Translate

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Η μάχη του Ulundi



Η μάχη του Ulundi ήταν η τελική μάχη του πολέμου μεταξύ Αγγλίας – Ζουλού, έλαβε χώρα στις 4 Ιουλίου 1879, όπου τα στρατεύματα του Λόρδου Chelmsford συνέτριψαν τον στρατό του βασιλέα των Ζουλού Cetshwayo.
Ιστορικά στοιχεία
Ο Αγγλο – Ζουλού πόλεμος διεξήχθη το 1879 (11 Ιαν. – 4 Ιουλ.) μεταξύ της Βρετανικής αυτοκρατορίας και του βασιλείου Ζουλού. Μετά την επιτυχή ένταξη του Καναδά στην Βρετανική Ομοσπονδία ο Λόρδος Carnarvon, θεώρησε ότι παρόμοια πολιτική, σε συνδυασμό με στρατιωτικές εκστρατείες, θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στα Αφρικανικά βασίλεια, τις φυλετικές περιοχές και τις Δημοκρατίες των Boer στη Νότια Αφρική. Το 1874, ο Sir Henry Bartle Frere εστάλη στη Νότια Αφρική ως Ύπατος Αρμοστής για την Βρετανική Αυτοκρατορία προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος. Μεταξύ των εμποδίων ήταν η ύπαρξη των ανεξάρτητων κρατών της Νοτίου Αφρικής και του Βασιλείου της Χώρας των Ζουλού (Zululand) και του στρατού της.
Sir Henry Bartle Frere
Ο Frere, με δική του πρωτοβουλία, χωρίς την έγκριση της Βρετανικής κυβέρνησης και με πρόθεση να υποκινήσει πόλεμο με τους Ζουλού, στις 11 Δεκεμβρίου του 1878 επέδωσε τελεσίγραφο, στον βασιλέα των Ζουλού Cetshwayo το οποίο ο βασιλιάς των Ζουλού απέρριψε, αφού προέβλεπε να διαλύσει τον στρατό του και να εγκαταλείψει βασικές πολιτιστικές παραδόσεις. Κατόπιν τούτου ο Frere ανέθεσε στον Λόρδο Chelmsford να εισβάλει στην Zululand. Ο πόλεμος έληξε με νίκη των Βρετανών και σηματοδότησε το τέλος της κυριαρχίας του έθνους Ζουλού στην περιοχή.
Πριν την τελική μάχη στο Ulundi προηγήθηκαν οι ακόλουθες μάχες: μάχη της Isandlwana (νίκη Ζουλού) – πολιορκία του Rorke’s Drift (Βρετανική νίκη) – πολιορκία του Eshowe (Βρετανική νίκη) – μάχη τουIntombe (νίκη Ζουλού) – μάχη του Hlobane (νίκη Ζουλού) – μάχη του Kambula (Βρετανική νίκη) – μάχη του Gingindlovu (Βρετανική νίκη).
Οι πολεμιστές Ζουλού παρατάσσονταν σε συντάγματα ανά ηλικία, φέροντας ασπίδα και λόγχη. Ο σχηματισμός της επίθεσης, που περιγράφεται ως «κέρατα του θηρίου», λέγεται ότι επινοήθηκε από τον Σάκα Ζουλού, τον βασιλέα που καθιέρωσε την ηγεμονία των Ζουλού στη Νότια Αφρική. Το κύριο σώμα του στρατού εκδήλωνε μετωπική επίθεση, ενώ τα άκρα αναπτύσσονταν πλευρικά του εχθρού και επέφεραν την δευτερεύουσα και συχνά θανατηφόρα επίθεση στα εχθρικά μετόπισθεν.
Βασιλέας Cetshwayo kaMpande (Σετσουάϊο Καμπάντε)
Ο βασιλέας των Ζουλού Cetshwayo, φοβούμενος την Βρετανική επιθετικότητα, άρχισε να αγοράζει πυροβόλα όπλα απ’ όπου μπορούσε. Μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, οι Ζουλού είχαν δεκάδες χιλιάδες μουσκέτα και τυφέκια, τα οποία όμως δεν ήταν σε καλή κατάσταση και επιπλέον δεν ήσαν καλά εκπαιδευμένοι στη χρήση τους. Οι Ζουλού διέθεταν ήδη περίπου 1.000 τυφέκια Martini Henry και μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών από την μάχη της Isandlwana.
Βρετανικό πεζικό
Το τακτικό Βρετανικό πεζικό ήταν εξοπλισμένο με τυφέκια Martini Henry και ξιφολόγχες και φορούσε κόκκινα χιτώνια, λευκά αντηλιακά κράνη και σκούρο μπλε παντελόνι με σιρίτι στο πλάι. Οι έφιππες μονάδες φορούσαν μπλε χιτώνια και καπέλα.
Ιστορικό μάχης
Μετά την μάχη στο Gingindlovu στις 2 Απριλίου 1879, το στράτευμα του Λόρδου Chelmsford προχώρησε στο οχυρό του Eshowe και ανέλαβε την διοίκηση από τονσυνταγματάρχη Pearson, που βρισκόταν εκεί από τα τέλη Ιανουαρίου 1879. Οι άνδρες του Pearson είχαν καταβάλει κάθε προσπάθεια για να οικοδομήσουν το στρατόπεδο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως προωθημένη βάση για την τελική επίθεση στον βασιλέα Cetshwayo στο Ulundi. Προς απογοήτευση των ανδρών του Pearson, ο Chelmsford διέταξε υποχώρηση στην Tugela, σκοπεύοντας να δημιουργήσει μια βάση πλησιέστερα στο ποτάμι.
Frederic Augustus Thesiger, 2nd Baron Chelmsford
Αρχικά οι Ζουλού, φαίνονταν να έχουν απωθήσει τους Βρετανούς πίσω στην αφετηρία τους. Αλλά οι μάχες των Kambula και Gingindlovu προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στους ιθαγενείς που δεν μπορούσαν να τις αναπληρώσουν. Αντιδρώντας στη φρίκη της Isandlwana, η Βρετανική κυβέρνηση στέλνει μεγάλο αριθμό ενισχύσεων με αποτέλεσμα η Natal (επαρχία της Νότιας Αφρικής) να γεμίσει με Βρετανούς στρατηγούς. Ο Sir Garnet Wolseley και η ομάδαAshantee
Ring βρίσκονταν καθ’ οδόν για να αντικαταστήσουν τον Λόρδο Chelmsford στην διοίκηση.
Ο Chelmsford, περί τα μέσα Απριλίου 1879, προετοιμαζόταν να εισβάλει ξανά στην Zululand (Χώρα των Ζουλού) με δύο συντάγματα ιππικού (την βασιλική φρουρά Δραγόνων και το 17ο σύνταγμα λογχοφόρων) 5 συστοιχίες πυροβολικού και 12 τάγματα πεζικού (1.000 ιππικό, 9.000 πεζικό και 7.000 άνδρες με 24 όπλα, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης συστοιχίας Gatling) για να καταλάβει το πεδίο για τον βρετανικό στρατό. Ο Zulus μπορούσαν να αναπτύξουν 24.000 πολεμιστές.
Sir Evelyn Wood
Η δύναμη του στρατηγού Evelyn Wood δυτικά μετονομάστηκε σε Flying Column (Ιπτάμενη δύναμη). Ο νεοαφιχθείς υποστράτηγος Henry Crealock, που είχε υπηρετήσει στο 90ο Σύνταγμα του Perthshire στην Κριμαία και αντικατέστησε τον Pearson, ανέλαβε την 1ημεραρχία στην Κάτω Tugela και η 2η μεραρχία υπό τονυποστράτηγο Newdigate, συνοδευόμενη από τον ίδιο τον Chelmsford, ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη Zululand στην κεντρική περιοχή και να ενωθούν με τον Wood.
Οι Άγγλοι διακατέχονταν από νευρικότητα έναντι των Ζουλού, επηρεασμένοι από τα τρομερά γεγονότα στην Isandlwana. Από την πλευρά του, ο Cetshwayo είχε χάσει την πίστη του στην δυνατότητα να αποκρούσει τη Βρετανική εισβολή. Ο Wood άρχισε να βαδίζει νότια από την Khambula, ενώ ο Chelmsford προετοιμαζόταν να διασχίσει το Tugela. Υπήρχε όμως ένα σοβαρό καθήκον που έπρεπε να εκτελέσει πριν στρέψει την προσοχή του στον Cetshwayo.
Στις 21 Μαΐου 1879, ο υποστράτηγος Marshall, με μία ταξιαρχία ιππικού αποτελούμενη από δυο τακτικά συντάγματα, προχώρησε στην Isandlwana και ανέλαβε το έργο της ταφής των Βρετανικών θυμάτων από τη μάχη στις 22 Ιανουαρίου 1879. Η προώθηση του δεύτερου τμήματος του Chelmsford ξεκίνησε τελικά την 1η Ιουνίου 1879. Αλλά οι δυσάρεστες εκπλήξεις δεν είχαν τελειώσει για τους Βρετανούς. Καθώς ο Chelmsford βρισκόταν στο αντίσκηνό του εκδίδοντας εντολές, ένας αξιωματικός εισήλθε αιφνιδιαστικά για να του ανακοινώσει τον θάνατο του Γάλλου πρίγκηπα Λουδοβίκου – Ναπολέοντα, από τους Ζουλού.
Βρετανός λογχοφόρος
Το 1871 ο αυτοκράτορας Ναπολέων ΙΙΙ της Γαλλίας παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στην Αγγλία, όπου πέθανε. Η χήρα του, η αυτοκράτειρα Ευγενία, έγινε στενή φίλη της βασίλισσας Βικτωρίας. Ο γιος του πρίγκιπας Λουδοβίκος – Ναπολέων, φοίτησε στο Βασιλικό Στρατιωτικό Κολλέγιο στο Woolwich. Με τη μεσολάβηση της βασίλισσας, επετράπη στον πρίγκιπα να συνοδεύει τον στρατό στο Natal και να ενταχθεί στην δύναμη του Chelmsford. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε αναγνωριστική περιπολία αποσπάστηκε από την υπόλοιπη ομάδα με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να θανατωθεί από τους Ζουλού. Ο θάνατος του πρίγκιπα προκάλεσε κατακραυγή στη Γαλλία, ενώ ο υπολοχαγός Carey του 98ου Συντάγματος, επικεφαλής της περιπόλου, δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε.
Καθώς ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη η Ιπτάμενη Δύναμη και η 2η Μεραρχία συναντήθηκαν και ακολούθησαν παράλληλη πορεία προς το Ulundi.
Οπλισμός Zulu
Στις 5 Ιουνίου 1879, οι άτακτοι ιππείς του Buller αντιμετώπισαν μια ισχυρή δύναμη ακροβολιστών Ζουλού. Μετά από ανταλλαγές πυρών, έγινε σαφές ότι οι Ζουλού δεν θα υποχωρούσαν και ο Buller υποχώρησε.
Σε βοήθεια έφθασε το 17ο σύνταγμα Λογχοφόρων οι οποίοι από υπερβάλλοντα ζήλο, μετέβησαν στην κοιλάδα, αναζητώντας τους Ζουλού, αλλά βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο επικεφαλής. Μετά απ’ αυτό επέστρεψαν στο στρατόπεδο στο στρατόπεδο, όπου ο θάνατος του αξιωματικού επηρέασε αρνητικά το ηθικό των Βρετανών.
Στις 6 Ιουνίου 1879, ένας σκοπός έδωσε λάθος συναγερμό και τα Βρετανικά στρατεύματα έσπευσαν να λάβουν θέσεις μάχης στην περιοχή του στρατοπέδου. Ακολούθησαν άσκοποι πυροβολισμοί και μετά από 1.200 σφαίρες διαπιστώθηκε ότι πυροβολούσαν στο κενό. Το περιστατικό είναι ενδεικτικό της νευρικότητας των άπειρων στρατιωτών και του φόβου τους για τους Ζουλού.
Χάρτης της Μάχης του Ulundi από τον John Fawkes_https://www.britishbattles.com/zulu-war/battle-of-ulundi/
Ο Wolseley έφτασε στο Κέιπ Τάουν στις 28 Ιουνίου 1879 και κάλεσε τον Chelmsford, ο οποίος ανέφερε ότι οι δυνάμεις του βρίσκονταν σε απόσταση 17 μιλίων από το Royal Kraal του Ulundi (πρωτεύουσα του βασιλείου των Ζουλού).
Ο Cetshwayo προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους Βρετανούς, ενώ οι πολεμιστές του συγκεντρώθηκαν στο Ulundi για την τελευταία μάχη. Οι όροι που απαίτησε ο Chelmsford απορρίφθηκαν με αγανάκτηση από το Βασιλικό Συμβούλιο των Ζουλού.
Στις 30 Ιουνίου 1879, η Ιπτάμενη Δύναμη και η 2ηΜεραρχία προχώρησαν στην κοιλάδα του White Mfonzi προς το Ulundi και στρατοπέδευσαν στον ποταμό.
Στις 3 Ιουλίου 1879, ο συνταγματάρχης Buller με τους ιππείς του προσπαθεί να αναγνωρίσει τις θέσεις των Ζουλού και την τελευταία στιγμή αποφεύγει την ενέδρα.
Κατά την διάρκεια εκείνης της νύχτας, τα Βρετανικά στρατεύματα άκουγαν τα πολεμικά τραγούδια από το στρατόπεδο των Ζουλού, γεγονός που προξενούσε νευρικότητα στους στρατιώτες.
Στις 4 Ιουλίου 1879, ο Chelmsford αναχώρησε με το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του, έχοντας μόνο πυρομαχικά και νερό και διέσχισε τον ποταμό, βαδίζοντας προς τον καταυλισμό των Ζουλού. Τα Βρετανικά στρατεύματα κινούνταν σε κοίλο τετράγωνο, με το ιππικό να καλύπτει τα πλευρά και τα μετόπισθεν.
Λίγο πριν τις 9 το πρωί οι Ζουλού εξαπέλυσαν ολόπλευρη επίθεση, κατά την έναρξη της οποίας το Βρετανικό ιππικό ενσωματώθηκε στον σχηματισμό.
Πυροβόλο Gatling_Βρετανικό Βασιλικό μουσείο πυροβολικού_https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/2/2e/Gatling_gun_1865.jpg
Τα πυρά από τα Βρετανικά συντάγματα, το πυροβολικό και τα πυροβόλα όπλα Gatling ήταν καταιγιστικά. Ήταν η μεγαλύτερη επίδειξη Βρετανικής δύναμης στη Νότια Αφρική μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Οι αιχμάλωτοι Ζουλού είπαν, μετά την μάχη, ότι ήταν συγκλονισμένοι από το θόρυβο των όπλων και τον αντίκτυπο των σφαιρών και έκπληκτοι από το μέγεθος της Βρετανικής δύναμης. Χρειάστηκε μόλις μισή ώρα πριν αρχίσουν οι Ζουλού να καταρρέουν.
Έφοδος του 17ου συντάγματος λογχοφόρων στη μάχη του Ulundi – πίνακας του Orlando Norie_https://www.britishbattles.com/
Σε αυτό το σημείο, το 17ο σύνταγμα έφιππων λογχοφόρων πέρασε από το πίσω μέρος της παράταξης και επιτέθηκε με δύναμη σε ό, τι απέμεινε από τους σχηματισμούς Ζουλού οι οποίοι διαλύθηκαν καταδιωκόμενοι από τους λογχοφόρους και τις άτακτες ομάδες του Chelmsford. Η σφαγή των οπισθοχωρούντων Ζουλού που παρατηρήθηκε στο Campus και στο Gingindlovu επαναλήφθηκε σε πολλαπλάσιο μέγεθος. Ήταν το τέλος των Ζουλού και ο πόλεμος, αν και ο πόλεμος συνεχίστηκε σε μικρή κλίμακα για μερικές εβδομάδες. Μόλις τελείωσε η μάχη, ο Chelmsford διέταξε τα στρατεύματά του να κάψουν το Ulundi.
Οι απώλειες των Βρετανών ήσαν 13 -18 νεκροί & 69 – 85 τραυματίες, ενώ των Ζουλού 473 νεκροί και περισσότεροι από 1.000 τραυματίες.
Μετά την μάχη οι Βρετανοί έκαψαν τα στρατόπεδα πέριξ του Ulundi και οι φύλαρχοι των Ζουλού άρχισαν να να παραδίδονται στις Βρετανικές δυνάμεις. Οι βασιλιάς Cetshwayo συνελήφθη στις 28 Αυγούστου 1879 και εξορίσθηκε στο ακρωτήριο Colony. Οι Βρετανοί αποσύρθηκαν αφού προηγουμένως εγκατέστησαν φιλική κυβέρνηση στην Χώρα των Ζουλού (Zululand).
Βιβλιογραφία – πηγές
The Washing Of The Spears: The Rise And Fall Of The Zulu Nation_Donald R. Morris1998
The Zulu War 1879 (Essential Histories) by Ian Knight 2003

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Το χωριό με τους 280 κατοίκους και τα 150.000 βιβλία



Το χωριό Mundal της Νορβηγίας διαθέτει μόλις 280 κατοίκους, οι οποίοι όμως σίγουρα δεν βαριούνται ποτέ, αφού έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε περίπου 150.000 βιβλία σκορπισμένα σε διάφορα σημεία, καθιστώντας το Mundal ιδανικό προορισμό για κάθε φανατικό αναγνώστη.

mundal-0.jpg
Σύμφωνα με το Travel+Leisure, πολλά από τα βιβλία του Mundalβρίσκονται στα πολύ δραστήρια μαγαζιά μεταχειρισμένων βιβλίων, όμως βιβλία μπορεί να βρει κανείς και σε εγκαταλελειμμένες καλύβες, σε μανάβικα, σε ταχυδρομεία, ακόμα και στον χώρο αναμονής για επιβίβαση στο φέρι μποτ.
Mundal-books1.jpg
Το Mundal ξεκίνησε να γεμίζει τα ράφια με βιβλία το 1995, με τους ανθρώπους του να υποστηρίζουν σήμερα πως, αν όλα τα βιβλία του χωριού τοποθετούνταν το ένα δίπλα στο άλλο, η γραμμή που θα δημιουργούσαν θα ξεπερνούσε σε μήκος τα 4 χλμ.
https://www.o-klooun.com/gallery/to-xorio-me-tous-280-katoikous-kai-ta-150-000-vivlia




 Mundal-books111.jpg
@seedyelegance
Mundal-books4.jpg
Mundal-books7.jpg
Mundal-book-town.jpg

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

«ο πόλεμος της ζαχαροπλαστικής».



Εάν υπήρχε κάποιο Έθνος στον κόσμο που θα επέλεγε να πολεμήσει «για λόγους ζαχαροπλαστικής» σίγουρα θα ήταν η Γαλλία. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1838, όταν η Γαλλία και το Μεξικό ενεπλάκησαν σε ένοπλη σύγκρουση διάρκειας 5 μηνών, η οποία έμεινε στην ιστορία ως «ο πόλεμος της ζαχαροπλαστικής».
Γνωστός ως Guerra de los pasteles στους Μεξικανούς ήGuerre des Pâtisseries στους Γάλλους, ο εν λόγω πόλεμος προέκυψε ως παρενέργεια εσωτερικής διαμάχης μεταξύ του Μεξικανού προέδρου Μανουέλ Γκόμεζ Πεντράζα και του πολιτικού του αντιπάλουΛορέντζο ντε Ζαβάλα, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν κυβερνήτης της πολιτείας του Μεξικού. Συγκεκριμένα το 1828 όταν ο πρόεδρος προσπάθησε να απομακρύνει τον Ζαβάλα από την εξουσία, αυτός και ο πολιτικός τουσύμμαχος , στρατηγός Αντόνιο Λοπέζ ντε Σάντα Άνναανέλαβαν την διοίκηση της φρουράς στην Πόλη του Μεξικού και ανέτρεψαν τον Πεντράζα, εγκαθιστώντας στην προεδρία τον Βιθέντε Γκερρέρο.
Η περίοδος μετά την ανατροπή υπήρξε ταραχώδης με συνεχείς εναλλαγές στην εξουσία, στάσεις, λεηλασίες και οδομαχίες μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και ανταρτών, προκαλώντας ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές σε δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες, όπως στο ζαχαροπλαστείο του Γάλλου σεφ Ρεμοντέλτο οποίο λεηλατήθηκε. Ο ιδιοκτήτης έκανε αυτό που οι περισσότεροι επιχειρηματίες θα έκαναν σήμερα, ζήτησε κυβερνητική αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών και μετά από 10 χρόνια συνεχούς απόρριψης των αιτημάτων του, απογοητευμένος απευθύνθηκε στην Γαλλική κυβέρνηση και τον βασιλέα Λουδοβίκο – Φίλιππο I που αντιμετώπισαν ευνοϊκά το αίτημά του.
Ο πρίγκιπας της Joinville στην πλώρη της κορβέτας Créole ακούει την αναφορά του υποπλοίαρχου  Penaud και βλέπει την έκρηξη του πύργου του φρουρίου Saint-Juan d’Ulloa στις 27 Νοεμβρίου 1838. Στο βάθος φαίνεται η φρεγάτα Gloire_wikipedia
Η Γαλλική κυβέρνηση ήταν ήδη εξοργισμένη λόγω των απλήρωτων χρεών του Μεξικού που είχαν συναφθεί κατά την επανάσταση του Τέξας το 1836 και απαίτησε αποζημίωση 600.000 πέσος, όπως και το ποσό των 60.000 πέσος για το ζαχαροπλαστείο του Ρεμοντέλ, το οποίο είχε αποτιμηθεί σε λιγότερο από 1.000 πέσος. Το Μεξικάνικο Κογκρέσο απέρριψε το τελεσίγραφο και τον Νοέμβριο του 1838, ο Γαλλικός στόλος, υπό την διοίκηση του Ναυάρχου Σαρλ Μπωντάν, ξεκίνησε αποκλεισμό των βασικών θαλάσσιων λιμένων κατά μήκος του κόλπου του Μεξικού, από την χερσόνησο Γιουκατάν μέχρι το Ρίο Γκράντε. Οι Γάλλοι βομβάρδισαν το φρούριο στο Σαν Χουάν ντε Ουλόα και κατέλαβαν ολόκληρο τον Μεξικάνικο στόλο, ο οποίος ήταν αγκυροβολημένος στη Βέρα Κρούζ. Το Μεξικό απάντησε κηρύττοντας πόλεμο στη Γαλλία τον Δεκέμβριο του 1838.
Με το ναυτικό στα χέρια του εχθρού και τα λιμάνια κλειστά στην εμπορική κίνηση, οι Μεξικανοί προσπάθησαν να μεταφέρουν λαθραία εμπορεύματα σε λιμένες του Τέξας και στη συνέχεια να τα μεταφέρουν χερσαία στην χώρα. Σε συνεργασία με τους Γάλλους, ηΔημοκρατία του Τέξας τοποθέτησε πολεμικά στη θάλασσα για να αναχαιτίσουν τους λαθρεμπόρους, συνεπικουρούμενα από ένα Αμερικανικό πολεμικό πλοίο, το USS Woodbury (γολέτα = δικάταρτο πολεμικό πλοίο) το οποίο εντάχθηκε στον αποκλεισμό.
Mexican General Antonio Lopez de Santa Anna.
Όντας σε απελπιστική κατάσταση η κυβέρνηση του Μεξικού ζήτησε την βοήθεια του απόμαχου Αντόνιο Λόπεζ ντε Σάντα Άννα, πρώην προέδρου και στρατηγού, ο οποίος μόλις το προηγούμενο έτος είχε επιστρέψει ντροπιασμένος μετά την ταπεινωτική ήττα του στη μάχη του Σαν Χακίντο το 1836, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της ανεξάρτητηςΔημοκρατίας του Τέξας. Απογοητευμένος από την αναγκαστική αποστρατεία του, ο στρατηγός που είχε αποδειχθεί τόσο αδίστακτος στη μάχη του Άλαμοάφησε την οικία του στην Βέρα Κρούζ και οργάνωσε έναν πρόχειρο στρατό ο οποίος απώθησε τις Γαλλικές δυνάμεις από την πόλη στα πλοία τους. Καθώς όμως ο Σάντα Άννα κατεδίωκε τους εισβολείς, μία βολή πυροβόλου σκότωσε το άλογό του και τραυμάτισε σοβαρά το αριστερό του πόδι. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι το άκρο δεν μπορούσε να σωθεί και αναγκάστηκαν να ακρωτηριάσουν το πόδι, το οποίο ο Σάντα Άννα έθαψε στην χασιέντα του.
Την άνοιξη του 1839, με την οικονομία να βρίσκεται σε κατάρρευση, το Μεξικό αποδέχεται την εισήγηση της συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας και ζητά ειρήνη από την Γαλλία, υποσχόμενο να πληρώσει 600.000 πέσος και τον Μάρτιο του ιδίου έτους, η Γαλλία αίρει τον αποκλεισμό.
πηγή: wikipedia
Συνέπειες
Αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που θα πολεμούσαν η Γαλλία και το Μεξικό. Από το 1861 έως το 1866 μια Γαλλική δύναμη διεξήγαγε αιματηρή εκστρατεία κατά του Μεξικού, με αφορμή και πάλι απλήρωτα χρέη. Μετά την νίκη του, το Παρίσι εγκατέστησε τον Αυστριακής καταγωγής Μαξιμιλιανό Ι στο θρόνο του Μεξικού, ο οποίος το 1864 ονομάσθηκε αυτοκράτορας του Μεξικού, αλλά τρία χρόνια αργότερα θα συλληφθεί και θα εκτελεστεί από τις δημοκρατικές δυνάμεις.
Το προσθετικό μέλος του Στρατηγού Σάντα Άννα _ Στρατιωτικό Μουσείο του Ιλινόις, Τμήμα Στρατιωτικών Υποθέσεων, Σπρίνγκφιλντ_πηγή Chicago Tribune
Ο «πόλεμος της ζαχαροπλαστικής» δεν ήταν το τέλος του Σάντα Άννα. Ο μονοπόδαρος στρατηγός θα οδηγούσε τα Μεξικανικά στρατεύματα στον πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1846 έως το 1848. Κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης ο Σάντα Άννα έχασε το τεχνητό πόδι που χρησιμοποιούσε μετά την μάχη της Βέρα Κρουζ. Το προσθετικό άκρο, που ήταν κατασκευασμένο από φελλό, βρέθηκε από Αμερικανούς στρατιώτες και στάλθηκε στις ΗΠΑ ως πολεμικό τρόπαιο. Σήμερα εκτίθεται στο στρατιωτικό μουσείο του Ιλινόις, ενώ το Μεξικό έχει επανειλημμένα ζητήσει τον επαναπατρισμό του.
https://chilonas.com/2018/11/27/https-wp-me-p1op6y-clb/

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Ο Χάιζενμπεργκ και η μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη ίσως όλων των εποχών

Ο Χάιζενμπεργκ και η μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη ίσως όλων των εποχών

Ο Χάιζενμπεργκ και η μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη ίσως όλων των εποχών
Σαν σήμερα, 5 Δεκεμβρίου 1901, γεννήθηκε ο Βέρνερ Καρλ Χάιζενμπεργκ (Werner Karl Heisenberg, 5 Δεκεμβρίου 1901 – 1 Φεβρουαρίου 1976) . Γερμανός φυσικός του οποίου το όνομα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη του εικοστού αιώνα και ίσως όλων των εποχών: Την περίφημη αρχή της αβεβαιότητας -ή αρχή της απροσδιοριστίας- σύμφωνα με την οποία:
«Το γινόμενο των αβεβαιοτήτων θέσης και ορμής ενός σωματιδίου δεν μπορεί να γίνει μικρότερο από το ήμισυ της σύγχρονης σταθεράς του Πλανκ».
Πριν καταλήξει στη διατύπωση αυτής της αρχής το έτος 1926, ο Χάιζενμπεργκ είχε ήδη φτάσει -ανεξάρτητα από τον Σρέντινγκερ- στον δικό του φορμαλισμό της κβαντομηχανικής, στο πλαίσιο του οποίου τα φυσικά μεγέθη περιγράφονται από κατάλληλες απειροδιάστατες μήτρες.
Αν και η χρήση μητρών (ή πινάκων) στο πλαίσιο της κβαντομηχανικής θεωρείται σήμερα αυτονόητη, όμως την εποχή του Χάιζενμπεργκ -όταν ακόμα και η έννοια της μήτρας ήταν πρακτικά άγνωστη στους περισσότερους φυσικούς (και σίγουρα άγνωστη στον Χάιζενμπεργκ)- η ανακάλυψη και διατύπωση των κβαντικών νόμων στη γλώσσα των μητρών ευλόγως θεωρείται ως ένα διανοητικό επίτευγμα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της φυσικής.
Διότι -αντίθετα με την εξίσωση Σρέντινγκερ της οποίας η ανακάλυψη ακολουθεί μια πολύ λογική διαδρομή με αφετηρία την κλασική κυματική εξίσωση- η ανακάλυψη της μηχανικής των μητρών προϋποθέτει μια άκρως αντιδιαισθητική προσέγγιση, τελείως ξένη προς κάθε κλασικό ανάλογο. Αν και δεν είναι πάντα εύκολο να ανασυγκροτήσει κανείς τη «διαδρομή» μιας θεμελιώδους ανακάλυψης, εν τούτοις στην περίπτωση του Χάιζενμπεργκ υπάρχει η μαρτυρία του ίδιου -μεταξύ άλλων σε ομιλία του στο Χάρβαρντ το 1973 την οποία είχα την τύχη να παρακολουθήσω- που δεν αφήνει αμφιβολία ότι στον πυρήνα της σκέψης του ήταν μια επιστημολογική ανάλυση παρόμοιας φύσεως με αυτήν που υιοθέτησε ο Αϊνστάιν προκειμένου να καταλήξει στο περίφημο συμπέρασμά του για τη διαστολή του χρόνου.
Αφετηρία του Αϊνστάιν -όπως και του Χάιζενμπεργκ αργότερα- είναι η ιδέα ότι τα φυσικά μεγέθη δεν πρέπει να ορίζονται αφηρημένα αλλά σε στενή σύνδεση με τον τρόπο που μετριούνται. Έτσι, η διαστολή του χρόνου για έναν κινούμενο παρατηρητή προκύπτει φυσιολογικά από τον τρόπο λειτουργίας ενός στοιχειακού ρολογιού που βασίζεται στο περιοδικό «πήγαινε-έλα» ενός φωτεινού σήματος ανάμεσα σε δύο καθρέπτες, σε συνδυασμό με τη θεμελιώδη σχετικιστική παραδοχή ότι η ταχύτητα του φωτός είναι η ίδια για όλους τους παρατηρητές.
Ο Χάιζενμπεργκ ωθεί αυτή τη «φιλοσοφία» στο όριό της. Λέει ότι όχι μόνο πρέπει να ορίζουμε τα φυσικά μεγέθη σε συνάρτηση με τη διαδικασία που τα μετράει, αλλά επίσης ότι δεν πρέπει καν να μιλάμε για φυσικές ποσότητες ή έννοιες που δεν έχουν πειραματικό αντίκρυσμα. που δεν μπορούν δηλαδή να υποβληθούν σε πειραματικό έλεγχο. και ακριβώς μια τέτοια έννοια -συνεχίζει ο Χάιζενμπεργκ- είναι η έννοια της τροχιάς. Διότι τα πειραματικά δεδομένα για τα άτομα -στην ουσία τα φάσματά τους- μας επιτρέπουν σίγουρα να μιλάμε για επιτρεπόμενες ενέργειες του ατόμου και επίσης για μεταβάσεις μεταξύ αυτών, αλλά δεν μπορούν να μας πουν το παραμικρό για το αν υπάρχουν ή όχι κάποιες κβαντωμένες τροχιές όπως είχε υποθέσει ο Μπορ.
Αφού λοιπόν η έννοια της κβαντωμένης τροχιάς δεν είναι προσιτή σε πειραματικό έλεγχο, τότε -κατά τον Χάιζενμπεργκ- θα πρέπει να εξοστρακιστεί από το κβαντικό οικοδόμημα ως απολύτως μεταφυσική οντότητα· και οι κβαντικοί νόμοι να διατυπωθούν μόνο μέσω μαθηματικών ποσοτήτων με άμεσο πειραματικό αντίκρυσμα. και επειδή η βασική κβαντική διαδικασία είναι η μετάβαση -ή μετάπτωση- από μια κβαντική κατάσταση n σε μια κβαντική κατάσταση m, τότε δεν είναι τελείως «παράλογο» να υποθέσουμε ότι τα φυσικά μεγέθη θα παριστάνονται ως αριθμοί με δύο δείκτες που μας λένε πώς το συγκεκριμένο μέγεθος «συνδέει» τις δύο καταστάσεις n και m της μετάβασης. Όμως η φυσιολογική παράσταση μιας ακολουθίας αριθμών με δύο δείκτες είναι υπό μορφήν μιας τετραγωνικής μήτρας με δείκτη γραμμής το n και δείκτη στήλης το m. Έτσι, η ιδέα της αναπαράστασης των φυσικών μεγεθών υπό τη μορφή κατάλληλων μητρών -μια καθημερινή πρακτική σήμερα- αναδύεται «φυσιολογικά» από την ανάλυση αυτή.
Είναι ήδη φανερό από τα παραπάνω ότι η μητρομηχανική του Χάιζενμπεργκ έχει ως αφετηρία της μια πλήρη εννοιολογική αναδόμηση της κλασικής φυσικής, σε αντίθεση με την κυματομηχανική του Σρέντινγκερ που ξεκίνησε ως ένα είδος επέκτασης της κλασικής κυματικής θεωρίας -έτσι την έβλεπε ο Σρέντιν-γκερ- και μόνο μετά έγινε σαφές ότι τα κύματα που περιγράφει δεν μπορούσε να είναι κλασικά κύματα. Απαιτήθηκε έτσι μια φυσική ερμηνεία αυτών των κυμάτων -δηλαδή των λύσεων της εξισώσεως Σρέντινγκερ- αλλά και ένα «συνταγολόγιο» για την εξαγωγή φυσικών συμπερασμάτων από αυτές τις λύσεις. Και μόνο μετά την προσθήκη αυτού του «ερμηνευτικού πλαισίου» η κυματομηχανική του Σρέντινγκερ θα γίνει μια πλήρης θεωρία ικανή να συγκριθεί -και τελικά να αποδειχτεί ισοδύναμη- με τη μηχανική των μητρών του Χάιζενμπεργκ.
Δεδομένου ακόμα ότι η εξίσωση Σρέντινγκερ εμπεριέχεται στον φορμαλισμό του Χάιζενμπεργκ -ως μια ισοδύναμη εξίσωση υπό μορφή μητρών και όχι ως διαφορική εξίσωση- δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την κβαντομηχανική ως ολοκληρωμένο οικοδόμημα (συνοδευόμενο και από την αρχή της αβεβαιότητας) την έστησε στα πόδια της κυρίως -αν και όχι αποκλειστικά- ο Χάιζενμπεργκ. Αν επρόκειτο επομένως μόνο ένας άνθρωπος να θεωρηθεί ως ο πατέρας της, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον βέρνερ Χάιζενμπεργκ.
Όμως η δημιουργική ορμή του νεαρού Χάιζενμπεργκ συνεχίστηκε αμείωτη και μετά τη «θαυματουργή διετία» 1925-27. Το 1928 χρησιμοποίησε την αρχή του Πάουλι για να εξηγήσει το φαινόμενο του σιδηρομαγνητισμού και να το περιγράψει ποσοτικά μέσω του περίφημου μοντέλου Χάιζενμπεργκ που συνεχίζει να είναι το πιο επιτυχές φαινομενολογικό μοντέλο για τον σιδηρομαγνητισμό μέχρι σήμερα. Αμέσως μετά -το 1929- σε συνεργασία με τον Πάουλι, έθεσαν τις βάσεις της σχετικιστικής θεωρίας πεδίων ενώ, το 1932 -λίγο μετά την ανακάλυψη του νετρονίου από τον Τσάντγουικ-, τρεις διαδοχικές εργασίες του Χάιζενμπεργκ θεμελίωσαν τη σύγχρονη πυρηνική φυσική βασισμένη στη λεγόμενη ισοτοπική συμμετρία. Δηλαδή την ιδέα ότι, από πλευράς ισχυρών πυρηνικών δυνάμεων, πρωτόνιο και νετρόνιο δεν είναι παρά οι δύο όψεις ενός ενιαίου πυρηνικού σωματιδίου γνωστού έκτοτε ως νουκλεόνιο. πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο Χάιζενμπεργκ θεώρησε ότι οι δύο δυνατές καταστάσεις του νουκλεονίου -το πρωτόνιο και το νετρόνιο-είναι μαθηματικά ισοδύναμες με τις καταστάσεις «σπιν πάνω» και «σπιν κάτω» ενός σωματιδίου με σπιν 1/2, και έδωσε το όνομα «ισοτοπικό σπιν» στη μαθηματική έννοια που εκφράζει αυτή την ισοδυναμία.
Ο φορμαλισμός αυτός αποτέλεσε αργότερα το «εφαλτήριο» πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε -από το 1960 και μετά- όλη η φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων, με οδηγό αρχή την αναζήτηση των λεγόμενων «εσωτερικών συμμετριών» που διέπουν τις μεταξύ τους δυνάμεις. Σε δύο διαδοχικές δημοσιεύσεις -το 1934 και το 1936- ο Χάιζενμπεργκ κατάφερε επίσης να διατυπώσει τη σωστή ερμηνεία της εξίσωσης Ντιράκ στη γλώσσα της λεγόμενης δεύτερης κβάντωσης, και να γίνει έτσι ο πατέρας -μαζί με τον Ντιράκ- της σχετικιστικής κβαντομηχανικής. Ο Χάιζενμπεργκ ήταν όμως ο θεμελιωτής -με τρεις σχετικές δημοσιεύσεις του στη διάρκεια του πολέμου(!)- και μιας εναλλακτικής θεωρίας της φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων, γνωστής ως «θεωρία της μήτρας S».
Σε συνέπεια με τη γενικότερη επιστημολογία του -ότι δηλαδή η φυσική θα πρέπει να χρησιμοποιεί μόνο φυσικές έννοιες που είναι πειραματικά μετρήσιμες- ο Χάιζενμπεργκ θεώρησε ότι σ’ ένα πείραμα σκέδασης μεταξύ δύο (ή περισσότερων) σωματιδίων το μόνο που πραγματικά μετριέται είναι η πιθανότητα να προκύψει από τη σύγκρουσή τους η μία ή η άλλη τελική κατάσταση με τα ίδια ή κάποια άλλα σωματίδια. Έτσι -σύμφωνα με τον Χάιζενμπεργκ- το μόνο που έχει πειραματική σημασία να γνωρίζουμε είναι η μήτρα S (S από το Scattering) που συνδέει την (οποιαδήποτε) αρχική με την (οποιαδήποτε) τελική κατάσταση σ’ ένα πείραμα σκέδασης.
Πάνω στην αντίληψη αυτή οικοδομήθηκε -από το 1960 και μετά- μια ολόκληρη σχολή σκέψης μαχητικά αντίθετη με την κβαντική θεωρία πεδίου που επίσης ο Χάιζενμπεργκ θεμελίωσε! Και παρότι η κβαντική θεωρία πεδίου αποδείχτηκε πολύ γονιμότερη και τελικά επικράτησε, εν τούτοις η θεωρία της μήτρας S άφησε πίσω της μια παρακαταθήκη θεμελιωδών αποτελεσμάτων που δύσκολα θα είχαν ανακαλυφθεί χωρίς αυτήν.
***
Ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ γεννήθηκε το 1901 στην πόλη Βίρτσμπουργκ της Γερμανίας, επίσης από ακαδημαϊκή οικογένεια όπως και πολλοί άλλοι από τους πρωταγωνιστές της κβαντικής επανάστασης. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής κλασικών γλωσσών στο λύκειο και αργότερα τακτικός καθηγητής μεσαιωνικών και σύγχρονων ελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο. Από τον πατέρα του ο νεαρός Χάιζενμπεργκ «κληρονόμησε» μια λαμπρή κλασική παιδεία, και ειδικότερα μια ιδιαίτερη πνευματική έλξη προς την πλατωνική φιλοσοφία η οποία φαίνεται να είχε μια βαθιά επίδραση στον τρόπο που αντιμετώπισε αργότερα τα φιλοσοφικά και επιστημολογικά προβλήματα που έθετε η οικοδόμηση και ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής.
Όπως και οι περισσότεροι από τους σημαντικούς φυσικούς της εποχής του, ο Χάιζενμπεργκ δεν εξέφραζε δημόσια πολιτικές ή ιδεολογικές απόψεις. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους ναζί συναδέλφους του -αυτούς που επιδίωκαν να αποκαθάρουν τη φυσική από «εβραϊκές θεωρίες» όπως η κβαντομηχανική και η σχετικότητα (και να την επανιδρύσουν πάνω σε «υγιείς» φυλετικές βάσεις)- να τον χαρακτηρίσουν ως «λευκό εβραίο» και να υποκινήσουν μυστική έρευνα εις βάρος του όπως και εις βάρος του Πλανκ για τον ίδιο λόγο. Εν τούτοις αυτός ο χαρακτηρισμός δεν στάθηκε ικανός να αποτρέψει τη ναζιστική ηγεσία από το να αναθέσει στον Χάιζενμπεργκ την επιστημονική διεύθυνση του γερμανικού πυρηνικού προγράμματος στη διάρκεια του πολέμου. Σχετικά με τη στάση που τήρησε ο Χάιζενμπεργκ απ’ αυτή τη θέση του, η εικόνα είναι ακόμα θολή.
Ο ίδιος ο Χάιζενμπεργκ ισχυρίζεται ότι προσπάθησε να κρατήσει το πρόγραμμα σε «τροχιά» παραγωγής ενέργειας κι όχι πυρηνικής βόμβας. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο -πάλι σύμφωνα με τον ίδιο- ταξίδεψε μυστικά στην κατεχόμενη Κοπεγχάγη, τον Σεπτέμβριο του 1941, προκειμένου να συναντήσει τον Μπορ και να έλθει σε κάποια συνεννόηση μαζί του για να αποτρέψουν από κοινού το ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων από τη μία ή την άλλη πλευρά. Το βέβαιο είναι ότι η συνάντηση απέτυχε οικτρά, και λίγους μήνες μετά ο Μπορ φυγαδεύτηκε από τη Δανία για να προσφέρει τη δική του επιστημονική βοήθεια στο σχέδιο Μανχάταν: το αμερικανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Δύο μέρες πριν την επίσημη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, το 1945, ο Χάιζενμπεργκ απήχθη από τις αμερικανικές δυνάμεις και μεταφέρθηκε -μαζί με άλλους γερμανούς επιστήμονες- σε μυστική θέση στη Μεγάλη βρετανία όπου και κρατήθηκε για οκτώ μήνες ανακρινόμενος σχετικά με το γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα και το στάδιο ανάπτυξής του. Ένα μέρος από τις μαγνητοφωνημένες αυτές καταθέσεις δόθηκε αργότερα στη δημοσιότητα, χωρίς όμως το ζήτημα της συμμετοχής και της στάσης του Χάιζενμπεργκ απέναντι στο πρόγραμμα αυτό να φωτιστεί πλήρως.
Το βέβαιο είναι ότι οι σκιές γύρω από αυτό το θέμα δεν άφησαν ανεπηρέαστη την επιστημονική κοινότητα της μεταπολεμικής περιόδου η οποία κράτησε μια επιφυλακτική -και πάντως όχι γενναιόδωρη- στάση απέναντι στον Χάιζενμπεργκ και το έργο του.
Όμως, με την απόσταση από την οποία μπορούμε να δούμε σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμβολή του Χάιζενμπεργκ στην επιστήμη, μόνο με εκείνη του Αϊνστάιν μπορεί να συγκριθεί.
«Μεγάλη επιστήμη – ενδιαφέρουσες ζωές». Βιογραφίες των πρωταγωνιστών τηςΚβαντικής Επανάστασης. Συγγραφέας: Στέφανος Τραχανάς
https://www.o-klooun.com/koinonia/werner-karl-heisenberg