Translate

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013


40 Maps They Didn’t Teach You In School

By the time we graduate high school, we learn that they never taught us the most interesting things in there. Sure, you might be able to name the European countries or point New York on the map, but does that give a you real understanding of how the world functions? To fill this gap, we have gathered a great and informative selection of infographical maps that they should’ve shown us at school: every single one of these maps reveals different fun and interesting facts, which can actually help you draw some pretty interesting conclusions.
What makes infographical maps so engaging is how easy it becomes to conceive graphically presented information. The best part, there are brilliant services like Target Map that “allow everyone (from individuals to large organizations) to represent their data on maps of any country in the world and to share their knowledge with the whole Internet Community.” Just choose a country and a way to create your map by color, type values or by uploading your excel files (you can even use your zip / postal code column to get the best and most accurate maps.
Without further ado, we invite you to learn things like most popular sports in different countries, who has the largest breasts, red hair map of Europe, world’s most consumed alcoholic beverages, or which brands dominate in different states of the USA.
Trust us, these are way better than the ones they taught you at school!

The Most Famous Brand From Each State In The US


Image credits: mapsontheweb.tumblr.com

Red Hair Map of Europe


Image credits: imgur.com

Most Popular Sports in the World


Image credits: imgur.com

Breast Sizes Relating to Countries


Image credits: targetmap.com

Political World Map as Pangea 200-300 Million Years Ago


Image credits: imgur.com

The World According to Americans




Image credits: alphadesigner.com

Most Used Web Browser World Map (2012)


Image credits: saint-tepes.deviantart.com

Map of Countries Officially Not Using the Metric System


Image credits: wikimedia.org

The Penis Size Worldwide


Image credits: targetmap.com

Map of the Most Common Surnames in Europe


Image credits: imgur.com

Map of Countries Most and Least Welcoming to Foreigners


Image credits: imgur.com

World Map of National IQ Scores


Image credits: targetmap.com

Beer Names in Different European Languages


Image credits: imgur.com

Freedom of Press


Image credits: imgur.com

Most Consumed Alcoholic Beverage by Country


Image credits: chartsbin.com

A World Map that Inverts Land and Sea


Image credits: imgur.com

Worldwide Driving Orientation


Image credits: chartsbin.com

Prevalence of Obesity


Image credits: hsph.harvard.edu

Map Of Most Attractive Citizens in Europe


Image credits: imgur.com

European Citizens Who Drink the Most


Image credits: imgur.com

United States According to Autocomplete


Image credits: flipcollective.com

Every Country England Has Ever Invaded (all but 22 countries in the world)


Image credits: telegraph.co.uk

7 Deadly Sins Map


Image credits: wired.com

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Η θεαματική ανάδυση των «μεγάλων δεδομένων»

Πώς τα big data αλλάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε τον κόσμο
Όλοι γνωρίζουν ότι το Διαδίκτυο έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι επιχειρήσεις, που λειτουργούν οι κυβερνήσεις και ζουν οι άνθρωποι. Αλλά μια καινούργια λιγότερο εμφανής τεχνολογική τάση αποδεικνύεται να έχει εξίσου μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη: «τα μεγάλα δεδομένα» (bid data). Τα «μεγάλα δεδομένα» εκκινούν από το γεγονός ότι κυκλοφορεί σήμερα περισσότερη πληροφορία από οποτεδήποτε άλλοτε, και ότι αυτή υπόκειται σε εντελώς νέες χρήσεις. Τα «μεγάλα δεδομένα» είναι κάτι διαφορετικό από το Διαδίκτυο παρότι ο Παγκόσμιος Ιστός καθιστά πολύ ευκολότερο να μαζέψεις και να μοιραστείς τα δεδομένα. Τα «μεγάλα δεδομένα» είναι κάτι περισσότερο από απλή επικοινωνία: η ιδέα είναι ότι από ένα μεγάλο σώμα πληροφοριών μπορούμε να μάθουμε πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αν χρησιμοποιούσαμε μόνο μικρότερο όγκο πληροφοριών.
Στον τρίτο αιώνα π.Χ., η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας θεωρείτο ότι είχε συγκεντρώσει το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης. Σήμερα, υπάρχει πληροφορία στον κόσμο για καθέναν από τους κατοίκους της γης η οποία αντιστοιχεί σε 320 φορές ολόκληρη τη συλλογή η οποία πιστεύεται ότι διατηρείτο στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας –υπολογίζεται σε 1200 exabytes. Αν όλες αυτές οι πληροφορίες μαζεύονταν σε ψηφιακούς δίσκους και στοιβάζονταν, οι ψηφιακοί αυτοί δίσκοι θα σχημάτιζαν πέντε διαφορετικές στοίβες που θα έφθαναν όλες μέχρι το φεγγάρι.
Αυτή η έκρηξη των δεδομένων είναι σχετικά νέα. Το 2000, δηλαδή πολύ πρόσφατα, μόνο το ένα τέταρτο όλων των δεδομένων που φυλάσσονταν παγκοσμίως ήταν ψηφιακά. Τα υπόλοιπα φυλάσσονταν σε χαρτί, σε φιλμ και άλλα αναλογικά μέσα. Αλλά επειδή η ποσότητα των ψηφιακών δεδομένων επεκτείνεται με τόση ταχύτητα –διπλασιάζεται περίπου κάθε τρία χρόνια- αυτή η κατάσταση αντιστράφηκε γρήγορα. Σήμερα, λιγότερο από το 2% από όλες τις αποθηκευμένες πληροφορίες είναι μη ψηφιακές.
Δεδομένης αυτής της τρομερής κλίμακας, η προφανής τάση είναι να κατανοήσουμε τα «μεγάλα δεδομένα» μόνο με όρους μεγέθους. Αλλά αυτό θα ήταν παραπλανητικό. Τα μεγάλα δεδομένα χαρακτηρίζονται επίσης από την ικανότητα να μετατρέπουν σε δεδομένα πολλές όψεις του κόσμου που δεν έχουν ποτέ ποσοτικοποιηθεί: ας το πούμε «δεδομενοποίηση» (datafication). Για παράδειγμα, η γεωγραφική τοποθεσία έχει δεδομενοποιηθεί, πρώτα με την ανακάλυψη του μήκους και του πλάτους και πιο πρόσφατα με τα δορυφορικά συστήματα GPS. Οι λέξεις αντιμετωπίζονται ως δεδομένα όταν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αντλούν υλικό από βιβλία αιώνων. Ακόμη και οι φιλίες και οι προτιμήσεις (likes) δεδομενοποιούνται, μέσω του Facebook.
Αυτό το είδος δεδομένων υπόκειται σε απίστευτα νέες χρήσεις με τη βοήθεια φθηνής υπολογιστικής μνήμης, ισχυρών επεξεργαστών, έξυπνων αλγόριθμων, ευφυούς λογισμικού, και μαθηματικών που δανείζονται από τη βασική στατιστική επιστήμη. Αντί να προσπαθείς να «διδάξεις» έναν υπολογιστή πως να κάνει διάφορα πράγματα, όπως να οδηγεί ή να μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, τα οποία οι ειδικοί της τεχνητής νοημοσύνης προσπάθησαν ματαίως να κάνουν επί δεκαετίες, η νέα προσέγγιση είναι να τροφοδοτήσουμε με αρκετά δεδομένα έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή έτσι ώστε να μπορεί να υποθέτει πότε, ας πούμε, ένα φανάρι οδικής κυκλοφορίας είναι πράσινο και όχι κόκκινο ή ότι σε ένα δεδομένο συγκείμενο, η γαλλική λέξη lumière είναι πιο κατάλληλη για να αποδώσει το αγγλικό «light» από ό,τι η λέξη léger.
Η χρήση μεγάλων όγκων πληροφορίας κατ’ αυτό τον τρόπο απαιτεί τρεις βαθιές αλλαγές στο πώς προσεγγίζουμε τα δεδομένα. Η πρώτη είναι να συλλέγουμε και να χρησιμοποιούμε πολλά δεδομένα παρά να συμβιβαζόμαστε με μικρές ποσότητες ή δείγματα, όπως κάνουν κατά κόρον οι στατιστικοί για μια χώρα. Η δεύτερη είναι να αποσύρουμε την προτίμησή μας για τα υψηλού βαθμού οργάνωσης και για τα άψογα δεδομένα, και αντ’ αυτού να αποδεχτούμε την ακαταστασία: σε έναν αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων, ένας μικρός βαθμός ανακρίβειας μπορεί να γίνει ανεκτός, διότι τα οφέλη από τη χρήση πολύ περισσότερων δεδομένων διαφορετικής ποιότητας υπερβαίνει το κόστος από τη χρήση δεδομένων μικρότερης ποσότητας αλλά μεγαλύτερης ακρίβειας. Τρίτον, σε πολλές περιπτώσεις, θα χρειαστεί να εγκαταλείψουμε την απαίτησή μας να ανακαλύψουμε τα αιτία των πραγμάτων, και αντ' αυτού να αποδεχτούμε τις συσχετίσεις. Με τα μεγάλα δεδομένα, αντί να προσπαθούν να καταλάβουν ακριβώς γιατί χαλάει μια μηχανή ή γιατί εξαφανίζεται μια παράπλευρη επίπτωση ενός φαρμάκου, οι ερευνητές μπορούν αντιθέτως να συλλέξουν και να αναλύσουν μαζικές ποσότητες πληροφορίας για τέτοια γεγονότα και για ό,τι σχετίζεται με αυτά, αναζητώντας δρόμους που μπορεί να τους βοηθήσουν να προβλέψουν μελλοντικά συμβάντα. Τα «μεγάλα δεδομένα» βοηθάνε να απαντήσουμε στο «τι», όχι στο «γιατί», και συχνά αυτό είναι αρκετό.
Το Διαδίκτυο έχει αναδιαμορφώσει το τρόπο με τον οποίο επικοινωνεί η ανθρωπότητα. Τα «μεγάλα δεδομένα» κάνουν κάτι διαφορετικό: σηματοδοτούν ένα μετασχηματισμό στο πώς η κοινωνία επεξεργάζεται την πληροφορία. Σε λίγο, τα «μεγάλα δεδομένα» μπορεί να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τον κόσμο. Καθώς αντλούμε περισσότερα δεδομένα για να καταλάβουμε τα γεγονότα και για να λάβουμε αποφάσεις, είναι πιθανό να ανακαλύψουμε ότι πολλές όψεις της ζωής κινούνται στη σφαίρα της πιθανότητας παρά της βεβαιότητας.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ «Ν=ΟΛΑ»
Στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας, οι άνθρωποι έχουν δουλέψει με σχετικά μικρές ποσότητες δεδομένων επειδή τα εργαλεία για τη συλλογή, την οργάνωση, την αποθήκευση και την ανάλυση της πληροφορίας ήταν φτωχά. Οι άνθρωποι ξεσκαρτάριζαν την πληροφορία που τους χρειαζόταν στη στοιχειωδέστερη μορφή της έτσι ώστε να μπορούν να την εξετάσουν ευκολότερα. Αυτή ήταν η ευφυΐα της μοντέρνας στατιστικής που ήλθε για πρώτη φορά στο προσκήνιο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα κι έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία να καταλάβει σύνθετες πραγματικότητες ακόμη κι όταν υπήρχαν λίγα δεδομένα. Σήμερα, το τεχνικό περιβάλλον έχει κάνει στροφή 179 μοιρών. Υπάρχει ακόμη, και θα υπάρχει πάντα, ένας φραγμός στο πόσα δεδομένα μπορούμε να διαχειριστούμε αλλά είναι πολύ πιο περιορισμένος από ό,τι ήταν, και θα γίνει ακόμη πιο περιορισμένος όσο περνάει ο καιρός.
Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι διαχειρίζονταν το πρόβλημα της συλλογής της πληροφορίας στο παρελθόν γινόταν μέσω δειγματοληψίας. Όταν η συλλογή των δεδομένων ήταν δαπανηρή και η επεξεργασία τους ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, το δείγμα ήταν σωτήριο. Η σύγχρονη δειγματοληψία βασίστηκε στην ιδέα ότι, με ένα ορισμένο περιθώριο λάθους, μπορεί κανείς να συνάγει κάτι για τον συνολικό πληθυσμό με βάση ένα μικρό υποσύνολο, καθώς το δείγμα έχει επιλεγεί τυχαία. Έτσι, τα exit polls τη νύχτα των εκλογών υποβάλλουν ερωτήματα σε ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα μερικών εκατοντάδων ανθρώπων προκειμένου να προβλέψουν την εκλογική συμπεριφορά μιας ολόκληρης χώρας. Για απλές ερωτήσεις, αυτή η διαδικασία λειτουργεί καλά. Αλλά αποσυντονίζεται όταν θέλουμε να πάμε βαθύτερα σε υπο-ομάδες μέσα στο ίδιο δείγμα. Τι γίνεται όταν ο δημοσκόπος θέλει να μάθει ποια υποψήφια άγαμη γυναίκα κάτω των τριάντα είναι πιο πιθανό να πάρει τις περισσότερες ψήφους; Ή ποια Αμερικανίδα ασιατικής καταγωγής, κάτω των 30, με πανεπιστημιακή μόρφωση, μπορεί να κάνει το ίδιο; Ξαφνικά, το τυχαίο δείγμα γίνεται εν πολλοίς άχρηστο, εφόσον μπορεί να υπάρχουν μόνο κάνα δύο άνθρωποι με αυτά τα χαρακτηριστικά στο δείγμα, πολύ λίγοι για να προσφέρουν μια εκτίμηση με κάποιο νόημα για το πως θα ψηφίσουν οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες. Αλλά αν συλλέξουμε όλα τα δεδομένα -«ν=όλα», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της στατιστικής- το πρόβλημα εξαφανίζεται.
Αυτό το παράδειγμα εγείρει ένα άλλο μειονέκτημα από τη χρήση ορισμένων δεδομένων αντί όλων. Στο παρελθόν, όταν οι άνθρωποι συνέλεγαν μόνο λίγα δεδομένα, έπρεπε συχνά να αποφασίσουν εξαρχής τι να συλλέξουν και πως να το χρησιμοποιήσουν. Σήμερα, όταν μαζεύουμε όλα τα δεδομένα, δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε προκαταβολικά τι σκοπεύουμε να τα κάνουμε. Φυσικά, μπορεί να μην γίνεται πάντα να συλλέξουμε όλα τα δεδομένα, αλλά είναι όλο και πιο εφικτό να συλλάβουμε πολύ περισσότερα από όσα αφορούν ένα φαινόμενο, παρά μόνο ένα δείγμα του που θα στοχεύσει στην κατανόησή του ως όλο. Τα «μεγάλα δεδομένα» δεν έχουν στόχο τη δημιουργία κάπως μεγάλων δειγμάτων αλλά την όσο γίνεται μεγαλύτερη τιθάσευση των υπαρχόντων δεδομένων που αφορούν το υπό μελέτη θέμα. Χρειαζόμαστε ακόμη τη στατιστική. Απλώς δεν χρειαζόμαστε πλέον να στηριζόμαστε σε μικρά δείγματα.
Πρέπει να κάνουμε ένα συμβιβασμό, πάντως. Όταν αυξάνουμε την κλίμακα με όρους μεγέθους, θα πρέπει ίσως να εγκαταλείψουμε τα καθαρά, προσεκτικά οργανωμένα δεδομένα, και να ανεχτούμε λίγη ακαταστασία. Αυτή η ιδέα έρχεται σε αντίθεση με το πώς δούλευαν επί αιώνες οι άνθρωποι με τα δεδομένα. Παρ’ όλ’ αυτά, η εμμονή με την πιστότητα και την ακρίβεια είναι κατά μια έννοια ένα τεχνούργημα ενός περιβάλλοντος με περιορισμένη πρόσβαση στην πληροφορία. Όταν δεν υπήρχαν τόσα δεδομένα τριγύρω, οι ερευνητές έπρεπε να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία που τους ενδιέφερε να συγκεντρώσουν ήταν όσο το δυνατόν πιο ακριβή. Η άντληση πολύ περισσότερων δεδομένων σημαίνει ότι μπορούμε να επιτρέψουμε μερικές ανακρίβειες (θεωρώντας ότι τα δεδομένα μας δεν είναι εντελώς λάθος), και σε αντάλλαγμα να επωφεληθούμε από τη βαθιά γνώση που παρέχει ένα τεράστιο σώμα δεδομένων.
Ας εξετάσουμε τη μετάφραση. Μπορεί να θεωρείται προφανές ότι οι υπολογιστές μεταφράζουν καλά, εφόσον μπορούν να αποθηκεύουν πολλές πληροφορίες και να τις ανασύρουν γρήγορα. Αλλά αν το θέμα ήταν η απλή αντικατάσταση λέξεων από ένα Γαλλο-Αγγλικό λεξικό, η μετάφραση θα ήταν άγαρμπη. Η γλώσσα είναι σύνθετη. Έγινε σημαντική πρόοδος τη δεκαετία του ’90, όταν η ΙΒΜ πειραματίστηκε πάνω σε μια στατιστική μηχανή μετάφρασης. Τροφοδότησε τον υπολογιστή με τα πρακτικά τού καναδικού κοινοβουλίου, στα γαλλικά και τα αγγλικά, και τον προγραμμάτισε να συναγάγει ποια λέξη της μιας γλώσσας αντιστοιχεί καλύτερα στην άλλη. Αυτή η διαδικασία άλλαξε το έργο της μετάφρασης και το έκανε ένα τεράστιο ζήτημα πιθανοτήτων και μαθηματικών. Αλλά μετά από αυτή την αρχική βελτίωση, η πρόοδος βάλτωσε.
Την σκυτάλη πήρε η Google. Αντί να χρησιμοποιήσει ένα σχετικά μικρό αριθμό υψηλής ποιότητας μεταφράσεων, η τεράστια αναζήτηση επεξεργάστηκε περισσότερα δεδομένα αλλά από το λιγότερο οργανωμένο Διαδίκτυο – «δεδομένα του άγριου κόσμου» για να το πούμε έτσι. Η Google «ρούφηξε» μεταφράσεις από εταιρικούς ιστότοπους, έγγραφα από κάθε γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και μεταφράσεις από το τεράστιο σχέδιό της που έχει να κάνει με το σκανάρισμα βιβλίων. Αντί για εκατομμύρια σελίδων με κείμενα, η Google ανέλυε δισεκατομμύρια. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μεταφράσεις της είναι αρκετά καλές –καλύτερες από της ΙΒΜ- και καλύπτουν 65 γλώσσες. Οι μεγάλες ποσότητες ακατάστατων δεδομένων επικράτησαν έναντι των μικρών ποσοτήτων καθαρότερων δεδομένων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ
Αυτές οι δύο αλλαγές σχετικά με το πώς αντιλαμβανόμαστε τα δεδομένα –από τα λίγα στα πολλά και από τα οργανωμένα στα ακατάστατα- φέρνει στο προσκήνιο μια νέα αλλαγή: από την αιτιότητα στη συσχέτιση. Αυτή αντιστοιχεί στην εγκατάλειψη της προσπάθειας που έχει να κάνει με την κατανόηση των βαθύτερων λόγων για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, προσπαθώντας τώρα απλώς να μάθουμε πώς συσχετίζονται τα φαινόμενα μεταξύ τους, και να χρησιμοποιήσουμε τη γνώση αυτή για να είμαστε αποτελεσματικοί.
Βεβαίως, είναι επιθυμητό να γνωρίζουμε τις αιτίες πίσω από τα πράγματα. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι είναι συχνά υπερβολικά δύσκολο να κατανοήσεις τις αιτίες, και πολλές φορές, όταν νομίζουμε ότι τις έχουμε προσδιορίσει, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση αυτο-επιβεβαίωσης. Η μελέτη των οικονομικών συμπεριφορών έχει δείξει ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να δουν αιτιότητες ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει καμία. Άρα, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να εμποδίσουμε τις γνωστικές μας προκαταλήψεις να μας παραπλανήσουν. Μερικές φορές αρκεί να αφήσουμε τα δεδομένα να μιλήσουν.
Παράδειγμα η UPS, η εταιρεία παράδοσης δεμάτων. Τοποθετεί αισθητήρες σε εξαρτήματα των οχημάτων της οι οποίοι δείχνουν αν δημιουργείται θερμότητα ή αναταράξεις που στο παρελθόν είχαν συνδεθεί με την καταστροφή τους. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία μπορεί να προβλέψει μια βλάβη πριν αυτή προκύψει και να προβεί στην όποια αντικατάσταση όταν είναι η καταλληλότερη στιγμή και όχι στην άκρη του δρόμου. Τα δεδομένα δεν αποκαλύπτουν την ακριβή σχέση ανάμεσα στη θερμότητα ή τις αναταράξεις και τη βλάβη κάποιου τμήματος. Δεν λένε στην UPS γιατί ένα μέρος του οχήματος έχει πρόβλημα. Αλλά λένε τόσα ώστε η εταιρεία να ξέρει τι να κάνει στο άμεσο μέλλον, και για να καθοδηγήσει την έρευνά της σε οποιοδήποτε λανθάνων πρόβλημα μπορεί να υπάρχει είτε στο εν λόγω εξάρτημα είτε στο όχημα.
Παρόμοια προσέγγιση χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης μηχανής. Ερευνητές στον Καναδά αναπτύσσουν μια προσέγγιση μεγάλων δεδομένων για να εντοπίσουν λοιμώξεις σε πρόωρα μωρά, προτού εμφανιστούν τα συμπτώματα. Εντοπίζοντας 16 ζωτικά σημάδια, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών παλμών, της πίεσης του αίματος, της αναπνοής και των επιπέδων του οξυγόνου του αίματος, σε μια ροή πληροφόρησης άνω των 1.000 δεδομένων ανά δευτερόλεπτο, έχουν καταφέρει να βρουν συσχετίσεις ανάμεσα σε πολύ μικρές αλλαγές και σε πολύ σοβαρά προβλήματα. Προφανώς, αυτή η τεχνική θα δώσει τη δυνατότητα στους γιατρούς να ενεργήσουν νωρίτερα και να σώσουν ζωές. Συν τω χρόνω, η καταγραφή αυτών των παρατηρήσεων μπορεί επίσης να επιτρέψει στους γιατρούς να καταλάβουν τι είναι αυτό που ουσιαστικά προκαλεί τέτοια προβλήματα. Αλλά όταν η υγεία ενός νεογνού είναι σε κίνδυνο, ακόμη και η απλή γνώση ότι κάτι μπορεί να συμβεί, ενδέχεται να είναι μακράν πιο σημαντική από το να καταλάβεις ακριβώς το γιατί θα συμβεί.
Η ιατρική παρέχει ένα ακόμη καλό παράδειγμα ως προς το γιατί με τα μεγάλα δεδομένα, το να βλέπεις συσχετίσεις είναι τρομερά σημαντικό, ακόμη κι όταν οι λανθάνουσες αιτίες παραμένουν στο σκοτάδι. Τον Φεβρουάριο του 2009, η Google δημιούργησε αναστάτωση στους κύκλους των επαγγελμάτων υγείας. Ερευνητές της εταιρείας έκαναν μια επιστημονική δημοσίευση στο Nature που έδειξε ότι ήταν δυνατό να προβλέψουν τις επιδημίες της εποχικής γρίπης, χρησιμοποιώντας μόνο τις αρχειοθετημένες καταγραφές των αναζητήσεων στην Google. Η Google διαχειρίζεται πάνω από ένα δισεκατομμύριο αναζητήσεις στις ΗΠΑ καθημερινά, και τις φυλάσσει όλες. Η εταιρεία πήρε τα 50 εκατομμύρια από τις πιο κοινές αναζητήσεις ανάμεσα στο 2003 και το 2008 και τις συνέκρινε με ιστορικά δεδομένα γρίπης από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC). Η ιδέα ήταν να ανακαλύψουν αν το γεγονός ορισμένων αναζητήσεων αντιστοιχούσε με επιδημίες γρίπης - με άλλα λόγια, κατά πόσο η αύξηση στη συχνότητα ορισμένων αναζητήσεων στο Google, σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, συσχετίζονταν με τα δεδομένα του CDC ως προς τις τοπικές επιδημίες της γρίπης. Το CDC καταγράφει τις τρέχουσες επισκέψεις ασθενών στα νοσοκομεία και τις κλινικές όλης της χώρας, αλλά η πληροφόρηση που δίνει υπολείπεται της πραγματικότητας κατά μια-δύο εβδομάδες –μια αιωνιότητα στην περίπτωση πανδημίας. Το σύστημα της Google, αντιθέτως, θα μπορούσε να δουλέψει σε σχεδόν πραγματικό χρόνο.
Η Google δεν έφθασε στο σημείο να πει ποια ερωτήματα θα ήταν οι καλύτεροι δείκτες. Αντιθέτως, έτρεξαν όλους τους όρους μέσω ενός αλγόριθμου που φτιάχνει μια κατάταξη ως προς το βαθμό συσχέτισής τους με τις επιδημίες γρίπης. Ακολούθως, το σύστημα προσπάθησε να συνδυάσει τους όρους για να δει αν αυτό θα βελτίωνε το μοντέλο. Εντέλει, αφού πρώτα έτρεξαν σχεδόν μισό δισεκατομμύριο υπολογισμούς και τους συνδύασαν με τα δεδομένα, η Google εντόπισε 45 όρους – λέξεις όπως «πονοκέφαλος» και «καταρροή μύτης»- που είχαν ισχυρό βαθμό συσχέτισης με τα δεδομένα του CDC αναφορικά με τις επιδημίες γρίπης. Άπαντες οι 45 όροι σχετίζονταν, με κάποιο τρόπο, με τη γρίπη. Αλλά με ένα δισεκατομμύριο αναζητήσεις την ημέρα, θα ήταν αδύνατο για ένα πρόσωπο να μαντέψει ποιοί μπορεί να δουλέψουν καλύτερα, και να δοκιμάσει μόνο αυτούς.
Επιπλέον, τα δεδομένα ήταν ατελή. Από τη στιγμή που τα δεδομένα δεν προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανορθογραφία και οι μισοτελειωμένες φράσεις ήταν κάτι σύνηθες. Αλλά το μεγάλο μέγεθος των δεδομένων αντιστάθμιζε την ακαταστασία του. Το αποτέλεσμα, βεβαίως, ήταν απλώς μια συσχέτιση. Δεν έλεγε τίποτα για τους λόγους για τους οποίους κάποιος έκανε μια ορισμένη αναζήτηση. Ήταν άραγε διότι το πρόσωπο ένιωθε άρρωστο ή γιατί άκουγε κάποιον να φταρνίζεται στο διπλανό δωμάτιο ή γιατί ανησύχησε ακούγοντας τις ειδήσεις; Το σύστημα της Google ούτε το ξέρει και ούτε το νοιάζει να το μάθει. Πράγματι, τον περασμένο Δεκέμβριο, φαίνεται ότι το σύστημα της Google πρέπει να υπερεκτίμησε τον αριθμό των περιπτώσεων επιδημίας στις ΗΠΑ. Αυτό συνιστά μια υπενθύμιση ότι οι προβλέψεις είναι μόνο πιθανότητες και ότι δεν είναι πάντα σωστές, ειδικά όταν η βάση για την πρόβλεψη –οι αναζητήσεις στο Διαδίκτυο- βρίσκονται σε σταθερή κατάσταση αλλαγής και είναι ευάλωτες σε εξωτερικές επιρροές, όπως οι αναφορές των ΜΜΕ. Παρά ταύτα, τα «μεγάλα δεδομένα» μπορούν να υπαινιχθούν ποια είναι η γενική κατεύθυνση μιας εν εξελίξει κατάστασης, και το σύστημα της Google έκανε ακριβώς αυτό.
ΟΠΙΣΘΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Πολλοί άνθρωποι της τεχνολογίας πιστεύουν ότι οι απαρχές των» μεγάλων δεδομένων» εντοπίζονται στην ψηφιακή επανάσταση της δεκαετίας του ’80, όταν η πρόοδος στους μικροεπεξεργαστές και τη μνήμη των υπολογιστών κατέστησε δυνατή την ανάλυση και την αποθήκευση πληροφορίας όσο ποτέ στο παρελθόν. Αυτή είναι επιφανειακή ανάλυση. Οι υπολογιστές και το Διαδίκτυο βοηθούν ασφαλώς τα «μεγάλα δεδομένα» μειώνοντας το κόστος της συλλογής, της αποθήκευσης, της επεξεργασίας, του τρόπου με τον οποίο διαμοιράζονται οι πληροφορίες. Αλλά στον πυρήνα τους, τα «μεγάλα δεδομένα» είναι απλώς το πιο πρόσφατο βήμα στο αίτημα της ανθρωπότητας να κατανοήσει και να ποσοτικοποιήσει τον κόσμο. Θα μας βοηθήσει να το εκτιμήσουμε αυτό αν ρίξουμε μια γρήγορη ματιά σε όσα προηγήθηκαν.
Η εκτίμηση των νώτων των ανθρώπων είναι η τέχνη και η επιστήμη του Shigeomi Koshimizu, καθηγητή στο Advanced Institute of Industrial Technology του Τόκιο. Λίγοι θα σκέφτονταν ότι ο τρόπος που κάθεται ένας άνθρωπος αποτελεί πληροφορία, αλλά ισχύει. Όταν ένα άτομο είναι καθισμένο, η καμπύλη του σώματος, η στάση του και η κατανομή του βάρους του μπορούν όλα να ποσοτικοποιηθούν και να πινακογραφηθούν. Ο Koshimizu και η ομάδα των μηχανικών του μετατρέπουν τους γλουτούς σε δεδομένα μετρώντας, με αισθητήρες τοποθετημένους στο κάθισμα του αυτοκινήτου, την πίεση που ασκούν αυτοί σε 360 διαφορετικά σημεία, και καταλογραφούν κάθε σημείο σε μια κλίμακα από το 0 ως το 256. Το αποτέλεσμα είναι ένας ψηφιακός κώδικας που είναι μοναδικός για το κάθε άνθρωπο. Σε μια δοκιμή, το σύστημα ήταν ικανό να ξεχωρίσει μεταξύ αρκετών ανθρώπων με ακρίβεια της τάξης του 98%.
Η έρευνα δεν είναι άνευ νοήματος. Το σχέδιο του Koshimizu είναι να προσαρμόσει την τεχνολογία σε ένα αντικλεπτικό σύστημα αυτοκινήτων. Ένα όχημα με αυτό το μηχανισμό θα μπορούσε να αναγνωρίσει πότε κάποιος άλλος εκτός από τον εγκεκριμένο οδηγό κάθισε μπροστά στο τιμόνι, και θα μπορούσε να ζητήσει ένα συνθηματικό κωδικό για να λειτουργήσει. Ο μετασχηματισμός των τρόπων με που καθόμαστε σε ψηφιακά δεδομένα δημιουργεί μια σημαντική υπηρεσία και μια εν δυνάμει επικερδή επιχείρηση. Και η χρησιμότητά της μπορεί να επεκταθεί πολύ πέρα από τον εντοπισμό ενός κλέφτη αυτοκινήτων. Για παράδειγμα, τα συγκεντρωθέντα δεδομένα μπορεί να αποκαλύψουν στοιχεία για τη σχέση ανάμεσα στην θέση του οδηγού και την οδική ασφάλεια, όπως αποκαλυπτικές μετατοπίσεις θέσεων πριν από ένα ατύχημα. Το σύστημα μπορεί επίσης να είναι ικανό να αισθανθεί πότε ένας οδηγός κάμπτεται ελαφρώς λόγω κούρασης, και να στέλνει σήμα κινδύνου ή να πατάει αυτομάτως τα φρένα.
Ο Koshimizu αντιμετώπισε ως δεδομένα κάτι που ποτέ προηγουμένως δεν είχε αντιμετωπιστεί έτσι –ή που να έχει θεωρηθεί ποτέ ότι μπορούσε να δώσει τέτοιες ποιοτικές πληροφορίες- και το μετέτρεψε σε ψηφιακά ποσοτικοποιημένη μορφή. Δεν υπάρχει ακόμη καλός όρος για να ονοματιστεί αυτού του είδους η μετατροπή, αλλά η «δεδομενοποίηση» μοιάζει εύστοχη. Η δεδομενοποίηση δεν είναι το ίδιο με την ψηφιοποίηση, που παίρνει το αναλογικό περιεχόμενο –βιβλία, ταινίες, φωτογραφίες- και το μετατρέπει σε ψηφιακή πληροφορία, σε μια αλληλουχία του ενός και του μηδέν που μπορεί να διαβαστεί από τους υπολογιστές. Η δεδομενοποίηση είναι μια πολύ ευρύτερη διαδικασία: παίρνει όλες τις όψεις της ζωής και τις μετατρέπει σε δεδομένα. Τα ψηφιακά γυαλιά της Google δεδομενοποιούν το βλέμμα. Το Twitter δεδομενοποιεί τις ξεκάρφωτες σκέψεις. Το LinkedIn δεδομενοποιεί τα επαγγελματικά δίκτυα.
Μόλις δεδομενοποιήσουμε τα πράγματα, μπορούμε να αλλάξουμε το σκοπό της ύπαρξής τους και να μετατρέψουμε την πληροφορία σε μορφές άλλης αξίας. Για παράδειγμα, η ΙΒΜ κατοχύρωσε μια αμερικανική πατέντα το 2012 για να «ασφαλίσει χώρους που χρησιμοποιούν τεχνολογία υπολογιστών πάνω σε επιφάνειες» -ένας τεχνικός όρος να περιγράψεις ένα πάτωμα αφής, κάτι σαν μια γιγάντια οθόνη έξυπνου τηλεφώνου. Η δεδομενοποίηση του πατώματος μπορεί να ανοίξει κάθε είδους δυνατότητες. Το πάτωμα θα μπορούσε να ταυτοποιήσει τα αντικείμενα που είναι πάνω σε αυτό, έτσι ώστε να ξέρει πότε να ανοίξει τα φώτα ή να ανοίξει τις πόρτες όταν μπαίνει κάποιος άνθρωπος. Επιπλέον, μπορεί να ταυτοποιεί πρόσωπα με βάση το βάρος τους ή με βάση το πώς στέκονται και περπατούν. Θα μπορούσε να πει αν κάποιος έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε, σημαντικό στοιχείο για τους ηλικιωμένους. Οι πωλητές θα μπορούσαν να αποτυπώνουν τη ροή δεδομένων των πελατών τους από τα μαγαζιά τους. Όταν θα γίνει εφικτό να μετατραπούν δραστηριότητες αυτού του είδους σε δεδομένα που μπορούν να αποθηκευτούν και να αναλυθούν, θα μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για τον κόσμο –πράγματα που δεν γνωρίζαμε προηγουμένως επειδή δεν μπορούσαμε να τα μετρήσουμε εύκολα και φθηνά.
ΜΕΓΑΛΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Τα «μεγάλα δεδομένα» θα έχουν εφαρμογές πολύ περισσότερο στην ιατρική και στα καταναλωτικά αγαθά: θα αλλάξουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι κυβερνήσεις και θα διαφοροποιήσει τη φύση της πολιτικής. Αναφορικά με την οικονομική ανάπτυξη, την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, τους πολέμους, εκείνοι που μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα «μεγάλα δεδομένα» θα απολαμβάνουν σημαντική διαφορά από τους υπόλοιπους. Έως τώρα, η πιο συναρπαστική δουλειά γίνεται στο δημοτικό επίπεδο όπου είναι ευκολότερη η πρόσβαση σε δεδομένα και ο πειραματισμός με την πληροφορία. Σε μια προσπάθεια με επικεφαλής τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Michael Bloomberg (που έκανε μια περιουσία με επιχειρήσεις διαχείρισης πληροφοριών), η πόλη χρησιμοποιεί «μεγάλα δεδομένα» για να βελτιώσει τις δημόσιες επιχειρήσεις με χαμηλότερο κόστος. Ένα παράδειγμα είναι μια νέα στρατηγική για την πρόληψη πυρκαγιών.
Τα παρανόμως χωρισμένα κτίρια είναι πολύ πιο πιθανό να τυλιχθούν στις φλόγες από ό,τι τα υπόλοιπα. Ο δήμος δέχεται 25.000 παράπονα το χρόνο για κτίρια με υπέρμετρο αριθμό ενοίκων, αλλά έχει μόνο 200 επιθεωρητές για να απαντήσει. Mια μικρή ομάδα ειδικών αναλυτών, στο γραφείο του δημάρχου, εκτίμησε ότι τα «μεγάλα δεδομένα» θα μπορούσαν να βοηθήσουν να επιλυθεί αυτή η ανισορροπία ανάμεσα σε ανάγκες και πόρους. Η ομάδα δημιούργησε μια βάση δεδομένων και των 900.000 κτιρίων της πόλης και την επεξέτεινε με πολύτιμες συλλογές δεδομένων που συνέλεξε από 19 διευθύνσεις της πόλης: αρχεία για τις οφειλές φόρων ακίνητης περιουσίας, για τις ανωμαλίες στη χρήση των δημόσιων παροχών, για τις περικοπές υπηρεσιών, για τις χρωστούμενες πληρωμές, για τις επισκέψεις ασθενοφόρων, για τα κατά τόπους ποσοστά εγκληματικότητας, για τα παράπονα που αφορούσαν τα τρωκτικά και πολλά άλλα. Κατόπιν, συνέκριναν αυτή τη βάση δεδομένων με τις καταγραφές των πυρκαγιών σε κτίρια, τα τελευταία 5 χρόνια, κατατάσσοντάς τις με βαθμό σοβαρότητας, ελπίζοντας να βρουν έτσι συσχετίσεις. Καθόλου αναπάντεχα, μεταξύ των παραγόντων που αύξαναν τον κίνδυνο πυρκαγιάς ήταν ο τύπος του κτιρίου και το έτος κατασκευής του. Λιγότερο αναμενόμενο ήταν, πάντως, το εύρημα ότι τα κτίρια που είχαν άδεια για εξωτερικές εργασίες συσχετίζονταν με μικρότερους κινδύνους σοβαρής πυρκαγιάς.
Η χρήση όλων αυτών των δεδομένων επέτρεψε στην ομάδα να δημιουργήσει ένα σύστημα που μπορούσε να τους βοηθήσει να προσδιορίσουν ποια παράπονα για υπερπληθυσμό στα κτίρια απαιτούσαν πολύ μεγάλη προσοχή. Κανένα από τα χαρακτηριστικά των κτιρίων που είχαν καταγραφεί δεν προκαλούσαν πυρκαγιά. Σωστότερο είναι ότι συσχετίζονταν με έναν αυξημένο ή μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς. Η γνώση αυτή έχει αποδειχτεί τρομερής σημασίας: στο παρελθόν, οι επιθεωρητές κτιρίων εξέδιδαν εντολές εκκένωσης στο 13% των επισκέψεών τους. Με τη χρήση της νέας μεθόδου, ο αριθμός ανήλθε στο 70% -μεγάλο κέρδος ως προς την αποτελεσματικότητα.
Βέβαια, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν επί μακρόν χρησιμοποιήσει παρόμοιες μεθόδους για να εκτιμήσουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς, αλλά κυρίως στηρίζονται μόνο σε λίγα χαρακτηριστικά και συνήθως σε αυτά που ενστικτωδώς αντιστοιχούν στις πυρκαγιές. Κατ’ αντιπαράθεση, η προσέγγιση της Νέας Υόρκης με τα μεγάλα δεδομένα ήταν δυνατό να εξετάσει πολύ περισσότερες παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εν πρώτοις δεν θα φαινόταν ότι έχουν σχέση με τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Και το μοντέλο της πόλης ήταν φθηνότερο και ταχύτερο, καθώς έκανε χρήση των υπαρχόντων δεδομένων. Το πιο σημαντικό ήταν εξάλλου ότι οι προβλέψεις των «μεγάλων δεδομένων» είναι περισσότερο εύστοχες.
Τα «μεγάλα δεδομένα» βοηθούν επίσης στη διαφάνεια της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Έχει αναπτυχθεί ένα κίνημα γύρω από την ιδέα των «ανοικτών δεδομένων» που πάει πέρα από τους νόμους για την ελευθερία της πληροφόρησης οι οποίοι είναι τώρα πια κοινός τόπος στις αναπτυγμένες δημοκρατίες. Οι υποστηρικτές του καλούν τις κυβερνήσεις να καταστήσουν απολύτως προσιτά στο κοινό τον τεράστιο αριθμό αβλαβών δεδομένων που διατηρούν. Οι ΗΠΑ είναι στην εμπροσθοφυλακή με τον ιστότοπο Data.gov, ακολουθούν δε και άλλες χώρες.
Την ίδια στιγμή που οι κυβερνήσεις προωθούν την χρήση «μεγάλων δεδομένων», θα χρειαστεί επίσης να προστατεύουν τους πολίτες από τη μη υγιή κυριαρχία της αγοράς. Εταιρείες όπως η Google, η Amazon και η Facebook –και άλλες λιγότερο γνωστές μεσίτριες δεδομένων όπως η Acxiom και η Experian- συσσωρεύουν τεράστιες ποσότητες πληροφορίας για τον καθένα και για το καθετί. Νόμοι ενάντια στα τραστ παρέχουν προστασία ενάντια στη μονοπώληση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών όπως του λογισμικού και του μηντιακού υλικού, διότι το μέγεθος των αγορών για τα αγαθά αυτά είναι σχετικά εύκολο να εκτιμηθεί. Αλλά πώς πρέπει οι κυβερνήσεις να εφαρμόσουν στα «μεγάλα δεδομένα» τούς κανόνες αντι-τραστ, από τη στιγμή που είναι δύσκολο να τα προσδιορίσεις και που αλλάζουν διαρκώς μορφή; Στο μεταξύ, η προστασία της ιδιωτικότητας θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, εφόσον τα περισσότερα δεδομένα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς ως προς την πληροφορία για τους ιδιώτες, ένα μειονέκτημα των μεγάλων δεδομένων που οι σύγχρονες τεχνολογίες και νόμοι φαίνονται αδύναμοι να προστατεύσουν.
Οι ρυθμίσεις που ορίζουν τα «μεγάλα δεδομένα» μπορεί να αποτελέσουν πεδίο διαμάχης μεταξύ κρατών. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ελέγχουν ήδη την Google για ένα σωρό ζητήματα που αφορούν τους νόμους αντι-τραστ και την ιδιωτικότητα, με τρόπο που θυμίζει την ενεργοποίηση δράσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενάντια στη Microsoft, εδώ και μια δεκαετία. Το Facebook μπορεί να γίνει στόχος παρόμοιων δράσεων σε όλο τον κόσμο, επειδή κρατά πάρα πολλά δεδομένα για ανθρώπους. Οι διπλωμάτες πρέπει να προετοιμαστούν για αγώνες σχετικά με το κατά πόσο πρέπει να διαχειριζόμαστε τη ροή πληροφοριών όπως το ελεύθερο εμπόριο: στο μέλλον, όταν η Κίνα θα λογοκρίνει τις διαδικτυακές αναζητήσεις, μπορεί να αντιμετωπίσει παράπονα όχι μόνο για άδικη φίμωση του λόγου αλλά και για άδικο περιορισμό του εμπορίου.
ΜΕΓΑΛΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Ή ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ;
Τα κράτη θα χρειαστεί να προστατέψουν τους πολίτες τους και τις αγορές τους από τα νέα τρωτά σημεία που δημιουργούνται από τα «μεγάλα δεδομένα». Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο πιθανό σκοτεινό σημείο: τα «μεγάλα δεδομένα» μπορεί να γίνουν Μεγάλος Αδερφός. Σε όλες τις χώρες, αλλά ειδικά στις μη δημοκρατικές, τα «μεγάλα δεδομένα» εντείνουν την υφιστάμενη ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στο κράτος και το λαό.
Η ασυμμετρία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να καταστεί τόσο μεγάλη που να οδηγεί στον αυταρχισμό των «μεγάλων δεδομένων», μια πιθανότητα που έχει επισημανθεί με εναργή τρόπο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας όπως το Minority Report. Αυτή η ταινία του 2002 λάμβανε χώρα σε μια «δυστοπία» στο εγγύς μέλλον. Ο χαρακτήρας τον οποίο υποδυόταν ο Τομ Κρουζ ήταν επικεφαλής μιας ομάδας πρόληψης του εγκλήματος η οποία βασιζόταν σε πνευματιστές, τα οράματα των οποίων οδηγούσαν στους ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να διαπράξουν έγκλημα. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την εμφανή πιθανότητα λάθους του συστήματος και ακόμη χειρότερα, την απαγόρευση της ελεύθερης βούλησης.
Παρ’ ότι η ιδέα της ταυτοποίησης πιθανών παραβατών προτού διαπράξουν ένα έγκλημα μοιάζει παράξενη, τα μεγάλα δεδομένα έχουν επιτρέψει σε ορισμένες Αρχές να τα λάβουν σοβαρά υπόψη. Το 2007, το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με την ονομασία FAST (Future Attribute Screening Technology), με σκοπό την ταυτοποίηση πιθανών τρομοκρατών, αναλύοντας δεδομένα σχετικά με ζωτικά σημάδια των ατόμων, τη γλώσσα του σώματος και άλλα πρότυπα φυσιολογίας. Οι αστυνομικές δυνάμεις σε πολλές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Λος Άντζελες, του Μέμφις, του Ρίτσμοντ και της Σάντα Κρουζ, έχουν υιοθετήσει λογισμικά «προληπτικής αστυνόμευσης» που αναλύουν δεδομένα παλαιότερων εγκλημάτων για να ταυτοποιήσουν πού και πότε μπορεί να διαπραχθούν τα επόμενα.
Για την ώρα, τα συστήματα αυτά δεν ταυτοποιούν συγκεκριμένα άτομα ως ύποπτα. Αλλά αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία φαίνεται να κατευθύνονται τα πράγματα. Ενδεχομένως, τέτοια συστήματα θα ταυτοποιούσαν το ποια νεαρά άτομα είναι πιο πιθανόν να κάνουν μικροκλοπές. Μπορεί να υπάρχουν καλοί λόγοι για να γίνουμε τόσο συγκεκριμένοι, ειδικότερα όταν έχουμε να αποτρέψουμε αρνητικά κοινωνικά αποτελέσματα εκτός του εγκλήματος. Για παράδειγμα, αν οι κοινωνικοί λειτουργοί μπορούσαν να πουν με ακρίβεια 95% ποια κορίτσια στην εφηβεία θα έμεναν έγκυες, ή ποια αγόρια στο γυμνάσιο θα παράταγαν το σχολείο, δεν θα αποδεικνύονταν αμελείς άραγε αν δεν παρενέβαιναν να βοηθήσουν; Ακούγεται θελκτικό. Η πρόληψη είναι άλλωστε προτιμότερη από την τιμωρία. Αλλά ακόμη και μια παρέμβαση που δεν θα ήταν επίπληξη αλλά αντ’ αυτού παρείχε βοήθεια, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ποινή –στο κάτω-κάτω μπορεί κάποιος να στιγματιστεί στα μάτια των άλλων. Σε αυτή την περίπτωση, οι κρατικές ενέργειες θα έπαιρναν τη μορφή ποινής προτού διαπραχθεί οποιαδήποτε πράξη, προσβάλλοντας το ταμπού της ελεύθερης βούλησης.
Μια άλλη ανησυχία έγκειται στο τι θα μπορούσε να συμβεί όταν οι κυβερνήσεις δείχνουν τόση μεγάλη εμπιστοσύνη στη δύναμη των δεδομένων. Στο βιβλίο του (1999), Seeing Like a State, ο ανθρωπολόγος James Scott κατέγραψε τους τρόπους με τους οποίους οι κυβερνήσεις, στο ζήλο που δείχνουν για την ποσοτικοποίηση και τη συλλογή δεδομένων, καταλήγουν καμία φορά να κάνουν δυστυχισμένες τις ζωές των ανθρώπων. Χρησιμοποιούν χάρτες για να προσδιορίσουν πώς θα αναδιοργανώσουν ολόκληρες κοινότητες χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Χρησιμοποιούν ατέλειωτους πίνακες δεδομένων σχετικά με τους λιμούς προκειμένου να αποφασίσουν να κολλεκτιβοποιήσουν τη γεωργία, χωρίς να έχουν ιδέα από καλλιέργεια. Έχουν πάρει όλους τους ατελείς, οργανικά διαρθρωμένους τρόπους με τους οποίους διαδρούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, μέσα στο χρόνο, και τους προσαρμόζουν όπως-όπως στις ανάγκες τους, καμιά φορά μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους για μια μετρήσιμη τάξη.
Αυτή η άστοχη εμπιστοσύνη στα δεδομένα μπορεί να αναστραφεί. Οι οργανισμοί μπορεί να γοητεύονται από την ψεύτικη σαγήνη των δεδομένων και να αναγνωρίζουν περισσότερη σημασία στους αριθμούς από ό,τι τους αξίζει. Αυτό είναι ένα από τα μαθήματα του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Robert McNamara έπαθε εμμονή με τη χρήση στατιστικών ως τρόπο μέτρησης της προόδου του πολέμου. Αυτός και οι συνάδελφοί του είχαν εμμονή με τον αριθμό των νεκρών μαχητών τού εχθρού. Βασισμένος στους διοικητές και δημοσιευμένος καθημερινά στις εφημερίδες, ο αριθμός των νεκρών έγινε ένα δεδομένο που καθόρισε μια εποχή. Για τους υποστηρικτές του πολέμου ήταν απόδειξη προόδου. Για τους επικριτές, ήταν σημάδι της ανηθικότητας του πολέμου. Παρ’ όλ’ αυτά, οι στατιστικές αποκάλυπταν πολύ λίγα για τη σύνθετη πραγματικότητα της σύγκρουσης. Οι αριθμοί ήταν συχνά ανακριβείς και ήταν μικρής αξίας ως προς τη μέτρηση της προόδου. Παρ’ ότι είναι σημαντικό να μάθουμε από τα δεδομένα πώς να βελτιώνουμε τη ζωή μας, πρέπει να επιτρέπεται στην κοινή λογική να υπερβαίνει τα λογιστικά φύλλα μετρήσεων.
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΤΙΓΜΑ
Τα «μεγάλα δεδομένα» είναι προορισμένα να επανασχεδιάσουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, εργαζόμαστε και σκεπτόμαστε. Η οπτική του κόσμου που συγκροτήθηκε με βάση τη σημασία της αναζήτησης της αιτίας αμφισβητείται από την υπεροχή των συσχετίσεων. Η κατοχή της γνώσης, που σήμαινε κάποτε την κατανόηση του παρελθόντος, τείνει να σημαίνει την ικανότητα να προβλέπεις το μέλλον. Οι προκλήσεις που τίθενται από τα μεγάλα δεδομένα δεν θα είναι εύκολο να απαντηθούν. Πρόκειται, μάλλον, απλώς για το επόμενο βήμα στην ατέρμονη συζήτηση για το πώς θα κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο.
Παρά ταύτα, τα «μεγάλα δεδομένα» θα γίνουν ζωτικά για την αντιμετώπιση πολλών από τα πιεστικά προβλήματα του κόσμου. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα απαιτήσει την ανάλυση των δεδομένων μόλυνσης ώστε να γίνει κατανοητό πού είναι καλύτερο να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας και να βρούμε τρόπους μετριασμού των προβλημάτων. Οι αισθητήρες που έχουν τοποθετηθεί σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν ενσωματωθεί στα έξυπνα τηλέφωνα, παρέχουν πλήθος στοιχείων τα οποία θα επιτρέψουν στους ειδικούς του κλίματος να φτιάξουν ένα πιο ακριβές μοντέλο της παγκόσμιας υπερθέρμανσης. Εν τω μεταξύ, η βελτίωση και η μείωση του κόστους των υπηρεσιών υγείας, ειδικά για τους φτωχούς ανά τον κόσμο, θα καταστήσει αναγκαίο τον αυτοματισμό ορισμένων καθηκόντων τα οποία τώρα απαιτούν ανθρώπινη κρίση αλλά που θα μπορούσαν να γίνουν από έναν υπολογιστή, όπως οι βιοψίες για καρκινώματα ή ο εντοπισμός μολύνσεων προτού εκδηλωθούν εντελώς τα συμπτώματα.
Τέλος, τα «μεγάλα δεδομένα» σηματοδοτούν τη στιγμή που η «κοινωνία της πληροφορίας» έρχεται να ανταποκριθεί τελικά στην υπόσχεση την οποία υπονοεί το όνομά της. Τα δεδομένα αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Όλα αυτά τα ψηφιακά κομμάτια που έχουν συγκεντρωθεί, μπορούν τώρα να γίνουν αντικείμενο διαχείρισης με καινοτόμους τρόπους ώστε να υπηρετήσουν νέους σκοπούς και να δώσουν προστιθέμενη αξία σε πράγματα. Αλλά αυτό απαιτεί ένα νέο τρόπο σκέψης και θα αμφισβητήσει θεσμούς και ταυτότητες. Σε έναν κόσμο όπου τα δεδομένα διαμορφώνουν όλο και περισσότερο τις αποφάσεις, τι θα απομένει στους ανθρώπους ή στο ένστικτο ή στο ενδεχόμενο να πάει κανείς κόντρα στα δεδομένα; Αν όλοι επικαλούνται τα δεδομένα και διαχειρίζονται εργαλεία «μεγάλων δεδομένων», εκείνο που θα γίνει ίσως το κεντρικό σημείο διαφοροποίησης είναι η αδυναμία προβλεψιμότητας: το ανθρώπινο ένστικτο, το ρίσκο, τα ατυχήματα ακόμη και το λάθος. Αν γίνει αυτό, τότε θα υπάρξει ειδική ανάγκη να κρατήσουμε ένα μέρος για τον ανθρώπινο παράγοντα: να αφήσουμε χώρο στο ένστικτο, στην κοινή λογική και στο τυχαίο ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν έχουν παραγκωνιστεί από τα δεδομένα και τις μηχανικές απαντήσεις.
Τούτο έχει σημαντικές επιπτώσεις στην έννοια της προόδου στην κοινωνία. Τα «μεγάλα δεδομένα» μάς δίνουν τη δυνατότητα να πειραματιζόμαστε ταχύτερα και να ανακαλύπτουμε νέους δρόμους. Τα πλεονεκτήματα αυτά θα οδηγήσουν σε περισσότερες καινοτομίες. Αλλά κάποιες φορές, η σπίθα της ανακάλυψης ξεπηδά από τη σιωπή των δεδομένων. Αυτό είναι κάτι που καμία ποσότητα δεδομένων δεν μπορεί ποτέ να επιβεβαιώσει ή να τεκμηριώσει, αφού δεν υπάρχουν ακόμη. Αν ο Henry Ford είχε ανατρέξει στους αλγόριθμους των «μεγάλων δεδομένων» για να ανακαλύψει τι ήθελαν οι πελάτες του, θα του έφτιαχναν τελικά ένα «γρηγορότερο άλογο», αλλάζοντας την περίφημη γραμμή παραγωγής του. Σε έναν κόσμο «μεγάλων δεδομένων» χρειάζεται πρωτίστως να ενθαρρυνθούν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά – η δημιουργικότητα, τα ένστικτο και η διανοητική φιλοδοξία - εφόσον πηγή της προόδου είναι η ανθρώπινη επινοητικότητα.
Τα «μεγάλα δεδομένα» είναι μια πηγή κι ένα εργαλείο. Προορίζονται να πληροφορούν παρά να εξηγούν. Δείχνουν την κατεύθυνση προς μια εξήγηση, αλλά μπορεί να οδηγήσουν και στην παρανόηση: εξαρτάται από το πόσο καλά τα επεξεργάζεται κανείς. Και όσο φαινομενικά εκπληκτική αν είναι η δύναμη των «μεγάλων δεδομένων», η σαγηνευτική της λάμψη δεν πρέπει ποτέ να μας κάνει τυφλούς απέναντι στις εγγενείς ατέλειές της. Προτιμότερο είναι να υιοθετήσουμε την τεχνολογία αυτή αποδεχόμενοι όχι μόνο τη δύναμή της αλλά και τα όριά της.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139104/kenneth-neil-cukier-and-vi...
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr

Αυτός είναι ο χάρτης του Internet, το 1977

06 Ιουλίου 2013

Μία φορά κι έναν καιρό, το internet ήταν τόσο μεγάλο (μικρό) που μπορούσε να χωρέσει σε ένα απλό χάρτη. Το έτος είναι 1977 και στο παρακάτω σχεδιάγραμμα, βλέπετε όλους τους δικτυωμένους υπολογιστές που υπήρχαν στο πρόγραμμα ARPANET, ένα κρατικό επιστημονικό πρόγραμμα που χρηματοδοτούσε τότε η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Στο χάρτη αυτό, μπορείτε να δείτε τους διαθέσιμους
υπολογιστές και τις τοποθεσίες τους, που ήταν κυρίως πανεπιστήμια (Stanford, UCLAMITLincoln και άλλα), αλλά και κρατικοί φορείς. Μόνο. Ο υπόλοιπος κόσμος ακόμα ασχολούνταν με το χαρτί. Κι αν νομίζετε πως το εύρος του δικτύου είναι γελοίο, σκεφτείτε μόνο πως ένας αντίστοιχος χάρτης του 1969, έδειχνε μόλις 4 υπολογιστές.
Από τότε, βέβαια, άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα. Οι υπολογιστές εξελίχθηκαν, τα δίκτυα εξαπλώθηκαν και το Internet, αυτή τη στιγμή, άρα και οι δισεκατομμύρια υπολογιστές που το απαρτίζουν, συνδέονται με ένα σωρό πολύπλοκους τρόπους. Άρα,  στην ερώτηση αν το πρόγραμμα ARPANET ήταν ένα επιτυχημένο πρόγραμμα, η απάντηση είναι ναι. Το πόσο επιτυχημένο είναι, αλλά και τι επίδραση έχει στην ανθρωπότητα, είναι κάτι που ακόμα δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να το διαπιστώσουμε. Το internet όμως, είναι η μεγαλύτερη τεχνολογική επανάσταση μετά τον τροχό. Κι ας διστάζουν να το ομολογήσουν ακόμα οι ιστορικοί της επιστήμης.

Στα δίχτυα της Κοινωνικής Μηχανικής

social engineering
08.07.2013
Από χώρος ελευθερίας (σημ. μας : ή και ασυδοσίας), το Διαδίκτυο κινδυνεύει να μεταβληθεί σε οχυρό της κοινωνικής χειραγώγησης. Ο ιστός του προσφέρεται όχι μόνο για παρακολουθήσεις, αλλά και για την – ακόμη πιο ύπουλη – διάδοση συμπεριφορών.
Ο «παράδεισος των κοινωνικών μέσων» ελκύει όλο και πιο πολλούς, αλλά κάποιοι πασχίζουν να δραπετεύσουν. Γιατί;
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ είναι η αξιοποίηση μέσων επηρεασμού των πολιτών, ώστε τελικά να ελέγχεται η κοινωνική τους συμπεριφορά. Το Διαδίκτυο εξελίσσεται σε ιδανικό «εργαλείο» της.

Δύο θεωρήσεις, αντικρουόμενες μεταξύ τους, κυ­ριαρχούν στην τρέχουσα αντί­ληψη μας για το Διαδίκτυο και την επίδραση του στο κοινω­νικό γίγνεσθαι. Η πρώτη είναι αυτή που χρησιμοποίησε πρό­σφατα ο πρόεδρος των ΗΠΑ, σε ομιλία του στο Μπέλφαστ, προκειμένου να ωθήσει τη νεο­λαία της Β. Ιρλανδίας στην επι­δίωξη ειρηνικού και δημιουρ­γικού μέλλοντος για τη χώρα τους: Τους έφερε ως παράδειγ­μα τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξαν τα Κοινωνικά Μέσα (Social Media… νεοελληνιστί) στην έλευση της Αραβικής Άνοιξης. Είναι η θεώρηση που βλέπει τη διαδικτυακή επικοι­νωνία ως θεμέλιο επικράτησης της διαφάνειας, του εκδημο­κρατισμού των κοινωνιών και της συνειδητο­ποίησης των προβλημάτων της ανθρωπότητας.
Η άλλη θεώρηση είναι αυ­τή που προβλήθηκε τις ίδιες ακριβώς ημέρες, συνεπεία των αποκαλύψεων ενός πρώ­ην προγραμματιστή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, CIA και NSA: Στη χώρα που «διδάσκει» τη δημοκρατία, στις ΗΠΑ του προέδρου Ομπάμα, οι μυστικές υπηρεσίες είχαν επιβάλει στις πολυεθνικές της διαδικτύωσης και των Κοινω­νικών Μέσων (Google, Yahoo, Facebook, Twitter…) έναν «ομ­φάλιο λώρο», μέσω του οποίου είχαν πλήρη έλεγχο στα όσα έλεγαν, έβλεπαν και έγραφαν μεταξύ τους οι πολίτες. Είναι η θεώρηση που βλέπει την πα­γκοσμιοποίηση της επικοινω­νίας ως το καλύτερο μέσο για την παρακολούθηση του κάθε ατόμου της κοινωνίας και τη χειραγώγηση των όποιων εξε­λίξεων σε αυτήν.
Από τον όλο θόρυβο που ξεσηκώθηκε – μία πλήρη αναβίωση της «μεσαιωνικής έκπληξης» των πολλών ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός – ένας όρος ξεχώρισε στις συζητήσεις και αναδύθηκε ως εκφραστής του συμπλέγματος και των δύο θεωρήσεων: Κοινωνική Μηχανι­κή (Social Engineering). Τι είναι αυτό – και γιατί προβλήθηκε ως ο κρυφός ρόλος των Κοινωνι­κών Μέσων;
«Κοινωνιοπλαστική» με επιστημονικές μεθόδους
Αν ψάξει κάποιος στα λεξικά θα βρει ότι στον κόσμο των υπο­λογιστών ο όρος Κοινωνική Μηχανική σημαίνει τη «χρή­ση επικοινωνιακών δεξιοτήτων προκειμένου να ξεγελαστούν οι χειριστές υπολογιστών και να επιτρέψουν την πρόσβαση στα αρχεία τους». Δηλαδή, οι κάθε είδους ψηφιακοί διαρρήκτες (hackers και crackers) επιτελούν Κοινωνική Μηχανική όταν, αντί να επαφεθούν στη δράση λογι­σμικού διείσδυσης, προτιμούν να… μεταμφιεστούν σε φίλο ή συνάδελφο και να πείσουν τον όποιο φύλακα να τους ανοίξει την πόρτα. Στις περιπτώσεις των απλών χρηστών – όπως οι περισσότεροι μας – Κοινωνική Μηχανική εφαρμόζει το e-mail που μας ενημερώνει ότι μπο­ρούμε να εισπράξουμε την… κληρονομιά από τη Νιγηρία, αρκεί να πληκτρολογήσουμε τον κωδικό εισόδου στον τραπεζικό μας λογαριασμό.
Όμως, στον τομέα των πολι­τικών επιστημών θα βρούμε και άλλη μία ερμηνεία του όρου, πολύ ευρύτερης σημασίας: Κοινωνική Μηχανική είναι η αξι­οποίηση μέσων επηρεασμού των πολιτών, ώστε τελικά να ελέγχεται η κοινωνική τους συ­μπεριφορά. Αν τώρα βιαστείτε να πείτε πως αυτό κάνουν όλοι οι πολιτικοί, η απάντηση του συγκεκριμένου κλάδου είναι: Οι Κοινωνικοί Μηχανικοί χρη­σιμοποιούν επιστημονικές με­θόδους για να αναλύσουν και να κατανοήσουν τα κοινωνικά συστήματα, προκειμένου να φθάσουν στις κατάλληλες απο­φάσεις ως επιστήμονες και όχι ως πολιτικοί. Όπως το έθεσε ο γερμανικός κοινωνιολόγος Tonnies Ferdinand στη μελέτη του Τα σημερινά προβλήμα­τα τηs κοινωνικής δομής, «η κοινωνία δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει με επιτυχία εφαρ­μόζοντας ξεπερασμένες μεθό­δους κοινωνικής διαχείρισης. Για να επιτευχθούν τα καλύτε­ρα αποτελέσματα, όλα τα συ­μπεράσματα και οι αποφάσεις πρέπει να χρησιμοποιούν τις πιο προηγμένες τεχνικές και να περιλαμβάνουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα κοινωνικό σύστημα». Με άλλα λόγια, η Κοινωνική Μη­χανική είναι ένα επιστημονικό σύστημα που βασίζεται σε δε­δομένα για τους πολίτες. Οπό­τε… αρκεί να μπολιαστεί με την άλλη ερμηνεία της – εκείνη των υπολογιστών – για να φθάσει κανείς στο εκρηκτικό υβρίδιο που αντιμετωπίζουμε σήμερα μέσω του Διαδικτύου!
Είναι βέβαιο ότι μια τέτοια μετάλλαξη δεν την είχε διανο­ηθεί ο ολλανδός βιομήχανος J.C. Van Marken, όταν πρώ­τος εισήγαγε το 1894 την ιδέα χειρισμού των προβλημάτων του πλανήτη από Κοινωνικούς Μηχανικούς. Ούτε καν όσοι τον ακολούθησαν στον 20ό αιώ­να: Οι Σοβιετικοί το 1920, με την εκστρατεία για τον «Νέο Σοβιετικό Άνθρωπο», οι μαο­ϊκοί με το «Μέγα Άλμα προς τα Εμπρός» και την «Πολιτι­στική Επανάσταση» ή οι ημέ­τεροι χουντικοί με την «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών… εις χειρουργικήν κλίνην». Ακόμη και ο μελλοντολόγος Alvin Toffler, που πρώτος περιέγραψε μια διαδικτυωμένη παγκόσμια κοι­νωνία στο βιβλίο του «Το Τρίτο Κύμα» (1980), οραματιζόταν την εξέλιξη επί τα βελτίω του κόσμου μας να προέρχεται από τους ίδιους τους πολίτες του και όχι από «Μεγάλους Αδελ­φούς». Αλλά και αυτός ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, όταν ίδρυε το 2004 το Facebook, είχε στο νου του μόνον ένα κοινωνικό μέσο που θα έφερνε κοντά τους απο­ξενωμένους στη μεγαλούπολη ανθρώπους. Τι συνέβη ώστε να μετατραπεί το ψηφιακό κου­τσομπολιό σε ακτινογραφικό μηχάνημα όλων μας;
Ιχνηλάτες του Διαδικτύου
Στην αρχή της χολιγουντι­ανής ταινίας που περιέγρα­φε τη γέννηση του Facebook («The Social Network», 2010), μία φράση κυριαρχεί και εντυ­πώνεται στη μνήμη του θεατή: «Ζήσαμε στα χωράφια, έπει­τα ζήσαμε στις πόλεις… και τώρα πρόκειται να ζήσουμε στο Internet». Πώς ακριβώς οραματίζονταν αυτοί οι νεα­ροί προγραμματιστές τη «ζωή στο Internet»;
Την απάντηση τους άρχι­σαν να ψάχνουν επιστημονι­κά τρία χρόνια αργότερα, το 2007, όταν προσέλαβαν έναν μεταδιδακτορικό φοιτητή του ΜΓΓ, τον Κάμερον Μάρλοου. Στη διδακτορική του διατριβή, ο Μάρλοου είχε δημιουργήσει έναν ιστότοπο, το Blogdex, που κατέγραφε αυτόματα τις πιο «κολλητικές πληροφορίες» που διαδίδονταν μέσω των ιστολογι­ών (blogs). Ουσιαστικά, ο σχε­διασμός του Blogdex ήταν να γίνει ένα επιστημονικό όργανο που θα αποκάλυπτε τον τρόπο διαμόρφωσης των κοινωνικών δικτύων στον Παγκόσμιο Ιστό και θα μελετούσε το πώς διέδι­δαν τις ιδέες. Για να εμβαθύνει θεωρητικά στο θέμα, ο Μάρ­λοου θήτευσε και δύο χρόνια στα ερευνητικά εργαστήρια του Yahoo, μαθαίνοντας την «κοι­νωνικοποίηση εν δικτύω». Οταν μεταπήδησε στο Facebook, συνέπηξε μία ομάδα 12 ατόμων – την επονομαζόμενη Data Science Team – και άρχισε να αυτοματοποιεί την ιχνηλάτηση των όσων προτιμούν να ακούν, να βλέπουν και να γράφουν τα εκατομμύρια των συνδρομη­τών του.
«Αυτή είναι η πρώ­τη φορά που ο κόσμος βλέπει τέτοια κλίμακα και ποιότητα δεδομένων σχετικά με την ανθρώ­πινη επικοι­νωνία», δήλωσε ο ίδιος το περιοδικό technologyreview.com (23 Ιουνίου, 2012). «Για πρώτη φορά», εξήγησε, «έχουμε ένα μικροσκό­πιο που όχι μόνο μας επιτρέπει να εξετάσουμε την κοινωνική συμπεριφορά σε λεπτομέρεια που ποτέ δεν ήμασταν σε θέση να δούμε πριν, αλλά και μας επι­τρέπει να εκτελούμε πειράμα­τα σε εκατομμύρια χρήστες». Και κατέληξε: «Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπί­ζει το Facebook είναι οι ίδιες που αντιμετωπίζει η κοινωνική επιστήμη. Οι προκλήσεις περι­λαμβάνουν την κατανόηση τού γιατί μερικές ιδέες ή μόδες που εκκινούν από λίγα άτομα γίνο­νται καθολικές, ενώ άλλες όχι, ή το σε ποιον βαθμό οι μελλο­ντικές ενέργειες ενός ατόμου είναι προϊόν παρελθούσης επι­κοινωνίας του με φίλους».
Το «πείραμα» με τους δωρητές οργάνων
Αυτή η τελευταία ρήση είναι ικανή να εγείρει εύλογες υπο­ψίες για την παρεμβατικότητα της διαδικασίας. Οπότε, ο Μάρλοου σπεύδει να μας καθη­συχάσει: «Στόχος μας δεν είναι να στρεβλώσουμε τον τρόπο επικοινωνίας στπν κοινωνία», λέει. «Στόχος μας είναι να τον κατανοήσουμε, ώστε η να προσαρμόζουμε το λογισμικό μας και να δίνουμε στους ανθρώπους την εμπειρία που θέλουν». Όμως οι πράξεις του Facebook προαναγγέλλουν άλλα: Πέρυσι τον Απρίλιο, ο Ζούκερμπεργκ αποφάσισε ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κοινωνική επιρ­ροή στο Facebook για να αυ­ξηθούν οι δωρητές οργάνων. Δόθηκε έτσι στους χρήστες η δυνατότητα να τσεκάρουν στις σελίδες τους ένα κουτά­κι που δήλωνε ότι ήταν εγγε­γραμμένοι δωρητές – πράγμα που εκκινούσε μια ειδοποίηση στους φίλους τους. Το αποτέ­λεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένας «καταρράκτης κοινωνικής πίεσης» που αύξησε τους δωρητές οργάνων στις ΗΠΑ κατά 23%.
Τέλειο «εργαλείο» για εκλογές!
Ένα άλλο δείγμα κοινωνιοπλαστικής επέμβασης από πλευ­ράς Facebook σημειώθηκε το 2008, όταν η εταιρεία προσέ­φερε στους συνδρομητές της έναν τρόπο δήλωσης ότι έχουν ψηφίσει. Μόλις το έκαναν, το Facebook προωθούσε στους φίλους τους σημείωμα που έλε­γε «βεβαιώσου ότι θα ψηφί­σεις κι εσύ». Τις δυνατότητες του εγχειρήματος αντιλήφθηκε αμέσως το ειδησεογραφικό κανάλι CNN, συνεργάστηκε με το Facebook στην κάλυψη των εκλογών του 2009 (που έβγαλαν πρόεδρο τον Ομπάμα) και συνεχίζει έκτοτε. Την ιδέα προώθησαν περαιτέρω διαδικτυακές εταιρείες όπως η Votizen.com, που σε καλεί να γνωστοποιήσεις στους ψηφια­κούς φίλους σου τις εκλογικές προτιμήσεις σου ή η PopVox.com, που παρακολουθεί για λογαριασμό σου τη νομοθετι­κή δράση των βουλευτών που ψήφισες και σε διευκολύνει στο να τους πεις την ύστερη γνώμη σου. Ακόμη πιο «έξυ­πνα», η ElectNext.com ζητάει την άποψη σου για διάφορα θέματα προκειμένου να… σου βρει τον ταιριαστό υποψήφιο βουλευτή.
Το ιστορικό παράδοξο σε όλη αυτή τη διεργασία είναι πως ο Μαρξ ήταν εκείνος που υποστήριζε ότι «η συλλογική ολότητα που ονομάζεται κοινω­νία δημιουργεί τα μεμονωμένα μέλη της, οπότε αυτά θα μπο­ρέσουν να γίνουν κατανοητά μόνον εξετάζοντας τους κα­νόνες της». Ακόμη όμως κι αν το Facebook και οι μιμητές του αντισταθούν στον πειρασμό να γίνουν οι «Ενστρούχτορες» του καπιταλιστικού κόσμου, το δέλεαρ είναι μέγα για να γίνουν οι τροφοδότες άλλων: Θα μπο­ρούσαν να θησαυρίσουν που­λώντας σε τρίτους δεδομένα που δείχνουν το πως διαμοι­ράζονται μεταξύ των συνδρο­μητών τους στοιχεία που τους αφορούν ή συνδυάζοντας τα κλικ «Like» με τα δημογραφι­κά δεδομένα των ανθρώπων που εκφράζουν τις προτιμήσεις τους. Το επιχειρηματικό μοντέ­λο υπάρχει ήδη και το ξεκίνησε η Google στα τέλη του 2011, τι­μολογώντας με 150.000 δολά­ρια ετησίως τη λεπτομερειακή ανάλυση της κυκλοφορίας στο Διαδίκτυο. «Είναι δύσκολο να προβλέψουμε το πού θα πάμε, γιατί είμαστε σε πολύ πρώιμα στάδια αυτής της επιστήμης», δήλωσε διόλου καθησυχαστικά στη συνέντευξη του ο Μάρλοου. «Ο αριθμός των πιθανών πραγμάτων που θα μπορού­σαμε να ζητήσουμε από τα δεδομένα του Facebook είναι τεράστιος».
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
  • 23% αυξήθηκαν οι δωρητές οργάνων στις ΗΠΑ μέσω Κοινωνικής Μηχανι­κής του Facebook
  • 2,8 δισ. άνθρω­ποι έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο
  • 1δισ. σχεδόν οι εγγεγραμ­μένοι στο Facebook
  • 4.3 δισ. οι «ψη­φίο κοινωνι­κά ανέντα­χτοι»
http://www.tovima.gr/science/article/?aid=518869

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Ιουν 242013
 
570_Krugman_Contemplating_Reuters
Φανταστείτε ότι ζείτε στο 14ο αιώνα και  είστε ο επιβλέπων ιατρός της βασιλικής οικογένειας στην Αγγλία. Ο πρίγκιπας είναι βαριά άρρωστος, και σας έχουν φωνάξει να τον θεραπεύστε. Απευθύνεστε σε δύο ειδικούς για να σας συμβουλεύσουν. Ο πρώτος λέει: "Χρησιμοποιήστε βδέλλες για να ρουφήξουν τα κακά πνεύματα." Ο δεύτερος λέει «Όχι, θα πρέπει να προκαλέσετε αιμορραγία  στον πρίγκηπα για να βγουν έξω τα κακά πνεύματα" Οι δύο ειδικοί ξεκινούν να αντιμάχονται ο ένας τις απόψεις του άλλου, ανταλλάσσοντας προσβλητικές επιστολές. "Αυτός είναι μυστικός πράκτορας των Γάλλων!" ισχυρίζεται ο ένας. "Προτείνει την αιμορραγία, ακριβώς επειδή θέλει  να πεθάνει ο πρίγκιπας, για να τον τιμωρήσει  για τους  υψηλούς  φόρους  που έβαλε στους ευγενείς!" απαντάει ο άλλος. 
Τι θα έπρεπε να κάνετε; Λοιπόν, σε έναν ιδανικό κόσμο, θα βρίσκατε πολλούς ασθενείς που έχουν παρόμοια ασθένεια με αυτή του πρίγκιπα και θα τους δίνατε  διάφορες ουσίες, όπως μούχλα από ψωμί. Στη συνέχεια, θα σημειώνατε προσεκτικά ποιοι πέθαναν και θα μελετούσατε τα αποτελέσματα με μεθόδους στατιστική ανάλυσης, για να διαπιστώσετε ποιες ουσίες είναι πιθανότερο να θεραπεύουν την συγκεκριμένη ασθένεια. Έτσι, θα ανακαλύπτατε πιθανώς την πενικιλίνη και θα θέτατε τις βάσεις της σύγχρονης ιατρικής.
Δυστυχώς, δεν είναι αυτό που θα κάνατε τελικά, γιατί α) αν το προτείνατε, θα σας οδηγούσαν στα μπουντρούμια των φυλακών και μετά θα σας αποκεφάλιζαν β) βρίσκεστε στο 14ο αιώνα και δεν έχετε καμία γνώση των επιστημονικών μεθόδων και γ) , έτσι κι αλλιώς, δεν έχετε τα απαραίτητα μέσα για να κάνετε το εν λόγω πείραμα. Οπότε, πρέπει να επιλέξετε ανάμεσα στην αιμορραγία και τις βδέλλες. Προσπαθείτε να μαντέψετε ποια θεραπεία από τις δύο είναι καλύτερη και προσεύχεστε να έχετε δίκιο.
Η οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα μοιάζει με  το παραπάνω παράδειγμα. Όλοι ξέρουν ότι είναι κακό πράγμα όταν τα εργοστάσια αραχνιάζουν από την αναδουλειά και οι εργαζόμενοι βρίσκονται αδρανείς στους καναπέδες τους. Αλλά οι καλύτερο "ειδικοί" που διαθέτουμε για την περίπτωση- οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι - έχουν  αποκτήσει κακή φήμη. Οι έρευνες δείχνουν ότι ο κόσμος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στις προβλέψεις και στις απόψεις τους. Διαφωνούν συνεχώς μεταξύ τους  και δεν φαίνεται να συμφωνούν ούτε στα πιο βασικά ζητήματα. Και φυσικά, η πρόσφατη απομυθοποίηση της ακαδημαϊκής εργασίας «Growth in a Time of Debt» των διάσημων καθηγητών Κάρμεν Ράινχαρτ (πανεπιστήμιο του Μέριλαντ) και Κένεθ Ρόγκοφ (πανεπιστήμιο Χάρβαρντ), με την οποία αποδεικνυόταν ότι "η υπέρβαση του ορίου του 90% στο δημόσιο χρέος των κρατών έχει δραματικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των οικονομιών",  και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς υποστηρικτές της λιτότητας, δεν συνέβαλε θετικά στη φήμη των οικονομολόγων.
Global_Crisis_by_BenHeine
Άρα κάνουμε λάθος όταν πιστεύουμε τους ειδικούς της οικονομικής επιστήμης; Είναι οι οικονομολόγοι τσαρλατάνοι, και πρέπει να απαξιωθούν όπως συνέβαινε στο μεσαίωνα με τους επιστήμονες; Ή ανεξάρτητα από τις αδυναμίες τους, είναι πραγματικά οι καλύτεροι εμπειρογνώμονες που διαθέτουμε; Δεν υπάρχει σωστή απάντηση, ακριβώς όπως δεν υπήρχε σωστή απάντηση στο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο γιατρός της βασιλικής οικογένειας.
Όμως, για να κρίνουμε καλύτερα,  καλό είναι να  συνειδητοποιήσουμε κάποια πράγματα σχετικά με το συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο.
Αρχικά θα πρέπει να αναφερθούμε λίγο στο τι κάνουν οι θεωρητικοί οικονομολόγοι. Ουσιαστικά, φτιάχνουν μοντέλα, τα οποία είναι μαθηματικά εργαλεία που υποτίθεται ότι προσομοιάζουν τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι οικονομολόγοι δεν έχουν καταφέρει να φτιάξουν ένα μοντέλο λειτουργίας της όλης οικονομίας. Πολλοί καλοί επιστήμονες έχουν ξοδέψει πολύ χρόνο για τη δημιουργία εργαλείων με εντυπωσιακά ονόματα όπως "δυναμικό στοχαστικό υπόδειγμα γενικής ισορροπίας." Αλλά μέχρι σήμερα, κανένα απ' αυτά τα μοντέλα δεν μπορεί πραγματικά να προβλέψει την οικονομία, όπως οι μετεωρολόγοι μπορούν να προβλέψουν τον καιρό. Επιπλέον, στηρίζονται σε αρκετές λανθασμένες παραδοχές,  όπως για παράδειγμα, ότι οι εταιρείες μπορούν να αλλάζουν τις τιμές μόνο σε τυχαίες χρονικές στιγμές!  Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τέτοιες παραδοχές ώστε  να γίνουν τα μοντέλα πιο εύκολα στη χρήση, και ελπίζουν ότι αυτές οι απλοϊκές παραδοχές βοηθούν στο να φτιάξουν μια αξιοπρεπή προσέγγιση για τον τρόπο που λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος . Όμως κανένα από τα υπάρχοντα μοντέλα δεν μπορεί να κάνει μια αξιόπιστη πρόβλεψη για την οικονομία.
Η θεωρία δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Οι οικονομολόγοι δεν έχουν ούτε αρκετά 'καλά' δεδομένα για να κατανοήσουν πώς λειτουργεί η οικονομία. Στην επιστήμη της χημείας ή της βιολογίας, μπορούμε να βάλουμε κάποια πράγματα σε ένα εργαστήριο και να τα εξετάσουμε με ελεγχόμενα πειράματα. Στην μικροοικονομική (η μελέτη συγκεκριμένων αγορών) μπορεί να γίνει κάτι παρόμοιο. Για παράδειγμα, οι δημοπρασίες που χρησιμοποιεί η Google για πωλήσεις online διαφημίσεων αναπτύχθηκαν από μικροοικονομολόγους. Αλλά στην μακροοικονομία (η μελέτη της οικονομίας στο σύνολό της) δεν μπορούμε να βάλουμε χώρες και ολόκληρες οικονομίες σε ένα εργαστήριο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθούμε την πορεία της ιστορίας, και να προσπαθούμε να διαμορφώσουμε κάποια μοτίβα (patterns). Αλλά τις περισσότερες φορές, αυτά τα μοτίβα αποδεικνύονται λανθασμένα, αμέσως μόλις νομίσουμε ότι έχουμε βρει ένα τέτοιο.
Και επειδή η μακροοικονομία δεν έχει αξιόπιστα δεδομένα, στερείται της επιστημονικής κουλτούρας που διαθέτουν η βιολογία και η χημεία. Στις θετικές επιστήμες, τα μοντέλα δημιουργούνται  για να εξηγήσουν τα δεδομένα. Αυτός  είναι ο μοναδικός σκοπός τους. Αλλά στην οικονομική επιστήμη, τα μοντέλα συνήθως χρησιμοποιούνται απλώς για να εξηγήσουν μια σκέψη για το πώς ο κόσμος πιθανώς λειτουργεί.
Οι καλύτερες οικονομολόγοι έχουν επίγνωση της άγνοιά τους. O Μπεν Μπενράκι, πρόεδρος της Federal Reserve, κατά την πρόσφατη ομιλία του κατά την τελετή αποφοίτησής στο Princeton, αστειεύτηκε λέγοντας «Τα οικονομικά είναι ένα υπέροχο επιστημονικό πεδίο που σε βοηθάει να εξηγήσεις γιατί οι επιλογές που έκανες  στο παρελθόν ήταν λάθος. Σχετικά με το μέλλον, δεν σε βοηθούν τόσο πολύ. "
Ο Greg Mankiw, ένας από τους πιο διάσημους μακροοικονομολόγους του κόσμου έγραψε το 2011 σε άρθρο του στους NewYork Times:
"Μετά από περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα που ασχολούμαι ως επαγγελματίας οικονομολόγος, έχω να κάνω μία εξομολόγηση: Υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζω για την οικονομία. Πράγματι, στον κλάδο  της οικονομίας, στον οποίο έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας και της προσοχής μου, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να έρχεται αντιμέτωπος με σημαντικά ερωτήματα χωρίς προφανείς απαντήσεις ... "
Αυτά όλα σημαίνουν ότι όταν ένας οικονομολόγος λέει κάτι που βασίζεται σε μια θεωρία ή ένα μοντέλο, θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ δύσπιστοι. Και όσο πιο πολύπλοκη είναι η θεωρία ή το μοντέλο , τόσο περισσότερο θα πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις. Για παράδειγμα, ο οικονομολόγος του πανεπιστημίου Stanford, John Taylor, σε ένα πρόσφατο άρθρο στο περιοδικό Wall Street Journal, συμβούλευσε να ακολουθηθεί δημοσιονομική λιτότητα και αιτιολόγησε τη πρόταση του λέγοντας ότι προήλθε από ένα «σύγχρονο μακροοικονομικό μοντέλο." Όσοι είχαν την δυνατότητα να μελετήσουν  αυτό το μοντέλο, θα έβρισκαν ότι στηρίχτηκε σε υποθέσεις που πολλοί άλλοι οικονομολόγοι θα διαφωνούσαν. Όμως, ο μέσος αναγνώστης του Wall Street Journal δεν έχει τις γνώσεις για να μελετήσει σε βάθος αυτά τα μοντέλα. Οπότε, προσοχή στους οικονομολόγους που ισχυρίζονται ότι βασίστηκαν σε αξιόπιστα μοντέλα.
chart-of-the-day-35-years-of-failed-economic-forecasts-in-one-chart
Αν οι οικονομολόγοι καταφέρουν ποτέ να δημιουργήσουν αξιόπιστα μοντέλα, τότε θα μπορούμε να θέτουμε ερωτήσεις και να εμπιστευόμαστε τις συμβουλές τους.  Αλλά μέχρι τότε, αυτό που μπορούν πραγματικά να μας προσφέρουν οι οικονομολόγοι, είναι η διαίσθηση τους, οι προτάσεις και οι ιδέες τους. Όπως και ο γιατρός της βασιλικής οικογένειας, ο καθένας από εμάς πρέπει να αποφασίσει για τον εαυτό του αυτό που θεωρεί ότι είναι το καλύτερο φάρμακο.
Έτσι, όταν ακούμε τους οικονομολόγους, το κλειδί είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί σκέφτονται ότι σκέφτονται. Για παράδειγμα, ο Paul Krugman θεωρεί ότι η νομισματική αντιμετώπιση δεν λειτουργεί καλά κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, επειδή τα ονομαστικά επιτόκια δεν μπορούν να κατέβουν κάτω από το μηδέν, και επειδή η Fed δεν καταφέρνει πάντα να πείσει ότι θα επιτρέψει την άνοδο του πληθωρισμού στο μέλλον. Αντίθετα, ο Robert Barro θεωρεί ότι η δημοσιονομική αντιμετώπιση δεν λειτουργεί καλά, επειδή ο κόσμος μειώνει την κατανάλωσή προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα και να μπορεί να πληρώσει τους μελλοντικούς φόρους. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν αυτές τις βασικές σκέψεις και να αποφασίσουν ποια θεωρούν πιο αξιόπιστη και ρεαλιστική.
Οι οικονομολόγοι έχουν μια άλλη αρετή: είναι καλοί στο να επισημαίνουν τα λάθη των άλλων Στην πλειοψηφία τους, οι οικονομολόγοι είναι πολύ έξυπνοι, διορατικοί άνθρωποι. Όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, υπερεκτιμούν τον εαυτό τους και βασίζονται υπερβολικά στις δικές αναπόδεικτες θεωρίες. Αλλά όταν πέφτουν σ' αυτή την παγίδα, οι άλλοι οικονομολόγοι τους αντικρούουν! Έτσι, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακούμε και τους οικονομολόγους που έχουν αντίθετη άποψη.
Ανεξάρτητα από το τι θα θέλαμε εμείς, οι οικονομολόγοι δεν είναι ειδικοί οι οποίοι γνωρίζουν ακριβώς πώς λειτουργεί ο κόσμος ή πώς μπορούμε να τελειοποιήσουμε τον κόσμο. Δεν είναι μηχανικοί αυτοκινήτων. Και όταν ενεργούν σαν να είναι μηχανικοί αυτοκινήτων, θα πρέπει να είμαστε δύσπιστοι. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και ότι  έχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να πουν. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε και  να αξιολογήσουμε τις πεποιθήσεις σας σχετικά με το πώς λειτουργεί η οικονομία. Μπορούν επίσης να μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε τις αδυναμίες των επιχειρημάτων των άλλων.
Και στο τέλος, είστε ο επιβλέπων ιατρός της βασιλικής οικογένειας. Μπορεί να μην ξέρετε τα πάντα, αλλά ο πρίγκιπας πεθαίνει, και  εσείς πρέπει να επιλέξετε μεταξύ των «ειδικών» που έχετε.
_____
  του Noah Smith, επίκουρου καθηγητή Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Stony Brook.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

http://www.foreignaffairs.gr/articles/69420/mark-blyth/i-aytapati-tis-litotitas

Η αυταπάτη τής λιτότητας

Γιατί μια κακή ιδέα επικράτησε στην Δύση
Περίληψη: 
Τα αποτελέσματα του πειράματος της Ευρώπης με την λιτότητα έχουν εξαχθεί και είναι σαφή: η λιτότητα δεν λειτουργεί. Ιδού πώς αυτή η λανθασμένη ιδέα έγινε η εξ ορισμού απάντηση της Δύσης στις οικονομικές κρίσεις.
Ο MARK BLYTH είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brown. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το Austerity: The History of a Dangerous Idea [1] (Oxford University Press, 2013), προσαρμογή του οποίου αποτελεί το παρόν δοκίμιο. Copyright © Oxford University Press.
Μην μπορώντας να προβεί σε οποιαδήποτε εποικοδομητική δράση προς οποιονδήποτε κοινό στόχο, το Κογκρέσο των ΗΠΑ περιορίστηκε πρόσφατα στο να παίζει ένα συνεχές επικίνδυνο παιχνίδι με την αμερικανική οικονομία. Η πανωλεθρία της οροφής του χρέους έδωσε τη θέση της στον «δημοσιονομικό γκρεμό», ο οποίος μετασχηματίστηκε σε οριζόντιες περικοπές στις αμυντικές δαπάνες και σε άλλους δημόσιους λογαριασμούς, κάτι που έγινε γνωστό ως «δέσμευση» (sequestration). Οτιδήποτε κι αν συμβεί στη συνέχεια στο φορολογικό μέτωπο, το πιο πιθανό είναι να υπάρξουν περαιτέρω περικοπές στις δαπάνες. Και έτσι, μια διαφορετική μορφή των μέτρων λιτότητας που έχουν χαρακτηρίσει την χάραξη της πολιτικής στην Ευρώπη από το 2010, έρχεται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μόνο ερώτημα είναι το πόσο μεγάλο θα καταλήξει να γίνει το χτύπημα και ποιος θα αναλάβει το κύριο βάρος. Αυτό που κάνει όλα τούτα τόσο παράλογα είναι ότι η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει για άλλη μια φορά γιατί η συμμετοχή στο κλαμπ της λιτότητας είναι ακριβώς το λάθος πράγμα για μια οικονομία που αγωνίζεται να λύσει τα προβλήματά της.
Οι χώρες της ευρωζώνης, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι χώρες της Βαλτικής έχουν προσφερθεί εθελοντικά ως υποκείμενα ενός μεγάλου πειράματος που έχει ως στόχο να ανακαλύψει εάν είναι δυνατό για μια οικονομικά στάσιμη χώρα να χαράξει τον δρόμο της προς την ευημερία. Η λιτότητα - ο σκόπιμος αποπληθωρισμός των εγχώριων μισθών και των τιμών μέσω περικοπών στις δημόσιες δαπάνες - έχει σχεδιαστεί να μειώνει τα χρέη και τα ελλείμματα ενός κράτους, να αυξάνει την οικονομική ανταγωνιστικότητά του και να αποκαθιστά αυτό που αόριστα αναφέρεται ως «επιχειρηματική εμπιστοσύνη». Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι το κλειδί: οι υπέρμαχοι της λιτότητας πιστεύουν ότι η περικοπή δαπανών προσελκύει τις ιδιωτικές επενδύσεις, δεδομένου ότι σηματοδοτεί πως η κυβέρνηση ούτε θα παραγκωνίσει τον κόσμο των επενδύσεων με τις δικές της προσπάθειες τόνωσης της οικονομίας ούτε θα προσθέτει στο συσσωρευμένο χρέος της. Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί, συνεχίζει το ίδιο επιχείρημα, θα αισθανθούν σιγουριά για το μέλλον και θα ξοδέψουν περισσότερα, επιτρέποντας έτσι στην οικονομία να αναπτυχθεί και πάλι.
Σε αρμονία με αυτό το σκεπτικό, και μετά το σοκ της πρόσφατης οικονομικής κρίσης η οποία προκάλεσε τεράστια διόγκωση του δημοσίου χρέους, μεγάλο μέρος της Ευρώπης ακολουθεί με συνέπεια πολιτικές λιτότητας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Τα αποτελέσματα του πειράματος είναι παρόντα, και είναι εξίσου συνεπή: Η λιτότητα δεν λειτουργεί. Οι περισσότερες από τις οικονομίες στην περιφέρεια της ευρωζώνης έχουν μπει σε ελεύθερη πτώση από το 2009, και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2012 η ευρωζώνη στο σύνολό της συρρικνώθηκε για πρώτη φορά. Η οικονομία της Πορτογαλίας συρρικνώθηκε κατά 1,8%, της Ιταλίας μειώθηκε κατά 0,9%, ακόμα και η υποτιθέμενη ατμομηχανή της περιοχής, η Γερμανία, είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται κατά 0,6%. Το Ηνωμένο Βασίλειο, παρόλο που δεν είναι στην ευρωζώνη, μόλις που γλίτωσε από το να παρουσιάσει για πρώτη φορά στον κόσμο μια ύφεση τριπλής πτώσης (triple-dip recession, πρόκειται για την επιστροφή για τρίτη φορά σε υφεσιακούς ρυθμούς μετά από ένα ή δύο τρίμηνα θετικών ρυθμών ανάπτυξης).
Η μόνη έκπληξη είναι ότι τίποτε από αυτά δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Στο κάτω - κάτω, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε τον Ιούνιο του 2012 ότι οι ταυτόχρονες περικοπές κρατικών δαπανών σε αλληλοσυνδεόμενες οικονομίες κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά, επρόκειτο αναπόφευκτα να βλάψει τις προοπτικές της ανάπτυξης. Και αυτή η προειδοποίηση απλώς προστέθηκε στις άφθονες αποδείξεις ότι κάθε χώρα που είχε ήδη υιοθετήσει την λιτότητα είχε σημαντικά περισσότερο χρέος από όσο όταν ξεκίνησε. Το χρέος προς το ΑΕΠ της Πορτογαλίας αυξήθηκε από 62% το 2006 στο 108% το 2012. Της Ιρλανδίας υπερτετραπλασιάστηκε, από 24,8% το 2007 στο 106,4% το 2012. Το χρέος προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε από 106% 2007 στο 170% το 2012. Και το χρέος της Λετονίας αυξήθηκε από 10,7% του ΑΕΠ το 2007 στο 42% το 2012. Κανένα από αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν έχει ακόμη αρχίσει να συνυπολογίζεται στο κοινωνικό κόστος της λιτότητας, το οποίο περιλαμβάνει επίπεδα ανεργίας που δεν έχουν ξαναφανεί από τη δεκαετία του 1930 στις χώρες που απαρτίζουν σήμερα τη ευρωζώνη. Γιατί, λοιπόν, οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να πορεύονται σε αυτό το μονοπάτι;
Η λιτότητα έγινε και παραμένει η προεπιλεγμένη πολιτική απάντηση στην οικονομική κρίση στην ευρωζώνη και για υλικούς και για ιδεολογικούς λόγους. Υλικά, επειδή υπήρξαν ελάχιστες άλλες εύκολα διαθέσιμες πολιτικές επιλογές. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες κατόρθωσαν να διασώσουν τις τράπεζες το 2008 διότι διέθεταν ένα κεντρικό Υπουργείο Οικονομικών και μια Κεντρική Τράπεζα, θεσμούς που είχαν την ικανότητα να μπορούν να δεχθούν οποιοδήποτε είδος εξασφαλίσεων ήθελαν, η ΕΕ έπρεπε να στηρίξει το δικό της παραπαίον τραπεζικό σύστημα (το οποίο ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο και είχε διπλάσια μόχλευση σε σύγκριση με το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ), με ελάχιστα περισσότερα από κάποια πρόσθετη ρευστότητα, περικοπές δαπανών και ξόρκια για την «ακλόνητη δέσμευση στο ευρώ». Το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ αποτίναξε το χρέος του και ανακεφαλαιοποιήθηκε και είναι τώρα έτοιμο να αναπτυχθεί. Η ΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της θεσμικής της δομής, δεν ήταν καν ικανή να ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομίες της ευρωζώνης συνέχισαν να συρρικνώνονται, παρά την όλο και πιο αμφίβολη υπόσχεση ότι η εμπιστοσύνη επιστρέφει.
Ιδεολογικά, είναι η διαισθητική έφεση στην ιδέα της λιτότητας - να μην ξοδεύεις περισσότερα από όσα έχεις - που πραγματικά δημιουργεί τον χρησμό. Το να κατανοηθεί το πώς η λιτότητα κατέληξε να είναι η βασική πολιτική στην φιλελεύθερη οικονομική σκέψη όταν τα κράτη έχουν μπει σε μπελάδες, μπορεί να αποκαλύψει γιατί είναι τόσο γοητευτική και τόσο επικίνδυνη.
ΔΙΑΤΡΗΤΟΣ ΝΟΜΟΣ

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ή το Κράτος ή το Χάος

Απόστολος Αποστολόπουλος
Πολλοί θεωρούν ότι οι ΗΠΑ απότυχαν στη Μ. Ανατολή επειδή μετά την ανατροπή των καθεστώτων δεν κατάφεραν να επιβάλλουν Τάξη, τη δική τους. Κάνουν λάθος. Στόχος δεν ήταν να αντικατασταθούν εχθρικές κρατικές οντότητες με φιλικές. Στόχος ήταν να διαλυθεί κάθε κρατική οντότητα. Χάος αντί Κράτους.
Το κυρίαρχο ιδεολόγημα του καιρού μας, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, είναι η θολή ιδέα της Παγκοσμιοποίησης. Μετά την πρώτη εντύπωση ότι η Παγκοσμιοποίηση είναι αποκλειστικά οικονομικό ζήτημα, έγινε αντιληπτό ότι απώτερος στόχος ήταν η κατάλυση των Εθνών-Κρατών. Στην πραγματικότητα τα μεγάλα και ισχυρά Έθνη-Κράτη διατηρούσαν στο ακέραιο την αυτοτέλειά τους, τα δικαιώματά τους, υμνούσαν τη σημαία τους και όλα τους τα σύμβολα, υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους. Μόνο τα μικρά και αδύναμα κράτη θα έχαναν τα σύνορά τους, την ταυτότητά τους, θα έσβηναν από τον Παγκόσμιο Χάρτη. Οι ισχυρές χώρες θα είχαν διεύθυνση και ταυτότητα. Οι άλλοι θα ήταν ένας πηχτός χυλός.
Ο ιμπεριαλισμός στην παλαιότερη φάση ήταν αποικιοκρατικός. Τα αδύναμα Έθνη/Κράτη υποτάσσονταν με τη βία. Οι αποικίες δεν έχαναν την κρατική τους υπόσταση, οι κάτοικοι διατηρούσαν, γενικώς, ήθη,  έθιμα, γλώσσα. Μοιραία, όμως, αναπτύχθηκε ο «εθνικισμός» που συμπύκνωσε το αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης και τελικά οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις κατάρρευσαν. Ο εθνικισμός (των μικρών και αδύναμων) ήταν ο μεγάλος εχθρός και τελικός νικητής της αποικιοκρατίας, της κυρίαρχης μορφής του ιμπεριαλισμού εκείνη την εποχή. Με άπειρη δεξιοτεχνία ο εθνικισμός ταυτίστηκε με τη βάρβαρη χρήση του από τους φασίστες και ναζί έτσι ώστε να απαξιώνεται κάθε διεκδίκηση, κάθε αντίδραση εναντίον των κυρίαρχων και επικυρίαρχων, υποτίθεται δημοκρατικών καθεστώτων της Δύσης. Πολλοί αντί για εθνικισμό μιλούν για πατριωτισμό: Η αίσθηση, δηλαδή, κάποιων ανθρώπων ότι ανήκαν στην ίδια ομάδα ότι μοιράζονταν τις ίδιες μνήμες, ήθη, έθιμα και γλώσσα και ότι άξιζε να θυσιαστούν για να μην τα χάσουν. Και τούτο ανεξάρτητα από το αν εκείνη ή άλλη λεπτομέρεια από την κοινή ιστορική τους μνήμη ήταν αλήθεια ή μυθική κατασκευή, από τους ίδιους. Η ομπρέλα της εθνικής ταυτότητας άλλοτε συγκαλύπτει και άλλοτε αποκαλύπτει εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις για την ηγεσία.
Τα νέα Έθνη-Κράτη διεκδικούσαν συγκροτημένα μερίδιο από τον πλούτο που ως εκείνη την ώρα μοιράζονταν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες, ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και μερικές άλλες, πχ η Γερμανία. Η εθνική συνείδηση ήταν και στη νέα φάση, τη σημερινή, ο εχθρός. Η εθνική συνείδηση είναι ο πυρήνας που διαρκώς επιθυμεί και αγωνίζεται ατομικά ή συλλογικά να διατηρήσει μια (εθνική) ομάδα ανθρώπων ως ενιαίο σύνολο και την προτρέπει να αγωνιστεί για τα κοινά δικαιώματα, αξίες, μνήμες, υπέρ βωμών και εστιών, όπως έλεγαν παλιά.
Η Παγκοσμιοποίηση, αντίθετα, διέδιδε την εντύπωση ότι η ενιαία (καπιταλιστική) Οικονομία καθιστά παρωχημένες τις εθνικές διαφορές. Ήταν σαν να λέμε ότι αφού «όλοι» φοράνε τζιν και ακούνε ροκ μουσική γίναμε ίδιοι και απαράλλαχτοι. Δεν ήταν έτσι,  οι Αμερικανοί το κατάλαβαν νωρίς και μίλησαν, μεταξύ άλλων, για σύγκρουση των Πολιτισμών. Οι διανοούμενοι της Μεγάλης Δύναμης υπόδειξαν τον Πολιτισμό ως το πεδίο μάχης όπου θα ήταν δυνατόν να διασπαστεί η εθνική συνείδηση με την ανάδειξη, πχ της Θρησκείας. Ειδικός στόχος ήταν το Ισλάμ που ήλεγχε «το δρόμο του πετρελαίου». Όταν διαλύθηκε το Έθνος-Κράτος (Ιράκ/Λιβύη) οι θρησκευτικές έριδες που διαιρούσαν ανέκαθεν τους Άραβες, αποχαλινώθηκαν, με αποκορύφωμα την Αίγυπτο. Στην Τουρκία, ο Ερντογάν ώθησε το «ήπιο» (;) Ισλάμ εναντίον του «κοσμικού» Ισλάμ και προκάλεσε διαίρεση και ξεσηκωμό. Αντίθετα οι Κούρδοι αναπτύσσουν (για πρώτη φορά) εθνική συνείδηση και προχωρούν. Στη Συρία, επίσης, η υπεράσπιση της πατρίδας υπερίσχυσε της θρησκευτικής διαίρεσης Σουνιτών/Αλαουιτών. Στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία, επί Χριστόδουλου, επιχείρησε να γίνει ενεργός πόλος συλλογικής εθνικής συνείδησης. Η απόπειρα δεν είχε συνέχεια.
Σε άλλες περιοχές, με αναπτυγμένη εθνική συνείδηση, έγινε πόλεμος πχ Γιουγκοσλαυία. Σε άλλες, πχ Ελλάδα, συστηματικά καταπνίγεται ότι σαλπίζει εθνική εγρήγορση, ότι αφυπνίζει την ιστορική συνείδηση. Η άρχουσα ελίτ συναινεί, υπερθεματίζει και οπωσδήποτε δεν αντιστέκεται στις σειρήνες του εθνικού ύπνου. Η Αριστερά -μπλεγμένη στους μαιάνδρους των ταξικών αναλύσεων και λησμονώντας τη δική της Ιστορία, της Εθνικής Αντίστασης- «ουκ έστιν ώδε».