόμων εισβολέων εν δυνάμει κακοποιών στοιχείων σε περίπτωση κοινωνικών αναταραχών αποτελούν τον καταλύτη του Έθνους.
Οι νεώτερες γενιές αποπλανούνται στα κομματικά εκμαυλιστήρια  και απολαμβάνουν, ακόμη, υλικά αγαθά που απέκτησαν οι φοροφυγάδες γονείς ενώ «διαπαιδαγωγούνται» διασκεδάζοντες σε αμφιβόλου ποιότητας σχήματα και δραστηριότητες που νέμονται «μεγαλέμποροι της τέχνης και του πολιτισμού» έχοντας αποκτήσει προνομίες από ένα σύστημα που τους χρειάζεται και τους χρησιμοποιεί κατάλληλα. Επίσης το ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει αποδεχτεί, ασκώντας μόνο λεκτική κριτική και αντίσταση, το ρόλο του «ως πρόβατον επί σφαγή» είναι και αυτό στοιχείο που συνεπικουρεί  στη διαδικασία της διάλυσης του Έθνους, δεδομένου ότι ουσιαστική αντίδραση για τις συμπεριφορές των απειλών δεν υπάρχει.
Αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε στο παράδειγμα –διαχρονικό στην ιστορία- των Εβραίων. Η Εβραϊκή ηθική και δομή της κοινωνίας απαιτούσε, και μάλιστα με αυστηρό και σκληρό τρόπο, το άτομο/μέλος της κοινότητας να ενδιαφέρεται ενεργά για το καλό της κοινότητας και η κοινότητα να προστατεύει αποτελεσματικά τα μέλη της. Η στάση αυτή συνεχίζεται ακόμη και σήμερα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Ισραήλ συνεχίζει να υπάρχει σαν Έθνος παρά τους απηνείς διωγμούς και τις γενοκτονίες που έχουν υποστεί ανά τους αιώνες.
Στην Ελλάδα δεν βρέθηκαν άνθρωποι ικανοί, είτε από τον πολιτικό, τον στρατιωτικό ή και θρησκευτικό χώρο και «σύστημα», να αναλάβουν το ρόλο του Εθνάρχη και να εγκαταστήσουν ένα μηχανισμό ο οποίος να έχει συνέπεια και συνέχεια.  Αν υπήρξαν κάποιες φευγαλέες, και πρόσκαιρες περιπτώσεις, αυτές εξατμίσθηκαν άδοξα όταν οι γεννήτορές τους ολοκλήρωναν τη φυσική τους παρουσία στον κόσμο. Τελικά και σαν συμπέρασμα: αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, σαν Έθνος, βρίσκεται σε σοβαρότατη κρίση εθνικής ταυτότητας και υπόστασης. Ο πολιτικός κόσμος της χώρας, απαξιωμένος και συνεχώς απαξιούμενος λόγω των συμπεριφορών του, και εξαιτίας αυτών που θα έπρεπε να κάνει και δεν κάνει καθώς και εκείνων που δεν θα έπρεπε να κάνει και τα κάνει, δημιουργεί μια μεγάλη απειλή για την εθνική υπόσταση και ταυτότητα των Ελλήνων.
Κάποια στιγμή –το πότε, άγνωστο και ίσως πολύ μακρινό- τα οικονομικά της χώρας θα αποκατασταθούν κάπως.  Δεν είναι όμως βέβαιο ότι θα αποκατασταθεί και θα αναστηλωθεί το Έθνος.
Τότε το Έθνος θα είναι εξαιρετικά αδύναμο να εξασφαλίζει την ύπαρξή του και να αντιστέκεται σε επιβουλές κάθε μορφής.  Η σημαία θα υπάρχει για λόγους ιστορικούς και ο γεωγραφικός χώρος θα αποτελεί και αυτός ιστορικό πινάκιο για μελέτες σχετικά με το ένδοξο παρελθόν ανάξιων επιγόνων λαμπρών προσωπικοτήτων, οι οποίοι αποξενώθηκαν και απεμπόλησαν  -οι επίγονοι- τα ιδανικά των προγόνων τους.
Στο τέλος το Ελληνικό Έθνος θα καταλήξει να εκπροσωπείται, ως αμιγώς Ελληνικό Έθνος με τις διαχρονικές και παγκόσμιες αξίες του, από τις Ελληνικές Κοινότητες του εξωτερικού – «σ΄ άλλη γη, σ΄ άλλα μέρη» και με άλλες προοπτικές!

* Συγγραφέας – Σύμβουλος Διαπραγματεύσεων
Copyright: www.rieas.gr
  

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Μια ελληνική «πόλη-φάντασμα» στην Ιταλία!

  • Δευτέρα, 15 Απριλίου 2013 17:45
Το Craco βρίσκεται στην περιφέρεια της Basilicata και στην επαρχία Matera της Ιταλίας και κατοικήθηκε τον 8ο αιώνα από Έλληνες αποίκους με την ονομασία Montedoro, οι οποίοι προτίμησαν την ενδοχώρα για αμυντικούς λόγους, εγκαταλείποντας την παραθαλάσσια πόλη Metaponto.
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Τάφοι που βρέθηκαν στην περιοχή υποδηλώνουν την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, ενώ το σημερινό της όνομα έλαβε η πόλη το 1060, όταν η ευρύτερη περιοχή ήταν στην κατοχή του Αρχιεπισκόπου Arnaldo, ο οποίος την ονόμαζε «Grachium», δηλαδή «μικρό ανώμαλο έδαφος».
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Η πόλη είναι χτισμένη επάνω σε έναν ψηλό λόφο, γεγονός που της προσδίδει εντυπωσιακή εμφάνιση και τη διακρίνει από τα γύρω πεδινά εδάφη, ενώ οι κάτοικοι ασχολούνταν ως επί το πλείστον με τη γεωργία και κυρίως με την καλλιέργεια σιτηρών στις πεδιάδες.
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Με το πέρασμα των χρόνων, οι αγροτικές καλλιέργειες δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τους κατοίκους, οι οποίοι ξεκίνησαν να αντιμετωπίζουν διάφορα οικονομικά προβλήματα.
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Αυτό συνέβαλε -μεταξύ άλλων- στη δραματική και σταδιακή μείωση του πληθυσμού, ο οποίος έφτασε μέχρι το 1922 να αριθμεί μόλις 600 άτομα από 2.000 περίπου που ήταν αρχικά, όταν η πόλη γνώριζε μεγάλη ανάπτυξη.
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στη βόρεια Αμερική, ενώ διάφοροι σεισμοί και άλλες φυσικές καταστροφές αλλά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησαν την πόλη στην πλήρη εγκατάλειψή της.
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Οι τελευταίοι κάτοικοι μετακινήθηκαν στο Craco Peschiera που βρίσκεται κοντά, ενώ σήμερα μόνο ερείπια έχουν απομείνει για να θυμίζουν την ύπαρξη της πόλης, που έχει σπουδαίο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Perierga.gr - Craco, μια πόλη φάντασμα!
Πηγή : perierga gr

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Ασφυκτιώντας στην Κίνα

Η υπερδύναμη που δηλητηριάζει τον κόσμο
Περίληψη: 
Τα πρόσφατα πρωτοσέλιδα ήταν συγκλονιστικά: 16.000 σάπια χοιρινά σφάγια στον ποταμό Whampoa της Σαγκάης, τρομερές εκθέσεις για την ποιότητα του αέρα στο Πεκίνο, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες πρόωρων θανάτων εξαιτίας της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Το πρόβλημα της ρύπανσης της Κίνας αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομία της - και θέτει σε κίνδυνο τους πολίτες της και κατ΄ επέκταση τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο THOMAS N. THOMPSON είναι πρόεδρος της Analytics Inc, μιας εταιρείας οικονομικών ερευνών και αναλύσεων.
Η Κίνα είναι ο χειρότερος ρυπαντής στον κόσμο – έχει τις 16 από τις 20 πιο βρώμικες πόλεις στον κόσμο και αποτελεί την μεγαλύτερη πηγή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Τα πρόσφατα πρωτοσέλιδα ήταν συγκλονιστικά: 16.000 σάπια χοιρινά σφάγια στον ποταμό Whampoa της Σαγκάης, τρομερές εκθέσεις για την ποιότητα του αέρα στο Πεκίνο, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες πρόωροι θάνατοι εξαιτίας της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Πιο πρόσφατα, η χώρα συγκλονίστηκε από έναν μυστηριώδη ιό, τον H7N9, ο οποίος έχει ήδη σκοτώσει έξι άτομα και έχει οδηγήσει τις υγειονομικές αρχές να διατάξουν την σφαγή χιλιάδων περιστεριών, κοτόπουλων και παπιών για να τον αντιμετωπίσουν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων έχει αρχίσει εργασίες για ένα εμβόλιο κατά του H7N9.
Οι κίνδυνοι από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος της Κίνας υπερβαίνουν κατά πολύ τα σύνορα της χώρας, καθώς η ρύπανση απειλεί την παγκόσμια υγεία, περισσότερο από ποτέ. Οι Κινέζοι ηγέτες υποστήριζαν ότι η χώρα τους έχει το δικαίωμα να ρυπαίνει, επιχειρηματολογώντας ότι ως αναπτυσσόμενη χώρα, δεν μπορεί να θυσιάσει την οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του περιβάλλοντος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Κίνα κρατά όμηρο τον υπόλοιπο κόσμο - και υπονομεύει την δική της ευημερία.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, μόνο το 1% από τα 560 εκατομμύρια κατοίκων των αστικών κέντρων της Κίνας αναπνέουν αέρα που θεωρείται ασφαλής σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα επίπεδα «PM2.5s» στο Πεκίνο – δηλαδή των σωματιδίων που είναι πιο μικρά από 2,5 μικρόμετρα σε διάμετρο και μπορούν να διαπεράσουν τις περιοχές ανταλλαγής αερίων στους πνεύμονες - είναι τα χειρότερα στον κόσμο. Τον Μάρτιο του 2012 ο μέσος όρος μέτρησης στο Πεκίνο ανήλθε σε 469 μικρογραμμάρια τέτοιων σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο, το οποίο συγκρίνεται με τον υψηλότερο μέσο όρο το 2012 στο Λος Άντζελες με 43 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνέβαλε σε 1,2 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους στην Κίνα το 2010, σύμφωνα με την Μελέτη της Παγκόσμιας Επιβάρυνσης λόγω Ασθενειών. Ο αδιάκοπος ρυθμός κατασκευής νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Στην πρόσφατη μονογραφία του, «Η αλλαγή του κλίματος: Το πρόβλημα του της Κίνας», ο περιβαλλοντικός μελετητής Michael Vandenbergh γράφει: «Κατά μέσο όρο, μία νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργεί με άνθρακα, αρκετά μεγάλη για να εξυπηρετήσει μια πόλη του μεγέθους του Ντάλας ανοίγει στην Κίνα κάθε 7 - 10 ημέρες». Η έλλειψη ευρείας υποδομής καθαρισμού άνθρακα και φίλτρων στις κινεζικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις επιδεινώνει το πρόβλημα.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα αυτοκίνητα στην Κίνα, επίσης αυξάνονται ραγδαία, αντικαθιστώντας τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα ως την κύρια πηγή της ρύπανσης στις μεγάλες πόλεις της Κίνας. Η Deutsche Bank εκτιμά ότι ο αριθμός των επιβατικών αυτοκινήτων στην Κίνα θα φθάσει τα 400 εκατομμύρια μέχρι το 2030, από τα 90 εκατομμύρια που είναι σήμερα. Και τα επίπεδα θείου που παράγονται από πετρελαιοκίνητα φορτηγά στην Κίνα είναι τουλάχιστον 23 φορές χειρότερα από εκείνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η όξινη βροχή, η οποία προκαλείται από τις εκπομπές αυτές, έχει καταστρέψει το 1/3 των ήδη περιορισμένων καλλιεργειών της Κίνας, πέρα από τα δάση και τις λεκάνες απορροής στην κορεατική χερσόνησο και στην Ιαπωνία. Η ρύπανση αυτή φτάνει ως τις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικές φορές σε επίπεδα που απαγορεύονται από το νόμο Clean Water Act των ΗΠΑ. Το 2006, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ντέιβις ανακάλυψαν ότι σχεδόν όλα τα επιβλαβή σωματίδια πάνω από τη λίμνη Tahoe προέρχονταν από την Κίνα. Οι περιβαλλοντικοί εμπειρογνώμονες, Juli Kim και Jennifer Turner γράφουν στο δοκίμιό τους «Οι πιο απεχθείς εξαγωγές της Κίνας» ότι «από τη στιγμή που φτάνει τις ΗΠΑ, ο υδράργυρος μετατρέπεται σε ένα αντιδραστικό αέριο υλικό, που διαλύεται εύκολα στα υγρά κλίματα του Βορειοδυτικού Ειρηνικού». Τουλάχιστον 20% του υδραργύρου που εισέρχεται στον ποταμό Willamette στο Όρεγκον κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την Κίνα. Η μαύρη αιθάλη του άνθρακα από την Κίνα απειλεί επίσης να μπλοκάρει το φως του ήλιου, να μειώσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών, να θερμάνει την ατμόσφαιρα και να αποσταθεροποιήσει τον καιρό σε όλο τον Ειρηνικό.
Η κινεζική χρήση των πόρων γλυκού νερού απειλεί επίσης αυτούς που βρίσκονται πέρα από τα σύνορά της. Όπως φέρεται να είπε ο Μαρκ Τουέιν, σχετικά με την Καλιφόρνια στα τέλη του 19ου αιώνα, «Το ουίσκι είναι για πόση. Το νερό είναι για να μάχεται κανείς γι’ αυτό». Το αίσθημα αυτό ισχύει και στην σύγχρονη Ασία. Ανά κάτοικο της Ασίας η διαθεσιμότητα καθαρού νερού είναι λιγότερη από το μισό του παγκόσμιου μέσου όρου. Η Κίνα και η Ινδία, για παράδειγμα, φιλοξενούν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά διαθέτουν το 10% του γλυκού νερού στον κόσμο. Η Κίνα είναι ρυπογόνα και καταστρέφει τους περιορισμένους της πόρους με ανησυχητικούς ρυθμούς. Η χώρα έχει φράξει κάθε μεγάλο ποταμό στο οροπέδιο του Θιβέτ, συμπεριλαμβανομένων του Μεκόνγκ, του Salween, του Βραχμαπούτρα, του Γιανγκτσέ, του κίτρινου ποταμού, του Ινδού ποταμού, του Sutlej, του Shweli και του Karnali και υπάρχουν μεγάλης κλίμακας σχέδια για φράγματα και σε άλλους ποταμούς. Από τα 50.000 μεγαλύτερα φράγματα στον κόσμο, περισσότερα από τα μισά βρίσκονται στην Κίνα. Ως εκ τούτου, η Κίνα ελέγχει πλέον την παροχή νερού των ποταμών σε 13 γειτονικές χώρες, αλλά μέχρι τώρα έχει αρνηθεί να υπογράψει τις σχετικές Συνθήκες ή να συνεργαστεί με άλλες χώρες σε θέματα νερού. Το Πεκίνο, επίσης, καταψήφισε την απόπειρα του ΟΗΕ να ρυθμίσει την κατανομή του νερού στην περιοχή. Ο πρώην υπουργός υδάτινων πόρων της Κίνας, Wang Shucheng, περιέγραψε την υδατική πολιτική της Κίνας ως «μάχη για κάθε σταγόνα νερού ή θάνατος». Αυτή η φιλοσοφία, σε συνδυασμό με την αμείωτη επιδίωξη της Κίνας για οικονομική ανάπτυξη, θα έχει βαθιές αποσταθεροποιητικές συνέπειες για την περιοχή, τόσο πολιτικά όσο και ως προς το περιβάλλον.
 http://www.foreignaffairs.gr/articles/69261/thomas-n-thompson/asfyktiontas-stin-kina

Εξωτερικές προκλήσεις της Κίνας

To νέο βιβλίο του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποιότητα.
To νέο βιβλίο του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποιότητα.
Δεδομένων των μεγάλων εσωτερικών προκλήσεών της αλλά και της εξάρτησης της αναπτυξιακής δυναμικής της από τις εξαγωγές, η Κίνα από την εποχή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ υιοθέτησε το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής χαμηλών τόνων («κρύβε το λαμπερό, καλλιέργησε αφάνεια»). Πιο πρόσφατα αναπτύχθηκε η θεωρία της «ειρηνικής ανόδου της Κίνας». Δύο λόγοι εξηγούν τη στάση αυτή. Πρώτον, η Κίνα ως ο μεγαλύτερος ίσως πρόσφατος ωφελημένος από το ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα, που έστησαν μεταπολεμικά και συνεχίζουν να διαχειρίζονται οι ΗΠΑ, δεν θέλει λόγω διεθνών τριβών να προκαλέσει δυτικά μέτρα προστατευτισμού εναντίον της. Δεύτερον, δεν θέλει η άνοδός της σε υλικούς συντελεστές ισχύος να προκαλέσει συσπείρωση εναντίον της από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.[1] Ενάντια σε αυτήν τη στάση όμως λειτουργεί ο συναισθηματικά φορτισμένος κινεζικός εθνικισμός, που θυμίζει τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς στις αρχές του 20ου αιώνα. Καθώς το ΚΚΚ δεν νομιμοποιείται πλέον με βάση τον μαρξισμό-λενινισμό και τον μαοϊσμό (έστω και αν στα πανεπιστήμια όλοι οι φοιτητές ανεξαρτήτως επιστημονικού κλάδου παίρνουν υποχρεωτικά μαθήματα περί της ιδεολογίας του Μαρξ, του Λένιν, του Μάο και του Ντενγκ), στηρίζεται στον εθνικισμό, που αποτελεί έναν από τους δύο πυλώνες νομιμοποίησης του μονοπωλίου της εξουσίας του – ο άλλος πυλώνας είναι η οικονομική ανάπτυξη. Καθώς το ΚΚΚ υποστηρίζει, ότι ο «αιώνας των ταπεινώσεων» έληξε με τη σύσταση της ΛΔΚ, αυτοπαρουσιάζεται ως ο θεματοφύλακας των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής υπερηφάνειας της Κίνας.
Επομένως η ΛΔΚ αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο επιταγών. Από τη μια μεριά θέλει να αποφύγει σοβαρές τριβές με τη Δύση, για να συνεχίσει να αναπτύσσεται εκμεταλλευόμενη την πρόσβασή της στα δυτικά διεθνή οικονομικά δίκτυα. Από την άλλη μεριά χρειάζεται να ικανοποιεί τον συναισθηματικά φορτισμένο κινεζικό εθνικισμό, δείχνοντας ότι υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα και το γόητρο της Κίνας. Η δεύτερη επιταγή έχει δημιουργήσει δυνητικές συγκρούσεις της Κίνας με άλλες δυνάμεις σε τρία θέματα: την Ταϊβάν, τη θάλασσας της Νότιας Κίνας και τη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Η ΛΔΚ θεωρεί την Ταϊβάν, που κατέκτησε η δυναστεία Τσινγκ στα τέλη του 17ου αιώνα, ως εθνικό έδαφός της. Την ίδια στάση υιοθέτησε το καθεστώς Γκουόμιντανγκ του Τσιανγκ Καϊσέκ, που επικράτησε στην Ταϊβάν το 1949. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν ωστόσο είναι μικτός, καθώς 12% αποτελείται από Κινέζους που μετανάστευσαν το 1949 υποχωρώντας από την ηπειρωτική Κίνα με το Γκουόμιντανγκ, ενώ οι υπόλοιποι απαρτίζονται από παλαιότερα κινεζικά μεταναστευτικά ρεύματα. Μετά τον θάνατο του Τσιανγκ Καϊσέκ το 1975 τον διαδέχθηκε ως δικτάτορας ο γιός του Τσιανγκ Τσινγκουό, που μαζί με τους διαδόχους του σταδιακά μετέτρεψαν το αυταρχικό καθεστώς σε δημοκρατία κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Στις εκλογές του 2000 έχασε την εξουσία το Γκουόμιντανγκ και αντικαταστάθηκε από το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, που το 2007 υιοθέτησε κομματικό ψήφισμα υπέρ της υιοθέτησης από την Ταϊβάν δικής της εθνικής ταυτότητας ξεχωριστής από την κινεζική. Παραδόξως στο θέμα αυτό το ΚΚΚ και το Γκουόμιντανγκ είναι σύμμαχοι ενάντια σε κάθε τάση ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.[2]
Για την ΛΔΚ η όποια ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν είτε με δημοψήφισμα είτε με τροποποίηση του συντάγματος είναι casus belli. Το ψήφισμα του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος στην Ταϊβάν το φθινόπωρο του 2007 προκάλεσε μεγάλη έξαρση του εθνικισμού και του αντιαμερικανισμού στη ΛΔΚ.[3] Η στάση των ΗΠΑ είναι, ότι η Ταϊβάν αποτελεί κινεζικό εθνικό έδαφος. ¨Έχουν όμως επίσης διακηρύξει, ότι θα εναντιωθούν σε ενδεχόμενη προσπάθεια βίαιης επανένωσής της με την ηπειρωτική Κίνα. Η μεγάλη ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων της ΛΔΚ κατά την τελευταία δεκαετία, που έδωσε έμφαση στην αεροπορία, το ναυτικό και διάφορα πυραυλικά συστήματα, έχει ως πρωτεύοντα σκοπό να καταστήσει απαγορευτικά υψηλό για τις ΗΠΑ το κόστος τυχόν στρατιωτικής εμπλοκής τους ενάντια σε προσπάθεια της ΛΔΚ να κυριαρχήσει στην Ταϊβάν με στρατιωτικά μέσα.[4]
Το ζήτημα της θάλασσας της Νότιας Κίνας επίσης φέρνει τη ΛΔΚ αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ, αν και είναι λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε κάποιου είδους στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ τους. Το 1947 το καθεστώς Γκουόμιντανγκ υιοθέτησε τη «γραμμή με τις έντεκα παύλες», που έβαζε σχεδόν ολόκληρη τη θάλασσα της Νότιας Κίνας μαζί με πολλές βραχονησίδες στην κινεζική επικράτεια, ακόμα και περιοχές που είναι πιο κοντά σε όλα τα άλλα κράτη της θάλασσας αυτής παρά στην Κίνα. Το 1953 η ΛΔΚ υιοθέτησε τη «γραμμή με τις 9 παύλες», που ήταν σχεδόν ίδια με την προηγούμενη. Κανένα άλλο κράτος δεν έχει συμφωνήσει με τις θέσεις αυτές, που είναι ασύμβατες με το διεθνές δίκαιο (θα ήταν σαν η Ελλάδα να διεκδικεί όλη την Ανατολική Μεσόγεια μέχρι πολύ κοντά στις ακτές της Λιβύης, της Αιγύπτου, της Γάζας, του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας και της Τουρκίας). Ο κινεζικός εθνικισμός όμως έχει εγκλωβισθεί στη θέση αυτή, φέρνοντας τη ΛΔΚ αντιμέτωπη με όλα τα άλλα κράτη στη θάλασσα αυτή. Επιπλέον η ΛΔΚ προσπαθεί να προωθήσει μια ερμηνεία της ΑΟΖ της, που είναι 200 μίλια, σαν να πρόκειται για χωρικά ύδατα. Καθώς οι ΗΠΑ δεν το δέχονται αυτό και συχνά στέλνουν ναυτικές δυνάμεις εντός της ΑΟΖ της ΛΔΚ αλλά εκτός των 12 μιλίων, που είναι το διεθνώς καθιερωμένο όριο των χωρικών υδάτων, προκύπτουν κάθε τόσο διμερείς αεροναυτικές αντιπαραθέσεις.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990 το ζήτημα της θάλασσας της Νότιας Κίνας προκαλούσε εντάσεις στις σχέσεις της ΛΔΚ με τις ΗΠΑ. Ένας ανώτερος αξιωματικός του ΛΑΣ δήλωνε σε ομάδα αμερικανών αναλυτών: «Ο ΛΑΣ είναι αποφασισμένος να αναπτύξει επαρκή στρατιωτική ικανότητα για να εξασφαλίσει δύο πράγματα: πρώτον, να λύσει το πρόβλημα της Ταϊβάν, με στρατιωτική ισχύ αν είναι απαραίτητο, και δεύτερον, να σπρώξει την αμερικανική παρουσία έξω από τη Νοτιοανατολική Ασία. Εσείς οι Αμερικανοί έχετε πεδία για να κάνετε παιχνίδι σε όλον τον κόσμο, αυτό όμως το πεδίο είναι δικό μας. Μας ανήκει, δεν έχετε λόγω να βρίσκεστε εκεί.»
Η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη θάλασσα της Νότιας Κίνας έχει οξύνει τις αντιπαραθέσεις. Στη σύνοδο της ΑΣΕΑΝ (περιφερειακή ένωση της νοτιοανατολικής Ασίας) τον Ιούλιο 2010 η αμερικανίδα υπουργός εξωτερικών Hillary Clinton υιοθέτησε τη στάση, ότι α) οι διαφορές στη θάλασσα της Νότιας Κίνας πρέπει να λυθούν ειρηνικά σε πολυμερές πλαίσιο και β) η διέλευση της ναυτιλίας στη θάλασσα πρέπει να παραμείνει ελεύθερη. Όταν τα περισσότερα κράτη της ΑΣΕΑΝ συμφώνησαν με τις μάλλον κοινότυπες αυτές θέσεις, ο υπουργός εξωτερικών της ΛΔΚ ξέσπασε κατηγορώντας τα ότι συσπειρώνονται ενάντια στην Κίνα, που είναι μεγάλη ενώ αυτά είναι μικρά κράτη. Η Κίνα επιδιώκει να λύσει τις διαφορές της με τα άλλα κράτη σε διμερή πλαίσια και όχι πολυμερώς.[5]
Στη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας η ΛΔΚ βρίσκεται αντιμέτωπη με την Ιαπωνία για τις βραχονησίδες Ντιαογιού/Σενκάκου στα κινεζικά και στα ιαπωνικά αντίστοιχα, που ελέγχει η Ιαπωνία, καθώς και με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία για την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους. Δεδομένων των εθνικών ταπεινώσεων και καταστροφών που υπέστη η Κίνα από την Ιαπωνία κατά την περίοδο 1894-1945, ο κινεζικός εθνικισμός είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα των βραχονησίδων, τον έλεγχο των οποίων απέκτησε η Ιαπωνία κατά τον σινο-ιαπωνικό πόλεμο του 1894-1895. Από το 2008 λαμβάνουν χώρα μερικά επεισόδια κάθε χρόνο, όπου συχνά ιαπωνικά σκάφη της ακτοφυλακής απομακρύνουν αλιευτικά της ΛΔΚ ή της Ταϊβάν (στα ζητήματα των θαλασσών της Νότιας και της Ανατολικής Κίνας οι θέσεις της ΛΔΚ και της Ταϊβάν συμπίπτουν). Τον Σεπτέμβριο 2012, όταν το ιαπωνικό κράτος εθνικοποίησε τις τελευταίες βραχονησίδες ιαπωνικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας, στη ΛΔΚ ξέσπασαν μεγάλες διαδηλώσεις σε τουλάχιστον 80 κινεζικές πόλεις και στις κινεζικές συνοικίες μερικών αμερικανικών πόλεων. Ιαπωνικά προξενεία και εταιρείες στη ΛΔΚ υπέστησαν ζημιές.[6] Στο Πεκίνο διαδηλωτές εμπόδισαν το αυτοκίνητο του πρέσβη των ΗΠΑ να μπει στην ιαπωνική πρεσβεία και του έριξαν μπουκάλια νερού.[7 ]Το ΚΚΚ φαίνεται αρχικά να ενθάρρυνε τις διαδηλώσεις για την εκτόνωση του πληθυσμού, στη συνέχεια ωστόσο πέρασε γραμμή μέσω των μελών του να τις σταματήσουν και επενέβη με τα σώματα ασφαλείας για τον τερματισμό τους.[8]
Διαφορετικού τύπου τριβές με τη Δύση προκαλεί η ενεργειακή πολιτική της ΛΔΚ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η Κίνα μετατράπηκε από εξαγωγέα σε ολοένα και πιο μεγάλο εισαγωγέα ενέργειας. Για να καλύψει τις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες της, η ΛΔΚ κάνει συμφωνίες με αρκετά κράτη-παραγωγούς ενέργειας, που βρίσκονται στο στόχαστρο της Δύσης όπως π.χ. το Ιράν, το Σουδάν, το Ουζμπεκιστάν και η Βενεζουέλα. Καθώς η ΛΔΚ δεν δέχεται ότι εξωτερικοί παράγοντες έχουν το δικαίωμα να της ασκούν κριτική για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της, παραβλέπει η ίδια ακόμα και μαζικές παραβιάσεις σε κράτη όπως το Σουδάν (σφαγές στη Νταρφούρ). Οι κινεζικές αυτές πρακτικές μοιάζουν να απειλούν την κυρίαρχη φιλελεύθερη διεθνή τάξη.[9]
Από τη σκοπιά της ενεργειακής ασφάλειας η ΛΔΚ έχει λόγους να ανησυχεί για την κυριαρχία του ναυτικού των ΗΠΑ στα στενά Μάλαγκα (μεταξύ Μαλαισίας και Ινδονησίας), από όπου περνάει μεγάλο μέρος των κινεζικών εισαγωγών πετρελαίου. Καθώς σε περίπτωση πολέμου είτε για την Ταϊβάν είτε για τις θάλασσες της Νότιας ή της Ανατολικής Κίνας οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να μπλοκάρουν τις θαλάσσιες εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας, το Πεκίνο επιδιώκει να αναπτύξει εναλλακτικές χερσαίες διόδους, έστω και αν αυτές είναι υψηλότερου κόστους. Ως εκ τούτου έχει επενδύσει σε καλές σχέσεις με το Ιράν και τα κράτη της Κεντρικής Ασίας επιδιώκοντας να καλύψει μέρος των ενεργειακών αναγκών της μέσω αγωγών από τις χώρες αυτές.[10]
Δεδομένων των τριβών της ΛΔΚ με τα κράτη της ανατολικής και της νότιας περιφέρειάς της, καθώς και με τη Δύση, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η επιτυχία της στην προώθηση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), ιδρύθηκε το 2001 αποτελώντας τη συνέχεια της «πρωτοβουλίας της Σαγκάης» του 1996), που συμπεριλαμβάνει, εκτός από την Κίνα, τη Ρωσία και τα περισσότερα κράτη της Κεντρικής Ασίας ως μέλη, με την Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράν, το Αφγανιστάν και τη Μογγολία να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Ο ΟΣΣ έχει προωθήσει τη στρατιωτική συνεργασία των μελών του ιδιαίτερα σε θέματα αντιμετώπισης μη κρατικών απειλών (πχ. τρομοκρατία και αποσχιστικά κινήματα) δρομολογώντας παράλληλα και βαθύτερες οικονομικές σχέσεις μεταξύ των μελών του. Η μετεξέλιξή του σε συμμαχία τύπου ΝΑΤΟ ωστόσο φαίνεται δύσκολη όσο συμμετέχουν τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία, καθώς οι μακροπρόθεσμες σχέσεις μεταξύ τους ενδέχεται στο μέλλον να χαρακτηρισθούν από την αναβίωση των παλιών γεωπολιτικών ανταγωνισμών τους, με την Κίνα όμως να βρίσκεται πλέον στη θέση της γεωπολιτικά επεκτεινόμενης δύναμης.[11]
Προβλήματα στην Κεντρική Ασία έχει η ΛΔΚ κυρίως εντός των συνόρων της στις περιοχές Σιντζιάνγκ και Θιβέτ, που μαζί έχουν το 30% του εδάφους της Κίνας και που κατακτήθηκαν από τη δυναστεία Τσινγκ κατά τον 18ο αιώνα, την ίδια εποχή που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποκτούσαν τις αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Τόσο μεταξύ των μουσουλμάνων Ουιγούρων της Σιντζιάνγκ όσο και μεταξύ των Θιβετιανών υπάρχουν αποσχιστικές τάσεις. Καθώς η Κίνα θεωρεί τις πολύ μεγάλες αλλά αραιοκατοικημένες αυτές περιοχές ως εθνικό έδαφός της, έχει προσφύγει στην παραδοσιακή αυτοκρατορική πρακτική της ενθάρρυνσης κινέζων Χαν να μεταναστεύουν εκεί, ώστε σταδιακά να κυριαρχήσουν δημογραφικά. Στη Σιντζιάνγκ το ποσοστό του πληθυσμού που είναι Χαν έχει ανέβη από 5% το 1940 σε πάνω από 40% τώρα. Στο Θιβέτ το ποσοστό τους παραμένει πολύ χαμηλότερο, ίσως επειδή η «αυτόνομη περιφέρεια του Θιβέτ» στη ΛΔΚ έχει μέσο υψόμετρο 4.500 μέτρων. Η δημογραφική αλλαγή προκαλεί κάθε τόσο βίαιες αναμετρήσεις μεταξύ των ντόπιων και των Χαν μεταναστών, που συνήθως ξεκινούν με επιθέσεις των ντόπιων ενάντια στους Χαν. Επιπλέον πάνω από 60 Θιβετιανοί αυτοκτόνησαν με αυτοπυρπολισμό κατά τη διετία 2011-2012 διαμαρτυρόμενοι ενάντια στο κινεζικό καθεστώς. Η δημογραφική επέκταση των Χαν πάντως καθιστά μάλλον απίθανη την απόσχιση των περιοχών αυτών.[12]
Εφόσον η Κίνα υλοποιήσει τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει επί μακρόν μια καλή αναπτυξιακή δυναμική, θα προκύψει σε βάθος λίγων ενδεχομένως δεκαετιών ζήτημα μειζόνων ανακατατάξεων στην παγκόσμια πολιτική. Σύμφωνα με την προσέγγιση του θεσμικού φιλελευθερισμού μια ενδεχόμενη αλλαγή από τη σημερινή πρωτιά των ΗΠΑ σε μια πρωτιά της Κίνας στην παγκόσμια κατάταξη των υλικών συντελεστών ισχύος είναι εφικτή σε πλαίσια ειρήνης και διεθνούς συνεργασίας, εφόσον η Κίνα έχει κοινωνικοποιηθεί στους κανόνες και τις αξίες της υφιστάμενης φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και εφόσον έχει ενσωματωθεί στους διεθνείς θεσμούς και τα διεθνή οικονομικά δίκτυά της.
Υπάρχουν ωστόσο τρία ερωτηματικά όσον αφορά αυτήν την προοπτική. Πρώτον, το ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα, το οικονομικό δηλαδή σκέλος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, ενδέχεται να μην αντέξει την άνοδο της κινεζικής οικονομίας. Ήδη πληθαίνουν οι φωνές στο Κογκρέσο υπέρ αμερικανικών προστατευτικών μέτρων ενάντια στις φτηνές κινεζικές εισαγωγές. Δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς έναν «εμπορικό πόλεμο» στο μέλλον, με τις μεγαλύτερες οικονομίες να γίνονται λιγότερο ανοικτές μέσω μέτρων και αντιμέτρων τελωνειακού προστατευτισμού.
Δεύτερον, το ανοικτό διεθνές οικονομικό σύστημα χρειάζεται έναν διαχειριστή, που εξασφαλίζεται ευκολότερα, όταν υπάρχει μια ηγεμονική οικονομία όπως η Μεγάλη Βρετανία κατά τον 19ο αιώνα και οι ΗΠΑ μετά το 1945. Στον μεσοπόλεμο, όταν η Μεγάλη Βρετανία είχε παρακμάσει, δεν υπήρχε διαχειριστής με την ικανότητα ή τη βούληση να διαχειριστεί το σύστημα, που κατάρρευσε κατά τη δεκαετία του 1930. Μέχρι στιγμής η Κίνα δεν φαίνεται να εισέρχεται στη λογική της συνδιαχείρισης του ανοικτού διεθνούς οικονομικού συστήματος. Αντίθετα επιδιώκει να το εκμεταλλευτεί μεγιστοποιώντας τα στενά εθνικά οφέλη της, όπως έκαναν οι ΗΠΑ στο δεύτερο ήμισυ του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Καθώς οι ΗΠΑ συνέχισαν να δρουν το 1930 με τη λογική του στενού ενικού συμφέροντος περνώντας τον ολέθριο νόμο προστατευτισμού Smoot-Hawley, συνέβαλαν στην κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου σε εκείνη τη δεκαετία. Η Κίνα με την πολιτική του υποτιμημένου γιουάν, που της δίνει ένα κατά τη Δύση αθέμιτο πλεονέκτημα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της, συμβάλει ως εκ τούτου στη διατήρηση των μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων της, που δημιουργούν δυνητικά επικίνδυνες διεθνείς χρηματοοικονομικές ανισορροπίες. Δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο, ότι θα λειτουργήσει στο μέλλον με βάση μια λογική διαχείρισης του ανοικτού διεθνούς οικονομικού συστήματος αντί τις λογικής του στενού βραχυπρόθεσμου εθνικού συμφέροντος.
Τρίτον, η Κίνα έχει παραδόσεις χιλιετιών του «μεσαίου βασιλείου», που βρίσκεται στο κέντρο μιας διεθνούς κοινωνίας και θέτει τους κανόνες της. Με βάση την ιστορική εμπειρία να περίμενε κανείς η Κίνα να επιδιώξει να διαμορφώσει μια νέα διεθνή τάξη, που να αντικατοπτρίζει τις δικές της αξίες και συμφέροντα, αντί απλά να λειτουργήσει ως συνεχιστής της σημερινής φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, που αντικατοπτρίζει τις αξίες και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Μια αλλαγή όμως από μία διεθνή τάξη σε άλλη με διαφορετικά χαρακτηριστικά συμβαίνει ιστορικά μονάχα έπειτα από διεθνείς αναμετρήσεις μεγάλης κλίμακας, στις οποίες επικεντρώνεται η προσέγγιση της ρεαλιστικής σχολής.
Όπως διαπίστωνε ο Halford Mackinder το 1919, παγκόσμιοι πόλεμοι λάμβαναν χώρα κάθε εκατό περίπου χρόνια και τα αίτιά τους ήταν η άνιση ανάπτυξη. Η εκάστοτε ανερχόμενη δύναμη αμφισβητούσε την υφιστάμενη διεθνή τάξη, που αντικατόπτριζε παλαιότερους συσχετισμούς ισχύος, και συγκρουόταν ως αναθεωρητική δύναμη με τις δυνάμεις του status quo. Οι συγκρούσεις αυτές, που συμπαρέσυραν όλες τις μεγάλες δυνάμεις και καθόριζαν τη νέα κατάταξή τους και τη νέα διεθνή τάξη, ήταν ο Τριακονταετής Πόλεμος στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής στις αρχές του 18ου αιώνα, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι στις αρχές του 19ου αιώνα και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό αν συνεχίσει η άνοδος της Κίνας, θα προκύψει κάποτε μια γιγαντιαία αναμέτρησή της με τις ΗΠΑ, που θα πολώσει το διεθνές σύστημα. Είναι απίθανο η αναμέτρηση αυτή να πάρει τη μορφή ολοκληρωτικού πολέμου λόγω της πυρηνικής αποτροπής. Ενδέχεται όμως να μοιάζει κάπως με την αναμέτρηση των δύο υπερδυνάμεων στον Ψυχρό Πόλεμο.
Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψει κανείς, αν οι μελλοντικές εξελίξεις θα είναι πιο κοντά στον θεσμικό φιλελευθερισμό ή στον ρεαλισμό. Αδύναμο πάντως είναι το επιχείρημα, ότι η Κίνα έχει κυρίαρχες παραδόσεις αμυντικής στρατιωτικής στρατηγικής και ειρηνικής διαχείρισης του γεωπολιτικού περιβάλλοντός της. Είναι γεγονός, ότι η παραδοσιακή κινεζική διπλωματία επιδίωκε να διαχειρίζεται την περιφέρειά της με ειρηνικά μέσα. Είναι επίσης γεγονός όμως, ότι η μισή σημερινή Κίνα κατακτήθηκε με επεκτατικούς πολέμους στα τέλη του 17ου και κατά τον 18ο αιώνα.[13]
Εφόσον πάντως συνεχισθεί η αναπτυξιακή δυναμική της Κίνας επί μακρόν, θα υπάρξει ένα βαρυσήμαντο ιστορικό τέλος εποχής. Παραδοσιακά η Κίνα ήταν συνήθως το πλουσιότερο και το πιο αναπτυγμένο από τα τέσσερα μεγάλα κέντρα πολιτισμού του Ανατολικού Ημισφαιρίου (Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Ινδία και Κίνα). Αυτό άλλαξε κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες, όταν ξεπετάχθηκαν προς τα εμπρός οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και κυριάρχησαν παγκοσμίως. Ακόμα και επί Ψυχρού Πολέμου το επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής ήταν η Ευρώπη, όπου κρίθηκε η αναμέτρηση των δύο υπερδυνάμεων, που ήταν προϊόντα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
 Ήδη το κέντρο βάρους της παγκόσμιας πολιτικής μετατοπίζεται από την Ευρώπη και τον Ατλαντικό προς τον Ειρηνικό. Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες καμία από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες δεν είναι ευρωπαϊκή (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία). Η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας έχει προκαλέσει κούρσα εξοπλισμών στην περιφέρειά της, με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες και άλλες δυνάμεις να αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες τους, ενώ οι ΗΠΑ μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Στην Ευρώπη αντίθετα μειώνονται οι αμυντικές δαπάνες. Εφόσον συνεχισθούν αυτές οι τάσεις κατά τις επόμενες δεκαετίες, δεν αποκλείεται το κέντρο βάρους της παγκόσμιας πολιτικής να βρεθεί σε περιοχές, που θεωρούν ότι η κοιτίδα του πολιτισμού τους δεν είναι η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη αλλά η αρχαία Κίνα και ότι τα θεμέλια της φιλοσοφικής παράδοσής τους έθεσαν όχι ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης αλλά ο Κομφούκιος και ο Μένκιος.
Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Παντείου και Αν. Διευθυντής ΙΔΙΣ.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Απρ 062013
 
debt
Το Παγκόσμιο Δημόσιο Χρέος ανέρχεται σήμερα σε 40 τρις. δολάρια. Το Δημόσιο Χρέος των 20 πλουσιοτέρων χωρών στον κόσμο (G-20) ξεπερνά πλέον σε μέγεθος το 100% του ΑΕΠ τους, και μόλις την τελευταία δεκαετία, από το έτος 2000, έχει παρουσιάσει αύξηση της τάξης του 50%.
Η κρίση από την φούσκα των τεχνολογικών μετοχών στις ΗΠΑ το 2000 και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανάγκασαν τα Δυτικά Κράτη να δανειστούν υπέρμετρα ώστε να ενισχύσουν με ρευστότητα την πραγματική οικονομία τους και να αποφύγουν το ενδεχόμενο πολύχρονης ύφεσης.  Ίσως όμως τα  πραγματικά αίτια της παγκόσμιας κρίσης χρέους είναι πιο βαθιά και αφορούν το ασύμμετρο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που ακολουθείται τις τελευταίες δεκαετίες στον πλανήτη. Παρακάτω πραγματοποιείται μια ιστορική αναδρομή της εξέλιξης του Παγκόσμιου Δημόσιου Χρέους από το 1880.
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ G-20 ΑΠΟ ΤΟ 1880
Στο παρακάτω γράφημα παρουσιάζεται η ιστορική πορεία του Παγκόσμιου Δείκτη Χρέους (Public Debt-to-GDP Ratio) από το 1880 έως το 2010, σύμφωνα με έρευνα του ΔΝΤ που δημοσιεύτηκε το 2011 με τίτλο «A Historical Public Debt Database» και  αφορούσε τις χώρες G-20 (20 ισχυρότερες χώρες του κόσμου). Ο Δείκτη Δημοσίου Χρέους υπολογίζεται ως κλάσμα Δημόσιο Χρέος / ΑΕΠ %.
Γράφημα: Η πορεία του Δείκτη Δημόσιου Χρέους των G-20 από το 1880 έως και το 2010
PT_chart
Πηγή: IMF (2011)
Το 1880, το Δημόσιο Χρέος των G-20 ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφωνόταν μόλις σε 45%. Κατά την διάρκεια την μεγάλης ύφεσης του 1932 ο δείκτης χρέους βρέθηκε στο 80% του ΑΕΠ ενώ τα επόμενα χρόνια και μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ακολούθησε μια πτωτική πορεία και διαμορφώθηκε κοντά στο 60% (1938). Αργότερα, και καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν το Δημόσιο Χρέος των G-20 άρχισε να ανέβαινε ξανά φτάνοντας στο ιστορικό υψηλό του 1946 στο 150% ως ποσοστό πάντα του ΑΕΠ. Έκτοτε και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ακολούθησε μια σημαντική πτώση οπότε και έφτασε μόλις στο 30% του ΑΕΠ. Από τότε όμως και μέχρι σήμερα το Δημόσιο Χρέος των G-20 ακολουθεί μια ξέφρενη ανοδική πορεία έχοντας ξεπεράσει το 100% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2010. Το πρόβλήμα είναι πολύ σημαντικότερο στις Δυτικές οικονομίες, όπου αν επαληθευτούν οι μελέτες, σε μερικές δεκαετίες οι περισσότερες θα χρωστούν πλέον του 150% του ΑΕΠ τους και θα θεωρούνται από τις αγορές ως χρεοκοπημένες. Επισημαίνεται ότι το μεγάλο χρέος μιας οικονομίας εκτός του κινδύνου χρεοκοπίας που περικλείει συνεπάγεται και σε ένα γεωμετρικά μεγαλύτερο κόστος δανειακής εξυπηρέτησης (καθώς τα επιτόκια δανεισμού γίνονται πιο ακριβά όσο το χρέος ανεβαίνει).
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΥΦΕΣΗΣ ΤΟΥ 1932 ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΦΕΣΗΣ ΤΟΥ 2009
Στο παρακάτω γράφημα (IMF) παρουσιάζεται η κατάσταση του παγκόσμιου Δημόσιου Χρέους σε δύο περιόδους: κατά την οικονομική ύφεση του 1932 και κατά την οικονομική ύφεση του 2009. Με κόκκινο εμφανίζονται οι περισσότερο χρεωμένες χώρες (άνω του 75% του ΑΕΠ) ενώ με πράσινο οι λιγότερο χρεωμένες χώρες (κάτω του 20% του ΑΕΠ).
Γράφημα: Ο χάρτης χρέους του πλανήτη το 1932 και το 2009 (174 χώρες / μέλη του ΔΝΤ)
PT_map
Πηγή: IMF (2011)
Η κατάσταση του Δημόσιου Χρέους των Ευρωπαϊκών χωρών (και της Ελλάδας) είναι πανομοιότυπη και στις δύο εξεταζόμενες περιόδους. Αντίθετα όμως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία εμφανίζουν μια τεράστια αύξηση μεταξύ των δύο περιόδων 1932 και 2009.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΤΗΝ 2ΕΤΙΑ 2011-2012
Το Ελληνικό Δημόσιο Χρέος ακολουθεί τα τελευταία 30 χρόνια μια έντονη ανοδική πορεία. Βασική αιτία της υπερχρέωσης αποτέλεσε η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας κυρίως εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους του Δημόσιου Τομέα σε σχέση με τον Ιδιωτικό. Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας χρηματοδοτήθηκε κατά την δεκαετία του ‘80 κυρίως με Δημόσιο Χρέος ενώ κατά τις δεκαετίες του ‘90 και του ‘00 κυρίως με Ιδιωτικό Χρέος (πιστωτική επέκταση). Όταν τα περιθώρια επιπλέον δανεισμού στέρεψαν έγινε αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος στην χώρα. Μεγάλο πλήγμα για την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και όλων των άλλων ‘φτωχών’ χωρών του Νότου αποτέλεσε και η πολιτική του ‘σκληρού' ευρώ της ΕΚΤ που οδηγεί στην αποβιομηχάνιση. Ακολουθούν στοιχεία για το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας.
Πίνακας: Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας την 2ετία 2011-2012
2ετία 2011-2012 ΕΛΛΑΔΑ

2011 2012
ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ(Government Debt) $ 394 δις $ 387 δις
ΠΟΣΑ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΚΆΘΕ ΚΑΤΟΙΚΟΣ $ 35.870.06 $ 35.132.48
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 11.000.000 11.000.000
ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ 122,2% 138,3%
ΡΥΘΜΟΣ ΑΥΞΗΣΗΣ 8,5% 4,8% 
Πηγή: Economist
Σύμφωνα με τα στοιχεία του economist κάθε Έλληνας οφείλει σήμερα 35.870 δολάρια ενώ το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας στο τέλος του 2011 θα ανέλθει στο 122% του ΑΕΠ ή περίπου 394 δις δολάρια. Το 2012 κάθε Έλληνας θα χρωστάει λιγότερα αλλά καθώς το ΑΕΠ θα συρρικνώνεται, η σχέση Χρέος / ΑΕΠ είναι δυσμενέστερη για την χώρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα στοιχεία των όλων πινάκων από τον Economist αφορούν μόνο το χρέος διακυβέρνησης (government debt) κάθε κράτους, ενώ όλες οι τιμές εκφράζονται σε Δολάριο Αμερικής για την επίτευξη συγκρισιμότητας μεταξύ των στοιχείων.
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ, ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται το Δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας. Το πρόβλημα Δημόσιου Χρέους στις χώρες αυτές είναι μικρότερο από ότι είναι στην Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία επιβαρύνονται συνάμα από ένα πολύ μεγάλο Ιδιωτικό Χρέος γεγονός που δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας. Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα βρίσκεται πλησίον του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ.
Πίνακας: Το Δημόσιο Χρέος της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας το 2011
2011 ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΙΣΠΑΝΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ(Government Debt) $ 181 δις $ 152 δις $ 838 δις
ΠΟΣΑ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΚΆΘΕ ΚΑΤΟΙΚΟΣ $ 17.017.03 $ 36.435.99 $ 18.224.44
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 10.600.000 4.173.150 45.953.698
ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ 78,8% 81,6% 66,1%
ΡΥΘΜΟΣ ΑΥΞΗΣΗΣ 9,3% 2,5% 4,4%
Πηγή: Economist
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΤΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΗΣ
Στο γράφημα σύγκρισης των περιόδων ύφεσης (1932-2009) που προηγήθηκε γίνεται εμφανής η υπερχρέωση των Δυτικών Οικονομιών. Το συνολικό Δημόσιο Χρέος των ΗΠΑ ανέρχεται σήμερα σε 14,2 τρις. δολάρια, προσεγγίζει δηλαδή το 100% του ΑΕΠ που ανέρχεται περίπου σε 14,7 τρις δολάρια. Το εμπορικό έλλειμμα δε των ΗΠΑ, μόνο για τον μήνα Φεβρουάριο 2011 ξεπέρασε τα 45 δις. δολάρια. Στην Δυτική Ευρώπη η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Στην Αγγλία και τη Γαλλία το Δημόσιο Χρέος  προσεγγίζει επίσης το 100% του ΑΕΠ  ενώ στο Βέλγιο και την Ιταλία το έχει ξεπεράσει ήδη. Μόνο η Γερμανική Οικονομία διαφοροποιείται, μελέτες όμως που έρχονται στην δημοσιότητα σημειώνουν ότι το πρόβλημα χρέους θα πλήξει και την Γερμανία με μεγάλη ένταση τις επόμενες δεκαετίες.  Το ίδιο όμως δεν ισχύει για τις όλες τις χώρες του πλανήτη. Παραδείγματος χάριν, η Κινέζικη Οικονομία εμφανίζει Δημόσιο Χρέος μόλις 1,0 τρις δολάρια παρά του ξέφρενους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας της. Ως ποσοστό του ΑΕΠ το Δημόσιο Χρέος της Κίνας ανέρχεται μόλις στο 7,5% του ΑΕΠ.
ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ BRIC
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται στοιχεία για το Δημόσιο Χρέος στις πιο αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη, στις λεγόμενες BRIC (Brazil, Russia, India, China).
Πίνακας: Το Δημόσιο Χρέος των χωρών B.R.I.C. (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα)
2011 ΚΙΝΑ ΡΩΣΙΑ ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΙΝΔΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ (Government Debt) $ 1.029 δις $ 1.140 δις $ 1.134 δις $ 918 δις
ΠΟΣΑ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΚΆΘΕ ΚΑΤΟΙΚΟΣ $ 767.92 $ 987.33 $ 5.815.70 $ 771.78
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 1.340.945.205 141.646.301 195.044.383 1.188.932.876
ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ 17.5% 8.8% 59.6% 55.4%
ΡΥΘΜΟΣ ΑΥΞΗΣΗΣ 18.0% 22.7% 33.6% 15.3%
Πηγή: Economist
Ο μέσος όρος του Δημοσίου Χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ στις χώρες αυτές (BRIC) είναι μόλις 33,3%. Υπενθυμίζεται ότι στην Δύση ο αντίστοιχος μέσος όρος προσεγγίζει ταχέως το 100% ενώ στο μέλλον, τα δεδομένα προδιαγράφονται ακόμα χειρότερα. Οι οικονομίες των χωρών BRIC πλεονεκτούν σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας έναντι των Δυτικών Οικονομιών, καθώς προσφέρουν στο διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο πλεονεκτήματα όπως:
  • ◘ Φτηνό εργατικό κόστος και νομοθετικό κενό εργατικού δικαίου 
  • ◘ Ευέλικτες Νομισματικές Ισοτιμίες με τάσεις διολίσθησης (διευκόλυνση εξαγωγών)
  • ◘ Ευέλικτο φορολογικό περιβάλλον και μεγάλα κίνητρα για αλλοδαπές επενδύσεις
  • ◘ Χαλαρότατες περιβαντολλογικές πολιτικές που δεν ‘κοστίζουν’ στη βιομηχανία
  • ◘ Πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές (ειδικά η Ρωσία και η Βραζιλία)
  • ◘ Μεγάλα περιθώρια εφαρμογής Δημοσίων Επενδυτικών Προγραμμάτων στο μέλλον
  • ◘ Μεγάλα περιθώρια πιστωτικής επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στο μέλλον
Οι Δυτικές οικονομίες μη διαθέτοντας τίποτα από όλα τα παραπάνω βιώνουν την  αποβιομηχάνισή τους και την μεταφορά του παραγωγικού τους ιστού προς Ανατολάς. Αποτέλεσμα είναι η κατ’ εξακολούθηση μείωση της ανταγωνιστικότητας και το υψηλό εμπορικό έλλειμμα της Δύσης που πληρώνεται από τα κράτη με νέο χρέος. Πολλοί πιστεύουν ότι ο παγκόσμιος χάρτης χρέους πρέπει να επανασχεδιαστεί και τα κράτη της Δύσης να προχωρήσουν σε ‘κούρεμα’ του χρέους τους. Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας όμως των Δυτικών Οικονομιών αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε ξανά σε υψηλό χρέος, και όταν θα γινόταν αυτό, οι αγορές θα χρέωναν πολύ υψηλότερα επιτόκια δανεισμού. Παρακάτω επιχειρείται μια εναλλακτική προσέγγιση στο πρόβλημα χρέους του πλανήτη.   
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΑΣΜΩΝ
Η στροφή της παγκόσμιας οικονομίας σε ένα καθεστώς επιβολής εμπορικών δασμών (tariffs) ίσως είναι ικανή να προσφέρει μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα της ασύμμετρης οικονομικής ανάπτυξης στον πλανήτη και να ‘διορθώσει’ το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Δύσης. Οι δασμοί θα μπορούσαν να επιβάλλονται προσωρινά υπό την μορφή ‘πέναλτι’ σε προϊόντα και υπηρεσίες που προέρχονται από οικονομίες που:
  • ◘ Η φορολογική τους πολιτική είναι προκλητικά χαμηλή (offshore economies)
  • ◘ Δεν σέβονται και ρυπαίνουν αλόγιστα το περιβάλλον
  • ◘ Πλεονεκτούν υπέρμετρα σε επίπεδο κόστους εργασίας
  • ◘ Διολισθαίνουν με αθέμιτες παρεμβάσεις το νόμισμα τους
Καθώς οι εν λόγω οικονομίες θα συμμορφωνόταν με τις διεθνής απαιτήσεις οι δασμοί στα προϊόντα και στις υπηρεσίες τους θα μειώνονταν σταδιακά μέχρι και την ολική κατάργηση τους.  Στο ενδιάμεσο διάστημα οι υπόλοιπες οικονομίες θα είχαν τον χρόνο να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες του ανταγωνισμού. Η αποβιομηχάνιση στην Δύση θα σταματούσε και άρα τα κράτη θα είχαν περισσότερα φορολογικά έσοδα αποπληρώνοντας έτσι σταδιακά το χρέος τους. Με την υποβολή προσωρινών δασμών η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πολύ πιο ομαλά. Όσο και αν η στροφή σε ένα σύστημα δασμών θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις ίσως αποτελεί την μόνη λύση στο πρόβλημα χρέους της Δύσης, ένα πρόβλημα  που θα κορυφωθεί τις επόμενες δεκαετίες.
 Γιώργος Πρωτονοτάριος

δομαδιαία επιλογή φωτογραφιών (ν53)

Απρ 062013
 
Το Μονακό είναι το μέρος με το χαμηλότερο ποσοστό φτώχειας στον κόσμο, και τους περισσότερους εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους σε σχέση με τον πληθυσμό.


______
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Σάββατο, 6 Απριλίου 2013

Οι νέες αυτοκρατορίες και η Ελλάδα

Ξαναχτίζεται το διεθνές σκηνικό καταμερισμού ισχύος πριν από τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μαλούχος Γεώργιος Π.  
Ο κόσμος αλλάζει πιο πολύ απ’ ότι ίσως νομίζουμε, την ώρα που πολλοί επιμένουν ακόμα να πιστεύουν ότι υπάρχει αυτό που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ονομάζαμε «ενωμένη Ευρώπη» αγνοώντας την εξόφθαλμη πραγματικότητα, δηλαδή την οικοδόμηση της γερμανικής Ευρώπης.
Η Ευρώπη που ξέραμε δεν υπάρχει πια: στη θέση της (ανα)γεννιέται μια νέα αυτοκρατορία με επίκεντρο την παλιά Πρωσία και αληθινή πρωτεύουσα το Βερολίνο: εκεί αποφασίζονται τα πάντα, όχι φυσικά σύμφωνα με τα «κοινά» ευρωπαικά συμφέροντα, αλλά σύμφωνα με τις εθνικές γερμανικές επιδιώξεις που μέσα από τα τρία τελευταία χρόνια κρίσης, έχουν «βαπτιστεί» ευρωπαικές. Ουδείς άλλος παίζει σήμερα ρόλο στην Ευρώπη, ούτε καν η Γαλλία, η καρδία της μεταπολεμικής οικοδόμησής της.

 Την ίδια στιγμή, πολλοί είναι εκείνοι που αγνοούν και κάτι ακόμα: την προσπάθεια αναγέννηση μιας άλλης παλιάς αυτοκρατορίας και ιστορικής συμμάχου της γερμανικής αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής. Ανάμεσα σε αυτούς που την αγνοούν δεν βρίσκεται πάντως η βρετανική εφημερίδα Guardian που προ ημερών περιέγραψε σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και βαθύ κείμενο τις προσπάθειες της Αγκυρας να την αναστήσει. Η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη, η διείσδυση σε βαλκανικές χώρες, το τέλος της κουρδικής απειλής, το χτίσιμο μίας πολεμικής μηχανής ισχυρότερης από ποτέ στο παρελθόν – ουδεμία «σύγκριση» με την Ελλάδα είναι πλέον εφικτή -, και, κυρίως, η θέση της Τουρκίας στον περιφερειακό καταμερισμό ισχύος και οι εξαιρετικά δουλεμένες συμμαχίες της, την μετατάσσουν σε κάτι πολύ διαφορετικό από ότι μέχρι σήμερα γνωρίζαμε. Κακά τα ψέματα: την ώρα που την Ελλάδα την κυβερνούν διαδοχικά και επί χρόνια γόνοι πολιτικών οικογενειών και άνθρωποι που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους, η Τουρκία διοικείται από μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής μας σε διεθνές επίπεδο: γιατί είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, αυτό ακριβώς είναι ο πρωθυπουργός της Ταγίπ Ερντογάν και τίποτα λιγότερο. Είναι ο άνθρωπος που έχει δώσει στη χώρα του την ισχύ, το ρόλο και την αίγλη που μόνον στα ισχυρότερα χρόνια της εποχής της «Υψηλής πύλης» είχε – ούτε καν στα χρόνια του Κεμάλ…

Ταυτόχρονα με όλα αυτά, η Ρωσία ισχυροποιείται στο διεθνές γίγνεσθαι, έχοντας κι αυτή έναν άλλο μεγάλο ηγέτη, τον πρόεδρό της Βλαντιμίρ Πούτιν, που επίσης κατάφερε κάτι πολύ σημαντικό για την πατρίδα του: να της δώσει εκ νέου τη χαμένη, στα πρώτα μετασοβιετικά χρόνια, ισχύ και διεθνή υπόσταση. Αυτοί είναι οι «μεγάλοι παίκτες» σήμερα μέσα και γύρω από την Ευρώπη.

Είμαστε μπροστά σε αναθεώρηση των τετελεσμένων των Βαλκανικών Πολέμων;

Που βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα, ακριβώς εκατό χρόνια μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο; Οι νέες αναδιατάξεις ενδέχεται να επηρεάσουν τα τετελεσμένα των Βαλκανικών Πολέμων; Ουδείς μπορεί να απαντήσει. Το βέβαιο είναι ότι  βρισκόμαστε σε μια απολύτως νέα, αλλά και «παλιά» ταυτόχρονα, διάταξη δυνάμεων στην Ευρώπη και γύρω από αυτή που συσχετίζεται ευθέως με τις συνθήκες και τις δυνάμεις που είχαν πριν από εκατό χρόνια αναδιατάξει την περιοχή μας – απλώς αυτή τη φορά με την Ελλάδα σε πολύ δυσμενή θέση.

Επίσης, η νέα πραγματικότητα που σήμερα διαμορφώνεται έχει αφήσει πίσω της οριστικά τα αποτελέσματα όχι μόνον του Δεύτερου αλλά και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία έχουν αντιστραφεί πλήρως στο ευρωπαικό πλαίσιο. Οι μεγάλοι παίκτες που αναδύονται τώρα δυναμικά στο προσκήνιο είναι επί της ουσίας τα μεγάλα εθνικά – αυτοκρατορικά κέντρα της παλιάς Ευρώπης, με τη διαφορά ότι σε αυτό τον καταμερισμό δεν συμμετέχουν πια η Αγγλία (προς στιγμή τουλάχιστον – γιατί ο πρωθυπουργός της Ντέιβιτ Κάμερον ήδη εξήγγειλε ένα γιγάντιο εξοπλιστικό πρόγραμμα για τη χώρα) και η Γαλλία, η οποία έχει βρεθεί, δυστυχώς, σε περίπου ανύπαρκτο πια ρόλο στα πλαίσια της γερμανικής Ευρώπης.

Την ίδια στιγμή, κάτι επίσης πολύ σημαντικό συμβαίνει που θυμίζει ακόμα περισσότερο τον παλιό ευρωπαικό κόσμο και συμβάλλει κατά πολύ στην αναγέννηση των αυτοκρατοριών: οι ΗΠΑ κρατούν αποστάσεις από την Ευρώπη, μένουν διακριτικά μακριά, για τους δικούς τους εσωτερικούς οικονομικούς αλλά και γεωπολιτικούς λόγους σχετιζόμενους με άλλα μέτωπα, όπως λ.χ. η Βόρεια Κορέα ή το Ιράν. Τέλος, ο άλλος μεγάλος παίκτης, η ταχύτερα αναδυόμενη δύναμη του σημερινού κόσμου, η Κίνα, δεν έχει ιδιαίτερα ενεργή ανάμειξη στα ευρωπαικά πράγματα, παρά το γεγονός ότι η κατοχή μεγάλου τμήματος ευρωπαικού χρέους την αφορά άμεσα.

Οι παρεμβάσεις από Ουάσιγκτον, Τελ Αβίβ και Πεκίνο

Αυτή ακριβώς είναι η εικόνα σήμερα, στις αρχές του 2013. Και σε αυτή την εικόνα, η Ελλάδα είναι, δυστυχώς, περίπου παντελώς ανύπαρκτη. Δεν έχει λόγο, δεν έχει ρόλο, δεν ακούγεται αλλά και δεν ρωτάται για τις ευρύτερες εξελίξεις: απλώς, λόγοι ευρύτερων ισορροπιών έχουν λειτουργήσει ως ένα βαθμό προστατευτικά μέχρι στιγμής γι αυτήν και ασφαλώς ερήμην της, όπως λ.χ. οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ υπέρ της Ελλάδας στις πιο οξείες στιγμές της οικονομικής κρίσης, απέναντι σε ένα πολύ επιθετικό Βερολίνο. Παρεμβάσεις υπήρξαν και από τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου υπέρ της χώρας μας σε μία τουλάχιστον περίπτωση κινδύνου «έκρηξης» στις σχέσεις της Ελλάδας με το Βερολίνο. Ένα άλλο σημείο που ενδιαφέρει πολύ τόσο τους Αμερικανούς όσο και εν μέρει το Ισραήλ, έχει να κάνει και με τα ζητήματα της ενέργειας, όχι μόνον ως προς την εξαγωγή της, αλλά και ως προς την προοπτική της πώλησής της προς την Ευρώπη εφόσον και όποτε αυτή καταστεί αξιοποιήσιμη στην Ελλάδα και την Κύπρο: έχει ιδιαίτερη σημασία αν το δολάριο θα παραμείνει και σε αυτή την περίπτωση το νόμισμα πώλησης των υδρογονανθράκων, ή αν τη θέση του θα λάβει το ευρώ. Επίσης, παρέμβαση υπήρξε και από το Πεκίνο, λίγο πριν από την ξαφνική επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα. Σύμφωνα με ασφαλείς πηγές, η Κίνα, την οποία το Βερολίνο υπολογίζει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, εκφράστηκε ξεκάθαρα υπέρ της ανάγκης παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ, καθώς έχει προχωρήσει στη στρατηγική επιλογή της αντιμετώπισης της χώρας μας ως εμπορικής πύλης προς την Ευρώπη. Το ταξίδι εκείνο της καγκελαρίου στην Αθήνα συνδέεται ευθέως με αυτή την παρέμβαση.

 Όμως, όλα τα παραπάνω, που έχουν συμβεί σε διάφορες στιγμές στα τελευταία τρία χρόνια στο διεθνές διπλωματικό παρασκήνιο, δεν αλλάζουν τη βασική εικόνα: ότι η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά αδύναμη στο μάτι του κυκλώνα μιας πρωτοφανούς διπλής κρίσης: όχι μόνον αυτής του χρέους, αλλά και εκείνης του να «ανήκει» πια πολιτικά, οικονομικά και διοικητικά πλήρως στη γερμανική αυτοκρατορία, ενώ να μην είναι πια σαφές του που «ανήκει» γεωπολιτικά. Κάτι τέτοιο, ουδέποτε έχει συμβεί στο παρελθόν και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Μάλιστα, η διακινδύνευση μεγαλώνει ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος, δεν είναι πλέον σημαντικές μόνον για τη γεωπολιτική τους θέση, κάτι που και πάλι αδυνατούν πλήρως να το κεφαλαιοποιήσουν, αλλά και λόγω των  προαναφερθέντων νέων δεδομένων στα ενεργειακά κοιτάσματα που επίσης ξεπερνούν, όπως όλα δείχνουν, τις  πολιτικές και στρατιωτικές δυνατότητες εθνικής υπεράσπισης και αξιοποίησής τους – και γι αυτό φυσικά ουδείς φταίει άλλος από εμάς τους ίδιους.

Η σημασία των ανακατατάξεων των Βαλκανικών Πολέμων

Με λίγα λόγια, αυτό που σήμερα ζούμε, εκατό χρόνια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, είναι ότι το σκηνικό που εκείνοι διαμόρφωσαν, τώρα αναδιατάσσεται. Οι δυνάμεις έχουν μεταβληθεί άρδην, τα εθνικά κέντρα έχουν και πάλι τον πλήρη έλεγχο των εξελίξεων, οι παλιοί ανταγωνισμοί έχουν έρθει στην επιφάνεια, όπως και οι αντίστοιχες εθνικές φιλοδοξίες όλων, πλην της Ελλάδας, που κάθε άλλο παρά βρίσκεται εκεί που ο Ελευθέριος Βενιζέλος την είχε οδηγήσει: είναι πια μόνη, δεν μετέχει πρωτογενώς σε συμμαχικά σχήματα, είναι πλήρως οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένη, τελεί σε εσωτερική αποσάρθρωση, είναι, με μία λέξη, αδύναμη, σε ένα κόσμο γεμάτο νέους και φιλόδοξους ισχυρούς. Και γι αυτό ακριβώς η περίοδος αναφοράς είναι πλέον οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που έδωσαν στην Ελλάδα, παρούσα με ισχύ δίπλα στις χώρες της Δύσης, ένα πολύ σημαντικό τμήμα των όσων άφηνε πίσω της η τότε υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό τον ρόλο, δεν τον ασκεί πια.

Όλα αυτά, δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι θα οδηγηθούμε αναγκαστικά σε πολέμους: η γνωστή ρήση θέλει τον πόλεμο να είναι η συνέχιση της διπλωματίας με άλλα μέσα. Δεν είναι νομοτελειακό ή «απαραίτητο» να ξεσπάσουν και πάλι πόλεμοι, χωρίς όμως και ουδείς, σε καμία περίπτωση πλέον, να μπορεί και να τους αποκλείσει. Ουδείς επίσης γνωρίζει πως θα επιδράσει σε όλα αυτά μια ενδεχόμενη διάσπαση της ευρωζώνης, όπως και το ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας αν κάτι τέτοιο τελικά επέλθει: με ποια κριτήρια θα συμβεί και που τελικά η χώρα θα «ανήκει»: εκεί, μπορεί να υπάρξουν μεγάλες εκπλήξεις. Το πιο πιθανό πάντως, είναι ότι οι αναδιατάξεις καταμερισμού ισχύος που πρόκειται να γίνουν και ήδη σαφώς προετοιμάζονται, θα γίνουν «δια της διπλωματικής οδού»: οι μεγάλες χώρες έχουν την ιστορική εμπειρία να ξέρουν πια καλά τι πρέπει να αποφύγουν – θα δούμε αν έχουν και τη σοφία να το πράξουν. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εθνικές φιλοδοξίες και διεκδικήσεις τους θα μείνουν πίσω. Θα εκδηλωθούν, θα συζητηθούν, θα γίνουν αντικείμενα διαπραγμάτευσης μεταξύ τους. Αυτή η διαδικασία έχει σαφέστατα ήδη ξεκινήσει. Και η τραγωδία της Ελλάδας είναι ότι δεν βρίσκεται ανάμεσα στα «υποκείμενα», στους συνομιλητές, αλλά στα «αντικείμενα» της…

Τα επίκαιρα αίτια του Α’ Παγκοσμίου

Στις 8 Απριλίου 1904, πριν από 99 χρόνια όταν η Γαλλία και η Αγγλία υπέγραψαν την «Αντάντ», την συνθήκη της «Εγκάρδιας συνεννόησης» που άνοιξε ένα νέο, μεγάλο ιστορικό κεφάλαιο στις σχέσεις τους και το οποίο σύντομα συμπληρώθηκε από τις αντίστοιχες συμφωνίες των δύο κρατών με τη Ρωσία. Ηταν η συνθήκη που έμελλε, σε λίγα χρόνια, να εξελιχθεί στην δυτική συμμαχία εναντίον της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, όταν αυτές, οι «Κεντρικές αυτοκρατορίες», τον Αύγουστο του 1914, ξεκίνησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτό τον πόλεμο, οι ΗΠΑ μπήκαν αργά: κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία μόλις στις 6 Απριλίου 1917. Οπως άλλωστε αργά μπήκαν και στον Δεύτερο, μόνον όταν βομβαρδίστηκε το Περλ Χάρμπορ από την Ιαπωνία.

Όμως, ποια ήταν τα πιο σημαντικά αίτια του ξεχασμένου σήμερα Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου; Αν πιστέψουμε απλώς αυτά που διδάσκουμε στα παιδιά μας στο σχολείο, το πρώτο από τα αίτια ήταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Αντιγράφω από εγχειρίδιο ιστορίας για την τρίτη τάξη γυμνασίου: «Ιμπεριαλισμός: υπήρξε η κυριότερη αιτία του πολέμου. Η επιθετική προσπάθεια της ταχύτατα αναπτυσσόμενης Γερμανίας να καλύψει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες, καύσιμα και αγορές μέσω της αναδιανομής του παγκόσμιου πλούτου και των αποικιών». Και η περιγραφή συνεχίζεται: «…αυτό συμβαίνει είτε μέσω άμεσης εδαφικής κατάκτησης ή εποικισμού, είτε διαμέσου εμμέσων μεθόδων άσκησης ελέγχου στα πολιτικά και/ή τα οικονομικά πράγματα άλλων κρατών». Ως δεύτερο αίτιο στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ο εθνικισμός. Σήμερα, ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ, ο άνθρωπος που την επανένωσε, κατηγορεί δημοσίως την Αγκελα Μέρκελ ακριβώς γι αυτό: ότι έχει «επανεθνικοποιήσει την Ευρώπη».

Εννέα δεκαετίες μετά από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου, οι πιο πάνω διατυπώσεις για τα αίτιά του ηχούν τρομακτικές ακριβώς επειδή κυριολεκτικά φωτογραφίζουν όσα ζούμε. Τι θα σήμαιναν σε σχέση με τη ζώσα πραγματικότητα αν κάποιος τα διάβαζε πριν από πέντε μόλις χρόνια; Απολύτως τίποτα. Και τι σημαίνουν σήμερα; Δεν χρειάζεται λοιπόν να φτάσει κανείς στον Χομπσμπάουμ ή στους άλλους Βρετανούς και μη μεγάλους ιστορικούς του 20ου αιώνα που έγραψαν τόμους για το ρόλο της Γερμανίας στον «Μεγάλο Πόλεμο»: ακόμα και βιβλία για το σχολείο τον έχουν καταγράψει.

Πολλοί θα πουν «τότε δεν υπήρχε ενωμένη Ευρώπη». Αλλοι θα πουν «μα γίνονται πλέον πόλεμοι;», ή θα αναφερθούν στους δεσμούς που γεννά ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος κόσμος. Όμως, τα όρια της σημασίας αυτής της πλευράς της παγκοσμιοποίησης δεν τα γνωρίζουμε. Το πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πια αληθινά «ενωμένη» Ευρώπη είναι κάτι που όλοι πλέον το αντιλαμβανόμαστε. Μπορεί να μη θέλουμε να το πιστέψουμε, αλλά, πρέπει να κλείσεις τα μάτια για να μη βλέπεις την πορεία της – τουλάχιστον ο πρώην πρόεδρος του eurogroup Γιούνγκερ που αναφέρθηκε προ μηνός στα φαντάσματα του πολέμου, δεν το κάνει. Και δεν είναι ο μόνος. Οσο για το αν «γίνονται πια σήμερα αυτά», είναι ακριβώς ότι έχει ειπωθεί πριν από τόσους και τόσους πολέμους…
ΒΗΜΑ